Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

ΤΙΓΡΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

ΤΙΓΡΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ


     Ας υποθέσομε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς. Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα: μια τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σε λίγα λεπτά θα τον κατασπαράξει. Τι να κάνει για να τον βοηθήσει; Να τρέξει κοντά του; Πώς; Αυτό είναι αδύνατον. Να φωνάξει; Ποιον; Κανείς άλλος δεν υπάρχει. Μήπως θα πάρει καμιά πέτρα να τήνε ρίξει στον άνθρωπο και να τον αποτελειώσει; «Όχι, βέβαια!», θα πούμε. Κι όμως αυτό είναι δυνατόν να γίνει, όταν δεν καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος που μας φέρεται άσχημα κατέχεται από τον διάβολο, την τίγρη. Μας διαφεύγει ότι, όταν κι εμείς τον αντιμετωπίζομε χωρίς αγάπη, είναι σαν να του ρίχνουμε πέτρες πάνω στις πληγές του, οπότε του κάνουμε πολύ κακό και η «τίγρις» μεταπηδάει σ’ εμάς και κάνομε κι εμείς ό,τι εκείνος και χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποια είναι η αγάπη που έχομε για τον πλησίον μας και, πολύ περισσότερο, για τον Θεό;

     Να αισθανόμαστε την κακία του άλλου σαν αρρώστια που τον βασανίζει και υποφέρει και δεν μπορεί να απαλλαγεί. Γι’ αυτό να βλέπουμε τους αδελφούς μας με συμπάθεια και να τους φερόμαστε με ευγένεια λέγοντας μέσα μας με απλότητα το: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να δυναμώσει με την θεία χάρι η ψυχή μας και να μην κατακρίνομε κανένα. Όλους για αγίους να τους βλέπομε. Όλοι μας μέσα φέρομε τον ίδιο παλαιό άνθρωπο. Ο πλησίον, όποιος κι αν είναι, είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας», είναι αδελφός μας και, «τίποτε άλλο δεν οφείλουμε εκτός από το να αγαπάμε τους άλλους», σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο (βλ. Ρωμ. 13, 8). Δεν μπορούμε ποτέ να κατηγορήσουμε τους άλλους, γιατί «κανένας δεν μίσησε την σάρκα του» (βλ. Εφεσ. 5, 29).


     Όταν κάποιος έχει ένα πάθος, να προσπαθούμε να του ρίχνομε ακτίνες αγάπης κι ευσπλαγχνίας, για να θεραπεύεται και να ελευθερώνεται. Μόνο με την χάρι του Θεού γίνονται αυτά. Να σκέπτεσθε ότι αυτός υποφέρει περισσότερο από εσάς. Στο κοινόβιο, όταν κάποιος φταίει, να μην του πούμε ότι φταίει. Να στεκόμαστε με προσοχή, σεβασμό και προσευχή. Εμείς να προσπαθούμε να μην το κάνομε το κακό. Όταν υπομένουμε την αντιλογία του αδελφού, λογίζεται μαρτύριο. Να το κάνομε με χαρά.

     Ο χριστιανός είναι ευγενής. Να προτιμάμε ν’ αδικούμαστε. Άμα έλθει μέσα μας το καλό, η αγάπη, ξεχνάμε το κακό που μας κάνανε. Εδώ κρύβεται το μυστικό. Όταν το κακό έρχεται από μακριά, δεν μπορείτε να το αποφύγετε. Η μεγάλη τέχνη, όμως, είναι να το περιφρονήσετε. Με την χάρι του Θεού, ενώ θα το βλέπετε, δεν θα σας επηρεάζει, διότι θα είστε πλήρεις χάριτος.

     Στο Πνεύμα του Θεού όλα είναι αλλιώτικα. Εκεί κανείς τα δικαιολογεί στους άλλους όλα. Όλα! Τι είπαμε; «Ο Χριστός βρέχει και για δίκαιους και για άδικους» (βλ. Ματθ. 5, 45). Εγώ εσένα βγάζω φταίχτη, έστω κι αν μου λέεις ότι φταίει ο τάδε ή η τάδε. Τελικά σε κάτι φταίεις και το βρίσκεις, όταν σου το πω. Αυτή τη διάκριση ν’ αποκτήσετε στη ζωή σας. Να εμβαθύνετε στο καθετί και να μην τα βλέπετε επιφανειακά. Αν δεν πάμε στον Χριστό, αν δεν υπομένομε, όταν πάσχομε αδίκως, θα βασανιζόμαστε συνέχεια. Το μυστικό είναι ν’ αντιμετωπίζει κανείς τις καταστάσεις με πνευματικό τρόπο.


     Κάτι παρόμοιο γράφει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος («Κεφάλαια Θεολογικά και Πρακτικά ρ΄», SC 51): «Όλους τους πιστούς οφείλομε να τους βλέπομε σαν έναν και να σκεπτόμαστε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός. Και να έχομε για τον καθένα τέτοια αγάπη, ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσομε για χάρη του και τη ζωή μας. Γιατί οφείλομε να μη λέμε, ούτε να θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, αλλά όλους να τους βλέπουμε σαν καλούς. Κι αν δεις έναν αδελφό να ενοχλείται από πάθη, να μην τον μισήσεις αυτόν· μίσησε τα πάθη που τον πολεμούν. Κι αν τον δεις να τυραννιέται από επιθυμίες και συνήθειες προηγούμενων αμαρτιών, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μην τυχόν δοκιμάσεις και συ πειρασμό, αφού είσαι από υλικό που εύκολα γυρίζει από το καλό στο κακό».

     Η αγάπη προς τον αδελφό σε προετοιμάζει ν’ αγαπήσεις περισσότερο τον Θεό. Το μυστικό, λοιπόν, της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τον αδελφό. Γιατί, αν δεν αγαπάεις τον αδελφό σου που τον βλέπεις, πώς είναι δυνατόν ν’ αγαπάεις τον Θεό που δεν Τον βλέπεις; (βλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20).

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
(1906–1991)


[Αγίου Γέροντος Πορφυρίου
Καυσοκαλυβίτου:
«Βίος και Λόγοι»,
Μέρος 2ο, Λόγος 7ος,
§3, σελ. 388–390.
Έκδοση
Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής·
Χανιά, Οκτώβριος 200910.
 Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ


     Να προσευχόμαστε. Δεν είναι προστακτική ενός νόμου ή μιας ηθικής αυτό, είναι ζωογόνα ευκτική της καρδιάς. Να προσευχόμαστε, γιατί όσο προσευχόμαστε, τόσο ο Ουρανός γίνεται κτήμα μας. Έχει μετά έναν λόγο η ύπαρξη να υπάρχει, βρίσκει έναν τρόπο να έχει στα σπλάχνα της τον Λόγο, γίνεται κι αυτή με τη σειρά της έλλογη, ευπρεπής, κόσμια και υπερκόσμια, ουράνια.

     Δεν μπορεί να μη μιλάς, δεν γίνεται να μη βλέπεις, δεν είναι λογικό να στερείσαι, να μη βρίσκεσαι και να μην επικοινωνείς με αυτόν που τόσο αγαπάς. Αν δεν κάνεις τα πάντα για να τον βρεις και να τον ανταμώσεις, θα νιώθεις ότι αγαπάς ολοένα και λιγότερο, θα μαραζώσεις, θα πεθάνεις. Η αγάπη θέλει τη συνάντηση, το λάλημά της εκτός από τη μνήμη και τη σιωπή της. Ακόμη και η μνήμη ή η σιωπή της αγάπης πάλι ένα άλλο λάλημα είναι. Όσο μιλάμε, τόσο αγαπάμε. Γιατί όσο μιλάμε, τόσο ανοιγόμαστε. Σπάμε τα τείχη και τα όρια του εαυτού μας και πάμε να βρούμε τον άλλον που αγαπάμε. «Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι!», λέει συχνά με αγωνία ο εραστής προς τον ερωμένο. Κι έχει δίκιο. Ο λόγος της αγάπης, ο λόγος της κοινωνίας της αγάπης είναι τροφή και τροφοδοσία για την καρδιά. Έρχεται τούτος ο λόγος της αγάπης και σκεπάζει τα πάντα, επιτελεί τα πάντα, κομίζει με ευγένεια κάθε τακτοποίηση, κάθε αποκατάσταση και θεραπεία στον ανήσυχο κόσμο του εαυτού μας.

     Κάπως έτσι είναι και η Προσευχή μέσα μας· είναι το μέτρο της αγάπης και του πόθου που έχουμε ή που δεν έχουμε προς τον Χριστό. Και όσοι έχουν αγάπη και πόθο προς τον Χριστό, αυτοί είναι που νικούν στο τέλος τον πόνο, την οδύνη, τον θάνατο, την πτώση, την αμαρτία και κάθε ενοχή και σύμπλεγμα του άρρωστου κόσμου, κάθε ενοχή και σύμπλεγμα που ως συνήθως αγαπά η κοσμική πονηρία ή η συστημική υποκρισία να μας επιστρέφει πίσω μέσα από τις αβελτηρίες και τις αδυναμίες μας, καθώς και μέσα από τις διάφορες περιστάσεις του βίου μας.

     Βλέπουμε τον εαυτό μας πολλές φορές, αλλά και κάποιους αδελφούς, μαραζωμένους, θλιμμένους, μουδιασμένους, αδύναμους, σκεφτικούς και ανίσχυρους, που κυβερνούνται φανερά από σφοδρούς ατακτοποίητους λογισμούς και ανεξέλεγκτα πάθη, που ζούνε μια αδυσώπητη τυραννία διαρκώς μέσα τους. Γιατί άραγε; Αυτό ως ένα σημείο είναι πολύ λογικό και φυσικό να συμβαίνει: αυτή είναι η «πεπτωκυία» φύση μας, γεμάτη κύματα ανταρσίας και άγριους παφλασμούς άρνησης του Θεού και του θείου θελήματος. Από ένα σημείο και μετά όμως, αυτό συμβαίνει γιατί τους λείπει η Προσευχή, η ενθεωτική και αναπλαστική ενέργειά της. Κι αν πας να τους «πεις» για Προσευχή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα την ταυτίσουν λίγο-πολύ με τη γνωστή αγγαρεία του στρατού.

     Όμως η Προσευχή δεν είναι αγγαρεία, δεν είναι μια αποστήθιση, δεν είναι τυπολατρεία, είναι μυστήριο, μυστήριο Θεού. Μυστήριο μιας άφραστης κοινωνίας, μιας ζωντανής και οργανικής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ανθρώπου και Θεού. Δύο πρόσωπα συναντιούνται, το ένα αιώνιο και άκτιστο – το άλλο κτιστό και πεπερασμένο, οικειοποιούνται εκ βαθέων το ένα το άλλο, αλληλοπεριχωρούνται, έρχεται η Χάρη, η πληρότητα. Μετά φεύγει αυτό το «μεταξύ», το «ανάμεσα», φεύγουν και τα λόγια, τα ρήματα, οι συλλαβές, οι σκέψεις, οι έννοιες που διχάζουν, οι σπαραγμοί, ο φόβος μεριάζει και κάνει πίσω για να έρθει η κραταιή αγάπη του Κυρίου που νικά και θεραπεύει τα πάντα μέσα μας και γύρω μας.

     Εδώ έγκειται ο οντολογικός Χριστιανισμός, ο καρδιακός, ο προσωπικός. Αυτός ο Χριστιανισμός που έχει αξία, νόημα, λόγο και ουσία. Γι’ αυτόν τον Χριστιανισμό πολύ λίγοι θα μιλήσουν σήμερα. Ακόμη πιο λίγοι θα τον ενστερνιστούν και θα τον ακολουθήσουν. Όλοι λένε «κάνε αυτό» ή «μη κάνεις εκείνο». Οι κανόνες, ως θέμα εμμονής και ως ζηλότυπο σημείο αδιακρισίας, φαίνεται να αναπαύουν μονάχα τους αδύναμους και ανασφαλείς πνευματικά. Οι συστάσεις, οι απαγορεύσεις, οι πολλές παραινέσεις, η πληθώρα των άκαιρων διδασκαλιών, οι θρησκευτικές θεωρίες χτίζουν εξακολουθητικά έναν σιδηρούν κώδικα ηθικής και μια σθεναρή απώθηση στην απορημένη αντίληψή μας. Αυτή η ηθική είναι ως επί το πλείστον αποκρουστική για τον εγκεφαλοκρατούμενο άνθρωπο, γιατί μέσα του κι αυτός διψά ανομολόγητα τον Θεό και επιθυμεί να Τον ζήσει ως Μυστήριο· το μικρό επίγειο μυστήριο που είναι κι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος ζητά το μέγα Μυστήριο από το οποίο προέρχεται, τον Θεό. Βλέπετε οι ευσεβιστές, οι ηθικιστές, οι διδάχοι και οι νομοδιδάσκαλοι, οι γκουρού, οι στρατωνιστές της πνευματικής ζωής, οι διάφοροι σχισματικοί ή αιρετικοί, είναι γραφικά αγκυροβολημένοι στη εγωδικαίωση του εαυτού τους που τους δίνει ο τύπος, η πράξη, η θρησκευτική συνέπεια του «καθήκοντος», η φόρμα του «πρέπει», το φοβικό δίλημμα του «μη» και του «όχι». Όλα αυτά έχουν υπερθεματιστεί τόσο πολύ, ώστε να κρύβουν αρκετά καλά την χάλκευση ή τον φόνο του πνεύματος που εμπεριέχουν σε ένα μεγάλο βαθμό. Ζούμε τόσο ελεύθερα και αυθεντικά στην Ορθοδοξία τον Θεό μας, ώστε μπορούμε και μέσα από την κατάντια της πτώσης μας να Τον θυμηθούμε ανεμπόδιστα, να Τον ζητήσουμε, να ζητήσουμε Αυτόν ή κάτι από Αυτόν και να σωθούμε, όταν όλο το υπόλοιπο άφιλο σύστημα του κόσμου, επικριτικά αηδιασμένο από την πτώση, το λάθος και το σφάλμα μας, μας καταδικάζει ανένδοτο και παγερό.

     Γιατί είναι παντοδύναμη η Χάρη; Γιατί είναι μακρόθυμη και επιεικής. Γιατί κατέρχεται και γίνεται πλοηγός μας είτε στα καλά μας είτε ακόμη στα αρνητικά μας. Γι’ αυτό εμείς οι Χριστιανοί ζούμε, βιώνουμε, ανακαλύπτουμε και, αν θέλετε, «διεκδικούμε» τον Θεό καρδιακά και απροϋπόθετα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στις μεγάλες προσωπικές μας ώρες καλούμε ταπεινά τον Χριστό να έρθει και να γίνει Αυτός ο μόνος κυβερνήτης της ζωής μας, ο μόνος Ένοικος στην καρδιά μας, Αυτός να την αναπτερώσει, να την καθαρίσει από τις πολλές και αμέτρητες αμαρτίες της, να την αναστήσει και να την εξαγιάσει με την παρουσία Του με όποιο τρόπο Αυτός γνωρίζει και βούλεται. Και πραγματικά γίνεται αυτό. Ωστόσο πάλι εμείς αισθανόμαστε τόση μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, που μέσα στο ειρηνικό Φως της επίγνωσής Του, αισθανόμαστε εκ βαθέων πόσο «αχρείοι δούλοι εσμέν». Ο πόθος μας προς Αυτόν δεν μας αφήνει να λησμονήσουμε διόλου την αμαρτωλότητά μας και, πίσω από αυτή τη ανανηπτική θεωρία των οικείων αμαρτιών μας, κρύβεται η δριμεία έκπληξη της θείας αγαθότητας, της θείας αγάπης. Έτσι, όσο πιο πολύ αισθανόμαστε ότι είμαστε «αχρείοι» και «εναγείς», τόσο γινόμαστε και υπάρχουμε ανυπερήφανα «άγιοι» από τη Χάρη και όχι από τη κίβδηλη δικαιοσύνη των φίλαυτων έργων μας.

     Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στην καρδιά του ανθρώπου και πουθενά αλλού. Όλα αυτά αναπτύσσονται μόνο στην καρδιά, αλλά υπονομεύονται δυστυχώς μόνο από τη διάνοια, από τη λογική, από τον εγκέφαλο, από την εξυπνάδα, από τον ορθολογισμό μας. Ο κόσμος δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει τίποτα, αγνοεί όλα τα θεϊκά στην επηρμένη γνώση του. Αυτός «όλος εν τω πονηρώ κείται». Και ενώ ο Χριστός έρχεται προς εμάς, είναι πάντα ο αναζητούμενος από εμάς. Όσο Τον αναζητούμε, όσο Τον επιζητούμε, τόσο Αυτός μένει πλάι μας και μέσα μας. Και όσο Αυτός μένει μαζί μας, τόσο αυξάνεται η επίκλησή μας προς Αυτόν, όχι πια ως χαμένοι και αλύτρωτοι, αλλά ως κοντινοί και οικείοι Του. Τον επικαλούμαστε με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μας, πέρα για πέρα ως ανάξιοι, αλλά η ανεκδιήγητη φιλία της αγάπης Του έρχεται και ανατρέπει πολλές φορές τον πόνο και τον κόπο της ταπείνωσής μας και όλους τους ενδοιασμούς του πνεύματός μας. Μια περιπέτεια προσωπική άρχεται και συντελείται στην εσχατιά του είναι μας για χάρη Του και, ταυτόχρονα, μια εκθαμβωτική νίκη της θείας αγάπης καταγράφεται ανεξίτηλα στο ταμείο της καρδιάς.

     Γι’ αυτόν λοιπόν τον Χριστιανισμό αξίζει από μέρους μας κάθε θυσία, κάθε κόπος, κάθε αγώνας. Γιατί αυτός ο αγώνας είναι και γίνεται πηγή χαράς για μας. Και μια τέτοια χαρά είναι οπωσδήποτε αιτία πρωτόγνωρης δύναμης για μας τους σαθρούς και αχυρένιους ανθρώπους του άστατου σήμερα. Η καρδιά μας τη θέλει αυτή τη δύναμη, ποθεί αυτή τη χαρά, αλλά ποιος θα έρθει να μας πει ότι, για να έρθουν όλα αυτά τα εκλεκτά δώρα, θα πρέπει δίκαια να καταβληθεί ένας μικρός αγώνας, μια προσπάθεια από μέρους μας;

     Και, μη φοβάστε! Ενίοτε, αυτός ο αγώνας μπορεί να μην απαιτεί καθόλου χρόνο και διάρκεια, μπορεί να είναι τόσο ελάχιστος φαινομενικά, ώστε να μοιάζει πραγματικά ανύπαρκτος, βραχύτατος ή περίπου αυτόματος. Οι άθλοι που φοβόμασταν γίνονται χαρίσματα μέσα σε κλασματικές στιγμές. Ζούμε και κινούμαστε υπό το κράτος της θείας αγάπης και η θεία αγάπη, όταν συγ–κινηθεί από τις επικλήσεις και τον τρόπο της καρδιάς μας, μπορεί κάλλιστα να «νικήσει» τη θεία δικαιοσύνη και πιθανόν κάθε ζύγι των ενταλμάτων που ενδεχομένως να επιφύλασσε κατά την ανεξερεύνητη αυθεντία και τελειότητα της Θεότητάς Της. Η προαίρεση του ανθρώπου, η ειλικρινής προαίρεση της καρδιάς του, εκείνο το αθέατο «Ναι» προς την αγάπη του Θεού ή ακόμα κι εκείνο το απευκταίο και βλοσυρό «Όχι» της επιπόλαιης άρνησης του ανθρώπου, μπορούν να κάνουν αθόρυβα θαύματα ή αντίθετα να απωθήσουν με σκληρότητα και υπερηφάνεια το θαύμα που θεωρητικά ποθούσαμε, ανάλογα.

     Οπότε, η ψυχή μας είναι ανάγκη να αρχίσει να προσδένεται στο μυστήριο της σωτηρίας της, δηλαδή πρωτίστως με την Προσευχή. Είδατε άνθρωπο που να μην προσεύχεται, να μην επικαλείται αισθαντικά το θείο Όνομα, «το υπέρ παν Όνομα»; Αυτός κλωτσά τη θεία αγάπη και τη θεία ευσπλαχνία από τη ζωή του και μένει συνέχεια εγκλωβισμένος στην κάμινο του πυρός της απόγνωσης και της αμαρτίας του. Είδατε άνθρωπο που να ζει με Προσευχή, να ζει την Προσευχή, να ζει στην Προσευχή του Χριστού; Αυτός ο άνθρωπος διψά να ζει, ζώντας πραγματικά τον Θεό του, αυτός ζητά διακαώς να έχει λόγο ύπαρξης με τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, τον Νυμφίο της καρδιάς του.

     Η Προσευχή είναι αγάπη και η αγάπη είναι Προσευχή και η εν αγάπη Προσευχή είναι η εν Χριστώ σωτηρία μας και η σωτηρία μας είναι η ολοϋπαρκτική ανάστασή μας και η βέβαιη νίκη μας έναντι σε κάθε αδυναμία, σε κάθε αποχαύνωση, σε κάθε πόνο, σε κάθε δυσκολία, σε κάθε δοκιμασία, σε κάθε πειρασμό, σε κάθε τέλμα. Η Προσευχή είναι η ζωή της ψυχής, η ψυχή της ψυχής· είναι ο Χριστός που κρύβεται φιλάνθρωπα και ησύχια μέσα σε αυτήν, είναι η δυναμική έμπνευση για τη διάπυρη επίκληση του θείου Ονόματος («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!»), μέσα από την οποία λαμβάνουμε στην καρδιά μας, όχι απλά ένα αποκούμπι, μια παρηγορία και μια ενίσχυση, αλλά αυτή την ίδια τη ζωή και την αφθαρσία του Χριστού.

     Και μόνο με Αυτόν επιτέλους ζούμε!
     Επομένως, να προσευχόμαστε…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ


     Ο όσιος Σίμων διέλαμψε στο Περιβόλι της Παναγίας προς το τέλος του 13ου αιώνα, αιώνα που το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο και διαιρεμένο εξ αιτίας των Σταυροφοριών και η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είχε μεταφερθεί στη Νίκαια. Εγκατέλειψε λοιπόν ο Σίμων την ματαιότητα αυτού του κόσμου και μετέβη στο Άγιον Όρος για να αγωνισθεί για την σωτηρία της ψυχής του πλάι σ’ έναν πνευματικό πατέρα. Διάλεξε γέροντα όχι απλώς έμπειρο στους ασκητικούς αγώνες, αλλά αυστηρό και απαιτητικό, και του υποτάχθηκε ψυχή τε και σώματι, ωσάν ο γέροντας να ήταν ο ίδιος ο Θεός. Η υποδειγματική υπακοή, η ταπείνωση, η αγάπη για τον γέροντά του, ο οποίος συνεχώς του επεφύλασσε επιπλήξεις, σύντομα τον ανύψωσαν σε υψηλό βαθμό αρετής και κίνησαν τον θαυμασμό των αγιορειτών μοναχών· μέχρι κι ο ίδιος ο γέροντάς του έπαψε τελικά να τον θεωρεί υποτακτικό και του φερόταν ως συναγωνιστή του στον πνευματικό αγώνα. Οι τιμές αυτές δεν ταίριαζαν όμως σ’ εκείνον που είχε επιλέξει να ασπασθεί την εξουθένωση, τον ονειδισμό και το πάθος του Χριστού· πήρε λοιπόν ο Σίμων ευλογία και αναχώρησε για να εγκαταβιώσει «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ». Μετά από μεγάλη αναζήτηση, επέλεξε να εγκαταβιώσει σε σπήλαιο στενό και υγρό στην δυτική πλαγιά του Άθω, 300 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Εκεί αγωνίσθηκε με καρτερία κατατροπώνοντας νυχθημερόν τις αδιάκοπες επιθέσεις των δαιμόνων, με μόνο όπλο την πίστη, την ελπίδα και την επίκληση του παντοδύναμου Ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

     Μια νύχτα, μερικές ημέρες πριν την εορτή των Χριστουγέννων, ο άγιος Σίμων είδε ένα άστρο να αποσπάται ξαφνικά από τον ουρανό, να κατέρχεται και να στέκεται πάνω από τον απόκρημνο βράχο απέναντι από το σπήλαιο. Φοβούμενος ότι επρόκειτο για νέα παγίδα του πονηρού διαβόλου, ο οποίος συχνά μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός (βλ. Β΄ Κορ. 2, 14), ο ασκητής δεν πίστεψε στο σημείο, το οποίο εμφανίσθηκε πολλές φορές τις επόμενες νύχτες, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, οπότε το φωτεινό άστρο κατέβηκε πάνω στον βράχο, όπως το άστρο της Βηθλεέμ, και ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Μη δυσπιστείς, Σίμων, δούλε πιστέ του Υιού μου! Δες το σημείο αυτό και μην εγκαταλείψεις τον τόπο αυτό για να βρεις περισσότερη ησυχία, καθώς ήταν η πρόθεσή σου, διότι εδώ επιθυμώ να ιδρύσεις το κοινόβιό σου για την σωτηρία πολλών ψυχών». Μετά την άμεση αυτή διαβεβαίωση από την φωνή της Κυρίας Θεοτόκου, ο Σίμων μετεφέρθη σαν μέσα σε έκσταση στην Βηθλεέμ, ενώπιον του Θείου Βρέφους, με τους Αγγέλους και τους Ποιμένες, και όταν συνήλθε, άρχισε δίχως χρονοτριβή την οικοδομή της «Νέας Βηθλεέμ».


     Λίγο μετά το όραμα αυτό, τρεις αδελφοί από πλούσια οικογένεια της Θεσσαλίας (ή της Μακεδονίας), έχοντας ακούσει να εγκωμιάζουν τις αρετές του αγίου Σίμωνος, ήλθαν και κατέθεσαν στα πόδια του οσίου όλα τους τα υπάρχοντα, ωσάν νέοι Τρεις Μάγοι με τα δώρα, ζητώντας του να τους δεχθεί ως υποτακτικούς του. Κάλεσαν τότε να έλθουν μάστορες οικοδόμοι, οι οποίοι βλέποντας την απόκρημνη και κινδυνώδη τοποθεσία, αρνήθηκαν να αναλάβουν το έργο και κατηγόρησαν τον άγιο ότι είχε χάσει τα λογικά του. Ένας από τους υποτακτικούς που τους έφερνε να πιουν, γλίστρησε ξαφνικά κι έπεσε στον βαθύ γκρεμό. Ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι ο μοναχός πέφτοντας σκοτώθηκε και το γεγονός έδειχνε να επιβεβαιώνει τις δριμείς κατηγορίες των μαστόρων· πόση όμως ήταν η κατάπληξή τους όταν είδαν, χάρις στις προσευχές του αγίου Σίμωνος, τον μοναχό να ανεβαίνει στην απέναντι πλαγιά, σώος και αβλαβής, κρατώντας στο χέρι άθικτη την κανάτα με το κρασί και το γεμάτο ποτήρι που ετοιμαζόταν να τους προσφέρει πριν πέσει! Μεταστράφηκε η γνώμη των οικοδόμων, έγιναν κι αυτοί μοναχοί και είχαν πολλές φορές την ευκαιρία κατά την διάρκεια των εργασιών να διαπιστώσουν ότι ο Θεός χάριζε μεγάλες δυνάμεις στον πιστό δούλο του Σίμωνα.

     Η ανοικοδόμηση περατώθηκε και η «Νέα Βηθλεέμ» άρχισε να κατοικείται από μεγάλο αριθμό μοναχών, όταν μία ημέρα έφθασαν Σαρακηνοί πειρατές. Ο άγιος Σίμων πήγε να τους προϋπαντήσει με δώρα, ελπίζοντας να τους πείσει να σεβαστούν και να μην λεηλατήσουν την Μονή. Η πλεονεξία όμως των μοναχών δεν ικανοποιήθηκε με τα δώρα, και οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν στον άγιο· παρευθύς τυφλώθηκαν όλοι και παρέλυσε το χέρι εκείνου που με το ξίφος είχε απειλήσει σοβαρά τον όσιο. Χάρις όμως στις προσευχές του ανθρώπου του Θεού, θεραπεύθηκαν και ξαναβρήκαν το φως τους, μετανόησαν, βαπτίσθηκαν και ασπάσθηκαν όλοι τον μοναχικό βίο.


     Επί σειρά ετών ο άγιος Σίμων κατέδειξε την Χάρη που του έδινε ο Θεός, με πολλά θαύματα, με προοράσεις και, κυρίως, με την φωτεινή διδαχή του. Εκοιμήθη ειρηνικά εν Χριστώ, παρουσία όλων των μαθητών του, τους οποίους είχε συγκεντρώσει για να τους συμβουλεύσει για μια τελευταία φορά να τηρούν όσα τους παρέδωσε μετά φόβου Θεού, πίστεως, αμοιβαίας αγάπης και πλήρους υπακοής στον ηγούμενο και πνευματικό πατέρα τους. Αργότερα, από τον τάφο του αγίου ανέβλυσε, ως πηγή ζωογόνων ναμάτων, ευώδες και θαυματουργό μύρο. Οι διαδοχικές καταστροφές της μονής δεν μας άφησαν κάποιο ίχνος του τάφου του ή των τιμίων του λειψάνων. Ωστόσο, ο άγιος δεν έπαυσε ποτέ να είναι αοράτως παρών και πολλές φορές έδειξε την εύνοια και την προστασία του προς τους υπάκουους, όπως και την αυστηρότητα και τις επιτιμήσεις του προς τους ασεβείς και τους αμελείς. Την ημέρα της εορτής του, μερικοί βλέπουν καμιά φορά θείο φως να φωτίζει το σπήλαιό του ή να περιβάλλει σαν σκέπη την εικόνα του στον ναό.

     Έναν αιώνα μετά την κοίμηση του οσίου, η κόρη του Ιωάννη Ούγγλεση (†1371), δεσπότη της σερβικής ηγεμονίας της Μακεδονίας, που είχε πρωτεύουσα τις Σέρρες, λυτρώθηκε από το πονηρό πνεύμα που εμφώλευε μέσα της χάρις στις πρεσβείες του αγίου Σίμωνος. Από ευγνωμοσύνη, ο δεσπότης Ιωάννης ανοικοδόμησε ναό, μεγάλωσε το μονύδριο του Αγίου Σίμωνος και το προικοδότησε γενναιόδωρα με μεγάλη περιουσία.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας
ἐν Ἄθῳ Ὅσιε,
ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν
τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί,
ἐδοξάσθης θαυμαστῶς
Σίμων μακάριε·
διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν,
μύρα εὔοσμα ἡμῖν,
ἠξίωσαι μετὰ τέλος.
Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων,
ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ
Μυροβλύτην,
καὶ πανυπέρτιμον
Χριστοῦ μαργαρίτην·
καὶ μοναζόντων ἔρεισμα
καὶ θεῖον ἀσκητήν,
πάντες εὐφημήσωμεν,
πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες·
Σίμων μάκαρ φύλαττε,
ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας,
ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ,
ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος
τρισόλβιε.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
ς τῶν Ὁσίων
ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα,
καὶ Ἀποστόλων
ὀπαδὸν καὶ ἰσοστάσιον,
καὶ τοῦ Ἄθω
σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα·
Δὸς οὖν Πάτερ,
καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν,
ὑπὲρ πάντων
ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον,
τῶν βοώντων σοι·
Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
φθης μυροθήκη πνευματική,
Σίμων Μυροβλύτα,
ἡδυπνόου ἐπιρροῆς,
ὀσμαῖς σου εὐπνόοις,
ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας,
ἀπαύστως διεγείρων,
τοὺς προσιόντας σοι.


[(1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 324–327.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
(2) Ακολουθία
του Οσίου και θεοφόρου
Πατρός ημών
Σίμωνος του Μυροβλύτου,
σελ. 26,
Έκδοσις Ιεράς Μονής
Σίμωνος Πέτρας,
Άγιον Όρος, Ιούλιος 1992.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος


     Μετά την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, πολλοί ήσαν εκείνοι που άρχισαν να ασπάζονται την Πίστη του Χριστού εξαιτίας του φλογερού κηρύγματος των Αποστόλων και των θαυμάτων που επιτελούσαν. Όταν γίνονταν μέλη του Σώματος του Χριστού διά του αγίου Βαπτίσματος, οι πιστοί εγκατέλειπαν όλα τους τα αγαθά και κατέθεταν το αντίτιμο της πώλησής τους στα πόδια των Αποστόλων, κόβοντας έτσι δεσμούς και συγγένειες με τον κόσμο, και ζούσαν πλέον «με ομοψυχία, συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος, έχοντας κοινά τα πάντα» (βλ. Πράξ. 2, 1 και 44) με μια καρδιά και με μια ψυχή. Και αφού επιμελώς τελούσαν τα καθήκοντά τους στον Ναό, συναθροίζονταν κατ’ οίκον για να ακούσουν την διδασκαλία των Αποστόλων, να δοξολογήσουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και να συμμετάσχουν με αγαλλίαση στο Δείπνο της αιωνίου ζωής, την θεία Ευχαριστία, σφραγίδα της κοινωνίας με τον Θεό και της αμοιβαίας τους αγάπης (βλ. Πράξ. 2, 42-47· 45, 32-34).

     Καθώς όμως διαρκώς μεγάλωνε ο αριθμός των μαθητών, οι Δώδεκα αποφάσισαν να ορίσουν επτά αδελφούς που έχαιραν του σεβασμού όλων και ήταν έμπλεοι Πνεύματος Αγίου, για να βοηθούν και να μεριμνούν για τις υλικές ανάγκες της πρωτοχριστιανικής κοινότητας, για να επικεντρωθούν κυρίως στην διακονία των αδελφών κατά την διάρκεια των κοινών γευμάτων και στην φροντίδα για τις χήρες και τους απόρους, ώστε οι Απόστολοι να μπορούν να αφιερωθούν απερίσπαστοι στην προσευχή και στην διδασκαλία.

     Αλλά τι είναι η «διακονία» και τι σημαίνει «διακονώ»; «Διακονώ» σημαίνει υπηρετώ, όχι με την έννοια της υποταγής σε κάποια ανώτερη αρχή, αλλά εις μίμησιν Χριστού, ο Οποίος κατέστη «πάντων Διάκονος» με την Ενανθρώπισή Του (βλ. Λουκ. 22, 27· Ιωάν. 13, 14). Η γνήσια χριστιανική διακονία είναι ολόθυμη έκφραση αγάπης προς τους αδελφούς και «σύνδεσμος τελειότητος» (Κολ. 3, 14). Ο πιστός χριστιανός κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διέρχεται παντοιοτρόπως «διά» μέσω της «κόνεως» (διά+κόνεως, δια+κονώ), της σκόνης δηλαδή και της στάχτης του παλαιού εαυτού του, προκειμένου να αγαπήσει με καθαρούς λογισμούς και με ανυπόκριτη διάθεση, με φωτιστικό λόγο και με έργο που αναπαύει τον αδελφό του και τον κόσμο γύρω του. Και έτσι η «διακονία» που επιτελείται εξωτερικά, δεν είναι παρά το «έργο» και η «πράξη» της αγάπης που βασίζεται στη δύναμη και την έμπνευση του Χριστού οι οποίες ενυπάρχουν πλούσιες μέσα του.  


     Έτσι, οι Απόστολοι χειροτόνησαν επτά Διακόνους: Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα, Παρμενά και Νικόλαο (Πράξ. 1, 1-6). Τα καθήκοντα του Στεφάνου, που ήταν επικεφαλής, εκτείνονταν πολύ πέρα από την υλική μέριμνα για την εκκλησιαστική κοινότητα. Πλήρης της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε να επιτελεί θαύματα και να μιλά με το κύρος των Δώδεκα μαθητών του Χριστού, ο Στέφανος έχαιρε του θαυμασμού όλων σε τέτοιο βαθμό, ώστε μία ημέρα οι Εβραίοι, έξαλλοι από οργή που δεν μπορούσαν να απαντήσουν στα δυναμικά επιχειρήματά του, τον κατηγόρησαν ψευδώς ως βλάσφημο και ως συνωμότη κατά των θεσμών του Νόμου, και τον έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, του δικαστηρίου του μεγάλου αρχιερέως.

     Ο νεαρός Στέφανος άφοβα προχώρησε ενώπιον των δικαστών, και το Πνεύμα το Οποίο ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα δώσει στους μαθητές Του σε παρόμοιες περιστάσεις (βλ. Ματθ. 10, 19), του ενέπνευσε πύρινους λόγους, με τους οποίους υπενθύμισε στους σκληροτράχηλους Εβραίους την πρόνοια και την μακροθυμία που δεν σταμάτησε να δείχνει ο Θεός προς τον λαό Του, υποσχόμενος την Διαθήκη Του στους πατριάρχες και βοηθώντας αδιάκοπα τον περιούσιο λαό. Θαύματα και σημεία, επαγγελίες, τρομερές αποκαλύψεις διά του Μωϋσέως στο Σινά στην έρημο και σε όλη την ιστορία του Ισραήλ· αδιάκοπα ο Θεός έκανε τα πάντα για να ανυψώσει τον λαό Του υπεράνω της προσκόλλησης στα δημιουργήματα και για να τον λυτρώσει από την ειδωλολατρία· πάντα όμως ο λαός αντιστεκόταν, και όταν ήλθε επί γης ο Δίκαιος, ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής Χριστός, η επαγγελία των Πατριαρχών και η εκπλήρωση όλων των προφητειών, αποδείχθηκαν και πάλι ότι ήταν κατά την καρδιά τους απερίτμητοι. Έτσι με όλη την δύναμη του Αγίου Πνεύματος που ενοικούσε μέσα του, γύρισε ο Πρωτομάρτυς και τους είπε θαρρετά και απερίφραστα: «Σκληροτράχηλοι! Η καρδιά σας είναι πωρωμένη και τ’ αυτιά σας κλειστά. Πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πρόγονοί σας, το ίδιο κι εσείς. Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πρόγονοί σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες Του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε τον Νόμο του Θεού μέσω αγγέλων αλλά δεν τον τηρήσατε!» (βλ. Πράξ. 7, 51-53).


     Η Χάρις του Θεού γέμιζε την καρδιά του Στεφάνου· τον έκανε να μοιάζει με ουράνιο Άγγελο, έκανε να αναβλύζουν από το στόμα του θεόπνευστοι λόγοι και θείο φως απλωνόταν σε όλο το σώμα του, φωτίζοντας το πρόσωπό του, που ακτινοβολούσε όπως ο Κύριος την ημέρα της θείας Μεταμορφώσεως (βλ. Ματθ. 17, 6· Λουκ. 9, 29). Βλέποντάς τον να περιβάλλεται από απαστράπτουσα δόξα ως Άγγελος Κυρίου (Πράξ. 6, 15), οι Εβραίοι στο δικαστήριο έτριξαν με μίσος τα δόντια και η οργή τους ξέσπασε όταν ο άγιος ατένισε τον ουρανό και, θεωρώντας την δόξα του Θεού και τον Χριστό ιστάμενο εκ δεξιών του Πατρός τόσο καθαρά όπως όταν θα έλθει στην συντέλεια του αιώνος, ανέκραξε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού» (Πράξ. 7, 56). Μη μπορώντας να αντέξουν την φοβερή αποκάλυψη αυτή της υψώσεως του Χριστού στον ουρανό και την σωματική Του παρουσία εντός της μακαρίας Τριάδος, οι Εβραίοι έκλεισαν τ’ αυτιά τους, άρπαξαν τον Στέφανο και τον έσυραν έξω από την πόλη για να τον θανατώσουν.

     Ενώ τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος, γαλήνιος και ακτινοβολών, χαιρόταν που ακολουθούσε με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα του Διδασκάλου του, και οι πέτρες που του έριχναν γίνονταν για εκείνον ωσάν βαθμίδες μιας κλίμακας που τον υπερύψωνε μέχρι το ένδοξο όραμα του Χριστού που είχε διαβλέψει η καθαρή του καρδιά. Επικαλούμενος το Όνομα του Κυρίου, άφησε με την τελευταία του πνοή, όπως ο Χριστός στον Σταυρό, την φωνή της υπέρτατης αγάπης προς τους διώκτες του: «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή!» (Πράξ. 7, 60· βλ. και Λουκ. 23, 34).


     Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος Στέφανος υπήρξε ο πρώτος που ακολούθησε την οδό την οποία χάραξε ο Χριστός προς τον Ουρανό με το Πάθος Του και οι σταγόνες του αίματός του κόσμησαν την Εκκλησία ωσάν πολύτιμα μαργαριτάρια. Ο εκούσιος θάνατός του υπέρ της Αληθείας τού άνοιξε τους Ουρανούς και τον έκανε να δει ασκίαστα και καθαρά την αιώνια δόξα του Κυρίου. Η τέλεια αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον έφθασε μέχρι την θαυμαστή συγχώρεση των δημίων του και τον έκανε να συγκαταλεχθεί στην πρώτη γραμμή των άφθαρτων φίλων του Θεού. Για τον λόγο αυτό, όλοι οι ένθερμοι μιμητές των μαρτύρων που βλέπουν σήμερα το απαστράπτον φως του προσώπου του να σμίγει με το φως του Άστρου της Βηθλεέμ, εμπιστεύονται πλήρως στην μαρτυρική μεσιτεία του.

     Το λείψανο του αγίου Στεφάνου ενταφιάσθηκε από τους πιστούς· ανευρέθη το 415 στο Καφάρ-Γαμαλά από τον ιερέα Λουκιανό, μετά από αποκαλυπτικό όραμα, και κατετέθη στα Ιεροσόλυμα στον ναό που έχτισε προς τιμήν του αγίου η αυτοκράτειρα Ευδοκία [13 Αυγ.], σύζυγος του Θεοδοσίου του Μικρού. Κατόπιν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τιμούμε την εύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου στις 15 Σεπτεμβρίου και την ανακομιδή τους στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Αυγούστου.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα,
ἐστέφθη σὴ κορυφή,
ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας,
ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ,
Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε·
εἶδές σου τὸν Σωτῆρα,
τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν.
Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Δεσπότης χθὲς ἡμῖν,
διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει,
καὶ ὁ δοῦλος σήμερον,
ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει·
χθὲς μὲν γάρ,
ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη·
σήμερον δέ,
ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται,
δι’ Αὐτὸν καὶ τελειοῦται,
ὁ Πρωτομάρτυς
καὶ θεῖος Στέφανος.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Πρῶτος διακόνων ἀναδειχθείς,
πρῶτος τοῦ Δεσπότου,
ἐχρημάτισας μιμητής·
ὅθεν Ἀθλοφόρων,
πρωτεύων Πρωτομάρτυς,
τύπος αὐτοῖς ἐγένου,
Πρώταθλε Στέφανε.


[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος), σελ. 309–312.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.