Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ

ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ

     Η αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Κάποια μέρα, την εποχή που η αγία ήταν ακόμη βρέφος, ο πατέρας της φιλονίκησε με Τούρκο γείτονά του και τον φόνευσε. Προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο, στον οποίον τον καταδίκασε ο πασάς της Θεσσαλονίκης, έγινε μουσουλμάνος υποσχόμενος να τουρκέψει και την κόρη του, όταν μεγαλώσει. Αλλά η ευσεβής μητέρα της, θαυμάζοντας τα κατορθώματα των μαρτύρων, ανέτρεφε την θυγατέρα της με την Πίστη του Χριστού.

     Όταν η Ακυλίνα έφθασε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ο πατέρας της, πιεζόμενος από τους Τούρκους, της ζήτησε να αλλαξοπιστήσει. Η Ακυλίνα τον επέπληξε με γενναιότητα για την αποστασία του και του είπε πως ήταν έτοιμη να υπομείνει ακόμη και τον θάνατο χάριν της αγάπης του Χριστού. Μπροστά στην αμετάθετη γνώμη της, ο ταλαίπωρος πατέρας φοβήθηκε για τον εαυτό του και την παρέδωσε στους Τούρκους να την κάνουν ό,τι θέλουν. Καθώς η Ακυλίνα αποχαιρετούσε την μητέρα της, της υποσχέθηκε ότι θα φανεί αντάξια της διδασκαλίας της.

     Οι Τούρκοι την οδήγησαν δεμένη στον κριτή. Μετά την άρνησή της να εγκαταλείψει την Πίστη στον αληθινό Θεό, της αφαίρεσαν όλα τα ρούχα εκτός από ένα πουκάμισο, την έδεσαν σε ένα στύλο και την ράβδισαν σκληρά. Από τους πολλούς ραβδισμούς το ένδυμά της ξεσχίσθηκε και έμεινε τελείως γυμνή. Επειδή οι άθεοι έβλεπαν ότι τίποτε δεν πετύχαιναν, χρησιμοποίησαν κολακείες και υποσχέσεις. Αλλά η παρθενομάρτυς, και τις τρεις φορές που την εξέτασαν, εξύβρισε με παρρησία την θρησκεία τους. Ερεθισμένοι οι Τούρκοι συνέχισαν να την ραβδίζουν άσπλαχνα, ώσπου οι σάρκες της έπεσαν στην γη που έγινε κατακόκκινη από το αίμα της.

     Σχεδόν νεκρή, την φόρτωσαν σε έναν χριστιανό, για να την μεταφέρει στο πατρικό της σπίτι. Μόλις η μητέρα της την είδε, την εναγκαλίσθηκε και την ρώτησε: «Τι έκανες, παιδί μου;». Η Ακυλίνα μετά βίας άνοιξε τα μάτια της και αποκρίθηκε: «Και τι άλλο μπορούσα να κάνω, μητέρα μου, εκτός από εκείνο που μου παρήγγειλες; Ιδού, κατά την εντολή σου, φύλαξα την ομολογία της Πίστεώς μου!». Και με τα μεγαλειώδη λόγια αυτά, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του ζώντος Θεού στις 27 Σεπτεμβρίου του 1764.

     Το άγιο λείψανό της ευθύς ανέδωσε τόση ευωδία, ώστε διαχύθηκε σε όλους τους δρόμους, από τους οποίους περνούσαν για τον ενταφιασμό. Την νύκτα, επάνω στον τάφο της, έλαμπε ουράνιο φως σαν λαμπρότατο άστρο.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

κυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἷα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ· τῇ ἀγάπῃ γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, καὶ δόξης τυχοῦσα θείας, Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

παλῷ ἐν σώματι, τὸν πολυμήχανον ὄφιν, τῇ λαμπρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλοῦσα παρθένε, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νυμφίῳ· ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Ἀκυλίνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Πατρὸς παριδοῦσα τὸ ἀσεβές, τῆς μητρὸς τοὺς λόγους, ἐγεώργησας μυστικῶς· σὺ γὰρ Ἀκυλίνα, ἀθλήσασα νομίμως, τῶν ἀνομούντων ᾔσχυνας τὰ βουλεύματα.

 


[ Ιερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),

σελ. 328–329.

Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]




Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ

     Στις 26 Φεβρουαρίου 1974 (με το παλιό ημερολόγιο) ο Πατήρ Παΐσιος επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Την επόμενη ημέρα, 27 Φεβρουαρίου, κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, ενώ έκανε την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι, άκουσε ξαφνικά χτύπημα στην πόρτα και μία απαλή γυναικεία φωνή να λέει: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών». Παραξενεύτηκε και ρώτησε: «Ποιος είναι;». Άκουσε την ίδια φωνή να λέει: «Η Ευφημία!». «Ποια Ευφημία;», σκέφθηκε, «Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε την τρέλλα να έρθει στο Άγιον Όρος;». Το χτύπημα επαναλήφθηκε τρεις φορές. Με το τέταρτο χτύπημα, η πόρτα, αν και ήταν κλεισμένη με σύρτη, άνοιξε μόνη της και μπήκε μέσα η Αγία Μεγαλομάρτυς Ευφημία! Την συνόδευε ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος δεν μπήκε μέσα μαζί της, αλλά αμέσως εξαφανίσθηκε.

     Η Αγία έλαμπε ολόκληρη. Τα ενδύματά της, όπως και τα πάνινα υποδήματα που φορούσε, είχαν ένα ουράνιο γαλάζιο χρώμα. Στην παρουσία της ο Όσιος ένιωσε «ειρήνη, η οποία έγινε θεία ευφροσύνη». Αλλά, για να βεβαιωθεί τελείως ότι ήταν πράγματι η Αγία και όχι δαιμονική φαντασία, της ζήτησε να προσκυνήσουν την Αγία Τριάδα, λέγοντας προς αυτήν: «Πες: “Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός”!». Η Αγία το επανέλαβε απαλά κάνοντας συγχρόνως και μία μετάνοια, όχι όμως προς το Εκκλησάκι, όπως εκείνος, αλλά προς το κελλί του. Ο Όσιος παραξενεύθηκε, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι η Αγία κοίταζε προς το εικονάκι της Αγίας Τριάδος, που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα του κελλιού του. «Πιο δυνατά!», της είπε.

     Το ξαναείπε η Αγία λίγο πιο δυνατά.

     –Πιο δυνατά! της είπε και πάλι.

     Κι εκείνη το επανέλαβε ακόμη πιο δυνατά.

     «Καὶ τοῦ Υἱοῦ!», είπε ο Όσιος.

     «Καὶ τοῦ Υἱοῦ!», επανέλαβε η Αγία.

     «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!», συνέχισε ο Όσιος, και η Αγία το επανέλαβε κάνοντας και τις μετάνοιες.

     –Τώρα να σε προσκυνήσω κι εγώ, της είπε, και την προσκύνησε με ευλάβεια.

     Ασπάσθηκε τα πόδια της, τα χέρια και την άκρη της μύτης. Έπειτα, κάθισαν στον μικρό διάδρομο, όπου υπήρχε ένα μπαουλάκι και ένα σκαμνάκι, και η Αγία τού διηγήθηκε τον βίο και τα μαρτύριά της. Την ώρα που τα διηγείτο, ο Όσιος δεν τα άκουγε απλώς, αλλά ένιωθε ότι τα έβλεπε και τα ζούσε.

     –Πώς άντεξες τόσα μαρτύρια; την ρώτησε.

     –Αν ήξερα πόση δόξα έχουν οι Άγιοι στον Ουρανό, θα ήθελα να περάσω ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια! απάντησε η Αγία.

     Έπειτα, την συμβουλεύθηκε για τρία θέματα που τον απασχολούσαν: το ένα θέμα ήταν εκκλησιαστικό· του είχαν ζητήσει την γνώμη του για ένα ζήτημα, και η Αγία τού επιβεβαίωσε ότι η απάντηση που είχε δώσει ήταν η σωστή. Το δεύτερο ήταν η έκδοση του Βίου του Αγίου Αρσενίου και το τρίτο θέμα ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν το Ησυχαστήριο.

     Όταν η Αγία έφυγε, άφησε τον Όσιο σε κατάσταση «θείας τρέλλας». Έμεινε κλεισμένος στο Καλυβάκι του, μέσα στην παραδεισένια ατμόσφαιρα που είχε φέρει η Αγία με την επίσκεψή της και όπου ήταν διάχυτη μία ουράνια ευωδία. Ο νους του ήταν προσηλωμένος στην ιερή μορφή της, η δε καρδιά του κόντευε να σπάσει από γλυκειά αγάπη και ανέκφραστη χαρά. «Με παλάβωσες! Με παλάβωσες, Αγία Ευφημία!», φώναζε. «Ξέρεις πώς με έκανες; Τέτοια λεπτή γλυκύτητα!».

     Ύστερα από δώδεκα μέρες ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, θέλοντας να κάνει και τις Αδελφές κοινωνούς της ουράνιας ευφροσύνης που ο ίδιος ζούσε. Τις ημέρες που έμεινε εκεί, ήταν φανερό ότι ζούσε ακόμη στην ατμόσφαιρα της θείας επισκέψεως. Ένα βράδυ, μία Αδελφή τον βρήκε να ασπάζεται με θερμό πόθο μία εικόνα της Αγίας Ευφημίας. Ήταν όλος αλλοιωμένος από θεία αλλοίωση. Και, καθώς κόχλαζε μέσα του η θεία αγάπη, ο αέρας της αναπνοής του έβγαινε ηχηρός, σαν θερμός ατμός. Η κατάσταση αυτή έμοιαζε με εκείνη που τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε περιγράψει σε επιστολή του: «Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει στην καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ενώνεται με τον Θεό».

     Αργότερα, εις ανάμνησιν αυτής της θείας επισκέψεως, ο Όσιος έγραψε ένα τροπάριο που το έψαλλε με όλη του την καρδιά, όταν ήταν μόνος του: «Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν Ἁγίαν βεβαιοῦσα οὕτω τὴν ἀσφάλειαν τῆς εἰρήνης καὶ τῆς θείας εὐφροσύνης».

     Βοήθησε, επίσης, τις Αδελφές να αγιογραφήσουν και την εικόνα της Αγίας Ευφημίας, σε στάση να χτυπάει την πόρτα του Κελλιού του. Ένα ξύλινο εικονάκι με φωτογραφία αυτής της εικόνας το είχε για πολύ καιρό επάνω στο προσκέφαλό του, στο κελλί του στο Άγιον Όρος. Το εικονάκι αυτό, από τους συνεχείς θερμούς ασπασμούς του, ξεφλουδίσθηκε, και δεν φαινόταν πλέον η μορφή της Αγίας· «έφυγε» από το χαρτί και «τυπώθηκε» στην καρδιά του. «Οι Άγιοι», έγραψε ο Όσιος σε επιστολή του, «χαίρονται, όταν τυπώνονται στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν ασπάζεται ο Χριστιανός τις άγιες εικόνες και ζητάει βοήθεια, εάν έχει ευλάβεια, με τον ασπασμό που κάνει με την καρδιά του, ρουφάει όχι μόνον την Χάρη του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων, αλλά ρουφάει μέσα στην καρδιά του και τον Χριστό ολόκληρο ή την Παναγία ή τους Αγίους, και τοποθετούνται πια στο Τέμπλο του Ναού του. Ναός του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος!».

     Η μεγάλη του αγάπη για την «Μεγάλη αυτή Αγία, η οποία, ενώ του ήταν άγνωστη, του έκανε αυτήν την μεγάλη τιμή», έκαιγε άσβεστη μέσα του, μέχρι την ημέρα που, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994, την επομένη της εορτής της, πήγε να την συναντήσει στον Παράδεισο…



[ (1) «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης»,

κεφ. 11ο, §16, σελ. 328–333.

Έκδοση

Ιερού Ησυχαστηρίου

«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,

Σουρωτή, Βασιλικά, Θεσσαλονίκης.

2η ανατύπωση, Ιούνιος 2016.

(2) Ιερομονάχου Χριστοδούλου

Αγιορείτου:

«Ο Γέρων Παΐσιος (Εζνεπίδης)»

–Πρώτος Τόμος–,

κεφ. 5ο, §1, σελ. 267–270,

Άγιον Όρος, 1994.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.