«ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ,
ΜΕ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ;
ΕΙΜΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ!»
Δεν γνωρίζω αν,
άλλη χριστιανική χώρα, όπως η Ελλάδα μας, έχει τόσα εξωκκλήσια. Εξωκκλήσια,
είναι τα εκκλησιδάκια που βρίσκονται έξω από πόλεις και χωριά (ή και μέσα σ’
αυτά). Αυτά τα εκκλησάκια, ήταν σημεία
ευλαβικής αναφοράς και παρηγοριάς για τον άνθρωπο της υπαίθρου.
Είχαν
αγιάσματα με ιαματικά ύδατα. Είχαν άγιες εικόνες που δάκρυζαν, που χτυπούσαν,
που μιλούσαν, που ενεργούσαν θαύματα. Ήταν αποκούμπια του πονεμένου και
κουρασμένου ανθρώπου. Αυτά ήταν γι’ αυτούς τα νοσοκομεία, τα καταφύγια στον
πόνο και τις στεναχώριες της πικρής ζωής. Ήταν κτίσματα έπειτα από κάποιο
όνειρο, κάποια οπτασία ή κάποιο τάμα. Οικοδομήθηκαν από φτωχούς χειρώνακτες,
τις περισσότερες φορές με τους δικούς τους κόπους. Αρχιτέκτων ήταν η βαθειά
τους ευλάβεια, γι’ αυτό και ήσαν όμορφα, γουστόζικα. Η κάθε γωνιά και η κάθε
πέτρα έχει τοποθετηθεί με μεράκι. Και οι άνθρωποι που τα συντηρούν και ανάβουν
τα κανδηλάκια και τα ευτρεπίζουνε στο διάβα του χρόνου είναι όμορφοι, ευλαβείς,
προσηνείς άνθρωποι.
Διηγιόταν
ο γερ’–Αργύρης από το Αγιονέρι Κοζάνης πως ο Άγιος Αθανάσιος έχει αγίασμα και
πολλές ιάσεις επιτελεί. Ένας νέος, που στα μικρά του χρόνια άναβε με την μητέρα
του τα καντήλια του Αγίου Αθανασίου, πήγε στην Αμερική για μια καλύτερη τύχη.
Εκεί παρέλυσαν τα κάτω άκρα του. Οι γιατροί καμμιά βοήθεια δεν του πρόσφεραν.
Μια ευλογημένη νύχτα βλέπει στον ύπνο του έναν αρχιερέα με κατάλευκα γένια.
–Παιδί μου, με γνωρίζεις; Είμαι ο Άγιος Αθανάσιος από το Αγιονέρι. Έλα και σ’ εμένα κι εγώ θα σε γιατρέψω!
Πράγματι, επέστρεψε στην Ελλάδα, έκανε Λειτουργία στον Άγιο Αθανάσιο, κρέμασε τις πατερίτσες του στην εικόνα κι από τότε βαδίζει χωρίς καμιά δυσκολία.
Ο ίδιος,
διηγιόταν ακόμη:
–Πήγα κάποτε ν’ ανάψω τα καντήλια του Αγίου. Όταν έφθασα με το γαϊδουράκι μου στην πόρτα, ψάχτηκα και διαπίστωσα πώς ξέχασα τα κλειδιά. Η πόρτα βαρειά, ξύλινη με γύφτικους μεντεσέδες. Τί να έκανα; Το πήγαιν’–έλα από το χωριό δεν ήταν εύκολο. Την ώρα που πήγα να κρεμάσω το λαδικό στο καρφί του τοίχου της εκκλησίας ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Άνοιξε η πόρτα! Όταν τελείωσα τις προσευχές μου και την αποστολή μου, με τον ίδιο τρόπο έκλεισαν οι πόρτες κι έφυγα για το σπίτι μου, κρατώντας αναμμένη την δάδα της πίστεως. Το φως (αυτής της πίστεως), το πήρα από το καντηλάκι του Αγίου Αθανασίου, γι’ αυτό δεν μου έσβησε ποτέ (μέσα μου).
Αυτή η επίσκεψη στο ’ξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, παρ’ όλο που δεν συναντούσε μήτε ψάλτη μήτε παπά μήτε ιεροκήρυκα, καλλιέργησε την ψυχή μου, τράνεψε την πίστη του και του προσέδωσε βαθειά ευλάβεια.
Στον πόλεμο του ’40 πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Ο βασιλιάς Παύλος τον παρασημοφόρησε. Έχασε όμως όλη του την πτέρνα. Όταν ησύχασαν τα πράγματα, τον προέτρεπαν να περάσει επιτροπή για σύνταξη και απαντούσε ο άνθρωπος του Θεού:
–Αν πάρω χρήματα, θα χάσω ό,τι κέρδισα: Εγώ, παιδιά μου, έβλεπα την Παναγία. Σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Δεν λύγισα. Δεν φοβήθηκα. Αυτά είναι τα παράσημά μου.
Απ’ ό,τι κάνει κανείς για τον Θεό, τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο άνθρωπος δεν χαριτώνεται μόνον με την διδαχή, αλλά και με κάθε ευσέβεια που δεν καταντά ευσεβισμός. Και το καντήλι και το κερί και το λιβάνι και το πρόσφορο και ο άρτος γίνονται μάννα ουράνιο που θρέφει την ψυχή. Μακάρι να μη λείψουν από κανένα ορθόδοξο σπίτι. Αμήν.
※
[(1) Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή:
–Παιδί μου, με γνωρίζεις; Είμαι ο Άγιος Αθανάσιος από το Αγιονέρι. Έλα και σ’ εμένα κι εγώ θα σε γιατρέψω!
Πράγματι, επέστρεψε στην Ελλάδα, έκανε Λειτουργία στον Άγιο Αθανάσιο, κρέμασε τις πατερίτσες του στην εικόνα κι από τότε βαδίζει χωρίς καμιά δυσκολία.
–Πήγα κάποτε ν’ ανάψω τα καντήλια του Αγίου. Όταν έφθασα με το γαϊδουράκι μου στην πόρτα, ψάχτηκα και διαπίστωσα πώς ξέχασα τα κλειδιά. Η πόρτα βαρειά, ξύλινη με γύφτικους μεντεσέδες. Τί να έκανα; Το πήγαιν’–έλα από το χωριό δεν ήταν εύκολο. Την ώρα που πήγα να κρεμάσω το λαδικό στο καρφί του τοίχου της εκκλησίας ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Άνοιξε η πόρτα! Όταν τελείωσα τις προσευχές μου και την αποστολή μου, με τον ίδιο τρόπο έκλεισαν οι πόρτες κι έφυγα για το σπίτι μου, κρατώντας αναμμένη την δάδα της πίστεως. Το φως (αυτής της πίστεως), το πήρα από το καντηλάκι του Αγίου Αθανασίου, γι’ αυτό δεν μου έσβησε ποτέ (μέσα μου).
Αυτή η επίσκεψη στο ’ξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, παρ’ όλο που δεν συναντούσε μήτε ψάλτη μήτε παπά μήτε ιεροκήρυκα, καλλιέργησε την ψυχή μου, τράνεψε την πίστη του και του προσέδωσε βαθειά ευλάβεια.
Στον πόλεμο του ’40 πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Ο βασιλιάς Παύλος τον παρασημοφόρησε. Έχασε όμως όλη του την πτέρνα. Όταν ησύχασαν τα πράγματα, τον προέτρεπαν να περάσει επιτροπή για σύνταξη και απαντούσε ο άνθρωπος του Θεού:
–Αν πάρω χρήματα, θα χάσω ό,τι κέρδισα: Εγώ, παιδιά μου, έβλεπα την Παναγία. Σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Δεν λύγισα. Δεν φοβήθηκα. Αυτά είναι τα παράσημά μου.
Απ’ ό,τι κάνει κανείς για τον Θεό, τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο άνθρωπος δεν χαριτώνεται μόνον με την διδαχή, αλλά και με κάθε ευσέβεια που δεν καταντά ευσεβισμός. Και το καντήλι και το κερί και το λιβάνι και το πρόσφορο και ο άρτος γίνονται μάννα ουράνιο που θρέφει την ψυχή. Μακάρι να μη λείψουν από κανένα ορθόδοξο σπίτι. Αμήν.
ΑΡΧΙΜ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΖΟΥΜΗΣ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ
※
[(1) Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή:
«Μορφές
που γνώρισα να ασκούνται
στο σκάμμα
της Εκκλησίας»,
σελ.
44–46,
Έκδοση Ιεράς
Μονής Δοχειαρίου,
Άγιον Όρος,
Σεπτέμβριος 20101.
Α΄ δημοσίευση:
Παρασκευή 2 Μαΐου 2014.
Α΄ δημοσίευση:
Παρασκευή 2 Μαΐου 2014.
(2) Η
φωτογραφία μέσα στο κείμενο:
φιλικότατο «δάνειο»
του
εξαίρετου και ζηλωτή φωτογράφου
εκκλησιών, μοναστηριών και μνημείων
της Ελληνικής υπαίθρου,
του Κώστα Χουλιαρά,
τον οποίο και ευχαριστώ θερμά.]
τον οποίο και ευχαριστώ θερμά.]
※
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου