Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ

Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν.

     Τῇ ΙΖ΄ (17η) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ὁ Βυζάντιος, ὁ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ᾳψϞε΄ (1795), ἀγχόνῃ τελειοῦται.

     Στιχ. Ὕμνος νεάζων Θεοδώρῳ τῷ νέῳ

              Χριστοῦ ἀθλητῇ ἐνδίκως ἁρμοστέος.

     Ο άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε το 1774 σε ένα χωριό κοντά στην Κωνσταντινούπολη και δούλευε μαθητευόμενος στην υπηρεσία ενός χριστιανού ζωγράφου στο παλάτι του σουλτάνου Μαχμούτ. Παρά την ευσεβή παιδεία του και την εκ νεότητος εντρύφησή του στις Γραφές και την προσευχή, τα πλανερά θέλγητρα των κοσμικών απολαύσεων και της τρυφής τον έκαναν να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί το Ισλάμ. Μετά από τρία χρόνια σαρκικού και επιπόλαιου βίου στην αυλή, μια τρομερή επιδημία που έσπειρε τον θάνατο σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης μέχρι και του σουλτανικού περιβάλλοντος, τον έκανε να συναισθανθεί τη ματαιότητα των απολαύσεων του κόσμου τούτου. Ερχόμενος στον εαυτό του, έφυγε κρυφά από το παλάτι μεταμφιεσμένος και, αφού συγκαταλέχθηκε με την Εκκλησία διά του χρίσματος του αγίου Μύρου, πήρε το πλοίο για τη Χίο, όπου πέρασε λίγο καιρό υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού γέροντα.

     Οι επανειλημμένες εξομολογήσεις, η μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων και η ανάγνωση των άθλων των Νεομαρτύρων, όπως του αγίου Πολυδώρου [4 Σεπτ.], τον οδήγησαν στη σθεναρή απόφαση να σφραγίσει τη μετάνοιά του χύνοντας κι ο ίδιος το αίμα του για τον Κύριο. Αφού υπερνίκησε με μεγάλους αγώνες τον πειρασμό να εγκαταλείψει την αγία απόφασή του, μετέβη στη Μυτιλήνη μαζί με έναν αδελφό, ο οποίος διαπνεόταν από θεοσεβή ζήλο και είχε ήδη χρηματίσει βοηθός του αγίου Πολυδώρου. Φόρεσε επί σκοπού τη μουσουλμανική ενδυμασία και την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, παρουσιάσθηκε στον δικαστή και ομολόγησε φλογερά την εις Χριστόν μεταστροφή του, ποδοπατώντας το πράσινο σαρίκι που είχε πετάξει καταγής.

     Έκπληκτος, αρχικά, ο δικαστής, παίρνοντάς τον για τρελό, τον έριξε στη φυλακή, αλυσοδεμένο, αφήνοντας ελεύθερους τους δεσμοφύλακες να τον μαστιγώνουν ή να τον προπηλακίζουν όπως και όσο ήθελαν. Την άλλη μέρα, αφού παρουσιάσθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή και δέχθηκε τριακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Έπειτα άφησαν την πόρτα ανοιχτή για να μπορεί ο οποιοσδήποτε να έρχεται ελεύθερα να τον χτυπά. Κι έβλεπε τότε κανείς μέχρι και δεκαπέντε μουσουλμάνους να ξυλοκοπούν με λύσσα τον άγιο μάρτυρα, ο οποίος υπέμενε τα χτυπήματα αγόγγυστα, λέγοντας μόνο με πνιγμένη φωνή: «Είμαι χριστιανός!». Εν συνεχεία, στερέωσαν στους κροτάφους του δύο τούβλα που έσφιγγαν τόσο δυνατά με ένα σχοινί, ώστε τα μάτια του έβγαιναν από τις κόγχες τους. Καθώς ο άγιος επικαλούνταν με δυνατές κραυγές την άνωθεν βοήθεια, τον χτύπησαν στο στόμα με μπαστούνια, σπάζοντας τα δόντια του και αφήνοντάς τον ημιθανή.

     Ένας νέος χριστιανός, ο Γεώργιος, ο οποίος είχε διαβάσει άπληστα τους άθλους των αρχαίων μαρτύρων, προκάλεσε εκούσια τη φυλάκισή του για να μπορεί να παρακολουθεί από κοντά τους αγώνες του αγίου Θεοδώρου. Την ώρα που οι Τούρκοι ανέκριναν τον άγιο και τον υπέβαλλαν σε διάφορα μαρτύρια, ο Γεώργιος παρέμενε στο πλευρό του, ασπαζόμενος τα πόδια του και ενθαρρύνοντάς τον με τη φωνή του.

     Βγήκε, τέλος, η απόφαση για τη θανατική πνοή και οι δήμιοι ανέσπασαν βιαίως τον άγιο από τα δεσμά του και τον οδήγησαν χτυπώντας τον στον τόπο της θανάτωσης. Αφού ομολόγησε για μια τελευταία φορά τον Χριστό, τον κρέμασαν στην αγχόνη, αλλά το σχοινί έσπασε και ο Θεόδωρος έπεσε στη γη, πληγώνοντας τα γόνατά του. Τον ξανακρέμασαν και, τέλος, έλαβε έτσι τον πολυπόθητο στέφανο του μαρτυρίου. Επί τρεις ημέρες οι χριστιανοί έτρεχαν από όλα τα μέρη για να κόψουν ένα κομματάκι από το ένδυμά του και να το βουτήξουν στο τίμιο αίμα του που δεν σταματούσε να τρέχει από τις πληγές του, ενώ πραγματοποιούνταν πλήθος ιάσεις. Εν συνεχεία, ο άγιος Θεόδωρος κηδεύτηκε με ευλάβεια και έκτοτε τιμάται δικαίως ως ένας από τους μεγάλους προστάτες αγίους της Μυτιλήνης.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῷ Θεῷ ὥσπερ δῶρον φερωνύμως Θεόδωρε, δι’ ἀθλήσεως πόνων προσηνέχθης πολύτιμον· καὶ ἄμωμον θῦμα καὶ δεκτή, παμμάκαρ ἐγένου προσφορά· ὅθεν πόθῳ συνελθόντες, τοὺς σοὺς ἀγῶνας ἐν ὕμνοις γεραίρομεν, καὶ δόξαν προσάγομεν Θεῷ, τῷ θαυμαστῶς σε ἐνισχύσαντι, κατ’ ἐχθρῶν ὁρωμένων καὶ ἀοράτων πολύαθλε.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

καινή σου ἄθλησις, ὡς ἑωσφόρος, φαεινὸς ἀνέτειλε, καὶ συνεκίνησεν ἡμᾶς, Χριστὸν δοξάσαι Θεόδωρε, τὸν σὲ ἐν ἄθλοις, στερρὸν ἀναδείξαντα.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Φύλαττε σοὺς δούλους διὰ παντός, Θεόδωρε Μάρτυς, τοὺς τιμῶντάς σε εὐλαβῶς, καὶ πίστει καὶ πόθῳ, τελοῦντας σου τὴν μνήμην, ἀπὸ παντοίας βλάβης, καὶ περιστάσεως.


 

[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),

σελ. 187–189.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Ιούνιος 20142.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π.Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

     Ο Ονήσιμος, φρυγικής καταγωγής, ήταν δούλος του Φιλήμονος, εύπορου πλην όμως ένθερμου χριστιανού από τις Κολοσσές, πολύ γνωστού για την ακλόνητη πίστη του και για τη διάπυρη αγάπη του προς τον πλησίον. Έχοντας διαπράξει μια κλοπή του κυρίου του, ο Ονήσιμος έφυγε κρυφά και βρήκε καταφύγιο στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον Απόστολο Παύλο, κακοχούμενο δέσμιο τότε υπέρ του Ιησού Χριστού.

     Ελκυόμενος στην Πίστη του Χριστού από τη μορφή του Αποστόλου και επηρεασμένος βαθύτατα από τον αποστολικό του λόγο, ο Ονήσιμος αναγνώρισε το σφάλμα του, μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, βαπτίσθηκε, και δεν άργησε να δείξει με τη διαγωγή του τους ωραίους καρπούς των αγίων αρετών του. Ο δε Απόστολος Παύλος επιθυμούσε να κρατήσει κοντά του τον Ονήσιμο, διακριτικά φερόμενος όμως, δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο δίχως τη συγκατάθεση του Φιλήμονα και να λυπήσει έτσι τον μαθητή του.

     Με την ευκαιρία της αναχώρησης του αποστόλου Τυχικού [8 Δεκ.] από τη Ρώμη για τις Κολοσσές και τη Λαοδίκεια, έστειλε μαζί του λοιπόν προς τον Φιλήμονα τον πρώην φυγά και δούλο του, με μια Επιστολή στην οποία τον προέτρεπε να τον συγχωρήσει και να τον απελευθερώσει. Είναι η γνωστή «Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλήμονα», που μας παραδόθηκε μεταξύ των δεκατεσσάρων Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Η Επιστολή αυτή, εκτός από τον βασικό παραλήπτη, τον Φιλήμονα, απευθύνεται και προς την Απφία, που ήταν, φαίνεται, σύζυγος του Φιλήμονα, καθώς και προς τον στρατιώτη Άρχιππο, γιο πιθανώς του Φιλήμονα, ο οποίος είχε κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα, μετέπειτα, στην Εκκλησία των Κολασσέων. Τη συστατική αυτή Επιστολή ο Απόστολος Παύλος την έγραψε την ίδια περίοδο που έγραψε και την προς Κολασσαείς επιστολή.

     Μέσα σε αυτή τη θεόπνευστη Επιστολή, ο ιερός Απόστολος παρακαλεί πολύ πατρικά τον Φιλήμονα να δεχθεί, όπως προαναφέρθη, ευνοϊκά τον Ονήσιμο, γράφοντας τα εξής (στιχ. 8-21):

     «Προτιμώ περισσότερο στ’ όνομα της αγάπης να σε παρακαλέσω για τον Ονήσιμο, το παιδί μου, που το γέννησα στη νέα Πίστη εδώ μέσα στη φυλακή. Αυτόν, που κάποτε ήταν άχρηστος για σένα και τώρα είναι χρήσιμος σ’ εμένα, σου τον στέλνω πίσω. Δέξου τον, λοιπόν, αυτόν που είναι τα ίδια μου τα σπλάχνα! Ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου, ώστε να με διακονεί αντί για σένα, τώρα που εγώ βρίσκομαι στη φυλακή επειδή κηρύττω το Ευαγγέλιο. Χωρίς τη συγκατάθεσή σου όμως δε θέλησα να κάνω τίποτε, γιατί δε θέλω να σε αναγκάσω να κάνεις αυτό το καλό· προτιμώ να το πράξεις εσύ με τη θέλησή σου. Και ίσως γι’ αυτό απομακρύνθηκε από σένα ο Ονήσιμος προσωρινά, για τον λάβεις πίσω από μένα για πάντα. Όχι, πια, ως δούλο, αλλά ως κάτι πολύ παραπάνω από δούλο: ως αγαπητό αδελφό. Σ’ εμένα πάντως είναι πολύ αγαπητός, πολύ περισσότερο θα είναι και σ’ εσένα και ως άνθρωπος και ως χριστιανός. Αν, λοιπόν, με θεωρείς φίλο σου, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ εκεί μπροστά σου. Κι αν σε ζημίωσε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σ’ εμένα. Εγώ, ο Παύλος, το γράφω αυτό τώρα με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα στο ξεπληρώσω! Ανακούφισε την καρδιά μου στ’ όνομα του Χριστού! Έχω εμπιστοσύνη ότι θα με υπακούσεις και, μάλιστα, είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις ακόμη πολύ περισσότερα από όσα σου γράφω…».

     Ο καλός Φιλήμων έστερξε μετά χαράς στο αίτημα του Αποστόλου, δέχθηκε τον Ονήσιμο όχι ως δούλο πια, αλλά ως αδελφό εν Κυρίω, και τον έστειλε ελεύθερο πίσω στον Απόστολο Παύλο για να τον κάνει γνήσιο υπηρέτη του ιερού Ευαγγελίου.

     Μετά το μαρτύριο του «Αποστόλου των Εθνών», ο Ονήσιμος κήρυξε με ζήλο το μήνυμα της Σωτηρίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Τέρτυλο, έπαρχο της Ρώμης, ο οποίος έτρεφε γι’ αυτόν ιδιαίτερο μίσος, επειδή ο Ονήσιμος είχε μεταστρέψει στην αληθινή Πίστη τη γυναίκα του αδελφού του. Όταν ο Τέρτυλος τον ρώτησε για ποιο λόγο είχε εγκαταλείψει τον κύριό του, εκείνος απάντησε: «Είμαι τώρα δούλος του μόνου αληθινού Κυρίου, του Ιησού Χριστού!». —«Και ποιος κατέβαλε τα χρήματα για να σε απελευθερώσει;». —«Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος· Αυτός με εξαγόρασε με το ίδιο Του το αίμα!», απάντησε με παρρησία ο Ονήσιμος, και καθώς εξακολουθούσε να στηλιτεύει με περιφρόνηση τα είδωλα, ο έπαρχος τον παρέδωσε στα βασανιστήρια.

     Ο Ονήσιμος, όχι μόνο δεν αισθανόταν πόνο, αλλά έδειχνε να αντλεί πρωτόγνωρη ευχαρίστηση και χαρά από τις δοκιμασίες του. Μετά από δεκαοκτώ ημέρες φυλάκισης και βασανιστηρίων, ο τύραννος, βλέποντας ότι ο άγιος με την καρτερία του κινούσε τη συμπάθεια πλήθους ειδωλολατρών, τον εξόρισε στους Ποτιόλους, κοντά στη Νεάπολη (σημ.: Ποτσιόλι). Παρά την απαγόρευση των αρχών, ο Ονήσιμος σύντομα άρχισε να κηρύσσει το Ευαγγέλιο και κατόρθωσε να προσελκύσει στην Πίστη πολλούς. Ο Τέρτυλος, μαθαίνοντας τα νέα, διέταξε να τον συλλάβουν εκ νέου και να τον οδηγήσουν στη Ρώμη με αλυσίδες δεμένες στα πόδια. Καθώς ο Ονήσιμος αρνιόταν να θυσιάσει και απαντούσε με τόλμη στις ερωτήσεις του δικαστή, τον ξάπλωσαν ανάσκελα, με τα μέλη τεντωμένα, και για πολλή ώρα τον μαστίγωναν. Όσο περισσότερο ξεσκίζονταν οι σάρκες και έτρεχε το αίμα του, τόσο η ψυχή του έπαιρνε περισσότερη δύναμη από την προσδοκία των αιώνιων αγαθών. Τέλος, ο τύραννος διαπιστώνοντας ότι δεν επρόκειτο να πετύχει τίποτε, διέταξε να του συντρίψουν τα μέλη με ραβδιά και επέστρεψε στο πραιτώριο πριν λάβει τέλος η εκτέλεση.

     Ο άγιος απόστολος του Χριστού εξέπνευσε από τα κτυπήματα, και τα τίμια λείψανά του τα συνέλεξε μια ευσεβής γυναίκα της πόλεως. Ας σημειωθεί ότι ο άγιος Ονήσιμος μνημονεύεται επίσης και στις 22 Νοεμβρίου, μαζί με τους αγίους Φιλήμονα, Άρχιππο και Απφία «μαθητῶν γεγονότων Παύλου τοῦ Ἀποστόλου», καθώς και στην ιερή Σύναξη των αγίων Εβδομήκοντα Αποστόλων στις 4 Ιανουαρίου.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ταῖς ἀκτίσι τοῦ Παύλου φωτισθεὶς τὴν διάνοιαν, ὤφθης ὑπηρέτης τοῦ Λόγου καὶ Ἀπόστολος ἔνθεος· καὶ ὄνησιν ἐβράβευσας ζωῆς, Ὀνήσιμε θεράπον τοῦ Χριστοῦ, διὰ λόγων καὶ θαυμάτων θεοπρεπῶν, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι φαιδρῶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

ς ἀκτὶς ἐξέλαμψας τῇ οἰκουμένῃ, ταῖς βολαῖς λαμπόμενος, ἡλίου μάκαρ παμφαοῦς, Παύλου τοῦ κόσμου φωτίσαντος· διό σε πάντες, τιμῶμεν Ὀνήσιμε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, ὤφθης ἀληθείας, θεηγόρος μυσταγωγός· ὑπὲρ ἧς προθύμως, Ὀνήσιμε ἀθλήσας, ὀνήσιμον πηγάζεις, χάριν τοῖς χρήζουσι.


 

[ Ιερομονάχου Μακαρίου

Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·

Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),

σελ. 159–160.

Διασκευή από τα Γαλλικά:

Σωτήρης Γουνελάς.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Ιούνιος 20142.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

(ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ)

     Φωστήρ της Ορθοδοξίας και πρότυπο ευαγγελικής πολιτείας, άνθρωπος ειρήνης και καταλλαγής, ο άγιος Μελέτιος υπήρξε ένας από τους κύριους εργάτες της αποκατάστασης της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία, παρά τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας (325), συνέχισε να σπαράσσεται επώδυνα καθ’ όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα από τους οπαδούς της αίρεσης του Αρείου (256-336).

     Γόνος επιφανούς οικογένειας της Μελιτινής, στη Μικρά Αρμενία, έγινε πρεσβύτερος τιμώμενος από όλους για την ευρεία παιδεία του και την αρετή του. Η αφοσίωσή του στην αυστηρή τήρηση των θείων εντολών, τον κατέστησε άξιο σκεύος του Αγίου Πνεύματος και πηγή αναβρύουσα αγάπη, ειρήνη, χαρά και γαλήνη σε όσους τον πλησίαζαν. Ταπεινός στην καρδιά, πράος σαν τον Δαβίδ, σοφός όπως ο Σολομών, προικισμένος από τον Θεό με πνευματική αυθεντία παρόμοια με εκείνη του Μωυσέως, δίδασκε την αληθινή Πίστη με μέτρο και περίσκεψη, με τρόπο ώστε να συνενώνει το ποίμνιο του Χριστού που είχε διαχωρισθεί σε αναρίθμητες ομάδες. Η γλυκύτητα του προσώπου του, απελευθερωμένου από τα πάθη, από δόλους και μικρότητες, καθώς και η προσήνειά του, ήταν απόδειξη ότι επρόκειτο για γνήσιο εμβιωτή και εκφραστή της θείας Αληθείας.

     Εξελέγη κατ’ αρχήν επίσκοπος Σεβαστείας, μετά την καθαίρεση του Ευσταθίου (358), όπου αντιμετώπισε έναν λαό απείθαρχο και διαιρεμένο από φατρίες. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με πόνο την έδρα του και να μεταβεί στη Βέροια (σημ. Χαλέπι της Συρίας), χωρίς ωστόσο να πάψει να ενδιαφέρεται για τις υποθέσεις της επισκοπικής έδρας του.

     Μετά την καθαίρεση του αρειανόφρονα Ευδόξιου (370), ο οποίος λίγο αργότερα θα σφετεριζόταν τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ο Μελέτιος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας, της μητρόπολης της Ανατολής, η οποία βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση από την εποχή της εξορίας του αγίου Ευσταθίου (±360) [21 Φεβρ.]. Ο Μελέτιος είχε συγκεντρώσει όλες τις ψήφους, διότι οι αρειανόφρονες των διαφορετικών τάσεων, πιστεύοντας ότι ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς την κακοδοξία τους, ήλπιζαν να κερδίσουν διά μέσω αυτού όλη την Ανατολή· οι δε Ορθόδοξοι, διαπιστώνοντας τις γνήσιες αρετές του, είχαν βαθιά εμπιστοσύνη ότι αυτές δεν μπορούσαν να είναι παρά η έκφραση της καθαρότητας της Πίστεως που ενδημούσε απλανώς εντός του. Συμφιλιώνοντας, λοιπόν, όλο το πλήρωμα διά της παρουσίας του, ο νέος επίσκοπος έγινε δεκτός στην πόλη με ευφροσύνη από το πλήθος, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων και των ειδωλολατρών, ως ζώσα εικόνα του Χριστού που εναγκαλίζει και φωτίζει τα πάντα. Η ενθρόνιση έλαβε χώρα με την παρουσία του αυτοκράτορα Κωνστάντιου (317-361), ευνοϊκά διακείμενου προς τους αρειανούς, ο οποίος πρότεινε δόλια στον Μελέτιο καθώς και σε άλλους επισκόπους να σχολιάσουν ενώπιον του λαού τον τόσο αμφιλεγόμενο στίχο της Αγίας Γραφής, τον οποίον οι αρειανοί χρησιμοποιούσαν στρεβλά κατά κόρον για να αρνηθούν το ομοούσιον του Υιού και Λόγου του Θεού: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ…» [«Ο Κύριος με δημιούργησε πριν απ’ όλα τα έργα Του…»] (Παρ. 8, 22). Παίρνοντας τον λόγο, μετά τον ακραίο αρειανό Γεώργιο Λαοδικείας (ποιμ.: 335-347) και τον ασαφή Ακάκιο Καισαρείας (ποιμ.: 340-366), ο Μελέτιος εξέθεσε με θαυμαστή ενάργεια το αληθινό δόγμα της Εκκλησίας. Χαιρετίστηκε με τις επευφημίες των Ορθοδόξων, προς μεγάλη αμηχανία των αιρετικών, οι οποίοι διαπίστωναν την παταγώδη διάψευση των καταχθόνιων προσδοκιών τους. Ο αρχιδιάκονος, ένας περιβόητος αρειανόφρων, είχε μάλιστα το θράσος να ορμήσει προς τον ιεράρχη για να του κλείσει με το χέρι το στόμα· ο Μελέτιος, όμως, έτεινε τότε το χέρι προς τον λαό και ένωσε τα τρία δάκτυλα του χεριού του, διπλώνοντας εν συνεχεία τα δύο από αυτά, για να δείξει ότι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι φύσει ισότιμα και δεν αποτελούν παρά έναν και μόνο Θεό. Έξαλλοι οι αιρετικοί, άρχισαν αμέσως να ραδιουργούν κατά του νέου επισκόπου και έπεισαν εν τέλει τον αυτοκράτορα να τον εξορίσει στη Μελιτινή και να τοποθετήσει στη θέση του έναν αρειανόφρονα. Ο λαός, όμως, έτρεφε γι’ αυτόν τόση αγάπη, ώστε προσπάθησε να φονεύσει επί τόπου τον αξιωματούχο που ήλθε να συλλάβει τον Μελέτιο. Ο άγιος και αγαθός ιεράρχης τού έσωσε τη ζωή, καλύπτοντάς τον με τον μανδύα του, διδάσκοντας με τον τρόπο αυτό σε όλους τη μεγαθυμία έναντι των εχθρών μας.

     Οι οπαδοί του μετέβησαν σύσσωμοι μέχρι την Αρμενία για να επισκεφτούν τον εξόριστο ιεράρχη και να ακούσουν τις διδαχές του. Στην Αντιόχεια οι Ορθόδοξοι έδιναν το όνομά του στα παιδιά τους, ζωγράφιζαν τη μορφή του στους τοίχους των σπιτιών τους και συμπεριφέρονταν σαν να ήταν παρών, αρνούμενοι να έχουν πνευματική κοινωνία με τον παρείσακτο αιρετικό.

     Μετά τον θάνατο του αιρετικού αυτοκράτορα (361), ο διάδοχός του Ιουλιανός ο Παραβάτης (331-363), εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση όλων των θρησκειών, με σκοπό να προετοιμάσει την αποκατάσταση της λατρείας των ειδώλων. Ο άγιος Μελέτιος μπόρεσε τότε να επιστρέψει στον επισκοπικό θρόνο του, μαζί με όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους που είχαν εξοριστεί από τον Κωνστάντιο. Ο πληθυσμός έτρεξε σαν ένας άνθρωπος να προϋπαντήσει τον ποιμενάρχη του για να ασπασθεί τις χείρες και τους πόδες του, ως ζωντανή εικόνα του Κυρίου, και να λάβει την ευλογία του Θεού αγγίζοντας το πνευματοφόρο σώμα του. Η όψη του και μόνο ήταν αρκετή για να κατηχήσει τον λαό στις ευαγγελικές αρετές και ο ήχος της φωνής του αντηχούσε καθαρά το δόγμα της εν Χριστώ Αληθείας.

     Μετά την ενθουσιώδη αυτή υποδοχή, ο Μελέτιος διαπίστωσε ότι οι Ορθόδοξοι της πόλεως ήταν κι αυτοί διαιρεμένοι. Οι μεν είχαν παραμείνει πιστοί σε αυτόν, οι άλλοι όμως αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της εκλογής του, στην οποία είχαν συμμετάσχει και αρειανοί, παρέμεναν επιδερμικά προσκολλημένοι στο γράμμα της Συνόδου της Νίκαιας, καθώς και στη μνήμη του αγίου Ευσταθίου, και αρνούνταν να τον δεχτούν ως νόμιμο επίσκοπο ώστε εξέλεξαν επίσκοπο τον πρεσβύτερο Παυλίνο (362-388). Το σχίσμα αυτό της ίδιας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη στιγμή που ήταν αναγκαία η μεγαλύτερη δυνατή αλληλεγγύη, διήρκησε ογδόντα πέντε χρόνια, με την υποστήριξη των δυτικών (μέχρι το 485) και καθυστέρησε οικτρά τη νίκη της Ορθοδοξίας επί της αρειανικής αίρεσης, παρά τις υπομονετικές προσπάθειες του Μεγάλου Βασιλείου (330-379) [1 Ιαν.] να πείσει τους δυτικούς επισκόπους να αποκαταστήσουν κοινωνία με τον Μελέτιο. Ο άγιος αρχιεπίσκοπος, από την πλευρά του, προσπάθησε να συνεργαστεί φιλάνθρωπα με τον Παυλίνο και να ενδυναμώσει τον λαό του στην αληθινή Πίστη, με σκοπό να αντισταθεί στην όλο και πιο απτή απειλή του διωγμού των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός εξόρισε τον Μελέτιο και λίγο αργότερα πέθανε. Στον θρόνο πέρασε ο ευσεβής Ιοβιανός (331-364), ο οποίος ανακάλεσε τον Μελέτιο και άλλους επισκόπους από την εξορία. Ο ορθόδοξος, όμως, αυτοκράτορας εκοιμήθη αιφνίδια, μετά από οκτώ μήνες βασιλείας μόνο (Φεβρουάριος 364), και η εξουσία πέρασε στα χέρια του Ουάλη, φανατικού οπαδού του αρειανισμού και ανελέητου διώκτη των Ορθοδόξων. Για τρίτη φορά ο άγιος Μελέτιος αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της εξορίας μαζί με όλους τους άλλους ομολογητές επισκόπους που εκθρόνισε ο ηγεμόνας. Αποσύρθηκε σε ένα από τα κτήματά του στις εσχατιές της Καππαδοκίας, όπου είχε τη δυνατότητα να συναντά συχνά τον Μέγα Βασίλειο, του οποίου την Πίστη ολόψυχα συμμεριζόταν, και ο οποίος κατέστη ένας από τους πιο δραστήριους υπέρμαχους της αποκατάστασής του στον θρόνο της Αντιόχειας.

     Εγκαταλείποντας την πόλη του, ο επίσκοπος είχε αφήσει πίσω του πιστούς μαθητές, διάπυρους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, όπως ο Διόδωρος που έγινε αργότερα επίσκοπος Ταρσού (378), ο Φλαβιανός (ποιμ.: 381-404), διάδοχός του στον θρόνο της Αντιόχειας, και κυρίως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349-407) [13 Νοεμ.], τον οποίο είχε βαπτίσει και είχε αποσπάσει από τις θύραθεν σπουδές για να τον οδηγήσει στην εκ βάθους μελέτη της Αγίας Γραφής, πριν τον χειροτονήσει διάκονο.

     Εμψυχωμένος από το παράδειγμα του αγίου ποιμενάρχη και τις παραινέσεις των αναχωρητών, που έρχονταν από τα ασκητήριά τους στα γύρω βουνά για να τον ενθαρρύνουν, ο λαός της Αντιόχειας ήταν έτοιμος να υποστεί κάθε είδους διωγμό για την υπεράσπιση της Αληθείας και παρέμεινε ακλόνητος στην Πίστη απέναντι στις απειλές του αυτοκράτορα έως την επιστροφή του αγίου, μετά τον θάνατο του Ουάλη (378) και την έκδοση διατάγματος θρησκευτικής ελευθερίας από τον νέο αυτοκράτορα της Δύσης, Γρατιανό (αυτοκρ.: 375-383), μαθητή του αγίου Αμβροσίου (339-397) [7 Δεκ.]. Ο άγιος Μελέτιος συνεκάλεσε τότε δίχως χρονοτριβή Σύνοδο εκατόν πενήντα επισκόπων, οι οποίοι ομολόγησαν αναμφίλεκτα το Δόγμα της Νίκαιας και καταδίκασαν όλες τις αιρέσεις, διακηρύττοντας την αποδοχή του Κανόνα της Πίστεως (379).

     Ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395) είδε, μόλις πριν την άνοδό του στον θρόνο, σε όραμα τον άγιο Μελέτιο να τον περιβάλλει με την αυτοκρατορική πορφύρα και να του θέτει το στέμμα στο κεφάλι. Έχοντας κατά νου να θέσει οριστικό τέρμα σε όλες τις διαιρέσεις που προκαλούσε ο αρειανισμός και οι άλλες αιρέσεις, συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο για να επιβεβαιώσει τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας. Κάλεσε τότε τον άγιο Μελέτιο στη Βασιλεύουσα, τον υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές και του ανέθεσε να προεδρεύσει των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (Μάιος 381).

     Αφού συγκέντρωσε τις ψήφους των Πατέρων υπέρ της εγκυρότητας της μετάθεσης του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (329-390) [15 Ιαν.] από τα Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη για το καλό της Εκκλησίας, ο άγιος Μελέτιος ασθένησε και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Συνόδου. Η κηδεία του έγινε με κάθε επισημότητα και συγκέντρωσε τον λαό της Βασιλεύουσας γύρω από τον αυτοκράτορα και τους Πατέρες της Συνόδου. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-395) [10 Ιαν.] εκφώνησε συγκινητικό λόγο, στον οποίο θρηνούσε την απώλεια εκείνου που υπήρξε για την Εκκλησία της Αντιόχειας, για τη Σύνοδο και για όλη την Ανατολή, «ο ιατρός των ψυχών», «ο στρατηγός της στρατιάς του Χριστού» και «ο κυβερνήτης του σκάφους της Εκκλησίας εν μέσω της τρικυμίας των αιρέσεων» (βλ. «Λόγος ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μελέτιον, ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας»· ΕΠΕ 11, Θεσ/νίκη 1991). Το τίμιο λείψανό του, αφού έτυχε σε όλες τις πόλεις που περνούσαν της υποδοχής που επιφυλάσσεται σε νικηφόρους στρατηγούς, μεταφέρθηκε με μεγαλοπρέπεια στην Αντιόχεια, όπου τελικά αποτέθηκε στον τάφο του αγίου Βαβύλα [4 Σεπτ.].

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.

Νόμον ἔνθεον, ἐμμελετήσας, τὴν οὐράνιον, γνῶσιν ἐκλάμπεις, τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεράρχα Μελέτιε· τὴν γὰρ Τριάδα κηρύττων ὁμότιμον, αἱρετικῶν διαλύεις τὰς φάλαγγας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος πλ. β΄. Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν.

Τὴν πνευματικήν σου παρρησίαν, δεδοικὼς ὁ ἀποστάτης, φεύγει Μακεδόνιος· τὴν πρεσβευτικὴν δὲ λειτουργίαν, ἐκπληροῦντές σου οἱ δοῦλοι, πόθῳ σοι προστρέχομεν, τῶν Ἀγγέλων ἐφάμιλλε Μελέτιε, ἡ πύρινος ῥομφαία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ πάντας τοὺς ἀθέους κατασφάττουσα· ἀνυμνοῦμέν σε τὸν φωστῆρα, τὸν φωτίσαντα τὰ πάντα.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Μελέτῃ δογμάτων πανευσεβῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναβλύζεις τὸν γλυκασμόν, καὶ τῆς ἀνομίας, ἐξαίρεις τὴν πικρίαν, Μελέτιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.

 

Η ΜΑΡΙΑ

ΠΟΥ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ «ΜΑΡΙΝΟΣ»

     Η οσία Μαρία ανατράφηκε μέσα στην ευλάβεια και την αγάπη προς τις αρετές από τον πατέρα της Ευγένιο, μέχρι την ημέρα που έχοντας η νεαρή κόρη φθάσει σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της τής ανήγγειλε ότι θα ασπαζόταν τον μοναχικό βίο και της άφηνε για προίκα όλη την περιουσία του. Η Μαρία έπεσε τότε στα πόδια του ικετεύοντάς τον να μην την αφήσει στον κόσμο αυτό της ματαιότητας, στα νύχια των διάφορων λύκων που διαφθείρουν τις ψυχές. Με τα δάκρυά της κατάφερε να τον πείσει να τη δεχτεί ως συνασκητή του. Φόρεσε ανδρικά ρούχα και, περνώντας ως ευνούχος «Μαρίνος», έγινε δεκτή με τον πατέρα της σε ανδρώα μονή της περιοχής. Αλλάζοντας την εξωτερική της όψη, μετέτρεψε τη γυναικεία αδυναμία σε ανδρική τόλμη και δεν άργησε να ξεπεράσει όλους τους άλλους μοναχούς στα ασκητικά παλαίσματα, στη σιωπή και στην ταπεινή υποταγή. Έχοντας εμπιστοσύνη στην αρετή του νεαρού μοναχού, ο ηγούμενος τού ανέθεσε μια μέρα ένα καθήκον εκτός μοναστηριού. Το βράδυ σταμάτησε σε ένα πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα. Εκεί είχε καταλύσει και μια ομάδα στρατιωτών. Ένας από αυτούς αποπλάνησε την κόρη του πανδοχέα, η οποία, καθώς βρέθηκε αργότερα έγκυος, κατηγόρησε τον νεαρό μοναχό ότι τη βίασε. Όταν η Μαρία, επιστρέφοντας στη μονή, βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατηγορία αυτή, δέχθηκε την κατάκριση του ηγουμένου και τους χλευασμούς των άλλων μοναχών, δίχως να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί. Κάποτε γεννήθηκε το παιδί και ο πανδοχέας ήλθε και το άφησε έξω από την πύλη του μοναστηριού. Η Μαρία, που μετά την εκδίωξή της διήγε πλάνητα βίο από μοναστήρι σε μοναστήρι, δέχθηκε το υποτιθέμενο παιδί της και το έθρεψε για τρία χρόνια με τους καρπούς της εργασίας της, εναποθέτοντας πάνω του την αγάπη του Χριστού. Μετά τον θάνατο του ηγουμένου έγινε πάλι δεκτή στην αδελφότητα μαζί με το παιδί και αποσύρθηκε σε ένα απομονωμένο κελλί για να αφοσιωθεί στην Προσευχή. Σύντομα όμως αρρώστησε και παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο, δίχως να αποκαλύψει το μυστικό της σε κανέναν. Όταν οι αδελφοί ήλθαν να ετοιμάσουν το σώμα για την ταφή, ανακάλυψαν εμβρόντητοι ότι ο «Μαρίνος», ο μοναχός αυτός, που τον είχαν κατηγορήσει ως ακόλαστο και διαφθορέα, ήταν γυναίκα. Την ίδια μέρα έφεραν στη μονή την κόρη του πανδοχέα που είχε πέσει θύμα των δαιμόνων. Δεν την άφησαν, παρά μόνο αφού ομολόγησε το ψέμα της και αποκάλυψε το όνομα του ενόχου. Και τότε όλοι δόξασαν τον Θεό. Ας σημειωθεί δε, ότι η οσία Μαρία είναι μία από τις δεκατρείς γυναίκες, οι οποίες έζησαν απαθώς θαυμαστό ασκητικό βίο μεταμφιεσμένες σε άνδρες μέσα σε ανδρώες μονές.

 

ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

     Οι γονείς του αγίου Αντωνίου κατάγονταν από τη Φρυγία και είχαν αποτραβηχτεί στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης για να ξεφύγουν από τις διώξεις των εικονομάχων. Ο Αντώνιος στερήθηκε πολύ νωρίς τη μητέρα του και ανατράφηκε από τον πατέρα του. Αφιέρωνε τον χρόνο, που άλλα παιδιά περνούν με θορυβώδη και ανούσια παιγνίδια, στη μελέτη των Αγίων Γραφών και στη μίμηση των ιερέων που έβλεπε να θυμιάζουν την αγία Τράπεζα και να τελούν τη θεία Λειτουργία. Εκάρη μοναχός και επέδειξε μεγάλο ζήλο για τον ασκητικό βίο. Ακαταπόνητος στην προσευχή, τόσο στον ναό όσο και στο κελλί του, ταπείνωνε όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα τη σάρκα του με την αγρυπνία και τη νηστεία και για τον λόγο αυτό κρίθηκε σύντομα άξιος για την ιερωσύνη. Όταν, παρά τη θέλησή του, ορίστηκε ηγούμενος, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να γίνει μοναχός και να τεθεί υπό την καθοδήγησή του. Είχε τέτοιο ζήλο για την ελεημοσύνη, ώστε διέτρεχε με τα πόδια τους δρόμους των φτωχών συνοικιών, ψάχνοντας για ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Μια μέρα που ξεκίνησε για μια από τις εξορμήσεις του αυτές, ένας άγνωστος παρουσιάστηκε μπροστά του, τείνοντάς του ένα πουγγί γεμάτο νομίσματα και του είπε: «Πάρε αυτά να τα μοιράσεις στους φτωχούς!», και αμέσως εξαφανίσθηκε.

     Η φήμη της αγάπης του Αντωνίου για τον πλησίον ήταν τόσο μεγάλη, που, όταν ήλθε η στιγμή να εκλεγεί νέος πατριάρχης, επελέγη ομοφώνως από τον αυτοκράτορα και την Ιερά Σύνοδο (893). Παρά την προχωρημένη ηλικία του, ο άγιος πατριάρχης δεν μείωσε σε τίποτε τις σκληραγωγίες και συνέχισε να επιδαψιλεύει με ταπεινοφροσύνη σε όλο το πλήρωμά του τους θησαυρούς της αγάπης του. Τρέχοντας ακούραστος σαν να είχε φτερά, από ναό σε ναό, ανέπεμπε προς τον Θεό τη μεσιτεία του για τον λαό Του και μοίραζε απλόχερα χρήματα και τρόφιμα σε όσους είχαν ανάγκη. Κατά τα δύο χρόνια της πατριαρχίας του, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία, που ήταν ακόμη διαιρεμένη μεταξύ των φανατικών οπαδών του αγίου Φωτίου και του αγίου Ιγνατίου [βλ. Συναξάριο 6ης Φεβρ.]. Ανακαίνισε πλήθος ναών που είχαν καταστραφεί από τον χρόνο και ίδρυσε μονή, λίγο έξω από την πόλη, όπου αργότερα εορταζόταν η μνήμη του κάθε χρόνο. Κατά την τελευταία του ασθένεια δεν έπαψε να προσεύχεται για τον λαό του. Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του (895), μια φτωχή γυναίκα με σπασμένο πόδι επικαλέστηκε ευλαβικά το όνομά του και γιατρεύτηκε κατά τον ύπνο της.


ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ

     Ο άγιος Χρήστος, αλβανικής καταγωγής, μετανάστευσε σε ηλικία σαράντα ετών στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκούσε το επάγγελμα του κηπουρού. Μια μέρα στην αγορά, συζητώντας με έναν Τούρκο για την τιμή των προϊόντων του, λογοφέρανε και ο Τούρκος για να εκδικηθεί συκοφάντησε τον Χρήστο ότι δεσμεύθηκε να ασπασθεί το Ισλάμ. Έσυρε τον άγιο στο δικαστήριο και επιβεβαίωσε την κατηγορία του με ψευδομάρτυρες. Παραμένοντας ακλόνητος στην ομολογία της Πίστεως στον Χριστό, ο Χρήστος υποβλήθηκε σε ραβδισμούς και κατόπιν τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί βρισκόταν τότε κρατούμενος για πολιτικούς λόγους και ο περίφημος λόγιος και ποιητής Καισάριος Δαπόντε (1713-1784), που έγινε αργότερα μοναχός στο Άγιον Όρος. Φρόντισε να χαλαρώσει το τιμωρητικό ξύλο, όπου ήσαν ακίνητα και στριμωγμένα τα πόδια του μάρτυρα, και του προσέφερε λίγη τροφή για να τον ανακουφίσει. Ο στρατιώτης όμως του Χριστού αρνήθηκε λέγοντας: «Γιατί να φάω; Νηστικός και διψασμένος θέλω να πεθάνω για τον Χριστό!». Έπειτα του έδωσε μια ακονόπετρα που κρεμόταν στη ζώνη του, ώστε με τα χρήματα από την πώλησή της να τελέσει μερικές Λειτουργίες στη μνήμη του. Την ίδια μέρα, 12 Φεβρουαρίου του 1748, ήλθαν και πήραν τον άγιο για να τον αποκεφαλίσουν.

 

 

[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),

σελ. 128–135.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Ιούνιος 20142.

Η παρούσα ανάρτηση 

αφιερώνεται

στη σεπτή μνήμη

του κατά σάρκα πατέρα μου,

Αντωνίου Τιμ. Σαράντη,

ο οποίος άφησε πολύ πρώιμα

την πολύτεκνη φαμίλια του

αυτήν ακριβώς τη μέρα,

πριν από 37 χρόνια

(Κυριακή 12–2–1984).

Αιωνία η μνήμη αυτού!

Επιμέλεια ανάρτησης:

π.Δαμιανός. ]




 

Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.

 

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

     Στην Αντιόχεια της Συρίας ζούσαν, κατά τους χρόνους της βασιλείας Βαλεριανού και Γαλιηνού (253-260), ένας ιερέας ονόματι Σαπρίκιος και ένας απλός χριστιανός, ο Νικηφόρος, τους οποίους έδενε μια τόσο δυνατή φιλία, που δεν είχαν παρά μόνο μία ψυχή, μία καρδιά και ένα θέλημα. Να, όμως, που ο πονηρός δαίμονας μετέβαλε τη φιλία αυτή σε άσπονδο μίσος. Πέρασε λίγος καιρός και ο Νικηφόρος, ερχόμενος στα λογικά του και συναισθανόμενος ότι τίποτε δεν είναι πολυτιμότερο στα μάτια του Κυρίου από την αμοιβαία αγάπη και τη συμφιλίωση αυτών που χώρισε και σκλήρυνε το μίσος του διαβόλου, έστειλε επανειλημμένως φίλους προς τον Σαπρίκιο, με σκοπό να του ζητήσει να τον συγχωρέσει για την αγάπη του Χριστού. Κάθε φορά όμως, οι αγγελιαφόροι αυτοί της ειρήνης και της καταλλαγής προσέκρουαν πάνω στην καρδιά του ιερέα, που είχε γίνει σκληρή σαν πέτρα· ο δε Σαπρίκιος, παραβαίνοντας την εντολή του Κυρίου, συνέχιζε να προσφέρει την αναίμακτη Θυσία, δίχως να έχει συμφιλιωθεί με τον αδελφό του (βλ. Ματθ. 5, 22). Ο ταπεινός Νικηφόρος αποφάσισε τότε να πάει ο ίδιος να πέσει στα πόδια του σκληρόκαρδου Σαπρίκιου, με την ελπίδα να τον μαλακώσει. Εκείνος όμως συνέχισε τον δρόμο του, δίχως να ρίξει ένα βλέμμα στον γονυπετή φίλο του.

     Εν τω μεταξύ, ο διωγμός κατά των χριστιανών είχε αναζωπυρωθεί και ο Σαπρίκιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο του ανθύπατου. Ομολόγησε με σθένος ότι ήταν χριστιανός ιερέας και ότι προτιμούσε τον θάνατο παρά να θυσιάσει στους ψευδείς Θεούς. Καθώς παρέμεινε ακλόνητος στα βασανιστήρια, καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό. Την ώρα που τον οδηγούσαν προς το μαρτύριο, ο Νικηφόρος, γεμάτος αγωνία που έβλεπε να θυσιάζει ματαίως τη ζωή του στο όνομα του Χριστού, τη στιγμή που ήταν σε ψυχρότητα με τον αδελφό του, ρίχτηκε μπροστά του φωνάζοντας και εκλιπαρώντας: «Μάρτυς του Χριστού, συγχώρεσε τα σφάλματά μου που σ’ έκαναν να θυμώσεις μαζί μου!». Ψυχρός και αναίσθητος σαν την πέτρα, συνέχισε ασυγκίνητος τον δρόμο του. Ο Νικηφόρος, δίχως να χάσει το θάρρος του, πήγε να περιμένει σε ένα άλλο σημείο της προθανάτιας διαδρομής του φίλου του και με όλη του την καρδιά ζήτησε και πάλι συγχώρεση εν μέσω των εμπαιγμών της φρουράς, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Επανέλαβε γι’ άλλη μια φορά το εγχείρημά του, όταν η συνοδεία έφθασε στον τόπο της θανάτωσης, χύνοντας άφθονα δάκρυα, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν η απόρριψη, η οργή και οι ύβρεις του μάρτυρος.

     Τη στιγμή που ο δήμιος κρατούσε υψωμένο το ξίφος και ο αμάραντος στέφανος του μαρτυρίου ετοιμαζόταν να κατέλθει εξ ουρανού, ο Θεός απέσυρε τη Χάρη Του από τον ανάξιο, για τη σκληροκαρδία του, μάρτυρα, ο οποίος στράφηκε αίφνης προς τον δήμιο και τον ρώτησε: —«Γιατί, λοιπόν, θέλεις να μου κόψεις το κεφάλι;». —«Γιατί αρνείσαι να υπακούσεις στις εντολές του αυτοκράτορα και να λατρεύσεις τα είδωλα!», του απάντησε ο δήμιος. Ο Νικηφόρος φώναξε λουσμένος στα δάκρυα: «Όχι, πολυαγαπημένε μου αδελφέ! Μην το κάνεις αυτό! Μη χάσεις ένα στεφάνι, που ετοίμασες με τόσους πόνους, αρνούμενος με αυτόν τον τρόπο τον Κύριο!». Εκείνος, όμως, όπως είχε παραμείνει με πείσμα κουφός στις ειρηνικές προτάσεις του φίλου του, έτσι και τώρα, την ύστατη ώρα, δεν τον άκουσε και επέμεινε στην απόφασή του αρνούμενος το μαρτύριο. Ο Νικηφόρος στράφηκε τότε προς τον δήμιο, φωνάζοντας: «Είμαι χριστιανός! Πιστεύω στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Οποίο αυτός μόλις αρνήθηκε. Αφήστε τον να φύγει και θανατώστε εμένα στη θέση του!».

     Το γεγονός αναφέρθηκε στον διοικητή, που διέταξε να ελευθερώσουν τον Σαπρίκιο και να αποκεφαλίσουν στη θέση του τον Νικηφόρο, ο οποίος έτεινε με χαρά τον αυχένα του στο ξίφος του δημίου και έδωσε τη ζωή του, μιμούμενος καθ’ όλα τον Χριστό· Εκείνον, που ο άπονος και μνησίκακος Σαπρίκιος είχε μόλις απολέσει, εξαιτίας της αλαζονείας και της σκληροκαρδίας του, χάνοντας ταυτόχρονα την ανταμοιβή όλων των αγώνων του. Εκδημώντας στον ουρανό, για να λάβει τον καλλίνικο στέφανο, ο άγιος Νικηφόρος άφησε στους χριστιανούς ζωντανό και απτό παράδειγμα των λόγων του Αγίου Πνεύματος: «Ακόμα κι αν παραδώσω το σώμα μου για να καώ, αν όμως δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α΄ Κορ. 13, 3)· και «αν δεν συγχωρήσετε εσείς τα σφάλματα των συνανθρώπων σας, ούτε και ο Θεός Πατέρας σας θα συγχωρέσει τα δικά σας σφάλματα… με το μέτρο που έχετε και μετράτε, με αυτό ακριβώς το μέτρο θα μετρηθείτε κι εσείς» (Ματθ. 6, 14· 7, 2).

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

γάπῃ τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, τοῦ νόμου τῆς χάριτος, ἐκπληρωτὴς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι· ὅθεν καὶ τὸν πλησίον, ὡς σαυτὸν ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοίᾳ, ἡμᾶς διατήρησον.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος α΄. Χορὸς ἀγγελικός.

γάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθεὶς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τοῦ μίσους, καὶ ξίφει τὴν κάραν σου, ἐκτμηθεὶς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τὴν ἔνδοξον μνήμην σου.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Πλήρης ὢν ἀγάπης τῆς πρὸς Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τὸν πλησίον ὡς σεαυτόν· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, τοῦ μίσους τὸν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.

 


[ (1) Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),

σελ. 100–101.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Ιούνιος 20142.

(2) «Ευεργετινός»

–Λόγοι και Διδασκαλίες

Αγίων Πατέρων–

Τόμ. Β΄, Υπόθεση ΜΒ΄ (42),

σελ. 354–357.

Μετάφραση:

Δ. Χρισταφακόπουλος.

Εκδόσεις

«Το Περιβόλι της Παναγίας»·

Θεσσαλονίκη 20031.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π.Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.