Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


     Στην έρημο της Νιτρίας, στα δυτικά της Αλεξάνδρειας, η ζωή είναι πολύ σκληρή. Τη μέρα ο Θεός ψήνει την πέτρα, που λέμε, και το βράδυ το κρύο γίνεται διαπεραστικό. Το έδαφος είναι άγονο, αφού δεν βρέχει σχεδόν ποτέ. Αυτόν τον αφιλόξενο τόπο είχαν διαλέξει τα παλιά χρόνια, άντρες και γυναίκες, φλογισμένες από δυνατή πίστη υπάρξεις, σαν τον πιο κατάλληλο τόπο για τη δική τους άθληση. Ήλθαν από μακρινές πολιτείες, από την Κωνσταντινούπολη κι από την Αντιόχεια, από τα Ιεροσόλυμα κι από την Έφεσο, για να απομονωθούν στην ερημιά, όπου μόνο άγρια βράχια και καυτή άμμος τούς περίμεναν. Ήλθαν να ζήσουν ανάμεσα στα θηρία, συντροφιά με τις κακουχίες και τις στερήσεις, μίλια μακριά από τον κόσμο, που δύσκολα καταλάβαινε τον παράδοξο τρόπο αυτό της ζωής τους. Πολλοί είχαν στον τόπο τους όλα τα καλά· άλλοι είχαν αξιώματα, πλούτη και τιμές· μερικοί γύρεψαν στη μοναξιά τη συχώρεση των λαθών τους. Όλοι, όμως, ήταν αποφασισμένοι να ξεχάσουν την παλιά τους ζωή και να αγωνιστούν σαν καλοί αθλητές εναντίον του πιο μεγάλου αντιπάλου μέσα τους: του εαυτού τους. Απαρνήθηκαν λοιπόν την υλική καλοπέραση, το καλό φαΐ και το μαλακό στρώμα, τις διασκεδάσεις και τα όμορφα ρούχα, τις πολλές συναναστροφές, τα θεάματα στον ιππόδρομο και στα θέατρα. Τώρα πια δεν ήταν οι θεατές, μα οι αγωνιστές ενός ωραίου, μυστικού αγώνα. 


     Κατοίκησαν σε σπηλιές ή σε στενόχωρα κελιά, φόρεσαν χοντρά τρίχινα ράσα ή προβιές, κοιμήθηκαν στο σκληρό χώμα, νήστεψαν, μελέτησαν, προσευχήθηκαν πολύ, για να δαμάσουν το σώμα και να καλλιεργήσουν τις θείες αρετές. Κάθε Σκήτη απείχε μίλια από την επόμενη, κάθε ερημίτης περπατούσε ώρες πολλές, για να συναντήσει εκκλησία ή μοναστήρι ή κάποιον συνασκητή του. Ήταν πάμφτωχοι. Ζούσαν από τον κόπο των χεριών τους, πλέκοντας καλάθια, ψάθες και ζεμπίλια ή με πολύ μόχθο καλλιεργούσαν μικρούς κήπους στο αχάριστο χώμα της ερήμου. Κανένας κοσμικός αθλητής δεν θα μπορούσε να τους ξεπεράσει σε αντοχή και σε υπομονή· και κανένας σοφός του κόσμου δεν ήξερε περισσότερα απ’ αυτούς για τον άνθρωπο και τα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Είχαν αποξενωθεί από τον κόσμο και τις συχνά μάταιες έγνοιες του, αλλά ο κόσμος ήταν το κέντρο των δεήσεών τους.


     Κι ακριβώς για να μην οργιστεί ο Θεός για τις παραβάσεις των ανθρώπων, μα για να δείξει το μέγα Του έλεος, προσευχόταν στο κελί του ο ασκητής Ιωάννης, την ώρα που έφτανε εκεί ο ανιψιός του Θεόδωρος, καβάλα στο γαϊδουράκι του. Αγαπούσε πολύ το γέρο θείο του ο Θεόδωρος κι ερχόταν συχνά–πυκνά να τον συμβουλευτεί για τα προβλήματά του, μα και για να του φέρει πότε λίγο φρέσκο ψωμί, πότε κανένα λαχανικό ή φρούτο, να δροσιστεί λιγάκι ο πάτερ Ιωάννης, που περνούσε τον περισσότερο καιρό με βρεμένο παξιμάδι κι ελιές.

     Ξεπέζεψε, το παλικάρι, μπροστά στο ασκηταριό και ξεφόρεσε από το ζωντανό του ένα καλάθι σκεπασμένο με χοντρό χρωματιστό πανί. Ο γέροντας ένιωσε από το εσωτερικό του κελιού του την παρουσία του, μ’ όλο που ο Θεόδωρος στεκόταν διακριτικά στην είσοδο, μη τολμώντας να διακόψει την προσευχή του.

     –Καλώς τον! είπε χαρούμενα ο Ιωάννης κι ευλόγησε τον ανιψιό του. Είσαι καλά; Την τελευταία φορά μου φάνηκες στενοχωρημένος.
     –Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, πάει, πέρασε! αποκρίθηκε ο νέος και, για ν’ αλλάξει κουβέντα, ξεσκέπασε το καλάθι. 
     Ήταν ξέχειλο μυρωδάτα, δροσερά σταφύλια.
     –Με κακομαθαίνεις! τον ψευτομάλωσε ο γέροντας. Αλλά δεν άγγιξε τα σταφύλια.
     Ο Θεόδωρος πήρε από το καλάθι ένα τσαμπί και το σήκωσε ψηλά. Γυάλισαν στο φως οι κεχριμπαρένιες ρόγες.
     –Τα διάλεξα ειδικά για σένα, είπε. Πάρε να γευθείς!
     –Δεν είναι ώρα ακόμη, παιδί μου! αρνήθηκε ο γέροντας.

     Ο Θεόδωρος απόθεσε το τσαμπί πίσω στο καλάθι και το σκέπασε με το πανί. Μέσα του θαύμαζε την αυτοπειθαρχία και αυτοεπιβολή του θείου του, που, παρά τα γηρατειά του –πλησίαζε τα ογδόντα–, ήταν τόσο αυστηρός με τον εαυτό του. Κουβέντιασαν λίγο ακόμη και, μόλις άρχισε να γέρνει ο ήλιος, ο Θεόδωρος πήρε το δρόμο του γυρισμού.
     Σαν ήρθε η ώρα του γεύματος, ο γέροντας ξεσκέπασε το καλάθι και κοίταξε τα σταφύλια. Ήταν ορεχτικά κι είχε καιρό να γευτεί φρούτο. Τα λαχτάρησε. Έκαμε ν’ απλώσει το χέρι, μα συγκρατήθηκε.
     –Άντε χάσου, πειρασμέ! μουρμούρισε. Και τι θα πάθω, γέρος άνθρωπος, αν δεν φάω σταφύλι; Καλύτερα να τα πάω στον Αβέρκιο, που είναι άρρωστος.
     Και γευμάτισε μ’ ελιές και παξιμάδι.


     Ύστερα, φορτώθηκε το καλάθι και τράβηξε για τη Σκήτη του Αβέρκιου, τρεις ώρες μακριά. Τον βρήκε ξαπλωμένο στη φθαρμένη του ψάθα, να λιώνει στον πυρετό. Μήνες τώρα τον έτρωγε η αρρώστια και δόξαζε το Θεό που δοκίμαζε έτσι το σώμα του. Ο νεαρός υποταχτικός του υποδέχθηκε τον Ιωάννη.
     –Καλυτέρεψε καθόλου ο γέροντας; ρώτησε εκείνος.
     –Δυστυχώς, όχι, πάτερ μου. Ψήνεται. Η θέρμη δεν τον αφήνει λεπτό.
     Ο Ιωάννης πλησίασε. Ο άρρωστος τον κοίταξε με μάτια θολά από την αδυναμία, όμως κατάφερε να χαμογελάσει αναγνωρίζοντάς τον.
     –Αδελφέ, η χάρη του Θεού μαζί σου! ευχήθηκε ο Ιωάννης κι απόθεσε καταγής το καλάθι. Δέξου το ταπεινό μου δώρο!
     Ξεσκέπασε το καλάθι κι η μυρωδιά των σταφυλιών ξεχύθηκε στο χώρο. Ο Αβέρκιος ανασηκώθηκε με κόπο στη φθαρμένη ψάθα του, για να δει το απρόσμενο πεσκέσι.
     –Νά ’σαι ευλογημένος, Ιωάννη! ψιθύρισε. Χρόνια έχω να δω σταφύλια.
     Ο υποταχτικός έπιασε ένα τσαμπί, πρόθυμος να το προσφέρει στο γέροντά του. Μα εκείνος αρνήθηκε να το γευτεί. Σαν έφυγε ο Ιωάννης, κάλεσε τον υποταχτικό του και του είπε:
     –Εγώ, παιδί μου, είμαι γέρος κι άρρωστος· όπου νά ’ναι, θα με καλέσει ο Κύριος. Τα σταφύλια μού είναι ανώφελα, γιατί δε θέλω, τώρα στα τελευταία μου, να χαλάσω την άσκησή μου. Εσύ, όμως, να φας ένα τσαμπί και τα υπόλοιπα να τα πας του Σάββα, που είναι νέος στην άσκηση και χρειάζεται πού και πού λίγη ανακούφιση, σαν εσένα.
     Υπακούοντας στην εντολή του γέροντά του φορτώθηκε ο υποταχτικός το καλάθι και τράβηξε για το κελί του μοναχού Σάββα, πέντε ώρες δρόμο μακριά.


     Ο Σάββας συγκινήθηκε πολύ με τη χειρονομία του γερο–Αβερκίου.
     –Τι μεγάλη καρδιά! σκέφτηκε, σαν έφυγε απ’ αυτόν ο υποταχτικός. Στερήθηκε για χάρη μου τα σταφύλια, μ’ όλο που είναι τόσο άρρωστος. Άραγε, τι πρέπει να κάμω εγώ, που είμαι νέος και γερός;
     Κάθισε και σκέφτηκε. Η έρημος, που απλωνόταν μπροστά του, ήταν γεμάτη ασκητές. Μερικούς τους γνώριζε, γι’ άλλους είχε ακουστά πως είχανε φτάσει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και μπορούσαν, με τη χάρη του Θεού, να κάνουν θαύματα· γι’ άλλους πως είχανε τηρήσει πιστά το νόμο της αγάπης, που είναι η κορώνα όλων των αρετών. Αυτή η αγάπη τού είχε φέρει τώρα δα και τούτα τα σταφύλια, αλλιώς γιατί να τα στερηθεί ο γέροντας Αβέρκιος; Μαζί με τούτη τη σκέψη, του ήρθε και η απόφαση να τα προσφέρει, να ευχαριστήσει κάποιον άλλο, αφού, όπως λένε οι παλιοί, νιώθεις μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν δίνεις, παρά όταν παίρνεις. Θα τα πρόσφερε λοιπόν στον παλιό του γέροντα και καθοδηγητή, στον Ιωάννη. Εκείνος τον είχε πάρει, νεαρό και άπειρο, και τον είχε οδηγήσει στα δύσβατα μονοπάτια της μοναχικής ζωής. Φορτώθηκε λοιπόν το καλάθι και ξεκίνησε.


     Ο Ιωάννης αναγνώρισε αμέσως το χρωματιστό πανί, καθώς ο Σάββας απόθεσε το καλάθι στα πόδια του. Ήταν καταϊδρωμένος, τσακισμένος από την πεζοπορία, ωστόσο ένιωθε χαρούμενος. Κι η εσωτερική του ικανοποίηση έφτασε στα ύψη, όταν είδε το γέροντά του να χαμογελά και να λέει:
     «Η αγάπη!
     Αυτή μόνο μπορεί να ανοίξει
     τις πύλες του Παραδείσου!».
     Ξεκουράστηκε λίγο, πήρε την ευλογία του γέροντα και γύρισε στη Σκήτη του. Γι’ αυτό δεν είδε τι απόγιναν στο τέλος τα σταφύλια.

     Ο Ιωάννης ξεσκέπασε το καλάθι και κοίταξε σκεφτικός το περιεχόμενο. «Τα στερήθηκα εγώ», συλλογίστηκε, «τα στερήθηκαν και οι άλλοι. Γύρισαν πάλι πίσω σε μένα χάρη στην αγάπη του ενός για τον άλλο. Γιατί, τελικά, να τ’ απολαύσω μόνο εγώ;». Χωρίς δεύτερη σκέψη άδειασε τα σταφύλια καταγής στην απέραντη και σιωπηλή γη της ερήμου…


[Αγγελικής Π. Νικολοπούλου:
«Τα μυστικά της ερήμου»,
κεφ. 10ο, σελ. 78–86,
εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 19952.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΙΕΣ

ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΙΕΣ


Πρέπει να φύγουμε.
Οι περπατησιές μας δεν ταιριάζουν
με τούτα τα μονοπάτια που μας έδειξαν.
Δε βλέπεις;
Ο κόσμος παρασάλευσε
κι από φίλος και συμπορευτής μας,
έγινε επίβουλος και εξοριστής
της ελευθερίας μας.
Πρέπει να φύγουμε,
για να μη χαθούμε…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Ο ΑΒΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ

Ο ΑΒΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ


     «Να σας αναφέρω και κάτι άλλο, για το οποίο ήμουν μάρτυρας, αλλά για να μάθετε κι εσείς ότι και από θάνατο ακόμα σώζει τον άνθρωπο η υπακοή και το να μην έχει κανείς δικό του θέλημα.«
     »Όταν κάποτε βρισκόμουν στο μοναστήρι του αββά Σερίδου, ήρθε ένας μαθητής κάποιου μεγάλου Γέροντα, από τα μέρη του Ασκάλωνα, για κάποια υπόθεση του Γέροντά του. Είχε όμως εντολή από τον Γέροντα να γυρίσει το βράδυ στο κελί του. Αλλά μέχρι να φύγει, χάλασε πολύ ο καιρός, και άρχισαν βροχές και βροντές και πλημμύρισε ο γειτονικός χείμαρρος. Εκείνος όμως ήθελε να φύγει, σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα. Εμείς τον παρακαλούσαμε να μείνει, γιατί πιστεύαμε ότι ήταν αδύνατο να σωθεί από το ποτάμι. Αλλά δεν μπορούσαμε με τίποτα να τον πείσουμε να μείνει. Στο τέλος λοιπόν είπαμε “ας πάμε μαζί του μέχρι το ποτάμι. Γιατί, αν το δει, μόνος του θα γυρίσει πίσω”.«
     »Πήγαμε λοιπόν μαζί του και μόλις φτάσαμε στο ποτάμι, βγάζει τα ρούχα του και τα δένει στο κεφάλι του και ζώνεται το “μαφόριο” (=φαρδύ μονοκόμματο εξωτερικό ένδυμα που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα και την κεφαλή) και πέφτει στο ποτάμι, σ’ όλο εκείνο το φοβερό ρεύμα. Εμείς στεκόμασταν γεμάτοι έκπληξη και φόβο μήπως πνιγεί. Εκείνος όμως κολυμπούσε και ξαφνικά βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, φοράει τα ρούχα του και μας βάζει από εκεί μετάνοια, παίρνει ευχή και φεύγει τρέχοντας.«
     »Εμείς παραμείναμε γεμάτοι θαυμασμό και έκπληξη για τη δύναμη της αρετής, γιατί ενώ εμείς γεμάτοι φόβο τον κοιτάζαμε, εκείνος πέρασε χωρίς να διατρέξει κανέναν κίνδυνο χάρη στην υπακοή του».

ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ

[Αββά Δωροθέου: «Έργα Ασκητικά»,
Α΄ Διδασκαλία,
§22, σελ. 102–105, υποσημ. 25,
Εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Καρέα Αττικής, 19832.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ


     «Κάθε άνθρωπος που γεννιέται στον κόσμο είναι ο πλησίον σου. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν πάει χαμένο αν το προσφέρεις στον πλησίον σου.
     »Κάποτε στην έρημο πέθαινε ένας σκύλος από τη δίψα. Πέρασε από το δρόμο αυτόν ένας μοναχός και του έδωσε το νερό που είχε για τον εαυτό του και έτσι τον έσωσε. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε ο ουρανός και ακούστηκε μια φωνή:
     “Σε αυτόν που έσωσε τον σκύλο,
     θα του συγχωρεθούν πολλές αμαρτίες”.
     Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόσο σημαντικότερο είναι αν σώσουμε έναν άνθρωπο».

ΟΣΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
(1929–1995)


[Μαλχάζι Τζινόρια:
«Ο Άγιος Γαβριήλ
ο διά Χριστόν Σαλός και Ομολογητής»,
μέρος γ΄, κεφ. 4ο, σελ. 226,
Μετάφραση: Νάνα Μερκβιλάτζε,
Γλωσσική επιμέλεια: Φανή Ροπόκη,
Αθήνα, Μάιος 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΙΔΑ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΒΛΕΠΑ

ΕΙΔΑ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΒΛΕΠΑ


      Είδα –επιτέλους!– το φως, το φως που δεν έβλεπα, το φως που δεν αισθανόμουνα να δω. Κι όσο δεν το έβλεπα, δεν χαιρόμουν, δεν είχα δύναμη, δεν είχα έμπνευση, δεν ζούσα. Κι όσο δεν το έβλεπα, σιωπούσα και πόναγα. Κι όσο δεν το έβλεπα, έκαμνα πως το βλέπω για να πείσω όλους τους άλλους γύρω μου ότι βλέπω και διακρίνω, ότι καταλαβαίνω και γνωρίζω, ότι αισθάνομαι και ζω, ότι ζω καλά, ότι ζω ακόμη και καλύτερα από αυτούς.

      Μα τώρα είδα το φως, που δεν έβλεπα μέσα μου. Που δεν έβλεπα, γιατί αυτό δεν ερχότανε. Που δεν έβλεπα, γιατί εγώ δεν ήθελα. Που δεν έβλεπα, γιατί εγώ δεν μπόραγα μια ζωή, για έναν θάνατο και για ένα σκοτάδι. Ήθελα να βλέπω συνέχεια φώτα που δεν ήταν φώτα. Μπόραγα μόνο για σκοτάδια που ερχόντουσαν σε μένα μέσα σε σχήματα φωτός. Κι όσο τα έβλεπα, τόσο σκοτιζόμουνα. Όσο σκοτιζόμουνα, τόσο πίστευα ότι έβλεπα.

      Μα τώρα είδα το φως, μόλις που έπαυσα το λόγο. Το λόγο και τη διάθεση. Το λόγο και τη διάθεση της δικαιολογίας. Το λόγο και τη διάθεση της δικαιολογίας και της άρνησης. Της δικαιολογίας για την έλλειψη και την άρνηση για την απόρριψη. Την έλλειψη και την απόρριψη της αγάπης που πίστευα ότι είχα πάντα κι ας μην είχα καθόλου ποτέ. Τώρα και για πάντα ζητώ συγχώρεση, στέλνω ευχαριστίες, ψελλίζω ικεσίες κι αρχίζω να ζω με το φως που δεν αισθανόμουν και δεν έβλεπα. Γιατί δεν με πιστεύεις; Σου λέω την πάσα αλήθεια, όταν σου λέω ότι «είδα το φως που δεν έβλεπα»!...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ


     Όταν ήμουν αρχάριος, άρχισαν να δουλεύουν μέσα μου οι λογισμοί φυγής. Ένας λογισμός μού θύμιζε το σπίτι μου, άλλος τον πνευματικό στον κόσμο που ήθελε να κάνουμε μοναστήρι, άλλος λογισμός μού έλεγε να γυρίσω πίσω. Πω! Πω! Πω! Ασταμάτητη ροή! Εγώ αγωνιζόμουν και αντιστεκόμουν εναντίον των λογισμών.
     Μου έλεγε ο πολύπειρος Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897–1959):
     –Εντάξει, όλα καλά. Μην αφήνεις τα καθήκοντά σου, την αγρυπνία σου, τον κανόνα σου, την προσευχή σου και τότε δεν θα επικρατήσει ποτέ ο διάβολος της φυγής.
     Κράτησα τα καθήκοντά μου επιμελώς και, πράγματι, όπως το είπε ο Γέροντας, ήλθε μια στιγμή που όλοι οι λογισμοί έφυγαν και, ξαφνικά, έγινε τόσο όμορφη και αγαπητή η έρημος, αυτή που πρώτα μου φαινόταν μαύρη και σκοτεινή, γιατί πήγαινε το μυαλό μου προς τα έξω. Με τις ευχές του πατρός μου, με βοήθησε η Χάρις του Θεού και απαλλάχτηκα από τον πόλεμο των δαιμόνων και άλλαξαν τα πάντα μέσα μου.

     Επίσης, όταν οι λογισμοί της υπερηφάνειας και της αμέλειας μάς πολεμούσαν, ο Γέροντας μάς δίδασκε να τους αντιμετωπίζουμε με τέλεια περιφρόνηση και αδιαφορία:
     –Κρατάτε την Ευχή! Φουρτούνα είναι, θα περάσει. Θα υποχωρήσει. Όταν αντιστέκεστε και κρατάτε το μέτωπο γερά και δεν χάνετε το θάρρος σας, τα πάντα υποχωρούν! Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να επιτίθεται για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος και να γκρεμίσει ό,τι όρθιο υπάρχει. Να κρατάτε το τείχος γερά και αυτός θα υποχωρήσει. Και, πράγματι, οι λογισμοί υποχωρούσαν.


     Στον Γέροντα φανέρωνα τα πάντα με την ειλικρινή και καθαρή εξομολόγηση όλων των λογισμών μου. Δεν άφηνα απωθημένα μέσα μου, γιατί ήξερα ότι αυτά είναι σάπια πράγματα. Και κάθε τι σάπιο έχει τη δυσοσμία του, έχει τη βρώμα του, με αποτέλεσμα να μη νοιώθω όμορφα, αφού θα βρώμιζαν τη ψυχή μου. Γνώριζα πως ένα λογισμό να δεχόμουν ή να απέκρυπτα, η ψυχή μου θα γινόταν άνω–κάτω. Και το καταλάβαινα από την πίεση που μου δημιουργούσαν για να τους δεχτώ.
     Λοιπόν, αγώνας! Μάχη στήθος με στήθος. Έλεγα γι’ αυτό μου τον πόλεμο στον Γέροντα και αυτός, ως πολυέμπειρος πολεμιστής του πνεύματος, μου απαντούσε:
     –Δεν είναι τίποτε αυτά. Μη φοβάσαι. Είναι σαν εκείνον τον αδελφό στα Πατερικά βιβλία που πελάγωσε και λέει: «Γέροντα, τόσοι λογισμοί–τόσα πάθη! Πώς θα μπορέσω εγώ να τα ξεριζώσω; Για τ’ όνομα του Θεού, Γέροντα! Πελάγωσα!». Και του λέει ο έμπειρος Αββάς: «Παιδί μου, οι λογισμοί δεν ξεπηδούν όλοι μαζί μαζεμένοι. Δεν ξεσηκώνονται όλα τα πάθη μονομιάς να σε πνίξουν». Τώρα θα ξεπηδήσει ο σαρκικός λογισμός. Χτύπα τον, κόψε τη φαντασία. Το πρόσωπο που σε σκανδαλίζει διώξ’ το, σβήσ’ το, όπως σβήνεις έναν διάβολο από τη φαντασία σου, όπως σβήνουμε κάτι μ’ ένα σφουγγάρι. Σβήσε την εικόνα και κράτα την Ευχή. Τελείωσε η υπόθεση. Τον στραγγάλισες τον λογισμό. Θα ξαναρθεί; Στραγγάλισέ τον ξανά. Λοιπόν, έρχεται λογισμός αμέλειας και σου λέει: «Κοιμήσου»; – «Όχι, γιατί να κοιμηθώ;». Έρχεται λογισμός κατακρίσεως και σου ψιθυρίζει: «Πες αυτό το λόγο!» – «Όχι, δεν θα τον πω!». Έτσι, γίνεται ο πόλεμος!


     Ήμουν ήδη σ’ αυτή τη συνοδεία ως δόκιμος εννιά μήνες κι είχα γνωρίσει πλέον καλά τη ζωή και την τάξη της, καθώς και την καθημερινή παιδεία από τον σοφό Γέροντά μας. Με τις ευχές του, ακολουθούσα το τυπικό κανονικά. Φυσικά, σ’ αυτό το διάστημα, οι πόλεμοι των λογισμών δεν έλειπαν. Ο διάβολος προσπαθούσε μετά μανίας να μου κλονίσει την πίστη προς τον Γέροντά μου και την εμπιστοσύνη μου στη διάκρισή του, για να με βγάλει έξω από την υπακοή. «Όχι», αντέλεγα στον λογισμό, «αυτό δεν θα γίνει ποτέ!». Αυτός συνέχιζε τις προσβολές. «Εδώ, θα παλέψουμε. Δεν θα υποχωρήσω· προτιμώ να πεθάνω!».
     Ο Γέροντας, βλέποντας τους λογισμούς μου και τον αγώνα μου και θέλοντας να με δοκιμάσει, σαν έμπειρος στρατηγός, μου λέει:
     –Πώς θα τα βγάλεις πέρα, εσύ, μια σταλιά άνθρωπος και τιποτένιος; Είσαι φουσκωμένος από λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους που έχεις! Δεν πιστεύω να τα βγάλεις πέρα!
     Εγώ σήκωσα τ’ ανάστημά μου και του λέω:
     –Γέροντα! Ένα κι ένα κάνουν δύο: Υποχώρηση, καθόλου! Με την ευχή σας, θα ρίξω τον εαυτό μου στη φωτιά κι όπου βγω. Πίσω και ήττα στους λογισμούς, όχι!
     –Καλά!... Καλά θα δούμε…
     Αυτό, ήταν. Αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, τ’ άκουσε. Βλέποντας έναν άνθρωπο – μια σπιθαμή να μιλάει έτσι, σκέφτηκε: «Ε, κάτι θα μπορεί να κάνει κι αυτός!». Και φαίνεται, μ’ αυτό το τεστ που μου έκανε, ζύγισε τι πρέπει να κάνει. Διότι, για να νικήσει κανείς, πρέπει να είναι αποφασισμένος από μέσα του να πεθάνει. Αυτός που θα έμενε κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, έπρεπε πρώτα να έχει υπογράψει τον θάνατό του.
     Μετά από λίγο μου λέει:
     –Ετοιμάσου να σε κάνω μεγαλόσχημο. Πριν όμως, θα υπογράψεις τον θάνατό σου. Είτε πονέσεις είτε αρρωστήσεις, ένα θα έχεις στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος μόνο θα σε χωρίσει από ’δω. Μη ζητήσεις παράκληση, μη ζητήσεις θεραπείες. Είσαι αποφασισμένος για τον θάνατο; Κάτσε! Αν όχι, φύγε!
     Και με την ολόψυχη συγκατάθεσή μου: «Νά ’ναι ευλογημένο, Γέροντα! Θάνατος, θάνατος!», προχώρησε και μ’ έκανε μοναχό μεγαλόσχημο, με εφημέριο τον παπα–Εφραίμ από τα Κατουνάκια (1912–1998), στις 13 του μηνός Ιουλίου, με το παλαιό, το 1948, ημέρα Πέμπτη.
     Η κανονική τάξη, βέβαια, είναι να περάσει ο δόκιμος μοναχός πολύ περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Η απόφαση όμως ρυθμίζεται ανάλογα με την εποχή και τους ανθρώπους. Και ο Γέροντας, με την εμπειρία του, διέκρινε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Μόλις έγινα μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες. Το είχαμε σαν τυπικό.


     Καμιά φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό: «Ααα! Αυτό που κάνει τώρα ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που κάνει αυτό τον λόξυγκα». Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό! «Θα σε σφάξω!», είπα μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:
     –Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμιά σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα. Από το ’να αυτί να μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα. Μην κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από μόνος του. “Μπαινάκιας και Βγαινάκιας”! Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
     Δεν ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και απάντησα:
     –Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
     –Χμ!... έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του: «Τούτος ο μικρός δεν ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.


     Έκανα σκληρό αγώνα, αλλά ο διάβολος ήταν τεχνίτης. Ήταν μάστορας. Και, τί μου έκανε; Μόλις σηκωνόμουν ν’ αγρυπνήσω, με το που άνοιγα τα μάτια μου, –τσάκ!–, ερχόταν αμέσως η προσβολή: «Να, ο Γέροντας τί είναι». Και με τέχνη, ο διάβολος, έριχνε τον λογισμό σαν δηλητήριο μέσ’ την καρδιά μου, για να μου δηλητηριάζει την αγρυπνία. Έτσι, με τέτοιες σκέψεις, μου έκοβε όλες τις δυνάμεις μου. Ερχόταν μια αίσθηση δαιμονική: «Να, ο Γέροντας, δεν είναι αυτός εσύ που νομίζεις· έχει δαιμόνιο!». Αλλά κι εγώ, από την άλλη πλευρά, δεν υποχωρούσα σε καμιά περίπτωση· αμέσως στραγγάλιζα τον λογισμό με αντιρρητικό λόγο: «Όχι! Ο Γέροντας είναι στρατηγός!», έλεγα. «Άνθρωπος που με οδηγεί στη σωτηρία μου, δεν μπορεί να έχει δαιμόνιο. Είναι άγιος. Είναι άγγελος του Θεού». «Όχι, δεν είναι άγγελος, διότι ξέρεις, εκείνο, το άλλο, το παράλλο…». «Όχι!...», αντέλεγα εγώ.
     Και για ώρες ολόκληρες έκανα αντιρρητικό πόλεμο, αν και δεν είχα καμιά εμπειρία πάνω σ’ αυτόν. Απλώς με χαρακτήριζε μια φυσική τόλμη κι έκανα αυτή τη μάχη, παρ’ ότι ήμουν μικρός στη γνώση και στην πείρα. Πήγαινα να κάνω αντίρρηση, που είναι για φτασμένους αγωνιστές, ενώ εγώ έπρεπε να ξεφεύγω με την περιφρόνηση, για να γλυτώνω πιο γρήγορα.
     Αυτή η μάχη κράτησε μέρες! Ο πονηρός με σφυροκοπούσε και μου έκλεβε ώρες από την αγρυπνία, για να μάχομαι μαζί του. Όποιος όμως υποχωρεί, γεμίζει σιγά–σιγά σαβούρα η ψυχή του και βρωμάει. Ο κάθε κακός λογισμός γίνεται απόστημα μέσα στη ψυχή, που αν δεν το πετάξεις με βία, πληγιάζει, σαπίζει και βρωμάει.


     Μια Πεντηκοστή, μας είχε φέρει ο πατήρ Αθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες και σταφύλια.
     Γυρίζει και μας λέει ο Γέροντας:
     –Τους ντορβάδες στην πλάτη και δρόμο! Θα μας τα φάνε τα ποντίκια.
     Τότε οι λογισμοί μού ήρθαν σαν τα μυρμήγκια: «Τέτοια μέρα στους δρόμους! Που έπρεπε να ησυχάσεις, να διαβάσεις, να κάνεις κομποσχοίνι!». Εγώ, του απαντούσα του λογισμού: «Στενή και θλιμμένη η οδός. Η υπακοή πάνω απ’ όλα. “Δεν ήρθα για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του πατέρα μου” (πρβλ. Ιωάν. 6, 38)». Το φορτίο των λογισμών όμως ήταν βαρύτερο από το φορτίο στην πλάτη! Μου έλεγε και του έλεγα: «Μόλις πάμε στον Γέροντα, θα σε καταγγείλω!».
     Μόλις μπήκα στην πόρτα της καλύβας του, πάνε οι λογισμοί! Πού να τολμήσουν οι δαίμονες ν’ αντικρίσουν τον μάστορά τους!!

     Επειδή όμως δεν είχα την ευκαιρία εκείνη τη στιγμή να δω τον Γέροντα κατ’ ιδίαν, γιατί μας είπε να φύγουμε για ν’ αλλάξουμε τα ρούχα μας και να ξεκουραστούμε, είπα μέσα μου: «Πειρασμέ, τώρα θα σε κανονίσω!». Μάζεψα, λοιπόν, ένα τσουβάλι πέτρες και του είπα: «Τώρα θα σου βάλω κανόνα, που δεν ήθελες να κουβαλήσεις φορτίο τέτοια μέρα, και θα κοιμηθείς πάνω στις πέτρες! Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, είχε πολύ μεγαλύτερο μαρτύριο!». Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν είχε αξία· όμως για τούτη την προαίρεσή μου ο Θεός μού έδωσε έναν μικρό μισθό…
     Όταν κοιμήθηκα, είδα ότι βρέθηκα σε μια πεδιάδα. Δεξιά μου ήταν ο πατήρ Ιωσήφ, ο νεώτερος (1921–2009), κι αριστερά μου ο πατήρ Αρσένιος (1886–1983). Και στ’ αριστερά πάλι, στην κορυφή ενός ωραίου κατάφυτου πράσινου λόφου, βρισκόταν ο Γέροντας Ιωσήφ και γυρίζει και μας λέει: «Θα περάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Να πέσετε να πάρετε την ευχή του».
     Του έκανα με νεύμα: «Νά ’ναι ευλογημένο!». Όταν ήρθε, χωρίς καν να τον κοιτάξω, έβαλα μετάνοια. Δεν ξέρω ο άλλος αδελφός τί έκανε. Καθώς σηκωνόμουν, αντί να δω τον Μέγα Κωνσταντίνο, είδα τον Χριστό σαν μικρό παιδάκι. Αυτό έσκυψε, μου χαμογέλασε, με ασπάσθηκε κι έφυγε. Μα, τί χαρά μού ήρθε!
     Μόλις ξύπνησα, είχα χαρά στη ψυχή μου. Πήγα στον Γέροντα και του είπα ότι είδα αυτό κι αυτό. Με ρώτησε τί λογισμούς είχα την ημέρα. Του είπα τους λογισμούς που είχα, πώς τους αντέκρουσα και ποιο ήταν το αποτέλεσμα.
     –Ο Θεός τους δούλους Του, έτσι τους παρηγορεί, όταν κάνουν κάποιον αγώνα. Αλλά εσύ στο εξής να μη βάζεις πέτρες.


     Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά ’χεις έναν έμπειρο οδηγό, να διακρίνει με ασφάλεια την αλήθεια από το ψεύδος. Διότι ο απόστολος Παύλος μάς διδάσκει ότι ο διάβολος μεταμορφώνεται και σε άγγελο φωτός προκειμένου να παραπλανήσει τον άνθρωπο. Οι δε άγιοι Πατέρες μάς λένε: «Το κρασί και το ξύδι μοιάζουν· εκείνος όμως που γεύθηκε το κρασί, εκείνος είναι που ξέρει τη διαφορά». Και ο Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, ήταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες Πατέρες, που είχαν άφθονα γευθεί τη νηφάλια μέθη της θείας Χάριτος και που μπορούσαν, άμεσα και με ασφάλεια, να γνωρίζουν αν μια κατάσταση ήταν από τον Θεό ή από τους δαίμονες ή από τη δική μας φύση.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ


[Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντας μου
Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο, κεφ. ι΄, σελ. 310–314,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας ΗΠΑ, 20081.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ π. ΚΛΕΟΠΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΤΟΥ π. ΚΛΕΟΠΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ


     Ο μακαριστός Ρουμάνος ασκητής του Θεού, ο Γέροντας π. Κλεόπας Ηλίε (1912–1998), ευρισκόμενος για πολλά χρόνια με τα πρόβατα στα γύρω βουνά της Μονής Συχαστρία, γνώριζε όλους τους τόπους και τα κελιά των ερημιτών. Γνώριζε ακόμη αρκετούς μοναχούς ησυχαστές, οι οποίοι αγωνίζονταν σκληρά στα βάθη των ορεινών κοιλάδων, άγνωστοι από όλους και γνωστοί μόνο στον Θεό και τον πνευματικό τους.

     Το έτος 1948, στις 21 Μαΐου, τη μέρα που γιορτάζονται οι άγιοι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ελένη, ο πατήρ λειτούργησε με τους άλλους ιερείς της Μονής Συχαστρία και κήρυξε στους αδελφούς επαινώντας το μεγάλο ζήλο των αγίων θεοστέπτων βασιλέων, οι οποίοι είχαν δώσει την ελευθερία στους χριστιανούς εκείνου του καιρού και ίδρυσαν αρκετές εκκλησίες.

     Η πανοσιότητά του είπε περίπου τα εξής προς τους μοναχούς της Μονής του: «Να δώσει ο Θεός και οι δικοί μας κυβερνήτες να γίνουν όπως και οι άγιοι βασιλείς, για να τους μνημονεύει στους αιώνες και η Εκκλησία μας». Ένας, μέσα από το λαό, μαγνητοφώνησε αυτά του τα λόγια. Την άλλη μέρα, χωρίς να προλάβει να πάρει τίποτε από τα ρούχα του, τον άρπαξε μια ομάδα ανθρώπων της Αστυνομίας, τον έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο και τον μετέφεραν στην πόλη Τίργκου Νεάμτς. Εκεί, τον έβαλαν για πέντε μέρες μέσα σ’ ένα μπουντρούμι, χωρίς νερό και φαγητό, όπου δεν υπήρχε κρεβάτι· υπήρχε μονάχα το τσιμεντένιο κρύο δάπεδο. Έπειτα όμως, τον απέλυσαν χωρίς να τον δικάσουν.

     Μετά από λίγες μέρες, ένας πιστός χριστιανός είπε στον π. Κλεόπα να αναχωρήσει για το δάσος ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ακούγοντας αυτό ο στάρετς, συμβουλεύτηκε κι άλλους πνευματικούς και την ίδια κιόλας νύχτα έφυγε και πήγε και κρύφτηκε στα βουνά της Συχαστρία, σ’ έναν τόπο που ονομάζεται «Το πόδι του κούκου», έξι χιλιόμετρα ψηλότερα από το Μοναστήρι. Εκεί, έφτιαξε μια καλύβα από χοντρά ξύλα μέσα στο χώμα και προσευχόταν ακατάπαυστα, μέρα και νύχτα, ζητώντας τη βοήθεια και το έλεος του Θεού, καθώς και της Κυρίας Θεοτόκου.

     Μια φορά τη βδομάδα ερχόταν, νύχτα, ο ιερομόναχος Μακάριος, τον εξομολογούσε και του έφερνε λίγα τρόφιμα. Ερχόταν ακόμη κι ο μοναχός Αντώνιος από τη στάνη των προβάτων, διότι εκεί, σ’ εκείνο το μέρος τριγυρνούσε αυτός με τα πρόβατά του.


     Έλεγε αργότερα ο π. Κλεόπας ότι, όταν έφτιαχνε την υπόγεια κρύπτη του, έρχονταν μερικά πουλιά και κάθονταν πάνω στο κεφάλι του. Όταν κοινώνησε για πρώτη φορά, ήρθαν έξω από τη σπηλιά του αλλά και κοντά του ένα κοπάδι πουλιά, ενώ δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ νωρίτερα. Είχαν στο μέτωπό τους ένα σημείο με τη μορφή σταυρού και κελαηδούσαν πολύ ωραία, ενόσω αυτός κοινωνούσε· κατόπιν πέταξαν μακριά.

     Όσο καιρό έμεινε σ’ αυτό τον τόπο, τον βοηθούσαν ο πνευματικός του, ο π. Ιωήλ Γεωργίου, ο τσομπάνης, ο μοναχός Αντώνιος, κι ένας ακόμη χριστιανός από το χωριό Μιτόκου. Το σύνθημα συνάντησης με τον π. Αντώνιο ήταν αυτό: Ο μοναχός χτυπούσε μια φορά σ’ ένα ξύλο και, αν ο πατήρ άκουγε το χτύπημα, χτυπούσε κι αυτός μια φορά σ’ ένα άλλο δέντρο. Αν ο ένας δεν απαντούσε, ο άλλος περίμενε μέχρι ν’ ακούσει το καθορισμένο σύνθημα. Ο π. Ιωήλ τού έφερνε τρόφιμα, αλάτι, σιτάρι, παξιμάδι και τα έβαζε κάτω από ένα δέντρο, ώστε να μη γνωρίζει κανείς τον ακριβή τόπο που βρισκόταν η σπηλιά του.

     Ο π. Κλεόπας αγωνιζόταν πολύ μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά, προσευχόμενος μέρα και νύχτα. Γι’ αυτό και οι δαίμονες τού προξενούσαν πολλούς πειρασμούς και τον τάραζαν, είτε όταν ήταν ξύπνιος είτε όταν κοιμόταν. Τον φοβέριζαν επίσης με διάφορες φαντασίες, όπως έλεγε πολύ αργότερα ο ίδιος ο π. Κλεόπας στους μαθητές του.

     Μας αφηγείται ο π. Κλεόπας:
     «Κάποια φορά, τα μεσάνυχτα, διάβαζα τον κανόνα των προσευχών μου και, συγκεκριμένα, τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Ξαφνικά, άρχισε ν’ ακούγεται ένα δυνατό κατρακύλισμα. Εγώ είπα ότι τούτο είναι μεγάλος σεισμός! Όταν άνοιξα για λίγο την πορτίτσα μου, είδα ένα στρατιωτικό άρμα κι αρκετούς μαύρους στρατιώτες πάνω σ’ αυτό που κρατούσαν πύρινα ρόπαλα. Ένας απ’ αυτούς είπε: “Αυτός είναι ο στάρετς της Συχάστριας! Βάλτε τον πάνω στο άρμα!. Κι αμέσως νόμισα ότι βρέθηκα πάνω. Οι ρόδες του άρματος άρχισαν να περιστρέφονται κι αυτοί ήταν έτοιμοι με τα πύρινα ρόπαλά τους να με χτυπήσουν και να με ρίξουν κάτω.«
     »Εγώ είχα μαζί μου το βιβλίο των Χαιρετισμών της Παναγίας και είπα: “Αφήστε με λίγο, γιατί έχω ένα κείμενο να διαβάσω προς την Κυρία Θεοτόκο!”. Την ίδια στιγμή είχαν εξαφανιστεί τα πάντα. Δεν είδα ούτε άρμα ούτε κανέναν τριγύρω. Και επέστρεψα πίσω στην καλύβα μου».

     Ο π. Κλεόπας καθημερινά διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Κάποια μέρα, όταν άνοιξε το βιβλίο να διαβάσει, αισθάνθηκε μια ωραία ευωδία σαν κρίνο και σαν τριαντάφυλλο. Τότε προσευχήθηκε στον Κύριο να τον διαφυλάξει από τυχόν παγίδες του πονηρού και, αν δεν είναι από τον Θεό αυτή η ευωδία, να την απομακρύνει απ’ αυτόν. Έλεγε ότι αυτή η ευωδία ίσως να ήταν από την απάτη των δαιμόνων, για να τον ρίξουν στην υπερηφάνεια.


     Έλεγε συχνά ο π. Κλεόπας:
     «Όταν προσεύχεσαι, μη δέχεσαι την παραμικρή αίσθηση ευωδίας ή κάποια άλλη αισθητή ωραία εμπειρία, διότι τότε μπορούν να παρουσιαστούν οι νοητοί δράκοντες και να σε ρίξουν στην υπερηφάνεια».
     Όταν άρχισε πάλι την ανάγνωση του Ακάθιστου Ύμνου, δεν αισθάνθηκε ξανά το άρωμα. Ίσως όμως αυτό και να προερχόταν κι από τη χάρη της Παναγίας μας. Γι’ αυτό κάτι τέτοια φαινόμενα πρέπει να τα εξομολογούμαστε στον γέροντα ή στον πνευματικό μας. Αυτός, με πολλή προσευχή και χωρίς βιασύνη, θα μας πει τι ακριβώς συμβαίνει.

     Μετά από έξι μήνες παραμονής στα βουνά, ο π. Κλεόπας επέστρεψε πίσω στη Μονή Συχάστρια προς μεγάλη χαρά όλων, τόσο των εκεί μοναχών, όσο και των ευλαβών χριστιανών.

     Μετά από 40 χρόνια ο π. Κλεόπας, μαζί με δυο άλλους υποτακτικούς του, ξεκίνησαν για το δάσος προκειμένου ν’ αναζητήσουν εκείνη τη σπηλιά στην οποία έμενε το έτος 1948. Εξερεύνησαν σιγά–σιγά όλους τους τόπους, όπου ο ίδιος ασκήτευε, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Μετά πορεύτηκαν πολύ μακρύτερα. Όταν επέστρεψαν, όντες κουρασμένοι, σταμάτησαν στην άκρη μιας χαράδρας για να γευθούν κάτι. Την ώρα που έτρωγαν, ο π. Κλεόπας παρατήρησε ότι καθόντουσαν ακριβώς πάνω στο μέρος της υπόγειας καλύβας του. Όταν όμως κατεστραμμένη. Μπόρεσαν όμως να δουν κομμάτια από την ξυλεία της, παλιά σίδερα και σανίδια. Ο πατήρ ήταν πολύ χαρούμενος που βρήκε τη σπηλιά που έμενε κατά τη νεότητά του και είπε: «Να, ένα αληθινό θαύμα! Μόλις είπαμε ότι μάταια κοπιάσαμε εδώ, ο Κύριος μάς χαροποίησε με τη φανέρωση της καλύβας μου!». Κατόπιν, δοξάζοντας τον Θεό, επέστρεψαν στο Μοναστήρι της Συχάστριας…
    
     Ο π. Κλεόπας εκείνα τα χρόνια διορίστηκε από τη Μητρόπολη Μολδαβίας πνευματικός οδηγός σε πολλά Μοναστήρια κι έτσι κλήθηκε να επαγρυπνεί συνεχώς καθοδηγώντας τα στην πνευματική ζωή. Ένα απ’ αυτά τα Μοναστήρια ήταν και η Μονή Σλάτινα, η οποία είχε τότε 80 μοναχούς, εκ των οποίων οι 60 ήταν όλοι τους νέοι. Όλα εκεί διεξάγονταν με αγάπη και τάξη. Ο διάβολος όμως δεν κοιμάται ποτέ. Γι’ αυτό προέτρεψε την Κρατική Ασφάλεια να κάνει μια εξονυχιστική έρευνα στην αδελφότητα της Σλάτινα. Φθάνοντας εκεί τη νύχτα τα όργανα της μυστικής Αστυνομίας, εξέτασαν τον ηγούμενο και τους πατέρες της Μονής. Στη συνέχεια, κράτησαν μερικούς απ’ αυτούς, όπως τον π. Κλεόπα, τον π. Αρσένιο Παπατσιώκ κι έναν ακόμη δόκιμο μοναχό Κωνσταντίνο. Αφού τους μετέφεραν μέχρι την πόλη Φαλτιτσένι, τους εξέταζαν όλη τη νύχτα. Επέπληξαν τότε και τον π. Κλεόπα, λέγοντάς του: «Η αφεντιά σου, σαμποτάρεις την εθνική μας οικονομία και λες ότι σήμερα είναι ο Γεώργιος, αύριο ο Βασίλειος και μεθαύριο άλλη γιορτή και οι άνθρωποι εξαιτίας σου άφησαν κάτω την αξίνα τους και δεν δουλεύουν πια!». Ο π. Κλεόπας τούς απάντησε: «Και, πώς να μην πω ότι είναι γιορτή, εφ’ όσον είναι γραμμένη στο ημερολόγιο της αγίας μας Εκκλησίας;». Στο τέλος, τους είπαν να μην κάνουν άλλο θρησκευτική προπαγάνδα και τους άφησαν ελεύθερους.


     Φθάνοντας τη νύχτα πίσω στο Μοναστήρι ο π. Κλεόπας εξομολογήθηκε στον πνευματικό του και, με τη συμβουλή του, μαζί με τον π. Αρσένιο, αναχώρησαν μυστικά προς τα βουνά Στηνισιοάρα σε άλλους άγνωστους τόπους και μακρινούς, μέχρις ότου να ηρεμήσουν τα πράγματα στη Σλάτινα. Εξομολογούνταν ο ένας στον άλλο και επιτελούσαν τα Άγια Μυστήρια μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν έμειναν στον ίδιο τόπο. Έμειναν κι οι δυο τους κρυμμένοι στα βουνά για πολύ καιρό, μέσα σ’ ερειπωμένα μαντριά προβάτων και λάμβαναν τροφή μια φορά τον μήνα από κάποιον ευλαβή χριστιανό. Πολλοί λύκοι ήταν τότε εκεί στα βουνά της Στηνισιοάρας, αλλά οι δυο ερημίτες μας τους έδιναν από το δικό τους φαγητό και, με την προσευχή τους στον Θεό, δεν τους φοβούνταν πλέον.

     Αφού επέστρεψαν στη Συχάστρια, ο π. Κλεόπας διηγούνταν στους πατέρες διάφορα στιγμιότυπα από την περιπλάνησή τους μέσα στα βουνά:
     «Όταν ήμουν στο δάσος περιπλανώμενος, με αναζητούσαν οι “φίλοι” μου. Κι αυτοί ήταν: ένας γέροντας αγριόχοιρος και μια πονηρή αλεπού. Τον γέροντα αγριόχοιρο τον τακτοποιούσα μ’ ευκολία. Όταν τον άκουγα να μουγκρίζει και να σκάβει, κατέβαινα και του έδινα πατάτες κι έφευγε. Αλλά με την πονηρή αλεπού, δεν ξεμπέρδευα εύκολα. Ερχόταν τη νύχτα μέχρι την πόρτα της τρώγλης μου και, αν συνέβαινε να ξεχάσω να της αφήσω κάτι, πάντα με περίμενε απ’ έξω!«

     »Μια φορά, έριξα μια ματιά μέσα στο τσουκάλι που έκαμνα το ψωμί. Είχε ακόμη απομείνει λίγο. Ήρθε η αλεπού και, χωρίς φόβο και ντροπή, άρχισε να το τρώει. Εγώ την είδα από το παραθυράκι μου και βγήκα έξω. Όταν με είδε, ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο γάντζος του τσουκαλιού έπεσε και πέρασε μέσα στο κεφάλι της. Το πρόβλημά μου τώρα δεν ήταν μόνο ότι δεν είχα ψωμί, αλλά το ότι δεν είχα ούτε και τσουκάλι, μια κι η αλεπού το πήρε στο λαιμό της κι απομακρύνθηκε. Πού να ζυμώσω λοιπόν ψωμί; Φώναξα την αλεπού από μακριά: “Άσε μου τουλάχιστον το τσουκάλι!”. Κι αυτή, γι’ άλλη μια φορά, αποδείχθηκε παμπόνηρη! Πλησίασε σ’ ένα κλωνάρι το κεφάλι της, κρεμάστηκε απ’ αυτό το τσουκάλι, έβγαλε μετά από εκεί το κεφάλι της κι έφυγε κατά το δάσος. Εγώ ήμουν πολύ χαρούμενος απ’ αυτό, διότι μου έμεινε τουλάχιστον το τσουκάλι για να ζυμώνω μέσα σ’ αυτό το ψωμί και το πρόσφορο!«

     »Είχα κι άλλους “φίλους”. Αυτοί ήταν οι τυφλοπόντικες και τα ποντίκια του δάσους. Αν δεν ξέρεις πώς να οργανωθείς στην έρημο, το σίγουρο είναι ότι αυτά θα σ’ αφήσουν χωρίς τροφή στα μισά του χειμώνα. Είχα μέσα στη σπηλιά μου ένα σακί παξιμάδι, δεμένο ψηλά σ’ ένα δοκάρι. Όταν πλησίαζε το βράδυ, έρχονταν και οι “ενορίτες” μου. Τρυπούσαν κι έμπαιναν μέσα στη σπηλιά και κατάφερναν κι έφθαναν μέχρι το παξιμάδι! Εμένα δεν με στεναχωρούσε τόσο η αξία του παξιμαδιού, αλλά το γεγονός ότι δίχως την τροφή, από τη σωματική εξάντληση, δεν μπορούσα να κάνω ούτε τον κανόνα μου. Όταν άρχιζα να διαβάζω, άρχιζαν κι εκείνα να ροκανίζουν το παξιμάδι. “Τι να κάνω;”, έλεγα. Πήρα ένα ραβδί στο δεξί μου χέρι και το Ψαλτήρι στ’ αριστερό. Κι άρχισα κάπως έτσι να κάνω την προσευχή μου: “Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου…”, ενώ με το ραβδί –Παατ!– χτυπούσα τα ποντίκια τριγύρω μου. Αφού τα τραυμάτιζα, εκείνα έκαμναν τότε πως είναι πεθαμένα. Κατόπιν συνέχιζα: “…πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου…” καθώς κι άλλους στίχους. Κι όταν αυτά άρχιζαν να ροκανίζουν, εγώ με το ραβδί –Παατ!– τα χτυπούσα πάλι. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έκαμνα τον κανόνα μου, μέχρις ότου έκλεισα όλες τις τρύπες.«


     »Μια φορά, πηγαίνοντας για το δάσος, τέλος του φθινοπώρου, μ’ έπιασε μια δυνατή βροχή, η οποία μούσκεψε όλο μου το σώμα. Ήδη ήμουν πολύ μακριά από τη σπηλιά μου κι έπρεπε να διανύσω ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του δρόμου με βρεγμένα τα ρούχα μου. Καθ’ οδόν το κρύο ήταν πολύ σκληρό και ο άνεμος τόσο κρύος, που μου προκαλούσε αγκύλωση. Έπεσα λοιπόν κάτω, όχι πολύ μακριά από τη σπηλιά μου, χωρίς καθόλου να μπορώ να κουνηθώ. Σκεφτόμουν: “Θα πεθάνω τώρα και θα φύγω απ’ τη ζωή δίχως τη θεία Κοινωνία!”. Προσευχήθηκα θερμά τότε, δυνάμωσα και σιγά–σιγά έφτασα στη σπηλιά μου. Εκεί, με δυσκολία άναψα φωτιά και στάθηκα δίπλα της, στέγνωσα και έτσι λυτρώθηκα από τον κίνδυνο του θανάτου.«

     »Μια νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, ήμουν στη σπηλιά μου κι είχα τελειώσει την ακολουθία του μεσονυκτικού. Έφθασα στο τέλος του όρθρου, όταν ξαφνικά άκουσα: “Μπουφ! Μπουφ! Μπουφ!”. Νόμιζα ότι έτρεμε όλη η γη. Βγήκα έξω να δω τι είναι αυτό που ακούγεται, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα της σπηλιάς μου είδα έξω ένα δυνατό φως και μέσα σ’ αυτό ένα χάλκινο τανκς με πολλούς τροχούς.«
     »Μέσα απ’ αυτό κατέβηκε ένας ψηλός άνθρωπος με μεγάλα μάτια, με μαύρο κι αγριωπό πρόσωπο, που με ρώτησε ορθά–κοφτά: “Τι ζητάς εδώ;”. Τότε θυμήθηκα τι λένε οι άγιοι Πατέρες μας· ότι, αν έχεις τ’ Άγια Μυστήρια, έχεις τον Χριστό ολοζώντανο! Μέσα στη σπηλιά μου, στην κουφάλα ενός ελάτου, είχα μαζί μου τον Άγιο Άρτο. Όταν είδα αυτή τη δαιμονική σκηνή, μπήκα γρήγορα μέσα, πήρα στα χέρια μου τα Άγια Δώρα και μαζί με αυτά είπα μονάχα τα εξής λόγια: “Κύριε Ιησού Χριστέ, μη μ’ εγκαταλείψεις!”.«
     »Να δεις εσύ τι προσευχή κάνεις, όταν βλέπεις το νοητό δράκοντα έξω απ’ την πόρτα σου! Όταν κοίταξα πάλι έξω, είδα ότι με τη δύναμη του Χριστού απομακρύνθηκαν. Δίπλα στη σπηλιά μου ήταν μια βαθιά χαράδρα· μέσα σ’ αυτή πήγε κι έπεσε εκείνο το ακάθαρτο πνεύμα. Αλλά, πώς έπεσε; Όταν έφτασε εκεί στο χείλος της χαράδρας, μαζί με το φανταστικό τανκς, έκανε τρεις κύκλους γύρω από τον εαυτό του κι έπεσε το κενό κάνοντας δυνατό κρότο. Αυτός ο κρότος ακουγόταν μέσα στ’ αυτιά μου ίσαμε την άλλη νύχτα, δηλαδή για 24 ολόκληρες ώρες!».

     Μια φορά, όταν ο π. Κλεόπας ήταν μέσα στη σπηλιά του, άκουσε πάλι θόρυβο. Όταν βγήκε έξω γινόταν ένας αληθινός πόλεμος! Έβλεπε τανκς να έρχονται με ορμή προς το μέρος του, αρματωμένους στρατιώτες να τρέχουν και του φαινόταν σαν όλο εκείνο το άγριο στράτευμα να προσπαθούσε να τον συλλάβει. Τότε εκείνος άρχισε την προσευχή του κι όλη αυτή η δαιμονική φαντασία εξαφανίστηκε.


     Διηγήθηκε και ο συνασκητής του, ο π. Αρσένιος, τα εξής: «Κάποτε, μας έπιασε μια μεγάλη βροχή στο δάσος, όχι πολύ ψηλά, αλλά μακριά από τη σπηλιά μας. Ο π. Κλεόπας είχε σταθεί σ’ ένα μέρος κι εγώ σ’ ένα άλλο. Αναζητούσαμε συστάδες από πυκνά δέντρα και θάμνους για να φυλαχτούμε. Εκείνος, βρισκόμενος κάτω από τα κλαδιά, μου πρότεινε να πάω κι εγώ κοντά του. Μέχρι σ’ αυτόν η απόσταση ήταν 30 μέτρα. Εγώ του έλεγα ότι το δικό μου μέρος ήταν το καλύτερο, ενώ αυτός έλεγε ότι καλύτερο ήταν το δικό του. Τότε σκέφτηκα μέσα μου: “Για στάσου λίγο! Γιατί να μην ακούσω τον π. Κλεόπα;”. Τότε έφυγα από εκεί που βρισκόμουν. Κι αμέσως το μέρος όπου βρισκόμουν έπαθε κατολίσθηση. Θαύμασα και είπα: Να, τι σημαίνει υπακοή!».

     Τον χειμώνα του 1953, το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Ο π. Κλεόπας είχε προσκληθεί από χριστιανούς των απομονωμένων σπιτιών του δάσους, όπου τους παρηγορούσε με πνευματικές ιστορίες και αφηγήσεις. Μια οικοδέσποινα τον ρώτησε: «Πάτερ, έχω μια ανεψιά. Να έρθει κι αυτή ν’ ακούσει τα λόγια σας;» – «Ναι, ας έρθει κι αυτή». Αλλά στο τέλος ο πατήρ παρατήρησε ότι είχαν συγκεντρωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι. Τότε άφησε ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι, το οποίο έγραφε: «Έχω αναχωρήσει. Συγχωρέστε με!». Κι έφυγε για το δάσος.

     Όταν βρέθηκε με κάποιο χριστιανό, είχε κι έναν άλλον πειρασμό: ο εχθρός τού εμφανίστηκε σαν σκίουρος και στάθηκε πάνω από την εικόνα, εκεί στο κελί όπου έμενε. Αγανακτισμένος ο πατήρ τον έριξε αμέσως κάτω. Αμέσως ο σκίουρος άρχισε να κλαίει, ενώ θα έπρεπε ο πατήρ μονάχα με την προσευχή ν’ αντιμετωπίσει τον πόλεμο αυτό του διαβόλου.

     Οι πατέρες Κλεόπας και Αρσένιος αγωνίστηκαν στα βουνά Στηνισιοάρα μέχρι το καλοκαίρι του 1954. Μέχρι δηλαδή που ο τότε πατριάρχης πέτυχε την έγκριση από το κράτος οι δύο αυτοί ασκητές να επιστρέψουν πίσω ή στο Μοναστήρι τους ή στο Πατριαρχείο.


«Προς τον Θεό να είστε με την καρδιά του γιου.
Προς τον εαυτό σας με τον νου του δικαστή.
Προς τον πλησίον σας με την καρδιά της μητέρας».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ ΗΛΙΕ
(1912–1998)



[Αρχιμ. Ιωαννικίου Μπαλάν:
«Η ζωή και οι αγώνες
του Γέροντος Κλεόπα,
Ρουμάνου Ησυχαστού
και Διδασκάλου»,
κεφ. 2ο, §42 και §45,
σελ. 100–105, 108–117 και 166,
Μετάφραση–Επιμέλεια:
Πατέρες Ι. Μ. Γρηγορίου
Αγίου Όρους,
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1999.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
μερική διόρθωση
και πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.