Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΠΑΣ ΚΑΛΑ, ΑΔΕΛΦΕ;


ΠΑΣ ΚΑΛΑ, ΑΔΕΛΦΕ;


     Μου θες να βρεις μια αγάπη που να σου δίνει στο χέρι όλες τις απαντήσεις και τις λύσεις, να σου εξαφανίζει τις αμφιβολίες, να σου αμβλύνει τον πόνο του δοσίματος, να σου ολιγοστεύει τη θυσία, να σου μεταλλάσσει το μαρτύριο, να μην έχει καν περιπέτειες και διακυμάνσεις και, μέσα από αυτή την αφόρητη γυάλα των προκατασκευασμένων προδιαγραφών της, εσύ να απολαμβάνεις αγέρωχα και καθόλου επάξια τη δύναμη και την ελευθερία της! Πας καλά, αδελφέ;

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΛΟΓΟΥ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΟΥ


ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΛΟΓΟΥ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΟΥ


     Είμαστε συνοδίτες, συνοδοιπόροι, συμπορευτές, συμπειραζόμενοι, συγκακωχούμενοι και, αν όχι οι «πρώτοι των αμαρτωλών» όπως θα έπρεπε (πρβλ. Α΄ Τιμ. 1, 15), τότε σίγουρα οι απολύτως συναμαρτωλοί με τους ανθρώπους του Θεού, τις διάσπαρτες εικόνες της Αγάπης Του. Με τη χάρη και τη δύναμη της δικής Του θείας Ιερωσύνης και ως ελάχιστα έμψυχα δάνεια για την τελεσιουργία των Μυστηρίων της εν Χριστώ σωτηρίας και αγιασμού, επιχειρούμε να κάνουμε κάπως έναν αναίμακτο αγώνα για να αναβιβάζουμε τα αγωνιώδη αιτήματα των πονεμένων καρδιών τους προς την καθέδρα της θείας αγάπης. Και από «εκεί», με την ελπίδα της κατά πάντα ανάξιας πλην ευχομένης καρδιάς μας, να καταβιβάζουμε μυστικά και αθόρυβα τις θείες ευλογίες και χάριτες προκειμένου να συνεχίσουν απτόητοι οι άνθρωποί μας τον πολυεδρικό τους αγώνα στον επίγειο στίβο. Τώρα, το πώς τολμούμε κάποιοι από εμάς να γινόμαστε τραγελαφικοί «σωτήρες» των άλλων, δίχως τον ελάχιστο σεβασμό προς την ελευθερία των ανθρώπων που μας εμπιστεύονται, αυτό είναι μια παλιά και πονεμένη ιστορία που, αν μη τι άλλο, φανερώνει τη θλιβερή απρέπεια, ρηχότητα ή αδιακρισία της δικής μας κατάστασης, από την οποία απουσιάζουν ή έχουν απωθηθεί ουσιαστικά, σημαντικά και αναγκαία χριστοκεντρικά βιώματα. Χωρίς όμως αυτά τα χριστοβιώματα, οι άνθρωποι είναι εύλογο και αναμενόμενο να μην επιθυμούν το «σωστό», το «ορθό» και το «πρέπον» των δυσβάστακτων και ανούσιων νόμων μας. Αντίθετα, μαζί με αυτά τα καρδιακά βιώματα και μόνο χάρη σε αυτά, αρχίζουν να εμπνέονται, να αντιλαμβάνονται, να αισθάνονται και να θυμούνται καλά ότι, τελικά, στέκει απίστευτα εγγύς προς αυτούς το θείο ρήμα της Προσευχής (πρβλ. Ρωμ. 10, 8), άρα ο Κύριος (Φιλιπ. 4, 5) και η Σωτηρία Του, και ότι «δεν είναι βαριές οι εντολές Του» (Α΄ Ιωάν. 5, 3), δηλαδή δεν είναι καθόλου ανέφικτη ή μακρινή η αλλοίωση της δεξιάς Του μέσα τους (Ψαλμ. 76, 11), και ότι επίσης δεν είναι εντελώς αδύνατες ή απίθανες οι αποκαλύψεις της θείας Αγάπης και Αληθείας στην καρδιά τους. Ας το πάρουμε απόφαση: Λίγο-πολύ, «εξαιτίας μας» είναι που «βλασφημείται το όνομα του Θεού στα έθνη» (Ρωμ. 2, 24) και στις κοινωνίες των ανθρώπων! Ας τους αφήσουμε λοιπόν στη θεόσδοτη ελευθερία τους ώστε να κάνουν ακόμη και το λάθος που καταγγέλλουν αδιάκοπα οι απαγορεύσεις μας, γιατί εμείς απ’ ό,τι φαίνεται είμαστε το μεγαλύτερο λάθος από όλα τα λάθη, μια και καραδοκούμε ανομολόγητα πώς να αυτοδικαιωθούμε ή πώς να αποθρασυνθούμε μέσα από τις πτώσεις τους, μέσα από τα δικά τους λάθη και σφάλματα. Και εδώ εμφαίνεται ξεκάθαρα το παιγνίδι της υποκρισίας μας και ο ανέντιμος άθλος πραγμάτωσης κάθε μυστικού φθόνου μας. Πότε θα παρατήσουμε με βδελυγμία τα μαστίγια των ακράτητων προς αυτούς ελέγχων μας, για μια ψυχοκτόνα τελειότητα που δεν μπορούμε ούτε στο ελάχιστο να εφαρμόσουμε και να εκπροσωπήσουμε; Πότε θα παύσουμε να είμαστε ακίνητα και σιωπηλά μπιμπελό στα αραχνιασμένα ράφια μιας αφώτιστης θρησκευτικότητας, της οποίας η εξόφθαλμη πνευματική μας ανεπάρκεια προβληματίζει, προκαλεί και αηδιάζει; Η αγάπη του Χριστού δεν είναι θεωρία και έκθεση ιδεών, ούτε σοφιστεία και εξυπνάδα, ούτε δήλωση και μεγαλοστομία· είναι ακατάβλητη πονεμένη ευχή, καρδιοστάλακτη επιείκεια με δύναμη παρηγορίας και ακολάκευτος ασπασμός της στυφής αδυναμίας του αποκαρδιωμένου αδελφού.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΘΑ ΤΗ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΤΕ


ΘΑ ΤΗ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΤΕ


     Πάσχουμε και κοπτόμαστε για την έλλειψη ή τη στέρηση ποιότητας και βάθους στη ζωή και πορεία μας, στις σχέσεις και την κοινωνία μας. Μα, πώς και πότε έρχεται αυτή η «ποιότητα» και αυτό το «βάθος» που εν πολλοίς επιθυμούμε τόσο καλοπροαίρετα; Ασφαλώς, όταν εμείς παύσουμε να εξετάζουμε ανωφελώς και φίλαυτα τα πράγματα μέσα μας και γύρω μας. Η ψυχή μας χρειάζεται να γίνει ελεύθερη με τη Χάρη του Θεού, για να αρχίσει να βιώνει επιτέλους την ποθητή υγεία της. Από την άλλη, ό,τι εγκόσμιο, κοινωνικό, ηθικό, ψυχικό ή πνευματικό καλό το αντιλαμβάνεται η ανικανοποίητη λογική-κρίση-σκέψη μας, αναπόδραστα το αναλύει και το κατηγοριοποιεί και, στο τέλος, το ακυρώνει, το αχρηστεύει ή ως συνήθως το εγκαταλείπει για να αφεθεί παθητικά στα προβλήματα που προκύπτουν όχι μόνο από μια «μοιραία» πραγματικότητα, αλλά και από την εσφαλμένη διάθεση που αρχίζουμε να καλλιεργούμε και να έχουμε εμείς προς αυτή. Η απλότητα και η ελευθερία της καρδιάς μας αποτελούν σίγουρα την εξαίσια δύναμη υπερκέρασης κάθε πραγματικού ή επίπλαστου προβλήματος που παρουσιάζεται ενώπιόν μας. Και το κάθε πρόβλημα μοιάζει ασύγκριτα βαρύτερο ή αλγεινότερο, όταν βιώνεται διαρκώς μέσα από τις δικές μας εμμονές, ιδέες και προλήψεις, οι οποίες ως συνήθως αποτελούν τη δική μας ανομολόγητη υποταγή στην ενδόμυχη φωνή των λογισμών μας και των αντίστοιχων διαθέσεων. Οι δε λογισμοί, ως έωλες και αβάσιμες παραστάσεις γνώσεως, τακτοποιούνται, αραιώνουν ή εξαφανίζονται μονάχα με την Ευχή, με την ελεύθερη και καρδιακή επίκληση του Ονόματός Του. Όσο πιο νωρίς καταπιαστεί κανείς με αυτή την πνευματικά πανευεργετική Εργασία, τόσο πιο απρόσβλητος γίνεται από την παντοξική λογισμοκρατία της ζωής του και εν γένει της σύγχρονης ζωής του κόσμου. Διαπιστωμένα, δεν θα ψάξει να βρει ποτέ «εναλλακτικές» γκουρουϊστικές λύσεις για τον επώδυνο σβησμό του εαυτού του· δεν θα χορτάσει ποτέ, αναίτια και υπερθεματικά, από χάπια και συνταγές· δεν θα γίνει κυνικός με τις βαριοπούλες της πονεμένης πλην επιθετικής αυτοφιλοσοφίας του. Εάν ο Χριστός, ως βίωμα και ως κατάσταση, δεν γίνει το ασάλευτο κέντρο της ζωής μας, τότε χίλιες μύριες αλλοτριώσεις θα διεκδικούν σθεναρά κάθε μας ενέργεια και κάθε μας λόγο· και εμείς, ως φτωχοί και αδύναμοι τύποι, δεν θα έχουμε να παρουσιάσουμε καμία αποτελεσματική αντίσταση προς αυτές· και η μόνη λύση σε όλο αυτό το δυσχερές φαινόμενο θα είναι είτε η ωραιοποίηση της φθοράς μας, είτε η απενοχοποίηση της συνείδησής μας με μια επιδερμική ή κάλπικη βεβαίωση ότι τάχα ο Χριστός βρίσκεται ως συνάδων και συνευδοκών στα λόγια και στα έργα μας. Μα, συμβαίνει έτσι; Ή μήπως η πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη και αντίστροφη σε ό,τι εμείς νομίζουμε ότι συμβαίνει; Καιρός κάποιες γόνιμες και ειρηνοποιητικές ανησυχίες, που θέτει η θεία Χάρη και ο φωτισμός του Χριστού, να εκβάλλουν έξω τον πληθωρικό και ταραχοποιητικό εφησυχασμό μας. Και θα τη βρούμε την άκρη τότε…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΕΤΗΣΙΟ ΧΗΡΟΠΛΑΚΩΜΑ


ΕΤΗΣΙΟ ΧΗΡΟΠΛΑΚΩΜΑ


     «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον...». Το Ψυχοσάββατο έρχεται και φέτος, αλλά ποιος βουβός κι αμίλητος τάφος να μπορεί να διαμαρτυρηθεί για το αναμενόμενο σαρωτικό κύμα του ετήσιου «χηροπλακώματος»; Μπροστά στην εθιμοκρατία, στον κρυφοπαγανισμό, στην ατελείωτη πάστρα των παγωμένων μαρμάρων, στο εξακολουθητικό αλληλοκέρασμα γλυκισμάτων, στην πυράκτωση πολλαπλών κάρβουνων μέσα σ’ ένα στενό θυμιατήρι, στο παραγέμισμα των μικρών ποτηροκαντυλιών με τις μεγάλες φλόγες, στο άφθονο περίχυσμα νερόκρασων, στη περιτύμβια κενολογία και βαβούρα, στις πενθηρές φωνασκίες, στο μάλωμα και στον σπαραγμό για το ποιο θα είναι το πρώτο ή το επόμενο μνήμα όπου θα γίνει το Τρισάγιο του Παπά, ποια αληθινή Προσευχή και ποια κατανυκτική Δέηση μού θες να μείνει; ...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΑΡΓΑ Ή ΓΡΗΓΟΡΑ


ΑΡΓΑ Ή ΓΡΗΓΟΡΑ


     Από τα γρανάζια του συγχυσμένου εαυτού μας όλες οι φιλαλήθεις αντιδράσεις καθώς και οι φιλόμαχες αντιδραστικότητες. Όσο κι αν θέλουμε να εκλαμβανόμαστε αντισυμβατικοί και αντισυστημικοί, όταν η ελευθερία μας δεν είναι ποτισμένη από τη Χάρη του Θεού, αργά ή γρήγορα θα καταλάβουμε πόσο βαθιά αυταπατόμασταν ή πόσο παθιασμένα διακινούσαμε ένα ψέμα μέσα από τα μεγάλα μας τραύματα...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΡΟΒΑΤΟ


ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΡΟΒΑΤΟ
(Μικρό σχόλιο για την Κυριακή του Ασώτου)


     Είπε ο Κύριος: «Τι νομίζετε; Αν κάποιος έχει εκατό πρόβατα και του χαθεί απ’ αυτά το ένα, δε θ’ αφήσει τα ενενήντα εννιά στα βουνά για να πάει ν’ αναζητήσει το χαμένο πρόβατο; Κι όταν το βρει, σας βεβαιώνω πως χαίρεται πολύ γι’ αυτό, παρά για τα ενενήντα εννιά που δεν έχουν χαθεί. Έτσι και ο ουράνιος Πατέρας σας δε θέλει να χαθεί ούτε ένας από αυτούς τους μικρούς αδελφούς σας!» (Ματθ. 18, 12-14).

     Παίρνοντας γλυκό θάρρος από αυτή την Παραβολή η κάθε ψυχή που διά της αμαρτίας «ασώτεψε» σ’ αυτή τη ζωή, με όλη την ενδόμυχη ένταση της απόγνωσης και της θεοσοφίας  της, γυρίζει και λέει με θερμή πίστη, με ιερό πόθο και με βαθυκάρδια προσδοκία προς τον Χριστό, τον μόνο φιλόψυχο Σωτήρα της: «Πλανήθηκα κι εγώ σαν το χαμένο πρόβατο! Εσύ, όμως, Κύριε, μη μ’ εγκαταλείψεις! Αλλά μονάχα ζήτησε να με βρεις με την αγάπη Σου! Ζήτησε να βρεις κι εμένα τον δούλο Σου, διότι όσο κι αν πλανήθηκα, κατά βάθος ποτέ δεν ξέχασα Εσένα και τις εντολές Σου!» (πρβλ. Ψαλμ. 118, 176). Και ο πικρός καιρός της προσωπικής «ασωτίας» παύει πάραυτα, η εστία του Πατέρα ανοίγει διάπλατα τις θύρες του ελέους και χαρά αγγελική στεφανώνει την προς τον Χριστό επιστροφή μας.

     Η «ασωτία» δεν μπορεί ποτέ να νοηθεί ποτέ ως «δύναμη», «σθένος», ως «κατόρθωμα» και «μαγκιά» από την πλευρά του πληγωμένου ή υπερήφανου ανθρώπου. Δεν είμαι δυνατός, όταν «ασωτεύω». Είμαι αποστάτης και αρνητής της θείας αγάπης με τις αντίθεες και αφιλόψυχες επιλογές του βίου μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός «θίγεται» γι’ αυτό μέσα στη μεγαλοπρέπειά Του και ότι με αγαπάει λιγότερο, όταν με τη σύναρση όλης της ασύνετης ελευθερίας μου «απομακρύνομαι» από την Εστία της παναγάπης Του· σημαίνει απλά ότι εγώ αγάπησα την αμαρτία μου πιότερο του Θεού, ότι πια ο Θεός δεν αποτελεί εμπράκτως κέντρο της καρδιάς και της ζωής μου και, έτσι, δυστυχώς, το δίχως άλλο ανήκω ακόμη στην κατηγορία του ανθρώπου που παρασαλεύεται και ταλανίζεται συνεχώς, για το λόγο ακριβώς ότι δεν είμαι ακόμη εδραίος, αμετακίνητος και ακλόνητος στην αγάπη του Θεού. Η πτωτικότητά μου με κυριεύει ολοσχερώς και ταυτόχρονα με ενοχοποιεί, σκοτίζοντας παντοιότροπα τον νου μου και αδρανοποιώντας τη θέλησή μου. Πρέπει να δραπετεύσω από τους μύθους που σκοτώνουν και απροσανατολίζουν τη ψυχή μου. Ο Θεός δεν είναι ο κατήγορος των διακυμάνσεών μας· Αυτός που δήθεν στηλιτεύει παντοκρατορικά τις ανασφάλειες, τις κατρακύλες και τις πτώσεις μας. Ο Θεός λαχταρά αέναα την επιστροφή μας προς Αυτόν, γιατί ευδοκεί ανεκδιήγητα να μεταδώσει τη θεία Του ζωή σ’ εμάς. Για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να «επιστρέψουμε» και κυρίως πάντα να «επιστρέφουμε» προς Αυτόν. Βλέποντας την τόση και όποια «ασωτία» μας και συνειδητοποιώντας ειλικρινά τις αμαρτίες μας, λαμβάνουμε την παραδείσια δύναμη της Ταπείνωσης, από την οποία παίρνει σάρκα και οστά η οδός της αστείρευτης μετανοίας μας. Και ευθύς, μέσα σε έναν άχρονο χρόνο και με έναν άφθογγο τρόπο, μεταβιβαζόμαστε ακώλυτα στη ζωογόνα αγκαλιά του Θεού Πατέρα, στην άληκτη ευωχία και ασφάλεια της Πατρικής Εστίας, σε αυτήν όπου πάντα ανήκαμε κατά τη Χάρη και τη Δωρεά που μας δόθηκε ήδη από το Μυστήριο της Βαπτίσεώς μας. Η «επιστροφή» μας είναι τελικά ο δοξασμός της θείας Αγάπης. Η δε «ασωτία» μας η άρνηση και η ακύρωση αυτής της θείας Αγάπης, η εκούσια προσκόλλησή μας σε έναν βίο γεμάτο στυφά «ξυλοκέρατα», σε ανάξια και θλιβερά υποκατάστατα του Θεού, που απλά επιτείνουν δραματικά το μαρτύριό μας. Ο «άσωτος» μάς υποδεικνύει γλαφυρά μια ελάχιστα γνωστή «επαινετή παρρησία»: Το να θυμόμαστε πάντα τον Θεό ακόμη και στην πιο ακραία πτώση μας. Αυτή η ενθύμηση είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί είναι η αρχή της μετανοίας, η αρχή της σωτήριας επιστροφής μας· και τούτη η επιστροφή μας είναι ταυτόχρονα πάντα η νίκη μας, διότι εξαιτίας της παύει να βασιλεύει εντός μας ο θάνατος της αμαρτίας μας, αλλά δεσπόζει εκείνη η μακάρια ζωή που απαντλείται από τη θεία Συγχώρεση και τη θεία Αγάπη…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Η Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


Η Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΗ 
ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


     Όταν το συμπόσιο του Ηρώδη ποτίστηκε με το αίμα του μεγίστου των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, οι μαθητές του Ιωάννου πήγαν να ενταφιάσουν το σώμα του (Ματθ. 14, 11), ενώ η πανδόλια Ηρωδιάς, αφού πήρε την αιμάσσουσα κεφαλή που, με δική της εντολή, της είχαν φέρει «ἐπὶ πίνακι» (Ματθ. 14, 8· Μάρκ. 6, 25), διέταξε να τη θάψουν βαθιά σε έναν ανάξιο τόπο κοντά στο παλάτι του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα [1].

     Πολύ καιρό αργότερα, δύο μοναχοί από την Ανατολή, έφθασαν στην Παλαιστίνη για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Ο Τίμιος Πρόδρομος φανερώθηκε σ’ αυτούς τη νύχτα, χωριστά στον καθένα, και τους είπε: «Πηγαίνετε στο παλάτι του Ηρώδη και θα βρείτε εκεί την κεφαλή μου κάτω από τη γη!». Οδηγημένοι από τη θεία Χάρη, δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν το μέρος όπου είχε θαφτεί το τίμιο λείψανο και, ευχαριστώντας τον Θεό, το έβαλαν σ’ ένα σάκκο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

     Στον δρόμο συνάντησαν έναν κεραμέα από την Έμεσα που, έχοντας πέσει σε μεγάλη ένδεια, είχε αφήσει την πατρίδα του αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Μετά από νέα εμφάνιση του Προδρόμου, ο κεραμέας πήρε την τίμια κάρα και επέστρεψε στην Έμεσα, όπου έκτοτε γνώρισε μεγάλη προκοπή και ευημερία. Την ώρα που ετοιμαζόταν να αφήσει τη ζωή αυτή, έβαλε τον ανεκτίμητο θησαυρό μέσα σ’ ένα σεντούκι και το άφησε κληρονομιά στην αδελφή του, συμβουλεύοντάς την να μην το ανοίξει δίχως την εντολή Αυτού που κρυβόταν εκεί μέσα κι όταν θα ερχόταν η ώρα να το παραδώσει σε κάποιον άνθρωπο ευσεβή και φιλόθεο. Έτσι, η κάρα του Προδρόμου πέρασε από τον έναν στον άλλον, φθάνοντας τελικά σε έναν ιερομόναχο ονόματι Ευστάθιο που ασκήτευε σε σπήλαιο κοντά στην Έμεσα, αλλά που κρυφά ήταν αιρετικός αρειανόφρων. Παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια, απέδιδε στον εαυτό του τις άφθονες ιάσεις που επιτελούνταν γύρω από τον πολύτιμο αυτό θησαυρό και επωφελούνταν επονείδιστα από τη θεία Χάρη. Καθώς η αίρεσή του και τα ανομήματά του ήλθαν γρήγορα στο φως, εκδιώχθηκε από τους ορθόδοξους και η τιμία κεφαλή του Προδρόμου έμεινε κρυμμένη στο σπήλαιο μέχρι τη στιγμή που ο ευλαβής Μάρκελλος, άνθρωπος φιλόθεος και φιλάρετος, ορίσθηκε ηγούμενος στη μονή που είχε ιδρυθεί κοντά στο σπήλαιο επί βασιλείας του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457) και επισκοπίας του επιφανούς Ουρανίου της Εμέσης.

     Ο Τίμιος Πρόδρομος φανερώθηκε τότε πολλές φορές στον Μάρκελλο και του έδειξε την εύνοιά του μ’ έναν στοργικό ασπασμό και προσφέροντάς του ένα βάζο γεμάτο μέλι. Οδηγημένος κατόπιν με εντολή του αγίου από ένα άστρο που στάθηκε πάνω από ένα κοίλωμα του σπηλαίου, ο Μάρκελλος άρχισε να σκάβει αφού πρώτα θυμίασε τον τόπο. Βρήκε τότε κάτω από μια μαρμάρινη πλάκα την τιμία κάρα κρυμμένη σε έναν αμφορέα και το προσκύνησε με δάκρυα χαράς. Το πολύτιμο λείψανο αποτέθηκε αργότερα (761) στον κύριο ναό της Εμέσης και έγινε για την πόλη πηγή ευλογιών κάθε είδους, μέχρι την εποχή της μετοκομιδής του στα Κόμανα της Καππαδοκίας, που υπαγορεύθηκε από την απειλή των Αράβων (810-820) [βλ. 25 Μαΐου] [2].


— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
   [1]  Τον 4ο αιώνα ο τάφος του Τιμίου Προδρόμου ετιμάτο μαζί με εκείνους των Προφητών Ελισαίου και Αβδιού στη Σαμάρεια. Βεβηλώθηκε την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτου (361) και τα οστά διασκορπίσθηκαν. Ευσεβείς χριστιανοί μπόρεσαν όμως να σώσουν μερικά τεμάχια και τα μετέφεραν στα Ιεροσόλυμα, στον ηγούμενο Φίλιππο, ο οποίος τα παρέδωσε στον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Το προσκύνημα στον τάφο του Τιμίου Προδρόμου συνεχίστηκε, ωστόσο, για πολλούς αιώνες. Τα σλαβικά μηνολόγια αναφέρουν μια παράδοση άγνωστη στους βυζαντινούς Συναξαριστές, σύμφωνα με την οποία μια κυρία της ακολουθίας της Ηρωδιάδος, σύζυγος του Χουζά (ή Χούζα), επιτρόπου του Ηρώδη, η οποία έγινε μία από τις άγιες Μυροφόρες, μη μπορώντας να υποφέρει να μένει θαμμένη η κεφαλή του Προδρόμου σε τόσο ανάξιο τόπο, έβαλε να την ξεθάψουν και την έφερε κρυφά στην Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών, όπου βρέθηκε αργότερα από έναν ευγενή ο οποίος κατόπιν εκάρη μοναχός.
   [2]  Συνοψίζεται εδώ η εκδοχή του αγίου Συμεών του Μεταφραστού, την οποία επαναλαμβάνει το Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με ορισμένους βυζαντινούς ιστορικούς (Σωζομενός, Πασχάλιον Χρονικόν, Ψευδο-Κωδινός), η κεφαλή του Προδρόμου βρέθηκε στην Παλαιστίνη από δύο μοναχούς και μεταφέρθηκε από αυτούς στην Κιλικία. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-375), έδωσε εντολή στον έπαρχο του Παλατίου, Μαρδόνιο, να τη φέρει στην Κωνσταντινούπολη. Στον δρόμο, το όχημα που τη μετέφερε βρέθηκε θαυματουργικά ακινητοποιημένο στο Παντείχιον (Βιθυνία). Χρειάστηκε λοιπόν να την αφήσουν σε ένα κτήμα του Μαρδονίου, στο Κοσίλαο, στη φύλαξη μιας μοναχής που ανήκε στην αίρεση του Μακεδονίου, τη Ματρώνα, η οποία ήταν ηγουμένη μιας αδελφότητος. Μετά τον θάνατό της, ο πρεσβύτερος Βικέντιος, που μόλις είχε επανακάμψει στην Ορθοδοξία, πήρε το λείψανο στη φροντίδα του, μέχρι την ημέρα που ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας ήλθε να το πάρει στη Βασιλεύουσα και, μεταφέροντάς το ευλαβικά στις πτυχές του μανδύα του, στις 17 Φεβρουαρίου 392, το απέθεσε στη λαμπρή εκκλησία στο προάστιο του Εβδόμου, την οποία είχε κτίσει για να το υποδεχθεί. Για να λύσουν το πρόβλημα χρονολογίας που δημιουργείται από τις δύο διηγήσεις, μερικοί υπέθεσαν ότι μόνον μέρος από την τιμία κάρα του Προδρόμου μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί Θεοδοσίου.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
κ γῆς ἀνατείλασα, ἡ τοῦ Προδρόμου Κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι, τῆς ἀφθαρσίας πιστοὺς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τὴν πληθὺν τῶν Ἄγγελων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς Χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καὶ γὰρ ὡς πρότερον, τῷ κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
σπερ μυροθήκη πνευματική, ἐκ γῆς ἀνεφάνη, σοῦ ἡ πάντιμος Κεφαλή, Βαπτιστὰ Κυρίου, καὶ κόσμον κατευφραίνει, τῆς ἡδυπνόου δόξης, ταῖς διαδόσεσι.




[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 256–257.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ


     Ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού Πολύκαρπος, ο οποίος σύμφωνα με τον μαθητή του, τον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου [23 Αυγ.], «υπήρξε μαθητής των Αποστόλων και οικείος με όσους είδαν τον Κύριο» [1], γεννήθηκε στην Έφεσο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Βεσπασιανού (70). Πριν μαρτυρήσουν οι άγιοι γονείς του, εμπιστεύθηκαν το παιδί τους σε μια ευσεβή και ευγενή γυναίκα, την Καλλίστη, η οποία το ανέθρεψε με φόβο Θεού και με αγάπη για τις θείες αρετές. Το παιδί γεμάτο συμπόνια, εφάρμοζε τόσο καλά την εντολή της ελεημοσύνης, ώστε δαπανούσε τα αποθέματα της θετής μητέρας του μοιράζοντάς τα στους φτωχούς. Εκείνα όμως αναπληρώνονταν θαυματουργικά και, έτσι, η Καλλίστη άλλαξε το όνομά του από Παγκράτιο σε Πολύκαρπο.

     Σε ώριμη ηλικία έγινε μαθητής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου [26 Σεπτ. και 8 Μαΐου], ο οποίος την εποχή εκείνη κήρυττε το Ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας μαζί με τον άγιο Βουκόλο [6 Φεβρ.] και τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο [20 Δεκ.]. Εμποτισμένος με την ουράνια και θεία διδασκαλία του αγίου Αποστόλου, μοιράστηκε πρόθυμα όλες τις περιπέτειες του αγαπημένου Μαθητού του Χριστού μέχρι την εξορία του στην Πάτμο (περί το 95). Ο άγιος Ιωάννης χειροτόνησε τότε τον Βουκόλο επίσκοπο της μεγάλης και επιφανούς πόλεως της Σμύρνης και του εμπιστεύθηκε τον Πολύκαρπο ως βοηθό και συνεργάτη του. Φθάνοντας στη Σμύρνη ο Πολύκαρπος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε τη φροντίδα των ορφανών έως την ημέρα που, προβλέποντας τον επικείμενο θάνατό του ο άγιος Βουκόλος, όρισε τον ταπεινό Πολύκαρπο διάδοχό του.

     Όταν, με θέλημα Θεού και πνευματικού πατρός, έγινε ποιμήν της Εκκλησίας της Σμύρνης, ο Πολύκαρπος επιδόθηκε στο έργο του μιμούμενος σε όλα την πολιτεία των Πατέρων του και επαναλαμβάνοντας πιστά τα δικά τους λόγια, όπως και όσα είχαν ταμιεύσει από το ίδιο το στόμα του Κυρίου. Από την εξορία του στην Πάτμο (κατά το 14ο έτος της βασιλείας του Δομετιανού), ο άγιος Ιωάννης απηύθυνε τα εγκώμιά του «προς τον άγγελο της εκκλησίας της Σμύρνης», ενθαρρύνοντάς τον να «μείνει πιστός μέχρι τον θάνατο για να του δοθεί το στεφάνι της νίκης, δηλαδή της αιώνιας ζωής» (βλ. Αποκ. 2, 8-10). Ενδεδυμένος τη θεία Χάρη, ο Πολύκαρπος επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων: έσβησε με την προσευχή του μια πυρκαγιά που απειλούσε τον τόπο επί επτά ημέρες, προκάλεσε ευεργετική βροχή μετά από μια μακρά ξηρασία, ελευθέρωσε δαιμονισμένους και θεράπευσε αρρώστους, με αποτέλεσμα, χάρη σ’ αυτόν να μεταστραφούν στην αληθινή Πίστη πολυάριθμοι ειδωλολάτρες.

     Όταν, προς την αρχή της επισκοπείας του Πολύκαρπου (περί το 101), ο άγιος Ιγνάτιος καταδικάστηκε σε θάνατο και εστάλη αλυσοδεμένος στη Ρώμη για να παραδοθεί στα θηρία, πέρασε από τη Σμύρνη και είχε την ευτυχία να ασπαστεί για τελευταία φορά τον άγιο επίσκοπο. Φθάνοντας στην Τρωάδα, του απηύθυνε επιστολή για να τον ευχαριστήσει για τη φιλοξενία, του ανέθεσε τη φροντίδα της Εκκλησίας της Αντιοχείας και του μετέδωσε θεόπνευστες συμβουλές για τα καθήκοντα του ποιμενάρχη: «Σε υπερτιμώ, αφού αξιώθηκα να δω το άμωμο πρόσωπό σου. Σε παρακαλώ, στο όνομα της Χάριτος που ενεδύθης, να συνεχίσεις τον δρόμο σου και να τους στηρίζεις όλους στην Πίστη ώστε να σωθούν. Φύλαγε την τιμή του αξιώματός σου με κάθε επιμέλεια σώματος και πνεύματος. Φρόντιζε για την ενότητα της Εκκλησίας, διότι τίποτε δεν υπάρχει ανώτερό της. Βάσταζε τους πάντες, όπως ακριβώς ο Κύριος βαστάζει εσένα. Αφοσιώσου στο “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι” (βλ. Α΄ Θεσ. 5, 17). Να υπομένεις με αγάπη τις ασθένειες όλων ως τέλειος αθλητής. Οι περιστάσεις σε αποζητούν, όπως αποζητά τον άνεμο ο κυβερνήτης του πλοίου και ο χειμαζόμενος το ασφαλές ορμητήριο, για να αξιωθείς να δεις τον Θεό» [2].


     Στη συνέχεια, ο άγιος Πολύκαρπος έγραψε προς τους χριστιανούς των Φιλίππων για να τους συγχαρεί που δέχθηκαν τον Ιγνάτιο και τους Μάρτυρες, «αυτά τα μιμήματα της αληθούς αγάπης, τους οποίους ξεπροβοδίσατε αξίως, τους αλυσοδεμένους με αγιόπρεπα δεσμά, τα οποία αποτελούν διαδήματα εκείνων που είναι αληθινά εκλεγμένοι από τον Θεό και Κύριό μας» [3]. Τους προτρέπει να προσκαρτερούν με την υπομονή εκείνη που είδαν στους ίδιους τους Μάρτυρες και τους εκθέτει τις αρχές μιας φιλάνθρωπης χριστιανικής κοινότητας: «Η Πίστη είναι η μητέρα όλων μας. Ακολουθεί κατόπιν η Ελπίδα, ενώ προπορεύεται η Αγάπη προς τον Χριστό και Θεό μας και προς τον πλησίον μας. Εάν κάποιος ζει με αυτές τις αρετές, εκπληρώνει την εντολή της θείας Δικαιοσύνης, διότι αυτός που έχει την Αγάπη, βρίσκεται μακριά από κάθε αμαρτία» [4].

     Με τον καθ’ όλα αποστολικό αυτό τρόπο κυβέρνησε την Εκκλησία του επί περισσότερα από πενήντα έτη. Περί το 160, γέροντας πλήρης ημερών, μετέβη στη Ρώμη για να συσκευθεί με τον πάπα Ανίκητο [17 Απρ.] γύρω από τη διαφορά που χώριζε τη Ρώμη από τις Εκκλησίες της Ασίας, όσον αφορά τον καθορισμό της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα, και για να υπερασπισθεί την ορθή Πίστη κατά των αιρέσεων. Η ακτινοβολία της αγιότητάς του και η θεόπνευστη διδασκαλία του, προκάλεσαν την αθρόα μεταστροφή πολλών ψυχών που είχαν παραπλανηθεί από τους αιρετικούς Μαρκίωνα και Ουαλεντίνο. Κατά την αναχώρησή του από τη Ρώμη, ο πάπας Ανίκητος από σεβασμό τού παραχώρησε το προνόμιο να προΐσταται της ευχαριστιακής Συνάξεως· αφού ασπάστηκαν αλλήλους, αποχωρίστηκαν με ειρήνη σεβόμενοι αμοιβαίως τις θεμιτές διαφορές μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών.

     Λίγο μετά την επιστροφή του στη Σμύρνη (165), ο ανθύπατος Στράτιος Κοδράτος εξαπέλυσε βίαιο διωγμό ο οποίος αναστάτωσε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας και κατά τον οποίο ο άγιος Πολύκαρπος, ηλικίας τότε ογδόντα έξι ετών, βρήκε μαζί με δώδεκα άλλους Μάρτυρες από τη Φιλαδέλφεια ένδοξο θάνατο, το Μεγάλο Σάββατο (23 Φεβρουαρίου 167), με τρόπο παρόμοιο με το Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού [5].

     Ενώ οι γενναίοι Μάρτυρες του Χριστού υφίσταντο κάθε είδους βασανιστήρια και παραδίδονταν στο τέλος τροφή στα θηρία, ο πανόσιος Πολύκαρπος διατηρούσε τη συνηθισμένη γαλήνη του και ήθελε μάλιστα να παραμείνει στην πόλη, για να μην εγκαταλείψει το πνευματικό του ποίμνιο. Με την επιμονή, όμως, των συντρόφων του που τον ικέτευαν να μην εκτεθεί πρόωρα στον θάνατο, αποσύρθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα κοντά στην πόλη και μέρα-νύκτα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους και για όλες τις Εκκλησίες του κόσμου. Τρεις ημέρες πριν τη σύλληψή του, ενώ προσευχόταν, είδε σε οπτασία το προσκέφαλό του να πιάνει φωτιά και να καίγεται. Στρεφόμενος προς τους ανθρώπους του, τους ανήγγειλε ήρεμα ότι έπρεπε να προσφέρει τη ζωή του για τον Χριστό στην πυρά.

     Αναγκασμένος ν’ αλλάξει κρησφύγετο, δεν πρόλαβε να φθάσει εκεί, όταν οπλισμένοι άνδρες που είχαν μάθει πού κρύβεται, βασανίζοντας έναν μικρό δούλο, εισέβαλαν στο σπίτι. Ο επίσκοπος αρνήθηκε να διαφύγει και τους δέχθηκε με πρόσωπο που έλαμπε, γεμάτο γλυκύτητα, τους κάλεσε να φάνε και να πιούνε όσο ήθελαν και το μόνο που ζήτησε ήταν να του δώσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. Εκείνοι δέχθηκαν και για δύο ώρες ο γέροντας στεκόταν όρθιος, πλήρης θείας Χάριτος, μνημονεύοντας όσους ανθρώπους είχε γνωρίσει, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και αφανείς, όπως και την ανά την οικουμένη καθολική Εκκλησία του Χριστού. Όταν έφθασε η ώρα να φύγουν, οι στρατιώτες, κυριευμένοι από μεγάλο φόβο και μετανοημένοι για το σκαιό και απάνθρωπο έργο που είχαν να εκτελέσουν, τον έβαλαν να καθίσει πάνω σε όνο για να τον οδηγήσουν στη Σμύρνη. Ο ειρήναρχος (αστυνόμος), που δικαίως ονομαζόταν Ηρώδης, εμφανίσθηκε μπροστά του και τον ανέβασε στην άμαξά του με σκοπό να τον πείσει να σώσει τη ζωή του θυσιάζοντας στον Καίσαρα. Όταν όμως κατάλαβε ότι ματαίως κοπίαζε, τον πέταξε κάτω στον δρόμο καθυβρίζοντάς τον. Πληγωμένος στο πόδι ο γέροντας Πολύκαρπος, συνέχισε παρά ταύτα χαρούμενος τον δρόμο του πεζός. Όταν μπήκε στο στάδιο, το οποίο ήταν γεμάτο από πλήθος που ούρλιαζε και διψούσε για αίμα, θεϊκή φωνή ακούστηκε από τους μοναδικούς χριστιανούς που βρίσκονταν στο κέντρο του πλήθους και έλεγε: «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου!». Ο ανθύπατος τον προέτρεψε να απαρνηθεί τον Χριστό λέγοντας: «Λυπήσου τα χρόνια σου!» και άλλα παρόμοια που συνηθίζουν οι διώκτες να λένε με αφροσύνη σε τέτοιες περιστάσεις. «Ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα και πες: “Αίρε τους αθέους!”», του φώναξε. Περιφέροντας τότε το πράο και γαλήνιο βλέμμα του πάνω στο πλήθος των ειδωλολατρών που γέμιζε το αμφιθέατρο, ο Πολύκαρπος αναστέναξε βαθιά και, στρέφοντας τα μάτια του προς τον Ουρανό, ωσάν να ευχόταν σιωπηλά προς τον Κύριό του, είπε: «Αίρε τους αθέους!». Στις δε πιέσεις που δεχόταν προκειμένου να λοιδορήσει τον Χριστό, αποκρίθηκε: «Πάνε ογδόντα έξι ολόκληρα χρόνια που Τον υπηρετώ και σε τίποτε Αυτός δεν με αδίκησε! Πώς μπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλιά μου, Αυτόν που μ’ έσωσε;».


     Ο ανθύπατος τού είπε: «Έχω θηρία και θα σε παραδώσω σε αυτά, αν δεν αλλάξεις γνώμη!». Ο Πολύκαρπος απάντησε: «Κάλεσέ τα, γιατί είναι αδύνατο για εμάς ν’ αλλάξουμε γνώμη και να περάσουμε από το καλύτερο στο χειρότερο· αντίθετα, είναι καλό ν’ αλλάζεις για να πας από το κακό προς το αγαθό και το δίκαιο». —«Θα σε κάψω στην πυρά, αφού περιφρονείς τα θηρία!», είπε ο δικαστής. Ο Πολύκαρπος τότε, γεμάτος θεία ορμή και χαρά, αποκρίθηκε: «Με απειλείς με το πυρ το οποίο καίει προσωρινά και ύστερα από λίγο σβήνει· διότι ασφαλώς αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως, που επιφυλάσσεται για τους ασεβείς. Αλλά γιατί αργοπορείς; Φέρε ό,τι θέλεις!».

     Ο κήρυκας τότε ανήγγειλε βροντερά τρεις φορές ότι ο Πολύκαρπος είχε ομολογήσει πως είναι χριστιανός. Το πλήθος, έξαλλο και μανιασμένο, απαίτησε να εξαπολύσουν εναντίον του ένα λιοντάρι· επειδή όμως οι θηριομαχίες είχαν τελειώσει, φώναξε: «Να καεί ζωντανός στην πυρά!». Και αμέσως, ειδωλολάτρες και Εβραίοι μαζί, πήγαν να μαζέψουν από τα γύρω εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα. Όταν όλα ήσαν έτοιμα στη μέση του σταδίου, ο Πολύκαρπος απέθεσε ο ίδιος τα ιμάτιά του, τόσο ήρεμα και γαλήνια, σαν να επρόκειτο να προσφέρει την Αγία Αναφορά, θέλησε μάλιστα να βγάλει και τα υποδήματα, πράγμα που δεν έκανε ποτέ, γιατί οι πιστοί έσπευδαν πάντα από υπέρμετρη και ασυγκράτητη αγάπη να του φιλήσουν τα πόδια. Όταν ετοιμάστηκαν να τον καρφώσουν πάνω σ’ ένα πάσαλο για να μείνει ακούνητος, είπε: «Αφήστε με, έτσι. Εκείνος, ο Οποίος μου δίνει τη δύναμη να υπομείνω τη φωτιά, θα με ικανώσει επίσης να παραμείνω ακίνητος, δίχως την ανάγκη των καρφιών». Όταν τον ανέβασαν πάνω στα ξύλα, σαν τον διαλεγμένο από το κοπάδι επίσημο κριό που προσφέρεται για ολοκαύτωμα, έστρεψε τα μάτια προς τον Ουρανό και, αναπέμποντας μια τελευταία προσευχή, ευχαρίστησε τον Θεό διότι τον αξίωσε, μαζί με όλους τους αγίους Μάρτυρες, να λάβει μέρος στο Ποτήριον του Χριστού «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου ψυχῆς τε καὶ σώματος ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου».

     Αφού ανέπεμψε το «Αμήν» και επλήρωσε την τελευταία ευχή του, ο δήμιος άναψε την πυρά. Μια τεράστια φλόγα αναπήδησε· αλλά —ω, του θαύματος!— η φλόγα σχημάτισε αίφνης μια τεράστια κόγχη, σαν ένα θεόρατο ιστίο που το φουσκώνει ο άνεμος, περιβάλλοντας σαν προστατευτικό τείχος το σώμα του Ιερομάρτυρος. Εκείνος έστεκε στο κέντρο, όχι ως σάρκα που καίγεται, αλλ’ ως άρτος που ψήνεται ή ως χρυσός και άργυρος που πυρώνεται μέσα στην κάμινο. Και η ευωδία ήταν τόσο δυνατή και διάχυτη, ώστε οι παρευρισκόμενοι νόμιζαν ότι καιγόταν λίβανος ή άλλο πολύτιμο άρωμα.

     Βλέποντας οι ασεβείς ότι το σώμα του αγίου δεν μπορούσε να καεί, φώναξαν τον δήμιο να τον αποτελειώσει με το ξίφος. Το αίμα τότε ξεπήδησε τόσο άφθονο, που έσβησε τη φωτιά, αφήνοντας άναυδο το πλήθος.

     Τα τίμια λείψανα του αγίου Ιερομάρτυρος του Χριστού αποτεφρώθηκαν με προτροπή των Εβραίων, αλλά οι πιστοί μπόρεσαν παρά ταύτα να μαζέψουν μερικά οστά τα οποία απέθεσαν σε κατάλληλο τόπο, όπου και συνάζονταν κάθε χρόνο για να εορτάσουν με χαρά τη γενέθλιο ημέρα του στον Ουρανό. Το ένδοξο μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου επισφράγισε, αν και προσωρινά, τον διωγμό κατά των Χριστιανών.



— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
  [1]  Αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου: «Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως» [Κατὰ Αἱρέσεων] Γ΄, 3, 4.
  [2]  Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον» Ι, ΙΙ. 1-2, ΕΠΕ, Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Τόμ. 4, 142-145, Θεσσαλονίκη 1995.
  [3] Αγίου Πολυκάρπου: «Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππησίους» 1, ΕΠΕ 4, 341.
  [4]  Ό.π., 3, 3, ΕΠΕ 4, 342.
  [5]  Συνοψίζουμε εδώ το «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου» (βλ. ΕΠΕ 4, 355-375· και καλύτερη μετάφραση στα: «Μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν», βλ. ΕΠΕ, 1978, 103-129), ένα από τα πρώτα αγιολογικά κείμενα, γραμμένο από αυτόπτη μάρτυρα που παραμένει εντυπωσιακό για το νηφάλιο όσο και υποβλητικό μεγαλείο του. Η μορφή του είναι ελαφρώς διαφορετική από εκείνην που παραδίδει ο Ευσέβιος Καισαρείας (βλ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 15).



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι’ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε· ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεὸν μεγαλύνοντες.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Φοῖνιξ ἀνεδείχθης καρποτελής, ὡς καρποφορίαν, περιφέρων θεουργικήν, τὴν τῶν Ἀποστόλων, ἀμέσως κοινωνίαν, δι’ ἧς ἐκτρέφεις κόσμον, Πάτερ Πολύκαρπε.



[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 235–240.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.