Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ»

Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Η «ΑΓΙΑ ΨΥΧΗ»


     Ο πατήρ Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος, γεννήθηκε το 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.

     Βλέποντας την ματαιότητα όλων των επιγείων, αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, περίπου το 1800. Κατόπιν, πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έζησε για έξι χρόνια. Αργότερα, τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως, έμενε στην Νέα Σκήτη.

     Τον τίτλο «αγία ψυχή», του τον έδωσαν όσοι έμεναν στην Νέα Σκήτη για την εξαιρετική καλωσύνη και ολοκληρωτική αγάπη του προς όλους. Κανείς δεν τον αποκαλούσε διαφορετικά· πολλοί μάλιστα ούτε ήξεραν το πραγματικό του όνομα.

     Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά, υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς ενώπιον των Τούρκων, ελευθερώνοντας άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια δυστυχία. Συχνά, μάλιστα, κινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση, πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
     –Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται ενόχους, που αξίζουν τιμωρία;
     Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το Άγιον Όρος, αλλά ο φιλάδελφος Γέροντας, ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, υπερασπιζόταν τους Αγιορείτες και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά χριστιανόπουλα από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα Ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
     Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει ανάπηρος· το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το σώμα του καταπληγωμένο.

     Την εποχή της Ελληνικής Εξεγέρσεως (ο π. Θεόφιλος ήταν) από τους ελάχιστους κατοίκους που είχαν μείνει στην Σκήτη (από την οποία) έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως το ψωμί· (αυτός και οι εναπομείναντες πατέρες) τρέφονταν με κάστανα και χόρτα. Μια φορά, ήρθε κάποιος υπάλληλος του πασά της Θεσσαλονίκης, και η «αγία ψυχή» τού είπε:
     –Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς πεθαίνουμε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τι να φάνε· ας στείλει σιτάρι!
     Από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει ψωμί!  


     Όλοι φοβούνταν τους Τούρκους και την αγριότητά τους. Αλλά η «αγία ψυχή» είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν άφοβα τους πάντες. Πολλές φορές οι Τούρκοι ενήργησαν κατά την επιθυμία του, αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο πασάς πληροφορήθηκε ότι στο Άγιον Όρος έμεναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε περίπου τριακόσιους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην Θεσσαλονίκη. Η «αγία ψυχή» ήταν εκεί, τους είδε πριν τελεσθεί ο εξισλαμισμός και είπε στον πασά:
     –Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
     Κι αυτός του είπε:
     –Ο προφήτης μας Μωάμεθ, απάντησε αυτός, διέταξε αν βρούμε χριστιανό αγόρι να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη μας· και αν συλληφθεί, τότε να το εξισλαμίσουμε δια της βίας. Να, πώς, ο προφήτης μας, μερίμνησε για την εξάπλωση της πίστης μας!
     Ο πατήρ Θεόφιλος, αντέδρασε ακαριαία:
     –Ο προφήτης σας, σας οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση και εσείς τον υπακούτε! αντέδρασε ο π. Θεόφιλος.
     Ένας Τούρκος θέλησε επί τόπου να τον φονεύσει, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:
     –Έπρεπε να σε σκοτώσω, αλλά σε λυπούμαστε και σου χαρίζουμε την ζωή. Μόνο να εγκαταλείψεις το έργο της προστασίας αυτών των νεαρών!

     Όταν στην Θεσσαλονίκη φυλάκισαν τους αντιπροσώπους του Αγίου Όρους, μεταξύ αυτών ήταν και δύο ιερομόναχοι από την Νέα Σκήτη, ο π. Ιωάσαφ και ο π. Γεράσιμος. Η αδελφότητα παρακάλεσε τον π. Θεόφιλο να πάει στην Θεσσαλονίκη και να ικετεύσει για την απελευθέρωσή τους· είχε υποφέρει τόσα δεινά από τους Τούρκους – μια φορά, μάλιστα, απλώς για να διασκεδάσουν πυροβόλησαν εναντίον του – ώστε δεν ήθελε να πάει. Αλλά συλλογίσθηκε αμέσως πόσο υποφέρουν οι κρατούμενοι και δεν άντεξε· από συμπόνια ξεκίνησε.
     Φθάνοντας, ικέτευσε τον πασά να αφήσει ελεύθερους τους δύο ιερομονάχους. Πήγαν να τους ελευθερώσουν, και την ίδια στιγμή πολλοί άλλοι φυλακισμένοι με δάκρυα παρακαλούσαν να αναλάβει και την δική τους απελευθέρωση. Έπεφταν μπροστά στα πόδια του και φιλώντας το μέρος όπου στεκόταν, τον αποκαλούσαν «πατέρα» και «ευεργέτη». Η απελπιστική τους θέση και τα πικρά δάκρυα συγκίνησαν βαθιά την «αγία ψυχή», ώστε, παρ’ όλες τις δυσκολίες, ξαναπήγε στον πασά· πάλι ο Κύριος τον βοήθησε και ο πασάς αμέσως άφησε ελεύθερους είκοσι τρεις ανθρώπους.


     Κάποτε, στο Άγιον Όρος, ο Μπιλέ–πασάς ρώτησε ενώπιον όλων την «αγία ψυχή»:
     –Πώς βλέπετε τον προφήτη μας, τον Μωάμεθ;
     –Εμείς, δεν έχουμε τίποτα μαζί του· αυτό, αφορά εσάς! είπε εκείνος.
     –Και, τι πιστεύετε για τον Χριστό;
     –Πιστεύουμε ό,τι ακριβώς Αυτός είναι: ο αληθινός Θεός, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την ορατή κτίση.
     Σ’ αυτά τα λόγια ο πασάς προσποιήθηκε ότι λιποθύμησε· σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τον βέβαιο θάνατο. Ο εκατόνταρχος της συνοδίας του, που ήταν εκεί έφιππος, έσυρε αμέσως το σπαθί και ήθελε να σφάξει την «αγία ψυχή», που στεκόταν φοβισμένη. Εκείνη την στιγμή όμως ο πασάς άρχισε να ανασηκώνεται. Τον πρόσεξε ο καβαλάρης, πήδησε αμέσως από το άλογο και τον ρώτησε:
     –Τι συνέβη με σένα και γιατί συμμετέχεις σε τέτοια συζήτηση, αφού δεν αισθάνεσαι καλά;
     –Συζήτησα με πολλούς Έλληνες, απάντησε, αλλά από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια. Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος.

     Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ότι, με την φυγή των Τούρκων από τον Άθωνα, όλοι αυτοί, τους οποίους η «αγία ψυχή» είχε πριν βοηθήσει, θα προσπαθούσαν τώρα να του το ανταποδώσουν το συντομότερο. Έτσι, θα εξασφάλιζε τα πάντα ως το τέλος της ζωής του, όμως δεν έγινε. Όταν λοιπόν τον ρώτησαν γιατί ζει με τέτοια πτωχεία, είπε ότι σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει, επομένως λίγοι τον γνωρίζουν και τον βοηθούν.


     Ο π. Θεόφιλος είχε καλύβη στην Νέα Σκήτη και ασχολούνταν με το εργόχειρο. Του αφαίρεσαν εν τέλει και την καλύβη με τον εξής τρόπο: Όταν η Σκήτη βρισκόταν σε διαμάχη με τα Μοναστήρια εξ αιτίας των φόρων και παρακάλεσαν τον Πατριάρχη να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, η «αγία ψυχή» ήταν πρώτη μεταξύ των Γερόντων της Νέας Σκήτης που υπέγραψαν. Το πληροφορήθηκαν αυτό στην Μονή του Αγίου Παύλου, πούλησαν την καλύβη του και αυτός έμεινε χωρίς να έχει τίποτε απολύτως. Στον Γέροντα Μελέτιο του Κελλιού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ήλθε φώτιση από τον Κύριο να τον δεχθεί στην κατοικία του και να τον κρατήσει ως Γέροντά του. Η «αγία ψυχή», ένιωθε γι’ αυτό διαρκώς βαθιά ευγνωμοσύνη. Ο Γέρων Θεόφιλος αναχώρησε για την αιωνιότητα το έτος 1870.



[Ιερομονάχου Αντωνίου:
«Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ΄ αιώνος»,
τόμος β΄, κεφ. 17ο, σελ. 248–252,
έκδοσις Ιερού Μετοχίου
«Ευαγγελισμού της Θεοτόκου»,
Ορμύλια, 19952.]







Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

ΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ – ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

ΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ – ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

     «Αυτός που θέλει να μιλά για την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να μιλά για τον Ίδιο τον Θεό. Η ανάπτυξη όμως της ομιλίας περί Θεού, είναι πράγμα επισφαλές σε όσους δεν προσέχουν στην ζωή τους.
     Για την αγάπη, γνωρίζουν να μιλούν οι Άγγελοι, αλλά κι αυτοί, πάλι, ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη, είναι ο Θεός. Και όποιος προσπαθεί να δώσει κάποιον ορισμό του Θεού, μοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.
     Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της, είναι ομοίωση με τον Θεό –όσο, βέβαια, είναι δυνατόν αυτή η ομοίωση να συμβεί στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, είναι μέθη ψυχής. Και, ως προς τις ιδιότητές της, είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
     Κυρίως, η αγάπη είναι, απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετης σκέψης, εφ’ όσον ‘‘ἡ ἀγάπη, οὐ λογίζεται τὸ κακόν’’ (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). 
     Η αγάπη, η απάθεια και η πνευματική, η κατά Χάριν υιοθεσία, μόνο στην ονομασία, τελικά, διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σ’ αυτές.
     Όσο ποσό θείας αγάπης λείπει απ’ τον άνθρωπο, τόσο ποσό θείου φόβου υπάρχει μέσα του. Και, όποιος δεν έχει θείο φόβο μέσα του, αυτός, ή είναι γεμάτος αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά. 

     Δεν είναι απρεπές, εάν από τα ανθρώπινα πράγματα πάρουμε και χρησιμοποιήσουμε κάποια παραδείγματα για τον πόθο και τον έρωτα του Θεού.
     Μακάριος εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.
     Μακάριος εκείνος που έδειξε τόση ζήλια για τις θείες αρετές, όση έχουν εκείνοι οι σύζυγοι που προσέχουν συνεχώς και τόσο ζηλότυπα τις γυναίκες τους.
     Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο εκείνος ο υιός της αγάπης στον Κύριο.
     Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στο μυαλό του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός, ποτέ, –ούτε και στον ύπνο του–, δεν μπορεί να ησυχάσει. Αλλά, και εκεί ακόμη, –μέσα στον ύπνο του–, βλέπει το πρόσωπο που ποθεί και συνομιλεί μαζί του.
     Έτσι, συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Αλλά, έτσι, συμβαίνει επίσης και σ’ αυτούς που, αν και έχουν σώμα, παρ’ όλα αυτά, είναι ασώματοι, έχοντας, ζώντας και ασκώντας τον πνευματικό, τον θείο έρωτα.
     Κάποιος που χτυπήθηκε από αυτό το βέλος του θείου έρωτος, έλεγε για τον εαυτό του –πράγμα που, εμένα τουλάχιστον, με κάνει πραγματικά να θαυμάζω–: ‘‘Ἐγὼ καθεύδω’’ από την ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως, ‘‘ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ’’ από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα ε΄ 2) που έχω και που ζω μέσα μου.
     Πρέπει να σημειώσεις κι αυτό, αφοσιωμένε μου φίλε, ότι, αφού η ψυχή, σαν άλλη μία ψαλμική έλαφος, εξοντώσει τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών της, τότε, ‘‘ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον’’ (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), γιατί πληγώνεται, σαν με δηλητήριο, από το πυρ της θείας αγάπης.
     Εάν το γήϊνο πρόσωπο που αγαπούμε τόσο γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του, και μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, και τί δεν θα προξενεί άραγε το άφθαρτο πρόσωπο του Δεσπότου Χριστού, όταν Αυτός επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;…».


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ «ΚΛΙΜΑΚΑΣ»


[Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: «Κλῖμαξ», Λόγος Λ΄ («ἐλαφρῶς παρ’ ἡμῖν διασκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν»), «Περὶ ἀγάπης, πίστεως καὶ ἐλπίδος», §2–§10, σελ. 374–375, έκδοσις 8η, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1999.] 




Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ 

(Ο «Προσκυνητής», θυμάται και αφηγείται,
κάποιες από τις τερπνές «περιπέτειές» του).

     «…Άρχισα να έχω από καιρό σε καιρό διάφορα συναισθήματα και σκέψεις στην καρδιά και στο μυαλό μου. Άλλοτε η καρδιά μου αισθανόταν σαν να κόχλαζε από χαρά, –τόσος ήταν ο φωτισμός, η ελευθερία και η παρηγοριά που εδρεύανε μέσα της. Άλλοτε αισθανόμουν μια καυτερή αγάπη για τον Χριστό και για όλα τα πλάσματα του Θεού. Άλλοτε βούρκωναν τα μάτια μου από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για το πλούσιο έλεος που έδειξε σε μένα, έναν άθλιο αμαρτωλό. Άλλοτε η διάνοιά μου που, πολλές φορές πριν, είχε αποδειχθεί αδύνατη και ατελής, έπαιρνε τόσο φως, ώστε γινόταν ικανή να κατανοήσει και να περιεργασθεί θέματα και ζητήματα, που, μέχρι τότε, δεν ήταν σε θέση ούτε καν να τα φανταστεί. Άλλοτε η αίσθηση της θερμής ευχαρίστησης μεσ’ στην καρδιά μου απλωνότανε και με κατελάμβανε βαθειά συγκίνηση από το γεγονός ότι μπορούσα να κατανοώ τί είναι η πανταχού παρουσία του Θεού. Άλλοτε, τέλος, με την επίκληση του Ονόματος του Ιησού Χριστού, σκεπαζόμουνα από ουράνια ευλογία και, τότε, μπορούσα να καταλάβω την έννοια των λόγων· ‘‘Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν’’ (Λουκ. ιζ΄ 21).
     Έπειτα από κάποιους μήνες ζωής με προσευχή και ευτυχία σαν κι αυτή, συνήθισα τόσο πολύ την ‘‘Προσευχή του Χριστού’’, ώστε την είχα σύντροφό μου, συνεχή και σταθερό. Στο τέλος, η ‘‘Προσευχή’’, ενεργούσε μόνη της μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου. Κι αυτό συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος, αλλά και στον ύπνο μου ακόμη. Τίποτε δεν μπορούσε να την διασπάσει ούτε για ένα λεπτό της ώρας. Και καμμία δική μου απασχόληση δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου, έστελνε συνεχώς ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατελείωτη ευτυχία. […]
     Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, περιπλανιόμουνα σε διάφορα μέρη. Η αυτενεργούσα ‘‘Προσευχή’’ μεσ’ στην καρδιά μου, μού ήταν σε όλο τον δρόμο μου ανακούφιση και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε κι αν συναντούσα, η ‘‘Προσευχή’’, δεν σταματούσε από του να με χαροποιεί σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η ‘‘Προσευχή’’, ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν. […]
     Τί, μυστήριο, στ’ αλήθεια, που είναι ο άνθρωπος! Γι’ αυτό και ο καθένας, με όλη την ψυχή του, ας δοξολογεί τον Θεό λέγοντας: ‘‘Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας!’’ (Ψαλμ. ργ΄ 24).
     Πολλά, μου συνέβησαν στον δρόμο αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Κι αν θα άρχιζα να τις διηγούμαι όλες, δεν θα μου έφτανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο!
     Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., βάδιζα μόνος μου μέσα σ’ ένα δάσος, προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα να απέχει μόλις ενάμιση χιλιόμετρο μπροστά μου και που λογάριαζα να παραμείνω σ’ αυτό την νύκτα εκείνη. Ξαφνικά, ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθει προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσχοίνι του Γέροντα Πνευματικού οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ, κι έκανα να χτυπήσω τον λύκο μ’ αυτό. Μου έφυγε, όμως, το κομποσχοίνι από τα χέρια μου και αυτό τυλίχθηκε στο λαιμό του λύκου. Το ζώο, άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως πήδησε πιο πέρα, πάνω σ’ ένα θαμνώδες αγκάθι, πιάστηκαν μέσα σ’ αυτό τα πισινά του πόδια, κι όπως γύριζε να ελευθερωθεί, έμπλεξε και το κομποσχοίνι σ’ ένα πάσσαλο ξερού δέντρου, έτσι ώστε, σε κάθε στροφή που έκαμνε ο λύκος, τυλιγόταν ολοένα και περισσότερο.
     Έκανα τον σταυρό μου με πίστη και προχώρησα να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως στην αγωνία του, κόβοντας το κομποσχοίνι, σίγουρα θα το έσερνε μαζί του. Κι έτσι, θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Με κάποιο τρόπο, κράτησα το κομποσχοίνι κι έτσι ελευθερώθηκε το κεφάλι του λύκου, που έφυγε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
     Ευχαρίστησα τον Θεό, έχοντας στο μυαλό μου τον ευλογημένο Πνευματικό μου οδηγό, κι έφθασα με ασφάλεια στο χωριό, όπου ζήτησα κατάλυμμα για μία νύχτα, μέσα σ’ ένα χάνι…».



Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητού» (Μετάφραση: κυρού Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, 1919–2006), σελ. 53–57, έκδ. 12η, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήνα, 1994.]

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

«ΦΩΤΙΣΟΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ! ΦΩΤΙΣΟΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ!»

«ΦΩΤΙΣΟΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ! 
 ΦΩΤΙΣΟΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ!» 


      Ήταν Άνοιξη του 1317, όταν έφτασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296–1359) στον Άθωνα που τόσο ποθούσε. Υποτάσσεται στον τότε περιβόητο ησυχαστή Νικόδημο, ο οποίος ζούσε εκείνη την εποχή έξω από τη λαύρα της Μονής του Βατοπεδίου. Ο Νικόδημος ήταν γενναίος και θαυμαστός Μοναχός κατά την πράξη και την θεωρία· γνωστός σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος για την αρετή του, από όταν ακόμη ασκούνταν ανατολικά της Χρυσούπολης, στο όρος που λεγόταν «Του Αυξεντίου». 

      Ο θείος Γρηγόριος κείρεται Μοναχός. Και μετά τη μοναχική του ομολογία στην κουρά, παραδίδεται ολοκληρωτικά στην άσκηση και τις πνευματικές θεωρίες, στη νίψη του νου και στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ο Άγιος Πατριάρχης Φιλόθεος αφηγείται μεταξύ άλλων ότι άμεση προστάτιδά του ο ιερός Γρηγόριος είχε την Θεομήτορα. Πάντοτε σ
 Αυτήν απέβλεπε. Αυτήν είχε ενώπιον των οφθαλμών του. Τη δική Της βοήθεια επιζητούσε συνεχώς. Σ’ Αυτήν εξ αρχής πρόφερε στους λόγους και τις προσευχές του. Και κάτω από τη δική Της σκέπη και χειραγωγία εμπιστεύθηκε, ψυχή τε και σώματι, τον εαυτό του.

      Είχαν περάσει δύο χρόνια· χρόνια, δακρύων και πνευματικών στεναγμών. 
Μυστικά μέσα στις προσευχές του φώναζε από βαθέων: 
      «Φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!».

      Βαθύς και πνευματικός ο λόγος αυτός!
      Όταν ο θείος Γρηγόριος κραύγαζε αλάλητα προς τον Ουρανό, τότε τον επισκεπτόταν μυστικά ο Θεός. Από το ένα μέρος έβλεπε το φως του Θεού και από το άλλο την ανθρώπινη ένδεια. Και έκλαιγε ζητώντας συνεχώς φως και μόνο φως. Για να φωτιστεί το «σκότος» του.

     Ακόρεστη είναι η επιθυμία του θείου φωτός στον ασκητή του Πνεύματος. Όσο κανείς το απολαμβάνει, τόσο περισσότερο διαφλέγεται από αυτό. Γιατί, αν και η ανθρώπινη ψυχή είναι πεπερασμένης φύσεως, όμως οι εφέσεις της είναι άπειρες. Και ενώ λούζεσαι μέσα στο φως, πάλι θρηνείς με αυτά τα συνταρακτικά ρήματα του ιερού Πατρός:
      «Φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!».

      Κάποτε, όταν ήταν μόνος ο σεπτός Γρηγόριος, έχοντας μέσα στην ιερή του ησυχία όλη την ευχητική προσοχή προς τον Θεό, είδε 
όχι στ’ όνειρό του αλλά στον ξύπνιο του έναν θείο άνδρα να στέκεται μπροστά στα μάτια του που, όπως διαβεβαιωτικά λένε, ήταν ο κορυφαίος των Ευαγγελιστών, ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος. 

     Εξεπλάγη ο Γρηγόριος· τον οποίο, βλέποντας με ιλαρότητα ο έμπιστος Φίλος και επιστήθιος Μαθητής του Χριστού, Ιωάννης, διέλυσε αμέσως το φόβο του, λέγοντάς του τα παρακάτω: 
     «Ήρθα σταλμένος από την Υπεραγία Δέσποινα Θεοτόκο, για να σε ρωτήσω το εξής· Γιατί νύχτα και μέρα και, σχεδόν όλες τις ώρες, δεν παύεις από το να φωνάζεις:
     
Φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!’’;». 


      Ο καλός Γρηγόριος αποκρίθηκε με ταπείνωση: 
     «Και, τι άλλο πρέπει να ζητώ εγώ από τον Θεό, όταν προσεύχομαι; Εγώ, που είμαι άνθρωπος ατελής και γεμάτος πάθη, εκτός από το θείο φωτισμό, για να βλέπω και να πράττω το σωτήριο θέλημα Εκείνου;». 
     
     Είπε, τότε, ο «ἠγαπημένος» Μαθητής του Κυρίου: 
     «Η Δέσποινα των απάντων, διά μέσου εμού του δούλου Της, ορίζει ότι, τόσο Αυτή, όσο και εγώ, από εδώ και πέρα θα σου είμαστε βοηθοί».
      Ρωτάει, πάλι, ο Γρηγόριος: 
     «Και πού, λοιπόν, έχω να απολαύσω τα αγαθά αυτής της βοηθείας; Στην παρούσα ή στη μέλλουσα ζωή;». 
     Και ο Ευαγγελιστής των μεγάλων και υψηλών ειδήσεων, του απάντησε: 
     «Όπως ήδη γνωρίζεις και από πριν, έτσι και τώρα, τόσο εδώ σ αυτή τη ζωή, όσο και στη μέλλουσα». 
     Και αφού είπε αυτά ο θείος Ιωάννης, χάθηκε από τα μάτια του Γρηγορίου. Η καρδιά του οποίου, γέμισε από φως και ευφροσύνη για τις προς αυτόν δωρεές και υποσχέσεις της Θεομήτορος.

      Όλα τα ανωτέρω τα έμαθε ο Άγιος Πατριάρχης Φιλόθεος 
(1300–1379) από τον μετέπειτα μαθητή του Αγίου, κάποιον ονόματι Δωρόθεο, προς τον οποίον τα διηγήθηκε αυτολεξεί ο ίδιος ο Παλαμάς. 
     Είπε, μάλιστα, ο Άγιος Γρηγόριος σ αυτόν (τον Δωρόθεο) ότι, «ήδη από το πατρικό μου σπίτι ακόμη, εκεί στο παλάτι όπου ανατρεφόμουν, μαθητεύοντας στη θύραθεν παιδεία, πριν αφήσω και εγκαταλείψω τον κόσμο, είχα στη ζωή μου ιδιαίτερη και άμεση προστάτιδα την Κυρία Θεοτόκο.«

'

      »Γι’ αυτό και, κάθε μέρα, πριν ακόμη ξημερώσει, το πρώτο και αναγκαιότερο απ’ όλα τα έργα μου ήταν μονάχα αυτό: Να σταθώ μπροστά στην αγία εικόνα Της και να πω με κατάνυξη και με μεγάλη συντριβή της καρδιάς μου εκείνη την ιερή ευχή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας· ευχή, που είναι γεμάτη από μετάνοια και εξομολόγηση και συντετριμμένη δέηση: 
      Δέσποινα, Δέσποινα! 
      Μὴ ἐγκαταλείπῃς με!’’...».

ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1916–2006)


[(1) Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου 
(1916–2006):
«Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
(Ο Βίος και η Θεολογία του· 1296–1359)»,
κεφ. 3ο, σελ. 20–22,
εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 19842.
(2) Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων:
«Βίος Οσίας Μαρίας Αιγυπτίας»,
§Κε΄, σελ. 68–69,
έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,
Άγιον Όρος 1996.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

ΕΝΑΣ «ΧΑΜΕΝΟΣ» ΠΟΥ ΒΟΗΘΑΕΙ

ΕΝΑΣ «ΧΑΜΕΝΟΣ» ΠΟΥ ΒΟΗΘΑΕΙ

     «Μια φορά, ένα γατάκι ήταν άρρωστο.
Το καημένο, πήγαινε να κάνει εμετό και δυσκολευόταν πολύ, δεν μπορούσε.
Το πόνεσα που υπέφερε.
Το σταύρωσα, τίποτε!...
     “Βρε, χαμένε!”, λέω στον εαυτό μου,
“ένα γατάκι δεν μπορείς να βοηθήσεις!”.
     Όταν ταπεινώθηκα, το γατάκι,
αμέσως έγινε καλά!…».  

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924–1994)


[Ιερομονάχου Ισαάκ (1937–1998): «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», μέρος β΄, κεφ. α΄, §γ΄, σελ. 414, Στ΄ έκδοση, Άγιον Όρος 2008.] 


Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

«ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΚΡΑΖΕΙ, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΕΣΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΟΗΘΑΣ;»

«ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΚΡΑΖΕΙ, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ,
ΚΑΙ ΕΣΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΟΗΘΑΣ;»


     Ο Στάρετς Παρθένιος της Περτσέσκαγια Λαύρας του Κιέβου (1790–1855), έτρεφε μία ξεχωριστή, τρυφερή, μία παιδική αγάπη και εμπιστοσύνη προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Πάντοτε έβρισκε τα δυνατότερα λόγια για να εκφράσει την αγάπη του προς Αυτήν, καθώς και εκφράσεις θαυμασμού για την δική Της αγάπη προς τους ανθρώπους.

     «Στην Θεομήτορα», έλεγε, «στηρίζομαι σαν σε πέτρινο βουνό. Και έχω την πεποίθηση πως ο Θεός δεν θα στερήσει την αιώνια ευφροσύνη και την δόξα σε όσους, ύστερα από Εκείνον, στηρίχθηκαν με ελπίδα σε Αυτήν και δεν έπαυσαν να Την παρακαλούν και να Την ικετεύουν, έστω και αν μερικοί φαίνονται αμαρτωλοί και άνομοι. Γιατί όλα Τής τα έχει παραδώσει ο Υιός Της και γιατί Αυτή είναι φιλάγαθη, φιλεύσπλαγχνη και γεμάτη συμπάθεια. Για χάρη Της, ο γλυκύτατός μου Ιησούς Χριστός, που έχυσε το αίμα Του για την σωτηρία μου, θα δεχθεί και εμένα στις αιώνιες μονές του ουρανού. Ω! Αλήθεια, θα είναι έτσι; Είθε να γίνει σύμφωνα με την επιθυμία της καρδιάς μου!».

     Την ίδια ευλάβεια προς την Παναγία καλλιεργούσε και σε εκείνους που ζητούσαν τις νουθεσίες του και, ιδιαίτερα, στους υποτακτικούς του. Το όνομά Της, ήταν γι’ αυτόν «μύρον ἐκκενωθὲν» (Άσμα α΄ 3). Μύρο ουράνιο, που σκορπίζει γύρω θεία ευωδία. «Ιησού και Μαρία, είσαστε η χαρά μου!» επαναλάμβανε συχνά, με υπερκόσμια αγαλλίαση.

     Μαζί με τον «Αρχαγγελικό Ασπασμό» (δηλαδή, το: «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν»), όλες οι ευλαβικές προσφωνήσεις της καρδιάς του προς την Κυρία Θεοτόκο, ξεχείλιζαν από λατρεία και αφοσίωση προς Αυτήν:


     «Πολυαγαπημένη Κόρη του Θεού Πατρός, ανύμφευτη Μητέρα του Εμμανουήλ, κρυστάλλινη Νύμφη του Παρακλήτου και δοχείο κάθε αγαθού, χαίρε εν Κυρίω!«
     »Ω, άγιο όνομα, Δέσποινα· Εσύ, που στέκεσαι πιο ψηλά και από τους ουρανούς και είσαι πιο καθαρή και από τις ηλιακές λαμπηδόνες· κρινόλευκη του Ποιητού κιβωτέ, αστραπόμορφο του Χριστού δοχείο· Εσύ, που δροσίζεσαι από το Πνεύμα και με μάννα τρέφεσαι από τον άγγελο.«
     »Εσύ, που δέχθηκες την ευλογία του ουρανού και βρίσκεσαι υψηλότερα απ’ όλη την δημιουργία· η πολύτιμη σκέπη μου, σπλαχνίσου με, τον φτωχό μοναχό· ευγενική φωλιά του ουράνιου Αετού, κάτοπτρο των μυστηρίων του Χριστού· το κάλλος των ασωμάτων αγγέλων και το καύχημα των αγίων του Θεού· η ποθητή μου Υπέρμαχος και βοηθός, μη παραβλέψεις την παράκλησή μου στις δύσκολες ώρες.«
     »Εσύ, η Δέσποινα, που γέννησες αδιάφθορα· η απειρόγαμη Βασίλισσα, η άσβεστη λαμπάδα του κόσμου και των τυφλών το φως· πανύμνητη Μάνα, η παρηγοριά και η σωτηρία μου· σώσε με από τα δεινά της επικίνδυνης ματαιότητας· μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, κράζω σε Σένα, Νύμφη της Τριάδος, προεπηγγελμένη αποκάλυψη, γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπων· Εσύ, που βασιλεύεις στους αιώνες, “χαίρε, ο Κύριος μετά Σου!”· Εσύ, που αξιώθηκες να γίνεις Μητέρα του Δεσπότη Χριστού· Εσύ, που είσαι ο φύλακας Άγγελός μας και γοργοεπήκοος στις παρακλήσεις μας. 
     »Ποιος Σε κράζει, Παναγία μου, και Εσύ δεν τον βοηθάς;«
     »Γίνε μεσίτριά μου, Εσύ, που είσαι η διόρθωση της ζωής μου· δεν επιθυμώ τίποτε άλλο περισσότερο, ούτε καν την καθημερινή μου συντήρηση, παρά μονάχα ένα: Κάμε ν’ αγαπήσω με όλη μου την καρδιά τον Υιό Σου, τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και, με τις μητρικές Σου πρεσβείες, να κληρονομήσω την αιώνια ζωή, που μας προσέφερε με το Τίμιο Αίμα Του».

     Κάποτε, επειδή έτυχε να διαβάσει πως «η Παναγία υπήρξε η πρώτη Μοναχή επί της γης», συλλογιζόταν κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να ήταν αληθινό. Σε αυτό το πνευματικό πρόβλημα, ήλθε να δώσει απάντηση το επόμενο όραμα· κάποτε, ενώ τον πήρε ο ύπνος, αντίκρισε ένα μεγαλόπρεπο θέαμα: είδε ένα αναρίθμητο πλήθος μοναχών που διέσχιζε τις άγιες πύλες της Λαύρας συνοδεύοντας την Βασίλισσά τους, την Παναγία. Εκείνη, φορούσε ηγουμενικό μανδύα και κρατούσε ράβδο. 
     Όταν τον πλησίασε, του είπε:
     –Παρθένιε, είμαι Μοναχή! 

     Ξύπνησε αμέσως και, από τότε, είχε πια μέσα του πλήρη την βεβαιότητα πως η Υπεραγία Θεοτόκος είναι όντως η πρώτη Μοναχή, καθώς επίσης και η Ηγουμένη της Περτσέσκαγια Λαύρας. Εννοείται ότι, ο Στάρετς Παρθένιος, αντικρίζοντας την Παναγία ως Μοναχή, διείδε κάτω από το εξωτερικό στοιχείο του Σχήματος την εσωτερική πραγματικότητα του Θείου Πνεύματος: μια ζωή στολισμένη με την παρθενία, την προσευχή, την ταπείνωση, την πτωχεία, την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Αυτά, είναι που Την αναδεικνύουν αυθεντικό και μοναδικό πρότυπο μοναχών, αλλά και εγγάμων, γονέων, πατέρων, μητέρων, όλων γενικά των ανθρώπων, είτε κληρικών είτε λαϊκών.

     Ο Κύριος, σε όλες τις εποχές, εκλέγει μυστικά τους ικέτες Του για όλο τον κόσμο Του. Ο Στάρετς Παρθένιος του Κιέβου, επιθυμούσε να διεισδύσει στο μυστήριο του Μοναχικού Σχήματος. Έτσι, προσευχόμενος κάποτε μπροστά στην εικόνα της Θεομήτορος, ζήτησε από την Δέσποινα του κόσμου να του αποκαλύψει την αποστολή που έλαβε επάνω στην ζωή του με το Μοναχικό Σχήμα. 
     Και άκουσε τότε την σεπτή φωνή Της:
     –Το Σχήμα που πήρες, σημαίνει να αγιάζεις τον εαυτό σου με την προσευχή για χάρη όλου του κόσμου...  





[(1) «Στάρετς Παρθένιος»,
σελ. 46–51,
Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 19854·
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ):
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»,
μέρος β΄, κεφ. κ΄, σελ. 581–582,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας 200310.]







«ΑΥΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ: ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΗΜΑΣΙΑ!»

«ΑΥΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ:
ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΗΜΑΣΙΑ

     «Κάποτε, είχα συμφωνήσει με κάποιον να περάσει να με πάρει με το αυτοκίνητό του από ένα σημείο της Θεσσαλονίκης, που τον περίμενα. Δίπλα μου ο κόσμος περνούσε σαν ποτάμι. Κανένας δεν γύριζε να με κοιτάξει. ‘‘Εε!’’, είπα μέσα μου, ‘‘Αυτή, είναι ευτυχία! Να βρω κι’ εγώ ένα μέρος να μη μου δίνει κανείς σημασία!’’…».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924–1994)

[Ιερομονάχου Ισαάκ (1937–1998): «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», μέρος β΄, κεφ. α΄, §γ΄, σελ. 411, στ΄ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008.] 






Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ

     Ενώ κάποιοι αδελφοί συζητούσαν γενικά για την «αγάπη», ο αββάς Ιωσήφ, πήρε τον λόγο και είπε: «Πατέρες· εμείς, δεν ξέρουμε ‘‘τί’’ είναι αγάπη!». Και, πρόσθεσε και την παρακάτω θαυμαστή διήγηση:
     «Κάποτε, ο αββάς Αγάθων, είχε ένα μικρό κλαδευτήρι. Και, μια φορά που τον επισκέφθηκε ένας αδελφός, το είδε αυτό, του άρεσε και το επαίνεσε. Ε! Από ’κει και πέρα, ο αββάς, δεν τον άφησε να φύγει, παρά μόνον αφού τον έπεισε να το πάρει μαζί του φεύγοντας».
     Έλεγε ο αββάς Αγάθων για τον εαυτό του:
     «Αν γινότανε να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να πάρω εγώ το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα. Γιατί, αυτή είναι η τέλεια αγάπη».
     Κάποτε ήρθε στην κοντινή πόλη για να πουλήσει διάφορα αντικείμενα που έφτιαχνε, σαν εργόχειρο. Πλάϊ στον δρόμο, βρίσκει έναν άγνωστό του λεπρό. Τον ρωτάει ο λεπρός: «Πού πηγαίνεις;». Ο αββάς, του απάντησε: «Πάω στην πόλη να πουλήσω πράγματα». Του λέει ο λεπρός: «Δείξε αγάπη και πήγαινέ με κι εμένα εκεί». Τον σήκωσε στους ώμους του, ο αββάς, και τον έφερε στην πόλη που πήγαινε. Του λέει, πάλι, ο λεπρός: «Όπου πουλάς αυτά που έφερες μαζί σου, εκεί δίπλα, βάλε κι εμένα».
     Ο Αγάθων, έκανε όπως του ζήτησε. Στην συνέχεια, όταν συνέβαινε να πουλήσει κάτι, εκείνος τον ρωτούσε: «Αυτό, πόσο το πούλησες;». Του απαντούσε, ο αββάς: «Τόσο». Του έλεγε τότε, ο παρακαθήμενος λεπρός: «Πήγαινε κι αγόρασέ μου λιχουδιές να φάω!»· και ο αββάς πήγαινε και του αγόραζε. Πάλι, όταν κατάφερνε να πουλήσει κάτι άλλο, τον ρωτούσε: «Αυτό, τώρα, πόσο το πούλησες;». Του απαντούσε, ο καλός αββάς: «Τόσο». Πάλι ο ιδιότροπος και απαιτητικός λεπρός, του έλεγε: «Αγόρασέ μου το τάδε πράγμα!»· και πάλι, ο αββάς, πήγαινε και του το έπαιρνε.
     Όταν, πια, ο αββάς Αγάθων πούλησε όλα όσα είχε για πούλημα και επρόκειτο να φύγει πίσω στην έρημο, τον ρωτάει ο λεπρός: «Φεύγεις;». «Ναι», του απαντά. «Δείξε πάλι αγάπη», του λέει ο λεπρός, «και πήγαινέ με πάλι εκεί όπου με βρήκες». Τον σήκωσε λοιπόν πάλι στους ώμους του και τον έφερε σηκωτό στον τόπο του. Και τότε ο άγνωστος λεπρός, γυρίζει και του λέει: «Ω, Αγάθων! Ευλογημένος είσαι από τον Κύριο και στον ουρανό και στην γη!».
     Σήκωσε ο αγαθός Γέροντας τα μάτια του και δεν είδε κανέναν. Ο άγνωστος λεπρός, δεν ήταν άλλος παρά Άγγελος Κυρίου που είχε έλθει για να τον δοκιμάσει. Αυτόν, και την αγάπη του…

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Το Μέγα Γεροντικό», τόμ. δ΄, κεφ. ιζ΄, §6, §7, §10, α΄ έκδ., Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1999.] 




Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΤΟ «ΤΡΙΜΟΡΦΙ» ΤΗΣ ΑΓΙΑ–ΣΟΦΙΑΣ

ΤΟ «ΤΡΙΜΟΡΦΙ» ΤΗΣ ΑΓΙΑ–ΣΟΦΙΑΣ 



     «…Καλλιτεχνικότερη παράσταση τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο!...
     »Κἄποτε, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, ὁ πνευματικός μου μοῦ εἶπε, ὅτι στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ βρίσκεται ἀρκετὰ ψηλά, πάνω ἀπ’ τὴν Μονὴ τῶν Ἰβἠρων (στὴν ὁποία ἀσκήτεψε ἐπὶ πολὺ καὶ ὁ ἴδιος, στὰ χρόνια του), ἕνας εὐλαβέστατος μοναχός, ὁ ὁποῖος προσευχόταν ἰδιαιτέρως καὶ παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλυφθῇ πῶς ἀκριβῶς ἦταν οἱ μορφὲς τοῦ Σωτῆρος μας, τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου· καὶ ὅτι Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε ὅτι ‘‘πολλὰ ζητοῦσε!’’· ἀλλὰ πάντως, ‘‘ἂν θέλῃ νὰ λάβῃ γνῶση καὶ πεῖρα τοῦ ποθουμένου, νὰ μεταβῇ στὴν Ἰβήρων καὶ νὰ ἀρκεσθῇ στὴν θέα τῶν θείων καὶ ἁγίων προσώπων στο ‘Τριμόρφι’ τῆς ἐκεῖ τοιχογραφίας, στὸν νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ’’. 






»Ἐπὶ χρόνια, ἔκτοτε, εὐλαβούμουν ἰδιαιτέρως τὴν τοιχογραφία ἐκείνη· στεκόμουν περισσότερο παρατηρητικὸς μπροστά της, καὶ τὴν προσκυνοῦσα μὲ δέος ξεχωριστό, κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τὴν Ἰβήρων. Τοῦτο ὅμως, ἕως ὅτου ἀντίκρυσα καὶ ἀξιώθηκα νὰ σταθῶ μπροστὰ σὲ τοῦτο τὸ ἀριστούργημα· στῆς Ἁγια–Σοφιᾶς τὸ ‘‘Τριμόρφι’’!
     »Τότε ἀνακάλυψα ὅμως, νὰ ἐμφιλοχωρῇ καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ κρύβεται μέσα μου ἕνα εἶδος ‘‘δυσθυμίας’’ καὶ μιὰ παράξενη ‘‘θλῖψι’’. Αἰτία της; Γιατί νὰ ’πῇ ὁ Ἄγγελος στὸν μοναχὸ ὅτι τὰ πρόσωπα τοῦ Σωτῆρος, τῆς Παναχράντου Μητρός Του καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Του, ἦταν ἐπὶ τῆς γῆς ὅπως ἀκριβῶς τὰ εἰκονίζει ἡ τοιχογραφία τῆς Ἰβήρων; Νὰ ἦταν ἆραγε, ἔτσι; Ἢ, τοῦ εἶπε ἔτσι, γιατὶ ἦταν ἀδύνατον, –καί, ἴσως, ψυχικῶς ἀσύμφορο γιὰ τὸν ἀσκητῆ–, νὰ τὸν στείλῃ νὰ ’δῇ αὐτὸ τῆς Ἁγια–Σοφιᾶς τὸ ‘‘Τριμόρφι’’;
     »Ἀνέπαυσε πολὺ τὸν λογισμό μου τούτη ἡ ἐκδοχὴ καὶ ἐρμηνεία μου· γιατὶ ἐγώ, καὶ τότε καὶ σήμερα, ἐξακολουθῶ νὰ ἀποδέχομαι ὅτι, οἱ ἅγιες κορμοστασιὲς καί, κυρίως, οἱ ἀπεικονίσεις τῶν εἰρημένων θείων καὶ ἱερῶν προσώπων, ἦταν ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπως ἀκριβῶς τὶς ἱστορεῖ καὶ τὶς παριστάνει τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ψηφιδωτό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγια–Σοφιᾶς.
     »Τῆς Ἁγια–Σοφιᾶς, τὸ ‘‘Τριμόρφι’’!...».

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ) 



[Ἐπισκόπου Ῥοδοστόλου Χρυσοστόμου: «Γράμματα καὶ ἅρματα στὸν Ἄθωνα», τόμος 2ος, μέρος β΄, σελ. 280–281, ἔκδοσις Ἱεροῦ Λαυριώτικου Κελλίου Ἁγίων Πάντων, Ἅγιον Ὄρος, 2000.] 



Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ

–Σημασία και προϋπόθεση του θαύματος– 


             «The Old Rectory, 29 Ιανουαρίου 1962

     […] Σε κατανοώ πλήρως όταν γράφεις για τον Α. Απάντησα στο τηλεγράφημά του για τον θάνατο της γυναίκας του Μ., από το Κάϊρο. Τον τελευταίο καιρό τού έγραψα με λιγότερη διάθεση, γιατί περίμενα από αυτόν και την Μ. περισσότερα.
     Γνωρίζεις ότι η Μ. ήταν καταδικασμένη από τους γιατρούς να πεθάνει. Στο νοσοκομείο καρκινοπαθών του Λονδίνου είχαν ήδη σταματήσει την θεραπεία της, γιατί όλα έδειχναν ανώφελα. Με παρακάλεσε να προσευχηθώ μαζί με τον Α. για την θεραπεία της. Ζήτησε από τον Θεό θαύμα. Με χαρά στο πνεύμα μου, αλλά με μεγάλη θλίψη στην καρδιά μου, άρχισα να προσεύχομαι γι’ αυτήν και γι’ αυτόν. Κάποια μέρα του μηνός Φεβρουαρίου, πριν από δύο χρόνια, πήγα να την κοινωνήσω. Έμεινα κοντά στο κρεβάτι της, περισσότερο από δύο ώρες. Προσευχηθήκαμε, μιλήσαμε, συζητήσαμε· την κοινώνησα.
     Γύρισα στο Μοναστήρι και, την επόμενη μέρα, έλαβα γράμμα από τον Α., ότι οι γιατροί εξέτασαν την Μ., και αποφάσισαν να συνεχίσουν την θεραπεία με τις ακτινοβολίες. Η κατάστασή της, και πνευματικά και σωματικά, είχε βελτιωθεί αισθητά. Τότε έγραψα στον Α., ότι η πρώτη ‘‘στροφή’’ πραγματοποιήθηκε. Να ελπίζει ότι η ανάρρωση είναι δυνατή, αλλά να θυμάται, ότι, και αυτός και εκείνη, στην περίπτωση αυτή, να αλλάξουν ριζικά την ζωή τους, γιατί το θαύμα =δεν= τελείται για να παραμείνουν οι ίδιοι, όπως ήταν πριν από αυτό.
     Σε μικρό χρονικό διάστημα, μετά από δύο εβδομάδες περίπου, βρέθηκα πάλι στο Λονδίνο, ώστε για δεύτερη φορά να την κοινωνήσω. Κάναμε, πάλι, έντονη προσευχή. 


     Και, να! Εκείνη που, πριν από λίγες ημέρες, ήταν εντελώς καταβεβλημένη, σηκώνεται από το κρεβάτι, πηγαίνει με λεωφορείο στο αεροδρόμιο και πετάει στην Ελβετία, όπου εσύ τους συνάντησες. Ζουν στα βουνά, κάνουν περιπάτους, αυτή τρώει από όλα, εύθυμη και σχεδόν γεμάτη ζωή. Ύστερα από λίγο καιρό πηγαίνουν στο Παρίσι, εκεί επισκέπτονται τα πάντα, τα μουσεία, τα θέατρα και άλλα πολλά. Έρχονται στο Λονδίνο για να παρουσιαστούν στους γιατρούς. Οι γιατροί, δεν εντόπισαν ίχνη μετάστασης ή υποτροπής. Πηγαίνουν στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο. Αλλά, τίποτε άλλο δεν υπάρχει σε αυτούς, παρά μόνο η αναζήτηση της ‘‘παλαιάς ευτυχίας’’ και ο πόθος της ‘‘ζωής’’, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, πριν από την αρρώστια. Ο Α., δεν της είπε ότι είχε καρκίνο, ότι θεραπεύτηκε με ‘‘θαύμα’’. Της καλλιεργούσε την πεποίθηση ότι οι προηγούμενοι γιατροί έσφαλλαν, ότι δεν είχε τίποτε το φοβερό. Το αποτέλεσμα ήταν, να γίνει μεν το θαύμα, αλλά, χωρίς καμμία ριζική μεταβολή στην πνευματική τους ζωή.
     Δεν γνωρίζω…, φύλαξε άραγε, η Μ., εκείνο το άγαλμα του Βούδα που είδα να έχει κοντά της στο νοσοκομείο και, το οποίο, με απροκάλυπτη ικανοποίηση, μου το έδειξε σαν κάτι το ‘‘θαυμαστό’’;! Εκείνη την στιγμή, εγώ, δεν ήθελα με τίποτα να την στενοχωρήσω. Είπα απλώς ότι ‘‘εγώ ο ίδιος αγαπώ μόνο τον Χριστό’’ και δεν ήθελα να κοιτάξω τον Βούδα. Αλλά, τελικά, ούτε αυτή, ούτε ο Α., με κατάλαβαν.
     Δεν θέλω να προβώ στην ανάλυση της ζωής του Α. και της Μ. Θεωρούσα όμως πάντοτε τον Α. προικισμένο με πλούσια πνευματικά χαρίσματα και μου προκαλούσε πάντοτε βαθειά οδύνη το γεγονός ότι δεν κατάλαβε την κλήση του Θεού. Προτίμησε κάποια μορφή παγκοσμιότητας, που σήμερα βρίσκει έδαφος στην σκέψη πολλών. Η Μ., βρισκόταν κάτω από την επίδρασή του. Εγώ βέβαια περίμενα από εκείνον κυρίως να κατανοήσει, ότι η παγκοσμιότητα του Χριστού, είναι η μοναδική και αυθεντική παγκοσμιότητα. Και το να αναζητά κανείς οπουδήποτε ο,τιδήποτε πιο παγκόσμιο, είναι κατανοητό μόνο για όσους δεν έζησαν την Χάρη του Βαπτίσματος.
     Για μένα, αποτελούσε φυσιολογική συνέπεια η εκ νέου επιδείνωση της υγείας της Μ. Και μου ήταν, πια, απίστευτα βαρύ να παρακαλέσω εκ νέου τον Θεό, γιατί η πρώτη μου ελπίδα διαψεύστηκε. Αυτοί, δεν άλλαξαν. Δεν ανακαινίστηκαν.
     Η προσευχή λοιπόν για τους αρρώστους, για την ίασή τους με την άνωθεν δύναμη, η θαυματουργία, είναι δυνατή μόνο με την ‘‘υπόσχεση’’ της μετάνοιας, δηλαδή, της ριζικής αλλαγής όλης της ζωής τους. Ώστε η δόξα του Θεού να βρει ‘‘χώρο’’ μέσα τους. Και η όλη μετέπειτα ζωή τους, να συνεχιστεί πλέον στο επίπεδο της Θείας δόξης…».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993)

[(1) Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ: «Αγώνας Θεογνωσίας» (Η αλληλογραφία του Γέροντος Σωφρονίου με τον D. Balfour), Παράρτημα Ι, §6 («Η σημασία του θαύματος»), σελ. 344–346, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2004. (2) Όλα τα έργα στις φωτογραφίες που συνοδεύουν την παρούσα ανάρτηση, του Νορβηγοδανού Peder Severin Krøyer (1851–1909).]