Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

[1] Ο π.Ιωαννίκιος Μορόϊ: Σύντομο βιογραφικό

     Ο όσιος πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ (1859–1944), ήταν ο σπουδαιότερος Ηγούμενος του Μοναστηριού Συχάστρια της Ρουμανίας. Γεννήθηκε στην πόλη Ζαρχέστ της επαρχίας Μπρασόβ. Αρχικά, παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά. Ύστερα, με την επιθυμία ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, εισχώρησε στον στίβο της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Μεταξύ των ετών 189…–1900 ασκήτευσε στην Ρουμανική Σκήτη, στο Άγιον Όρος. Κατόπιν, επανήλθε στην χώρα του κι έζησε στο Μοναστήρι Νεάμτς, για 9 χρόνια. Το 1909, ανέλαβε Ηγούμενος στο Μοναστήρι Συχάστρια, την οποία, εποίμανε με τιμή και αξιοπρέπεια, επί 35 χρόνια. Αναδιοργάνωσε εξ ολοκλήρου την μοναχική τάξη του Κοινοβίου, συνάζοντας γύρω του 40 περίπου πατέρες. Ο πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ, εκοιμήθη το φθινόπωρο του έτους 1944, στις 5 Σεπτεμβρίου.


[2] Αφόρητο πνευματικό δίλημμα και έντονος αγώνας νηστείας

     Το έτος 1925, κατά την διόρθωση και αλλαγή του ημερολογίου, ο πατήρ Ιωαννίκιος βρισκόταν σε μεγάλη απορία και σε αφόρητο πνευματικό δίλημμα. Δεν γνώριζε αν είναι καλό ή όχι το νέο ημερολόγιο που επιβλήθηκε. Γι’ αυτό μπήκε στο κελλί του κι άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται, μέχρις ότου ο Θεός τού δώσει ένα σημείο σχετικά με το ποιό ημερολόγιο να αφήσει και ποιό ν’ ακολουθήσει. Μετά από 20 μέρες νηστείας, ο Γέροντας αδυνάτησε πάρα πολύ. Κατόπιν, δυναμώθηκε με τα Άχραντα Μυστήρια, καθώς και με λίγη τροφή που πήρε. Και, την δεύτερη μέρα, είπε στα πνευματικά του παιδιά:
     –Πολλούς πειρασμούς δέχθηκα αυτές τις μέρες από τον διάβολο. Μερικές φορές, με απείλησαν οι δαίμονες να με σκοτώσουν. Άλλοτε, πάλι, με κτυπούσαν με πύρινους δαυλούς. Έπειτα, είδα ένα πλήθος δαιμόνων να αλαλάζουν.
     Έλεγαν μεταξύ τους:
     –Άντε, να δέσουμε αυτόν τον γέροντα, γιατί θέλει τώρα να μας γίνει και «άγιος»!
     Κατόπιν, φώναζαν με οργή εναντίον μου:
     –Ποιός σου είπε, εσένα, ότι σήμερα γίνονται ακόμη άγιοι;!
     –Αλλά, και ποιός σας είπε, εσάς, ότι τώρα πλέον δεν γίνονται;! τους ρωτούσα εγώ.
     Την άλλη μέρα, μου είπαν οργισμένα:
     –Άδικα, πια, νηστεύεις! Γιατί, οριστικά πλέον από ’μας εξαρτάται το αν θα ζήσεις ή όχι.
     Τότε, εγώ, τους είπα:
     –Εγώ ελπίζω στο έλεος του Θεού ότι θα με λυτρώσει από τα χέρια σας!


[3] Παρέμβαση των Αγίων Τριών Ιεραρχών: 
«Η υπακοή, μεγαλύτερη από την θυσία»!

     Μετά από περισσότερες μέρες νηστείας, είδα ψηλά πάνω μου, μετέωρους, τρεις Αγίους ντυμένους αρχιερατικά, που έμοιαζαν με τους Τρεις Ιεράρχες.
     Ο μεσαίος, μου είπε με φωνή σάλπιγγος:
     –Ιωαννίκιε, γιατί αμφιβάλλεις και δεν κάνεις υπακοή (στην Εκκλησία); Δεν γνωρίζεις ότι η υπακοή, είναι μεγαλύτερη από την θυσία; Λοιπόν, να υπακούς στους ανώτερους, γιατί δεν έχεις εσύ την ευθύνη για την διόρθωση του ημερολογίου.
     Κατόπιν, αφού με ευλόγησαν και οι Τρεις Ιεράρχες ταυτόχρονα, ανέβηκαν ψηλά και εξαφανίστηκαν… 


[(1) Ιερομονάχου Ιωαννικίου Μπάλαν: «Ρουμανικό Γεροντικό» σελ. 356, 359–360, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1984· (2) «Ο μεσαίος» Ιεράρχης, «με φωνή σάλπιγγος», σύμφωνα με την επικρατούσα σειρά παράστασης στην ορθόδοξη εικονογράφηση: ο Άγιος Ιωάννης, ο Ιερός Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως (354–407)· (3) Ενιαία, σύμφωνη και αρραγής, η θέση και απόφανση και άλλων πολλών πατέρων σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Με αφορμή ένα παρόμοιο πνευματικό δίλημμα σαν αυτό του συμβάντος του παραπάνω κειμένου, την ίδια ακριβώς θέση με αυτήν των Τριών Ιεραρχών εξέφρασε ετεροχρονισμένα και ο Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω (1862–1948), κατόπιν νηστείας και αποκαλύψεως (βλ. Βασιλείου Παπανικολάου: «Ο Άγιος Σάββας ο Νέος, ο εν Καλύμνω», ε΄ έκδ., Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων, σελ. 83–84, Κάλυμνος 1999).]




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΠΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΒΟ!...


ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
ΠΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΒΟ!... 

  

     Η ιστορική και πολύπαθη Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο νησί του Βαλαάμ, στην λίμνη Λατόγκα της Φιλανδίας, κατά τα χρόνια της ακμής της (19ος αι.), ονομάστηκε δικαίως ο «Άθωνας του Βορρά». Ανάμεσα στους Ηγουμένους της, συναντάμε και έναν κραταιό αγωνιστή και ασκητή του Θεού, τον π.Χαρίτωνα, οποίος, ήρθε στην Μονή στα 22 του χρόνια (2/5/1894). Όντας μοναχός, στάλθηκε για ένα χρονικό διάστημα στην Σκήτη της Μονής Βαλαάμ, στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, για περισσότερη ησυχία και περισυλλογή. Οι γλαφυρές αφηγήσεις που άφησε στο προσωπικό του ημερολόγιο, κατά την «σκητιώτικη» και ησυχαστική αυτήν περίοδο, το δίχως άλλο, ανοίγουν διάπλατα σ’ εμάς ένα «παράθυρο» για να δούμε και να νιώσουμε, έστω και «εκ μέρους», τις πραγματικά έντονες καταστάσεις φόβου που ο ίδιος βίωσε μέσα στην βαθειά ησυχία του τόπου και του τρόπου, καθώς και όλον τον αξιοθαύμαστο εσωτερικό αγώνα που κατέβαλε δυναμικά για την υπερνίκηση του φόβου, της δειλίας, του τρόμου και της ταραχής. Αρχέγονο αίσθημα ο φόβος στον άνθρωπο. Καθ’ όλα σύμφυτο με την χοϊκή μας ύπαρξη και πορεία. Που, ασφαλώς, απαιτεί από μας αληθινά περισσεύματα ανδρείας, αφοβίας, αταραξίας και τόλμης. Όλα αυτά, τα οποία, τα προσφέρει αφείδωλα, μονάχα η θερμή Πίστη στον Σωτήρα Χριστό· «Γιατί, δεν έδωσε σ’ εμάς ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά πνεύμα δύναμης» (Β΄ Τιμ. α΄ 7).



[1] – 20 Δεκεμβρίου 1920:

     «Τώρα μου παρουσιάστηκε η πολυπόθητη και ευχάριστη ευκαιρία να περάσω αρκετό καιρό στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Βρίσκομαι, ήδη, επτά ημέρες εδώ και παρατηρώ τον ναό της ψυχής μου που παθαίνει πολλές αλλαγές ακόμα και μέσα σ ένα ημερονύκτιο! Την ημέρα, συγκεντρώνω τις σκέψεις μου στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Κοιτάω την γύρω φύση. Το δάσος, είναι ντυμένο στο θαυμάσιο χειμωνιάτικό του ένδυμα. Η ψυχή, με πόθο επιθυμεί τον Κτίστη μιας τέτοιας θέας! Όταν διαβάζω συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και, ειδικά του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, η ψυχή μου αισθάνεται μία έλξη και μία ηδύτητα για την μοναξιά. Από την άλλη πλευρά, η κοινή ακολουθία στο Κυριακό (=ο Ναός της Σκήτης), την θερμαίνει. Αλλά, μετά, έρχεται η νύχτα!... Ο φόβος, καταβάλλει την ψυχή. Το θρόϊσμα των ξερών φύλλων, το τρίξιμο των κλαδιών, προκαλεί κάτι σαν ηλεκτροπληξία στο σώμα. Η οποία, με κάνει να τρέμω και την σκιά μου ακόμη! Δεν μπορώ, πια, να συγκεντρώνω τον νου μου στον Θεό. Ακόμη κι όταν πλαγιάζω στο κρεβάτι, δεν απαλλάσσομαι απ αυτές τις καταστάσεις του φόβου. Εκεί που αναπαύομαι, ακούω σαν κάποιος να πετάει τούβλα μέσα στο χωλάκι της καλύβας. Έτσι, ο ύπνος φεύγει. Αλλά, και μέσα σ’ αυτό το συγκλονιστικό φόβο που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, ζω υπό την σκέπη της δεξιάς του Υψίστου, ο Οποίος, όλα τα κανονίζει προς το συμφέρον του ανθρώπου και τον βοηθάει να αποκτήσει αυτογνωσία…». 



[2] – 21 Δεκεμβρίου 1920:

     «Το βράδυ, πριν πέσω να κοιμηθώ, όταν στεκόμουν στην προσευχή, οι καταστάσεις του φόβου άρχισαν πάλι να με ταλαιπωρούν. Μερικοί φόβοι, μου προκάλεσαν ένα είδος νευρικού άγχους. Γύρω μου, αισθανόμουν ξεκάθαρα την δύναμη του πονηρού. Τα νεύρα, είχαν τεντώσει τόσο, που περίμενα οποιαδήποτε στιγμή να σωριαστώ κάτω αναίσθητος! Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση, στεκόμουν μπροστά στην Εικόνα της Παναγίας, της επονομαζομένης ‘‘Πάντων θλιβομένων Χαρά’’. Ένιωθα αβοήθητος, εγκαταλειμμένος από όλους. Τότε ανέφερα την προσευχή από τα λόγια ενός τροπαρίου, που, κάπως, ξεκαθάρισε τον νου μου: ‘‘Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου’’. Γονάτισα χάμω μπροστά στην Εικόνα κι έκλαιγα για πολλή ώρα με άφθονα δάκρυα. Όταν τελικά σηκώθηκα, αισθανόμουν καλά. Και μες στην καρδιά μου είχε εγκατασταθεί βαθειά η πίστη, ότι, ο Κύριος είναι πανταχού παρών. Τελείωσα την προσευχή μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και, με τον νου μου ‘‘βυθισμένο’’ στον Κύριο, έπεσα σ’ ένα ελαφρό κι ευχάριστο ύπνο…». 


     «Από τότε, με την Χάρη του Θεού, σταμάτησαν οι καταστάσεις του φόβου. Κι αν ήρθαν ποτέ λογισμοί που προκάλεσαν φόβο, η καρδιά μου ήταν πεπεισμένη, πια, ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Και, τα πονηρά πνεύματα, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, εάν πρώτα ο Θεός δεν επιτρέψει κάτι τέτοιο…». 

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ
π. ΧΑΡΙΤΩΝ (1872–1947)




Πατερικόν της Μονής Βαλαάμ», μέρος δ΄, σελ. 276–277, έκδοσις Ιερού Ιβηρίτικου Κελλίου Αγίας Άννης, Καρυές Αγίου Όρους, 2007.] 




  

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

–Μια παραστατική παραβολή του Αγίου Σιλουανού
για τις ατελείωτες αξιώσεις της υπερηφανείας
στον ανθρώπινο νου και την εν γένει ζωή…

     Ένας κυνηγός, αγαπούσε πολύ να περιφέρεται στα δάση και τους κάμπους για κυνήγι. Κάποια ημέρα, κυνηγώντας για πολλή ώρα, ανέβαινε σ’ ένα ψηλό βουνό κι επειδή κουράστηκε, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα. Βλέποντας ένα σμήνος από πουλιά να πετά από την μία κορυφή στην άλλη, σκέφτηκε: «Γιατί ο Θεός δεν έβαλε φτερά στον άνθρωπο, για να μπορεί να πετάει;».
     Εκείνη την ώρα, από τον ίδιο τόπο περνούσε ένας ταπεινός ερημίτης και γνωρίζοντας τις σκέψεις του κυνηγού, του είπε: «Συλλογίζεσαι, γιατί ο Θεός δεν σου έδωσε φτερά. Αλλά, αν σου δώσει φτερά, πάλι δεν θα είσαι ευχαριστημένος και θα πεις: ‘‘Τα φτερά μου, είναι αδύνατα. Και μ’ αυτά δεν μπορώ να πετάξω ως τον ουρανό για να δω τί υπάρχει εκεί!’’. Και αν σου δοθούν τέτοια δυνατά φτερά, που να μπορέσεις να ανεβείς ως τον ουρανό, και τότε θα είσαι ανικανοποίητος και θα πεις: ‘‘Δεν καταλαβαίνω τί γίνεται εδώ!’’. Και αν σου δοθεί να καταλάβεις, τότε και πάλι δεν θα είσαι ευχαριστημένος, και θα πεις: ‘‘Γιατί εγώ δεν είμαι άγγελος;’’. Και αν γίνεις άγγελος, τότε και πάλι θα είσαι δυσαρεστημένος, και θα πεις: ‘‘Γιατί δεν είμαι Χερουβείμ;’’. Και αν γίνεις Χερουβείμ, τότε θα πεις: ‘‘Γιατί ο Θεός δεν μ’ αφήνει να κυβερνώ τον ουρανό;’’. Και αν σου δοθεί να κυβερνάς τον ουρανό, τότε δεν θα ευχαριστηθείς και, σαν κάποιον άλλον, θα ζητήσεις ‘‘περισσότερα’’. Γι’ αυτό, πάντα να ταπεινώνεσαι και, έτσι, θα είσαι ικανοποιημένος με ό,τι σου δίνεται και τότε θα ζεις με τον Θεό».
     Ο κυνηγός είδε ότι ο ερημίτης είπε την αλήθεια και ευχαρίστησε τον Θεό, επειδή του έστειλε τον μοναχό, για να τον συνετίσει και να τον διδάξει την οδό της ταπεινώσεως… 


ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866–1938)



[(1) Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», α΄ μέρος, κεφ. στ΄ («Τα είδη της φαντασίας και ο αγώνας εναντίον της»), σελ. 210–211, 10η έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003. (2) Φωτογραφία: Platon (Antomiou).


ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

«ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ»

–Καρδιοστάλακτες νύξεις και ένστοργοι υπαινιγμοί
του Οσίου Πατρός Σιλουανού του Αθωνίτου, 
για το πρόσωπο του αγαπημένου και πιστού μαθητού του, 
Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896–1993).

     «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που έστειλες σήμερα τον δούλο Σου σ’ εμένα, τον νεαρό μοναχό, που θ’ αποσιωπήσω το όνομά του, για να μην πέσει σε κενοδοξία και υποτιμηθεί η αγία ζωή του.
     Ο νεαρός αυτός μοναχός, σε μία συζήτηση με πνεύμα αγάπης, μου είπε ότι στα τριάντα χρόνια της ζωής του, δεν έθλιψε κανένα. Τον κοίταξα και η ψυχή μου ταπεινώθηκε αφάνταστα μπροστά του.
     Από την παιδική του ηλικία, η ψυχή του αγάπησε τον Κύριο, και αυτός, θεωρώντας ‘‘ἐν Πνεύματι’’ τον Κύριο, δεν τόλμησε να θλίψει κανένα, και γι’ αυτό τον διαφύλαξε ο Κύριος από την αμαρτία.
     Να, για χάρη τέτοιων ανθρώπων, σκέπτομαι, διατηρεί ο Κύριος τον κόσμο, γιατί αυτοί είναι τόσο ευάρεστοι στον Θεό, που ο Θεός πάντα τους εισακούει και όλοι μας απολαμβάνουμε τα αγαθά, χάρη στις προσευχές τους.
     Σε ευχαριστώ, Κύριε, γιατί μου φανέρωσες τον ταπεινό δούλο Σου. Και πόσοι άλλοι άγιοι υπάρχουν, που εμείς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε· η ψυχή, όμως, αισθάνεται τον ερχομό των αγίων και αλλοιώνεται από την ταπείνωση του Πνεύματος του Χριστού.
     Το Πνεύμα του Θεού, ζει στους αγίους.
     Ω, Κύριε, κάνε να γίνουν όλοι οι άνθρωποι όμοιοι με αυτόν τον νέο μοναχό. Όλος ο κόσμος, θα στολιζόταν με δόξα, γιατί θα απλωνόταν άφθονη η χάρη του Θεού σε όλον τον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα, δίνει την γνώση της αγάπης του Θεού και της αγάπης του πλησίον. Το Άγιο Πνεύμα, διδάσκει στην ψυχή την πραότητα και την ταπείνωση, και η ψυχή αναπαύεται στον Θεό και λησμονεί όλες τις συμφορές αυτού του κόσμου, γιατί την παρηγορεί το Άγιο Πνεύμα. Οι ψυχές των αγίων γεύονται το Άγιο Πνεύμα ήδη επί της γης, και αυτό είναι ‘‘ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν’’, όπως λέει ο Κύριος (Λουκ. ιζ΄ 21)».

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866–1938)


[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», β΄ μέρος («Οι Γραφές του Αγίου Σιλουανού»), κεφ. ιθ΄ («Διηγήσεις από την ζωή»), σελ. 571–572, 10η έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003.] 


ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΕΦΡΑΙΜ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΕΦΡΑΙΜ


[1]  Η παράδοξη κληματαριά

     Ο αββάς Εφραίμ, όταν ήταν παιδί, είδε όραμα ότι στη γλώσσα του είχε φυτρώσει μια κληματαριά που μεγάλωσε και γέμισε όλη τη γη κάτω από τον ουρανό και ήταν φορτωμένη καρπό. Κι όλα τα πουλιά έρχονταν και έτρωγαν από τα σταφύλια αυτής της κληματαριάς· κι όσο αυτά έτρωγαν τόσο περισσότερος γινόταν ο καρπός εκείνος. 

[2]  Το ειλητάριο της σοφίας



     Άλλοτε, πάλι, ένας από τους αγίους γέροντες είδε κάποτε σε όραμα ένα τάγμα αγγέλων να κατεβαίνει από τον ουρανό ύστερα από προσταγή του Θεού. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ειλητάριο, δηλαδή έναν κύλινδρο γραμμένο από μέσα και από έξω κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός άραγε είναι άξιος να του παραδοθεί αυτό;». Άλλοι έλεγαν: «αυτός, εδώ»· άλλοι κάποιον άλλον, ώσπου στο τέλος όλοι μαζί είπαν: «Στ’ αλήθεια, είναι πολλοί άγιοι και δίκαιοι, όμως αυτό το ειλητάριο κανείς δεν μπορεί να το δεχθεί στα χέρια του, παρά μονάχα ο Εφραίμ!». Και βλέπει λοιπόν, αυτός ο άγιος γέροντας, ότι στον Όσιο Εφραίμ πήγαν κι έδωσαν οι άγγελοι το βιβλίο. Το πρωί, όταν σηκώθηκε, άκουσε τον Όσιο Εφραίμ να διδάσκει –και ήταν σαν να έτρεχε γάργαρη πηγή από το στόμα του!– και να συντάσσει λόγους. Και κατάλαβε απ’ αυτό, ότι όσα βγαίνουν από τα χείλη του Οσίου Εφραίμ προέρχονται από το Άγιο Πνεύμα…

 [3]  «Να ντραπούμε τον Θεό»


     Κάποτε, καθώς βάδιζε ο Όσιος Εφραίμ, ίσως από κάποια δαιμονική υποβολή, τον πλησιάζει μια κοινή γυναίκα λέγοντάς του κολακευτικά λόγια, προκειμένου να τον δελεάσει και να σμίξει μαζί της ή έστω να τον κάνει να αγανακτήσει, γιατί ποτέ κανείς αυτόν τον άνθρωπο του Θεού δεν τον είδε να οργίζεται.
     Τότε, της λέει εκείνος:
     –Ακολούθησέ με.
     Και όταν έφτασαν σ’ ένα τόπο πολυσύχναστο απ’ όπου περνούσε από εκεί πολύς κόσμος, γυρίζει και της λέει:
     –Εδώ, έλα να γίνει αυτό που θέλησες.
     Εκείνη, καθώς είδε το πλήθος του κόσμου ολόγυρα, του λέει έκπληκτη:
     –Μα, πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό μπροστά σε τόσο κόσμο, χωρίς να ντροπιαστούμε;
     Και της απαντά ο Όσιος του Θεού:
     –Εάν τους ανθρώπους τους ντρεπόμαστε έτσι, πολύ περισσότερο να ντραπούμε τον Θεό, ο Οποίος βλέπει και γνωρίζει όσα γίνονται κρυφά και στο σκοτάδι.
     Ντροπιασμένη τότε εκείνη, απομακρύνθηκε από τον Όσιο Εφραίμ άπρακτη…

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ



[«Το Μέγα Γεροντικόν»,
(1) Τόμ. Γ΄, Κεφ. ι΄, §36, 
σελ. 48–49·
(2) Τόμ. Δ΄, Κεφ. ιη΄, §10–§11, 
σελ. 306–309,
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα Θεσ/νίκης,
Ιούνιος 19971 και Μάρτιος 19991.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΠΑ–ΑΝΔΡΕΑΣ & ΔΙΑΚΟ–ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ


ΠΑΠΑ–ΑΝΔΡΕΑΣ & ΔΙΑΚΟ–ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ:
Μια αδιατάρακτη φιλία από την Αθωνική Έρημο 


Στον μοναχικό στίβο· 
πείρα Κοινοβίου και Ερήμου. 
     Ο παπα–Ανδρέας (Ευαγγελάτος: 1904–1987), τον Σεπτέμβριο του 1934, ήρθε κι έμεινε αρχικά σαν δόκιμος μοναχός στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου Αγίου Όρους, όταν Ηγούμενος τότε στην Μονή ήταν ο Σεραφείμ (Πανταζάτος: 1886–1960). Αυτός, βλέποντας την ωριμότητα αυτού του δοκίμου, την ευλάβεια, την πρόθυμη υπακοή και τον αγωνιστικό του ζήλο, μετά από τέσσερις μήνες (16/1/1935) τον έκανε ρασοφόρο και, μέρες αργότερα, μεγαλόσχημο (25/1/1935). Μετά από ένα μήνα διάκο και, σε έξι μήνες μετά (28/7/1935), τον χειροτόνησαν ιερέα.
     Ενώ ο παπα–Ανδρέας αγωνιζόταν και αναλωνόταν στα διακονήματα, ταυτόχρονα, ένιωθε μία εσωτερική έλξη προς την ησυχία. Τότε στην έρημο ασκούνταν ο π.Γεράσιμος Μενάγιας (1881–1957) που ήταν Κεφαλλονίτης και ερχόταν και στον Άγιο Παύλο. Ο παπα–Ανδρέας, γνωρίστηκε με τον Μενάγια και επεθύμησε να ζήσει μαζί του στην έρημο του Αγίου Βασιλείου. Παρακάλεσε πολύ τον Ηγούμενο Σεραφείμ, ο οποίος, του έδωσε τελικά ευλογία. Το 1938, πήγε στην έρημο κι έζησε δυόμισι χρόνια με τον ασκητή π.Γεράσιμο Μενάγια. Εκεί, γνώρισε και άλλους ασκητές, μεταξύ των οποίων, τον περιβόητο Γερω–Ιωσήφ τον «Ησυχαστή» και «Σπηλαιώτη» (1898–1959). Αυτόν, τον είχε σε ιδιαίτερη ευλάβεια. Από τότε τον θεωρούσε άγιο και τον υπερασπιζόταν όταν άκουγε άλλους αγιορείτες να τον κατηγορούν.
     Γνώρισε πολλούς άλλους μεγάλους ασκητές, ωφελήθηκε πολύ από το παράδειγμά τους και ο ίδιος αγωνιζόταν πολύ. Είχε επικοινωνία με το Μοναστήρι του όλο αυτό το διάστημα και μετά από δυόμισι χρόνια πάλι επέστρεψε στην μετάνοιά του. 


«Πολλούς αγίους γνώρισα,
αλλά και έναν άγιο Διάκο!…» 
     Γυρίζοντας, είπε στον Ηγούμενο τον Σεραφείμ: «Εκεί στην έρημο που ήμουν, πολλούς αγίους γνώρισα, αλλά και έναν άγιο διάκο. Αν τον καταφέρουμε και τον φέρουμε εδώ για Πνευματικό, θα μας βοηθήσει πολύ!». Ο Ηγούμενος, συμφώνησε: «Βεβαίως! Αφού το λες εσύ, θα το κάνουμε!». Πήγαν και τον παρακάλεσαν. Ο διάκος, ήταν όντως κατάφορτος με την Χάρη του Πνεύματος. Και, αυτός, δεν ήταν άλλος από τον Ρώσσο π.Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896–1993). Όμως, αυτός, ήθελε ησυχία. Πάντως, θεώρησε ότι ήταν από την θεία πρόνοια αυτή η πρόταση, ενθυμούμενος αυτό που του είχε πει κάποτε ο Γέροντάς του, ο Άγιος Σιλουανός: «Όταν σου ζητήσουν βοήθεια, να μην αρνηθείς. Ως Πνευματικός, να είσαι διακριτικός και να μην κάνεις υπερβολές». Έτσι, θέλοντας και μη, θεώρησε ότι ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί αυτή η προφητική πρόρρηση του Οσίου Γέροντός του.
     Έτσι, της Υπαπαντής, το 1941, τον χειροτόνησαν ιερέα. Κατόπιν, έμεινε άλλον έναν χρόνο στα Καρούλια και μετά ήρθε κι έμεινε στην Αγία Τριάδα. Το Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, του έδινε κουμπάνια, αυτός έδινε τις εικόνες που έκανε και εξομολογούσε τους Πατέρες. Βοήθησε πολύ και έσωσε το Μοναστήρι του Αγίου Παύλου από πολλούς κινδύνους, τότε, στα δύστυχα χρόνια της Κατοχής από τους Γερμανούς. Και, όλο αυτό, χάρη στην διορατικότητα του φίλου του, του παπα–Ανδρέα.
     Ο παπα–Ανδρέας, το θεωρούσε πραγματικά ευτύχημα για τον εαυτό του που γνώρισε τον π.Σωφρόνιο Σαχάρωφ τον Ρώσσο, με τον οποίον, συνδέθηκε πνευματικά. Κατανόησε, όσο κανείς άλλος, τον πνευματικό του πλούτο, την θεία Χάρη που είχε έκδηλη αυτός ο πιστός μαθητής του Αγίου Σιλουανού. Τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια και επεδίωκε με κάθε τρόπο την επικοινωνία μαζί του. 


«Αν αγαπάς τον Θεό, άσε με!...» 
     Κατά το έτος 1939, κάποια μέρα μετά το μεσημέρι, είχαν βγει ο παπα–Ανδρέας και ο διακο–Σωφρόνιος να μαζέψουν σαλιγκάρια. Ξαφνικά, βλέπουν μία σκιά ανθρώπου σε απόσταση και παρατήρησαν ότι είναι σχεδόν γυμνός. Κατάλαβαν ότι αυτός πρέπει να είναι ένας από τους «γυμνούς» Ασκητές του Όρους και έτρεξαν κι οι δυο τους να τον προλάβουν. Αυτός, όμως, όταν τους αντιλήφθηκε, έτρεξε να κρυφθεί.
     Ο διακο–Σωφρόνιος, ελλείψει σωματικών αντοχών, γρήγορα κουράστηκε. Κι ο παπα–Ανδρέας που ήταν νεώτερος, τον ρώτησε:
     –Να τρέξω να τον προλάβω;
     –Αν μπορείς, τρέξε! του είπε.
     Έτρεξε και, όταν έφτασε στα δύο μέτρα, τον φώναξε:
     –Στάσου, άνθρωπέ μου, να μ’ ευλογήσεις! Αν δεν είσαι δαίμων, δώσ’ μου την ευχή σου!
     Μάλιστα, τον έφτασε και τον έπιασε από το χέρι.
     –Αν αγαπάς τον Θεό, άσε με! του είπε ο άγνωστος Ασκητής.
     –Επειδή αγαπώ τον Θεό, γι’ αυτό έτρεξα να σε προλάβω! του είπε ο παπα–Ανδρέας.
     Είδε να φορά στην μέση ο Ασκητής ένα τσουβάλι τρίχινο φθαρμένο και, τίποτε άλλο! Ούτε παπούτσια ούτε κάλτσες, κι ας ήταν και Μάρτιος μήνας! 
     Του λέει:
     –Πώς είσαι έτσι; Να σου φέρω ρούχα;
     –Δεν θέλω.
     –Θες παξιμάδι ή τίποτα άλλο;
     –Να σου φέρω κάτι; Έτσι, για «ευλογία»;
     –Φέρε μου λίγο αλάτι.
     –Πού να σου το φέρω;
     –Άστο σ’ εκείνη την πέτρα.
     Την άλλη μέρα, ο παπα–Ανδρέας κι ο διακο–Σωφρόνιος, πήγαν το αλάτι, το άφησαν πάνω στην πέτρα και παραφύλαγαν να δουν τον ερχομό και το πέρασμα αυτού του «τσουβαλοσκέπαστου» Ασκητού. Μα, το αλάτι έμεινε εκεί. Και ο Ασκητής δεν ξαναφάνηκε!... 


(Σ)το μακάριο τέλος· «Ήμουν εκεί!».  
     Το έτος 1987, την ημέρα της Υπαπαντής που πανηγύριζε το Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, εκοιμήθη ο παπα–Ανδρέας, ο πάγκαλος Προηγούμενος αυτής της Μονής και πιστός φίλος του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Μετά την καθιερωμένη πολύωρη Αγρυπνία της Εορτής, ακολούθησε κατανυκτικά και η κηδεία του. Ειδοποίησαν τηλεφωνικά τον φίλο και συνασκητή του, τον Γέροντα Σωφρόνιο από το Έσσεξ της Αγγλίας και, αυτός, απάντησε τα εξής:
    «Το ξέρω· ήμουν εκεί!»… 


[(1) «Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», μέρος 1ο, κεφ. ιζ΄, σελ. 199–203, 215, Α΄ έκδοση, Άγιον Όρος, 2011. (2) Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου: «Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος», τόμ. β΄, σελ. 575577 και 635–637, / τόμ. γ΄, σελ. 1191–1194, Α΄ έκδοση, «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2011.] 





Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΑΡΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΝ...

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΠΑΡΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΝ…
Η μεγαλειώδης και δραματική παραίτηση
του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

Μετά τα μέσα του Ιουνίου του 381, σε μία έκτακτη συνεδρία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.

   «Πατέρες ιεροί, συναχθήκατε εδώ για το θέλημα του Θεού. Υψωθείτε με την ψυχή σας στα υψηλά. Και μην στενοχωριέστε για την δική μου θέση. Αν θά ’μαι πρώτος, αν θά ’μαι τελευταίος. Δεν έχει σημασία. Εδώ, πρόκειται για την Εκκλησία και για την ειρήνη της. Θάλασσα φουρτουνιασμένη καταντήσαμε, όλοι μας, το βλέπετε καθαρά. Ομονοήστε εσείς κι αφήστε εμένα. Εγώ, πλέον, το αποφάσισα· για το κοινό καλό γίνομαι (σαν άλλος) Ιωνάς. Πέφτω εγώ στην θάλασσα, όπως παλιά ο Προφήτης, –αν και δεν έφερα εγώ την φουρτούνα. Είμαι έτοιμος, πάντως. Μην διστάζετε! Ρίξτε με στην θάλασσα! Να, πέφτω και μόνος μου! Αρκεί να ειρηνεύσετε και να σκεφτείτε μόνο την Εκκλησία!
    Ναι, αδελφοί μου! Παραιτούμαι, φεύγω. Παραδίδω και θρόνο και προεδρία. Τιμή μου, αφού έτσι βοηθώ την Εκκλησία. Αφού έτσι, θα πάψετε επιτέλους να φιλονικείτε. Ακόμα και το άρρωστό μου σώμα, μου λέει να παραιτηθώ.
    Είμαι εδώ, στον θρόνο της Πρωτεύουσας και στην προεδρία, μα όλοι ξέρετε ότι εδώ μ’ έφεραν άλλοι. Δεν αγάπησα τον θρόνο και νά ’στε σίγουροι ότι τώρα τον αποχαιρετώ με χαρά. Όσο μπόρεσα προσέφερα, στην Αρχιεπισκοπή και στην Σύνοδο. Φεύγω τώρα, όμως η σκέψη και η γλώσσα μου θά ’ναι πάντα για την πανίερη Τριάδα μου. Με ζήλο θα υπερασπίζομαι την Αγία Τριάδα. Σας αποχαιρετώ, αδελφοί, σας εύχομαι υγεία και σας παρακαλώ για ένα πράγμα μονάχα: να θυμάστε τους κόπους μου και όσα υπέφερα εδώ στην Πόλη, για την Ορθοδοξία.
    Και, κάτι ακόμα, αδελφοί μου: Αν βρείτε άλλον Γρηγόριο για τον θρόνο, να τον λυπηθείτε περισσότερο απ’ όσο λυπηθήκατε εμένα. Αυτά, λοιπόν, και να ειρηνεύετε!».

Στην τελευταία Θεία Λειτουργία του, στον Ναό της Αγίας Ειρήνης, την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου του 381.

    «Απολογία μου είσαστε εσείς. Eσείς, τα ξέρετε (τα δικά μου). Εσείς, να βεβαιώσετε εάν όσα πω θα είναι αλήθεια. Εσείς, είσαστε ο στέφανός μου και η δόξα μου. Ναι, το μέγα και ορθοδοξότατο ποίμνιο της Πρωτεύουσας ήτανε πριν μηδαμινό και διαλυμένο. Λειτουργιότανε στα βουνά και τις σπηλιές, και είχε ξεχάσει την πίστη του. Ήρθατε, αδελφοί, στην Πρωτεύουσα και θαυμάζετε τους μεγάλους ναούς, την ευταξία, την υμνωδία, την θέρμη των πιστών, την ορθή πίστη, ο Θεός πλέον δοξολογείται σωστά. Όσοι τώρα φτάνουνε εδώ στην Πόλη δεν πιστεύουνε στα μάτια τους! Η αλλαγή, τεράστια, θαυμαστή. Εμπεδώθηκε η Ορθόδοξη Πίστη, κηρύσσεται η ορθή διδασκαλία.
    Αυτά έχω, αδελφοί μου, προσφέρει. Αυτά, δημιούργησα εδώ. Εδώ, στην μεγάλη Πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, που είναι πια οφθαλμός της Οικουμένης, που δεσπόζει κι ενώνει Ανατολή και Δύση. Εδώ, συναντώνται όλοι και όλα. Όποια εξουσία και δύναμη υπάρχει εδώ, απλώνεται παντού. Όποια πίστη θεμελιώνεται και χτίζεται εδώ στην Πρωτεύουσα, επιβάλλεται σε όλες τις άλλες πόλεις. Γι’ αυτό μόχθησα πολύ, γι’ αυτό υπέφερα πολλά, γι’ αυτό λιθοβολήθηκα, για να χτίσω το οικοδόμημα της Ορθοδοξίας γερό, στέρεο. Αν αμφιβάλλετε για όσα λέω, κοιτάξτε γύρω τον λαό, ρωτήστε τους ιερείς, διαβάστε την διδασκαλία μου στα χειρόγραφα που κυκλοφορούν.  
    Ας μου πει κάποιος ότι με το αξίωμά μου έβλαψα τον λαό, ότι επιδίωξα κάτι για τον εαυτό μου, ότι έβαλα σε θέσεις δικούς μου ανθρώπους, ότι επιβάρυνα οικονομικά την Εκκλησία. Κράτησα την Ιερωσύνη ψηλά, δεν έδωσα αφορμή να διασυρθεί. Μήπως είδε κανείς ποτέ ν’ αγαπώ την εξουσία; Φέρθηκα ποτέ υπεροπτικά; Έτρεξα ν’ ανεβαίνω με λαχτάρα στους θρόνους; Με είδατε να μπαινοβγαίνω κάθε τόσο στ’ ανάκτορα, ενώ το μπορούσα;
    Τον μισθό μου, αγαπητοί, δεν θα μ’ αφήσετε χωρίς μισθό! Εργάσθηκα φιλότιμα την αρετή. Τί ζητάω εγώ για ‘‘μισθό’’; Να μ’ αφήσετε να ξεκουραστώ, να σεβαστείτε την λευκή μου γενειάδα, να τιμήσετε την ώρα της αναχώρησής μου. Βλέπετε και την άθλια υγεία μου, μόλις που μπορώ να στέκομαι και να σας μιλάω. Φτάνουνε, πια, οι προεδρίες και τ’ άγρια κύματα που πέσανε πάνω μου. Να ενώσω Ανατολή και Δύση πήγα, και οι αδελφοί επαναστάτησαν. Από την μια μ’ ενθρόνιζαν κι από την άλλη ζήταγαν την εκθρόνισή μου. Τί, να πω;! Βρείτε δικό σας αρχιεπίσκοπο που να σας αρέσει κι αφήστε εμένανε στην ερημιά μου. Είναι λάθος, όμως, να ζητάτε ρήτορες κι όχι ιερείς· θησαυροφύλακες κι όχι ποιμένες ψυχών· ιερείς με πολιτική δύναμη κι όχι αγιασμένους ιερείς. Κάντε μου, λοιπόν, την χάρη, κι αφήστε με ν’ αναχωρήσω ήρεμα για την έρημο!
    Χαίρε, (Αγία) Αναστασία μου αγαπημένη, απ’ όπου αναστήθηκε η Ορθοδοξία. Χαίρε, μεγάλε Ναέ της Αγίας Σοφίας. Χαίρετε, Άγιοι Απόστολοι κι εσύ, εδώ, Καθέδρα μου, Αγία Ειρήνη, που το ύψος σου γέννησε φθόνο. Χαίρετε κι εσείς επίσκοποι συνοδικοί, ιερείς, υμνωδοί και ψάλτες, διακονητές, παρθενεύουσες και παρθένοι. Φιλόπτωχοι και ορφανοτρόφοι, χαίρετε.
    Χαίρετε, αδελφοί αγαπημένοι, που με φιλοξενήσατε, που με συμπαρασταθήκατε και με φροντίσατε στις αρρώστιες μου. Χαίρετε, εσείς που σπάζατε τα κιγκλιδώματα για να μπείτε να μ’ ακούσετε, καθώς κι εσείς που στενογραφούσατε τους λόγους μου. Χαίρε, πανίσχυρε βασιλέα και παλάτια, άρχοντες και υπηρέτες. Χειροκροτήστε τον ρήτορα, επευφημήστε λοιπόν, γιατί δεν θα με ξανακούσετε. Θα σταματήσω να μιλάω, μα όχι για πάντα! Εάν το φέρει η ανάγκη, όπου και ν’ ασκητεύω, πάλι θα πέσω μέσα στην μάχη για την αλήθεια!
    Χαίρε, Ανατολή και Δύση. Αγωνίστηκα για το καλό σας κι αναγκάζομαι τώρα ν’ αφήσω τον θρόνο. Μα, όποιος χάνει τον εδώ θρόνο, κερδίζει θρόνο υψηλότερο στον ουρανό. Χαίρε κι Εσύ, Αγία μου Τριάδα, κάλλος μου και φροντίδα μου, μείνε σ’ ετούτον τον λαό και σώζε τον!
    Παιδιά μου, φυλάξτε αυτά που σας δίδαξα και να θυμάστε τους λιθοβολισμούς μου. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά πάντων υμών. Αμήν».

[Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου (1933–2012), 
ή Γερασίμου Μοναχού Δοχειαρίτου:
(1) «Ο Πληγωμένος Αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)», κεφ. 7ο: «Η Μεγαλειώδης Παραίτηση», σελ. 274–275, 288–291, Γ΄ έκδοση, «Αποστολική Διακονία», Αθήνα 1998.
(2) «Γρηγόριος ο Θεολόγος – Σπουδή του βίου και του έργου του», κεφ. η΄, §5–§10, σελ. 171–180, Α΄ έκδοση, «Αρμός», Αθήνα, Αύγουστος 1991.] 


Η «ΔΕΙΛΙΑ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η «ΔΕΙΛΙΑ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 

     Ρώτησαν, κάποτε, τον μακαριστό Γέροντα π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο (1939–1989):
     –Γέροντα, η δειλία δεν είναι αμαρτία;
     –Ναι, παιδί μου.
     –Ο Κύριος, δεν δείλιασε στην Γεθσημανή; Τότε, πώς είναι «αναμάρτητος»;
     –Τί θα αντιμετώπιζε ο Κύριός μας στον Γολγοθά;
     –Τον θάνατο.
     –Και, τί είναι ο «θάνατος» κατά την Αγία Γραφή;
     –«Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. Ϛ΄ 23).
     –Ε, τί σχέση είχε ο Θεάνθρωπος Χριστός με την αμαρτία και τα «ὀψώνια» (=τα αποτελέσματά) της, τον θάνατο;
     –Καμμία!
     –Η αγωνία, συνεπώς, του Κυρίου στην Γεθσημανή, δεν ήταν η δειλία ως αμαρτία, αλλά η αηδία και η αποστροφή, την οποία ένιωθε ως Θεός προς την αμαρτία και τους καρπούς της.



[«Υποθήκες Ζωής», σελ. 245–246, ια΄ έκδοση, Ιερού Ησυχαστηρίου «Κεχαριτωμένη Θεοτόκος», Τροιζήνα, 1997.] 


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η ΑΓΙΑ ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 

     «Θυμάμαι μίαν επίσκεψή μου στο Σερβικό Μοναστήρι του Χιλανδαρίου. Ήρθε μαζί μου και ο πατήρ Νικόλαος, ο αρχοντάρης της Σκήτης της Θηβαΐδος. Βαδίζαμε την νύχτα μέσα από το πράσινο δάσος. Η πορεία ήταν ευχάριστη και η συνομιλία εξίσου ευχάριστη. Μιλούσαμε για την αγάπη προς τον πλησίον, και ο πατήρ Νικόλαος, μου διηγήθηκε το εξής αξιοσημείωτο γεγονός:
     ‘‘Στα νότια μέρη της Ρωσίας, κοντά στο Ροστώβ, υπήρχε ένας συνεταιρισμός από είκοσι ανθρώπους. Ένας από αυτούς, που τον έλεγαν Ανδρέα, ήταν άνθρωπος κακότροπος με πολύ κακή διαγωγή, έτσι που η συμβίωση μαζί του ήταν δύσκολη. Ένας άλλος, ο νεότερος από όλους, ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αγαπούσε τον Θεό και τηρούσε τις εντολές του Κυρίου. Ονομαζόταν Νικόλαος. Αφού ο Ανδρέας προκάλεσε πολλά κακά και ζημιές στους συντρόφους του, άρχισαν να σκέφτονται στον συνεταιρισμό να τον σκοτώσουν· όμως, ο νεαρός Νικόλαος, δεν συμφωνούσε και προσπαθούσε να τους πείσει να μην κάνουν με κανένα τρόπο αυτό το έγκλημα. Οι συνέταιροι του Νικολάου, όμως, δεν τον άκουσαν και, τελικά, σκότωσαν τον Ανδρέα. Το έγκλημα, μαθεύτηκε. Η υπόθεση, έφτασε στην αστυνομία. Τότε, ο Νικόλαος, βλέποντας την συμφορά τους, τους είπε: ‘Όλοι σας, έχετε γυναίκες και παιδιά και μόνον εγώ είμαι ανύπαντρος. Πέστε ότι τον σκότωσα εγώ, και εγώ θα πω ότι είμαι ο φονιάς. Για μένα, δεν είναι δύσκολο να πάω στα κάτεργα. Κι εκεί, θα πάω μόνος μου. Ενώ, εάν δικάσουν εσάς, θα υποφέρει πολύς κόσμος!’. Στην αρχή, οι συνέταιροι δεν απαντούσαν. Γιατί ντρέπονταν τον Νικόλαο που πριν τους είχε αποτρέψει να σκοτώσουν. Ύστερα, όμως, ο Νικόλαος τους έπεισε και συμφώνησαν, όλοι, να πουν ότι αυτός είναι που έκανε τον φόνο.
     Έφτασαν λοιπόν στο μέρος εκείνο οι πρόκριτοι, ο εισαγγελέας, οι ανακριτές, οι χωροφύλακες. Άρχισε η ανάκριση: ‘Ποιός έκανε τον φόνο;’ – ‘Εγώ!’, λέει ο Νικόλαος. Ρωτούν τους άλλους και εκείνοι λένε επίσης ότι ‘ο Νικόλαος έκανε τον φόνο’. Το πρόσωπο του Νικολάου ήταν πράο, ο χαρακτήρας του ταπεινός, μιλούσε ήρεμα και χαμηλόφωνα. Οι ανακριτές, τους εξέτασαν για πολύ. Δεν πίστευαν ότι ένας τέτοιος πράος και ταπεινός άνθρωπος είναι φονιάς. Η εκδίκαση, όμως, συνεχίστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Στην δίκη, όλοι απορούσαν πώς ένας τόσο καλός και μειλίχιος άνθρωπος έκανε φόνο και κανένας από τους δικαστές δεν ήθελε να το πιστέψει, παρότι ο Νικόλαος έλεγε ότι αυτός έκανε τον φόνο. Και, για πολύν καιρό, οι δικαστές δεν μπορούσαν να βγάλουν απόφαση. Το χέρι τους, δεν μπορούσε να υπογράψει την καταδίκη. Εξέταζαν και επανεξέταζαν και αυτόν και τους άλλους, για να διευκρινίσουν το μυστήριο αυτής της υπόθεσης και εξόρκιζαν τον Νικόλαο να τους πει την αλήθεια. Στο τέλος, ο Νικόλαος, ο αθώος υπόδικος, είπε ότι αν δεν καταδικάσουν τον πραγματικό φονιά, θα ομολογήσει την αλήθεια. Κατά την ακροαματική διαδικασία είχε γίνει φανερό ότι το θύμα, ο Ανδρέας, ήταν δύστροπος άνθρωπος· έτσι, και ο εισαγγελέας και οι δικαστές, συμφώνησαν να βάλουν στο αρχείο την υπόθεση, αν ανακαλύψουν την αλήθεια. Και τότε, όχι ο Νικόλαος, αλλά όλοι οι άλλοι, διηγήθηκαν πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα και πως ανέλαβε ο Νικόλαος την ενοχή για να τους σώσει από την καταδίκη. Σταμάτησαν, λοιπόν, οριστικά την δίκη και είπαν ότι το έγκλημα του Νικολάου δεν αποδείχθηκε. Και, ένας από τους προκρίτους, είπε: ‘Ο Ανδρέας, ήταν κακός άνθρωπος και έπαθε όπως του άξιζε, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί και ας ζήσουν ειρηνικά!’…’’.
     Και από αυτό το γεγονός, φαίνεται η δύναμη της αγάπης για τον πλησίον. Η Χάρη του Θεού ήταν στην καρδιά του νεαρού Νικολάου, αντανακλούσε στο πρόσωπό του και επηρέαζε όλους τους άλλους». 

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866–1938) 

[Πηγή· Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», β΄ μέρος, κεφ. ιθ΄, σελ. 560–562, 10η έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003.] 


Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ» (†1870)

ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ» (†1870)

      Ο πατήρ Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος, γεννήθηκε το 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.
      Βλέποντας την ματαιότητα όλων των επιγείων, αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, περίπου το 1800. Κατόπιν, πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έζησε για έξι χρόνια. Αργότερα, τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως, έμενε στην Νέα Σκήτη.
      Από όλους τους συνασκητές του, έλαβε ένα αγαθό και τιμητικό παρατσούκλι που τον συνόδευε ισόβια και αχώριστα: «Αγία Ψυχή». Τον τίτλο αυτόν, του τον έδωσαν όσοι έμεναν τότε στην Νέα Σκήτη για την εξαιρετική καλωσύνη του και για την ολοκληρωτική αγάπη του προς όλους. Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά, υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς, ελευθερώνοντας άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια δυστυχία. Συχνά, μάλιστα, κινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση, πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
      –Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται τους ενόχους, που αξίζουν την τιμωρία;
      Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το Άγιον Όρος, αλλά ο, πραγματικά φιλάδελφος, Γέροντας, ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, υπερασπιζόταν τους Αγιορείτες και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά χριστιανόπουλα από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα Ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
      Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει ανάπηρος· το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το σώμα του καταπληγωμένο.

      Την εποχή της Επανάστασης, από τους ελάχιστους κατοίκους που είχαν μείνει στην Νέα Σκήτη έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως το ψωμί· οι Πατέρες, τρέφονταν με κάστανα και χόρτα. Μια φορά, ήρθε κάποιος υπάλληλος του Πασά της Θεσσαλονίκης και η «Αγία Ψυχή» του είπε:
      –Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς πεθαίνουμε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τί να φάνε· ας στείλει σιτάρι!
      Κι από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει ψωμί!

      Όλοι φοβούνταν τους Τούρκους και την αγριότητά τους, αλλά η «Αγία Ψυχή» είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν άφοβα τους πάντες. Πολλές φορές οι Τούρκοι έπραξαν κατά την επιθυμία του, αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο Πασάς πληροφορήθηκε ότι στο Άγιον Όρος έμεναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε περίπου τριακοσίους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην Θεσσαλονίκη. Η «Αγία Ψυχή» ήταν εκεί, τους είδε πριν τελεσθεί ο εξισλαμισμός και είπε στον πασά:
      –Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
      Κι αυτός του είπε:
      –Ο προφήτης μας ο Μωάμεθ, διέταξε αν βρούμε κανένα χριστιανόπουλο να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη μας· κι αν συλληφθεί, τότε να το εξισλαμίσουμε με την βία. Να, πως ο προφήτης μας μερίμνησε για την εξάπλωση της πίστης μας!
      Ο πατήρ Θεόφιλος, αντέδρασε ακαριαία:
      –Ο προφήτης σας, σας οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση κι εσείς τον υπακούετε!
      Ένας Τούρκος θέλησε να τον φονεύσει επί τόπου, αλλά, την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε.

      Κάποτε, στο Άγιον Όρος, ο Μπιλέ–Πασάς ρώτησε ενώπιον όλων την «Αγία Ψυχή»:
      –Πώς βλέπετε τον προφήτη μας, τον Μωάμεθ;
      –Εμείς δεν έχουμε τίποτα μαζί του· αυτό, αφορά εσάς! είπε εκείνος.
      –Και, τί πιστεύετε για τον Χριστό;
      –Πιστεύουμε ό,τι ακριβώς Αυτός είναι: ο αληθινός Θεός, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την κτίση.
      Και ο Μπιλέ–Πασάς, παραδέχθηκε στον εκατόνταρχο της συνοδίας του:
      –Συζήτησα και με πολλούς Έλληνες, αλλά από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια! Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος!...

      Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι με την φυγή των Τούρκων από τον Άθωνα, όλοι αυτοί, τους οποίους η «Αγία Ψυχή» είχε πριν βοηθήσει, θα προσπαθούσαν να του το ανταποδώσουν το συντομότερο. Έτσι, θα εξασφάλιζε τα προς το ζην μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε! Όταν τον ρώτησαν «γιατί ζει με τέτοια φτώχεια;», αυτός είπε ότι, «σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει, επομένως λίγοι πια τον γνωρίζουν και τον βοηθούν».
      Εξαιτίας κάποιων ενδοαγιορειτικών προστριβών όσο αφορά τους φόρους που επιβάλλονταν και λόγω της γενναίας αντίδρασης που επέδειξε η «Αγία Ψυχή» σε αυτό το άδικο καθεστώς, του αφαίρεσαν την Καλύβη που είχε στην Νέα Σκήτη και αυτός έμεινε χωρίς να έχει απολύτως τίποτε! Ήρθε όμως φώτιση από τον Κύριο στον Γέροντα Μελέτιο του Κελλιού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και τον δέχθηκε στην κατοικία του, κρατώντας τον, μάλιστα, σαν Γέροντα! Η «Αγία Ψυχή», ένιωθε γι’ αυτό βαθειά ευγνωμοσύνη, μέχρι που αναχώρησε για την αιωνιότητα, το έτος 1870.

[Πηγή: Ιερομονάχου Αντωνίου: «Βίοι Αθωνιτών του Ιθ΄ αιώνος», τόμος β΄, κεφ. 17ο, σελ. 248–252, Α΄ έκδοσις, Ιερού Μετοχίου «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», Ορμύλια 1995.]


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Η ΜΟΝΑΧΗ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ

Η ΜΟΝΑΧΗ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ 



      Τον Οκτώβριο του 1974, ο Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παύλου – Αγίου Όρους, Ανδρέας Ευαγγελάτος (22/1/1904–2/2/1987), από τον Αγκώνα Κεφαλληνίας, παραιτήθηκε από την Ηγουμενία της Μονής και πήγε να ησυχάσει στο Μετόχι της Μονής, εντός του Αγίου Όρους, στον «Μονοξυλίτη».
      Κάποια μέρα, έγινε φοβερή θαλασσοταραχή. Σκέφθηκε την επομένη να κατεβεί στην θάλασσα να μαζέψει ξύλα που θα είχε βγάλει η θάλασσα για την φωτιά, αλλά και μήπως κάποιος συνάνθρωπος ενδεχομένως να είχε ανάγκη από την βοήθειά του.
      Ενώ συνέλεγε τα εκβρασθέντα ξύλα, είδε μία ανθρώπινη σκιά καθισμένη σ’ ένα βράχο. Αμέσως σκέφτηκε ότι είναι κάποιος περαστικός ή ναυαγός που σώθηκε και έτρεξε να βοηθήσει. Όταν πλησίασε, βλέπει έκπληκτος μία, άγνωστη σε αυτόν, Μοναχή, καθισμένη στον βράχο, να κρατά βιβλίο ανοιχτό και γραφίδα. Έκπληκτος και με απορία την ερωτά:
      –Τί θες Εσύ εδώ, Κυρά μου;! Θέλεις καμμία βοήθεια;  
      Του απαντά η φαινομένη Μοναχή:
      –Όχι, δεν θέλω βοήθεια. Εγώ είμαι η Κυρά αυτού του τόπου και την δουλειά αυτήν την κάνω, από την μία άκρη του Αγίου Όρους έως την άλλη.
      –Και, τί είναι, Κυρά μου, τα βιβλία αυτά που κρατάς;
      –Τα βιβλία είναι «Εισόδου», «Εξόδου» και «Παραμονής» των Πατέρων του Αγίου Όρους. Αλλά και σ’ αυτό το βιβλίο που βλέπεις, είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που παραμένουν και τελειώνουν στο Άγιον Όρος, και αυτά είναι γραμμένα στο «Βιβλίο της Ζωής».
      Μετά την στιχομυθία αυτήν και, αφού η φαινομένη Μοναχή δεν ήθελε καμμία βοήθεια, ο παπα–Ανδρέας ανηφόρισε πίσω προς το Μετόχι. Το απόγευμα, πήγε μέσα στον Ναό να διαβάσει τον Εσπερινό και, όταν αντίκρυσε την Εικόνα της Θεοτόκου στο τέμπλο, «κάτι» μέσα του συνέβη, κι άρχισε να αισθάνεται χαρά και αγαλλίαση σκεπτόμενος την Μοναχή με τα βιβλία. Είδε και το καντήλι Της να κουνιέται από μόνο του και κατέβηκε γρήγορα μήπως προλάβει την Μοναχή, για την Οποία, τώρα άνοιξε ο νους του και βεβαιώθηκε ότι ήταν η Παναγία! Όμως, δεν Την βρήκε όπως υπολόγιζε, και μία απερίγραπτη λύπη κατέλαβε την ψυχή του. Σκεφτόταν ότι για τις αμαρτίες του δεν αξιώθηκε να Την ξαναδεί και, τότε, πλησιάζοντας στον βράχο που ήταν καθισμένη, αισθάνθηκε μία ουράνια ευωδία να πλημμυρίζει όλο τον τόπο. Έτσι επιβεβαίωσε την παρουσία Της η Παναγία και τον πληροφόρησε, ότι, Αυτή ήταν με την Οποία συνομίλησε, πρόσωπο προς πρόσωπο.
      Ύστερα, κάλεσε εκεί στον Μονοξυλίτη τον Πνευματικό του, τον παπα–Διονύσιο, και του διηγήθηκε την φοβερά οπτασία. Κι εκείνος επιβεβαίωσε ότι όντως ήταν η Παναγία. Παρακάλεσε τον παπα–Διονύση: «Κοίταξε, μην πεις τίποτα σε κανέναν και με περάσουν για άγιο, και πάει κι έρχεται μετά ο κόσμος!».
      Ο παπα–Ανδρέας ανταμείφθηκε για την μεγάλη ευλάβειά του προς την Παναγία με το να αξιωθεί να Την δει σ’ αυτή την ζωή και να συνομιλήσει μαζί Της… 

[«Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», μέρος 1ο, κεφ. ιζ΄, σελ. 212–213, Άγιον Όρος, 20111.]