Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ ΤΕΡΠΝΟ

ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ ΤΕΡΠΝΟ


Από τη γέννησή μας είμαστε δέσμιοι του χρόνου, των εποχών και της κάθε γήινης στιγμής μας, όσο βέβαια δεν τον εκλαμβάνουμε σαν ένα πολύτιμο αναβαθμό, σαν ένα απαραίτητο σκαλοπάτι που έχουμε εμείς υπαρκτικά ανάγκη για να ανέβουμε και να αναβαίνουμε προς τον Ουρανό· εκεί όπου είναι η ρίζα, η καταξίωση και το νόημα της ζωής μας. Η προσευχή της καρδιάς μας και η Λειτουργία της Εκκλησίας καταλύουν δυναμικά και αναγεννητικά τον χρόνο. Και μετά, τι ωραίος που είναι ο έγχρονος άνθρωπος, όταν γίνεται εν Χριστώ αιώνιος! Και, τι ωραίος που είναι ο θεόσδοτος χρόνος, που γίνεται ευκαιρία και μέσο αιώνιας σωτηρίας!

Καλή, ευλογημένη, ειρηνική, χαρούμενη, θεάρεστη και θεοφρούρητη, η νέα χρονιά, σε όλους και για όλα!


π. Δαμιανός





ΚΟΥΤΗ ΑΓΚΥΛΩΣΗ

ΚΟΥΤΗ ΑΓΚΥΛΩΣΗ


Δεν είναι που φέρνουν
τα πάθη, οι έγνοιες κι οι σκέψεις οι πολλές
το γέρασμα τ’ ανθρώπου·
αλλ εκείνη η μόνιμη και κουτή αγκύλωσή μας
σε μάταια και μαραμένα αισθήματα.
Μα, η ζωή είναι πάντα αλλού τελικά:
εκεί όπου ζει και βασιλεύει 
η άχρονη, αειθαλής κι αγέραστη καρδιά.

π. Δαμιανός





Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

ΜΕΛΑΝΙΑ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ

ΜΕΛΑΝΙΑ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ


     Η τρισμακάριστη Μελάνη καταγόταν από την Ισπανία, ήταν δηλαδή Ρωμαία. Ήταν θυγατέρα του Μαρκελλίνου του Υπάτου και σύζυγος ενός αξιωματούχου, που δεν θυμάμαι καλά τ όνομά του. Αυτή, σε ηλικία είκοσι δύο ετών χήρευσε· αφού γέμισε ολόκληρη από έρωτα προς το Θεό και χωρίς να πει σε κανένα τίποτα, επειδή εμποδιζόταν στους χρόνους του Ουάλεντα, που κατείχε τότε τη βασιλική εξουσία, διόρισε κηδεμόνα του ανήλικου γιου της και αφού πήρε όλα τα κινητά πράγματά της, τα έβαλε στο πλοίο και, μαζί με τους αφοσιωμένους της υπηρέτες και άλλες γυναίκες, ταξίδεψε γρήγορα στην Αλεξάνδρεια. Και από εκεί, αφού πούλησε τα διάφορα πράγματά της μετατρέποντάς τα σε χρυσά νομίσματα, μετέβη στο όρος της Νιτρίας και συναντιόταν με τους πατέρες που περιέβαλλαν τον Παμβώ, τον Αρσίσιο, τον μέγα Σεραπίωνα, τον Παφνούτιο τον Σκητιώτη, τον Ισίδωρο τον ομολογητή, επίσκοπο της Ερμούπολης, και τον Διόσκουρο. Παρέμεινε κοντά τους για μισό χρόνο περίπου, περιφέροντας την έρημο και γνωρίζοντας όλους τους αγίους πατέρες.


     Μετά από τον ερχομό της Μελάνης, ο διοικητής της Αλεξάνδρειας, εξόρισε στην Παλαιστίνη, κοντά στη Διοκαισάρεια, τους ασκητές Ισίδωρο, Πισίμιο, Αδέλφιο, Παφνούτιο και Παμβώ· και, μεταξύ αυτών, και τον Αμμώνιο τον Παρώτη και δώδεκα ακόμη επισκόπους και πρεσβυτέρους. Τους εξόριστους αυτούς τους ακολουθούσε και η Μελάνη και τους εξυπηρετούσε με τα χρήματά της. Και καθώς μου διηγήθηκαν οι άγιοι Πισίμιος, Ισίδωρος και Παφνούτιος, που συνάντησα, αυτή η ίδια η Μελάνη, αφού φορούσε πάνω της μια παιδική κουκούλα, όταν βράδιαζε, τους έφερνε τα αναγκαία, επειδή οι υπηρέτες εμποδίζονταν να εκτελέσουν αυτή την υπηρεσία. Μόλις ο διοικητής της Παλαιστίνης αντιλήφθηκε τις περιποιήσεις της Μελάνης προς τους εξόριστους πατέρες, επειδή θέλησε να γεμίσει το πορτοφόλι του με χρήματα, σχεδίασε να την εκφοβίσει. Και αφού την συνέλαβαν, την έβαλε στη φυλακή, χωρίς να γνωρίζει ότι η Μελάνη ανήκε στην τάξη των ελεύθερων ανθρώπων.
     Τότε αυτή του δηλώνει τα εξής: «Εγώ μεν υπήρξα κόρη του τάδε, σύζυγος δε εκείνου· τώρα όμως είμαι δούλη του Χριστού. Και μη με καταφρονήσεις εξαιτίας της ασημότητας της εμφάνισής μου. Γιατί μπορώ, αν το θελήσω, να υψώσω το πολιτικό μου παράστημα και, τότε, δεν θα μπορέσεις ούτε να με εκφοβίσεις ούτε και να πάρεις τίποτα από μένα. Και σου φανέρωσα την καταγωγή μου, μόνο και μόνο για να μην περιπέσεις, εν αγνοία σου, σε αξιόποινες πράξεις. Διότι πρέπει όταν συναντάμε σκληρούς ανθρώπους να χρησιμοποιούμε ενίοτε και την απειλή. Τότε ο διοικητής αφού κατάλαβε το σφάλμα του, δικαιολογήθηκε προς αυτή με πολλά λόγια, στο τέλος δε, την προσκύνησε και την προέτρεψε να επισκέπτεται ανεμπόδιστα τους αγίους.


     Όταν ανακλήθηκαν αυτοί οι εξόριστοι πατέρες, η Μελάνη έκτισε Μοναστήρι στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέμεινε είκοσι εφτά χρόνια, έχοντας πενήντα μοναχές για συνοδεία της. Μαζί της διέμενε και ο ευγενέστατος Ρουφίνος, από την πόλη της Ακυληίας της Ιταλίας, ο οποίος ζούσε κι αυτός με τον ίδιο τρόπο ζωής και ήταν σταθερότατος στο φρόνημα, στο τέλος δε, χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος· μεταξύ των οσίων ανδρών δεν βρισκόταν άλλος πιο συνετός και πιο συγκαταβατικότερος από αυτόν.


     Κατά τα είκοσι εφτά λοιπόν αυτά χρόνια, φιλοξενούσαν αυτούς που προσέρχονταν για να προσκυνήσουν τα Ιεροσόλυμα, επισκόπους, μοναχούς και μοναχές. Μάλιστα, ίδρυσαν με δικά τους έξοδα και ξενώνες γι’ αυτούς που παρευρίσκονταν εκεί. Επίσης, ένωσαν στην Εκκλησία και τετρακόσιους περίπου μοναχούς του Παυλίνου που είχαν αποσχισθεί και, με την πειθώ τους, επανέφεραν στο Σώμα της Εκκλησίας και όλους τους πνευματομάχους αιρετικούς. Μ’ αυτό τον τρόπο πέρασαν όλη τη ζωή τους χωρίς να σκανδαλίσουν κανένα, τιμώντας με τροφές και δώρα τους κληρικούς που προέρχονταν από διάφορους τόπους…


ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ ΕΛΕΝΟΠΟΛΕΩΣ
(364–430)


[Επισκόπου
Ελενοπόλεως Παλλαδίου:
«Λαυσαϊκή Ιστορία» (420 μ.Χ.)·
Τόμ. 2ος, κεφ. 46ο (XLVI),
σελ. 12–17.
Μετάφραση–Εισαγωγή–Σχόλια:
Ν. Θ. Μπουγάτσου (1911–2006)
και Δ. Μ. Μπατιστάτου (1921–1991)·
Αθήναι, Έκδοσις 2η (χ.χ.),
Εκδόσεις «Τήνος».
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου
και ολική μεταφορά του στη Δημοτική:
π. Δαμιανός.]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ


[Πέμπτη 22 Ιαν. 2015, 22:30]

Στο κατώφλι
της ταπεινής μας ζωής
κοντοστέκεται κι ο Ίδιος ο Θεός
να μελετήσει όλα τα βιώματα
που του γράψαμε μ’ αλήθεια
στα φύλλα της καρδιάς…


π. Δαμιανός







Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΜΝΗΣΤΩΡ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΜΝΗΣΤΩΡ


     Ο άγιος Ιωσήφ ήταν υιός του Ιακώβ, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος (α΄ 16). Καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα και το οικογενειακό του δέντρο είχε τις ρίζες του στην οικογένεια του Δαβίδ. Κατοικούσε στη Ναζαρέτ και ζούσε κάνοντας τον οικοδόμο ή τον ξυλουργό.


     Εν τω μεταξύ, όπως είναι γνωστό από τον βίο της Παναγίας, οι άγιοι γονείς της την παρέδωσαν, σε ηλικία τριών χρόνων, στο Ναό, αφιερώνοντάς την στο Θεό, κατά την υπόσχεσή τους. Εκεί, στα Άγια των Αγίων, έζησε η Μαρία επί δώδεκα χρόνια, «ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου, ὡς περιστερὰ νεμομένη, καὶ ἐλάμβανε τροφὴν ἐκ χειρὸς ἀγγέλου» (Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, 8, 1). Και τότε, όταν πέρασαν τα 12 έτη, οι ιερείς του ναού αποφάσισαν να καλέσουν «τοὺς χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», «καὶ ᾧ ἐὰν ἐπιδείξῃ Κύριος σημεῖον, τούτου ἔσται γυνὴ» η Μαρία. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους «χηρεύοντας τοῦ λαοῦ» βρισκότανε και ο δίκαιος Ιωσήφ, που, από την προηγούμενη γυναίκα του, – ήδη από χρόνια πεθαμένη (σημ.: Σ’ αυτήν αποδίδονται διάφορα ονόματα: Κατά τον Ιππόλυτο το Θηβαίο λεγότανε Σαλώμη, κατ’ άλλους Μελχά, Εσσά ή Εσθήρ), – είχε αποκτήσει έξι παιδιά: τέσσερεις γιους, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών), και δύο θυγατέρες, τη Μαρία και τη Σαλώμη. Αυτοί που δέχονται πως ο Ιωσήφ είχε αποκτήσει εφτά παιδιά, προσθέτουν στις θυγατέρες του και την Εσθήρ.


     Κατά την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Επιφάνιος, όταν γεννήθηκε ο πρωτότοκος υιός του Ιάκωβος, που θα ονομασθεί αργότερα και «αδελφόθεος», ο άγιος Ιωσήφ ήταν ήδη σαράντα χρονώ, και τώρα που οι ιερείς καλούν τους «χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», είχε κιόλας πατήσει τα ογδόντα (Migne, PG 43, 121 και 124).
     Αλλά πώς ακριβώς εξελέγη ο Ιωσήφ ως Μνήστορας της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ο αρχιερέας (Ζαχαρίας), αφού φόρεσε τον μακρύ μέχρι το έδαφος χιτώνα του, που είχε δώδεκα κουδουνάκια, μπήκε στα Άγια των Αγίων και προσευχήθηκε για (την Κυρία Θεοτόκο). Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και κάλεσε σε συνάθροιση τους χήρους του λαού. Ας φέρει ο καθένας από ένα ραβδί και σε όποιου το ραβδί θα φανερώσει ο Κύριος κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα του (η Παρθένος)». Βγήκαν οι κήρυκες σ’ όλα τα περίχωρα της Ιουδαίας και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
     Ο Ιωσήφ άφησε το σκεπάρνι του και βγήκε για να συναντήσει τους άλλους χήρους και αφού συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα, αφού πήραν ένα ραβδί ο καθένας. Ο αρχιερέας πήρε όλα τα ραβδιά, μπήκε στο ιερό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του, πήρε τα ραβδιά και βγήκε έξω και τα μοίρασε στους κατόχους τους, χωρίς να φανεί κάποιο σημάδι στα ραβδιά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένα περιστέρι από το ραβδί του, το οποίο πέταξε γύρω από το κεφάλι του Ιωσήφ. Τότε είπε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Εσύ κληρώθηκες να πάρεις την Παρθένο του Κυρίου και να την φυλάξεις στο σπίτι σου».


     Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου μάς ομιλεί για κάποιο δισταγμό εκ μέρους του Ιωσήφ (κεφ. 9, 3): «Και διαφώνησε ο Ιωσήφ λέγοντας προς τους ιερείς: “Έχω γιους και είμαι και γέρος και αυτή (η Παναγία) είναι κοριτσάκι· μήπως γίνω περίγελος στη χώρα του Ισραήλ!”». Τελικά, όμως, φοβάται μάλλον παρά πείθεται στα λόγια των ιερέων –πάντα κατά το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου– και παραλαμβάνει την Παρθένο «εἰς τήρησιν ἑαυτῷ», δηλ. όπως θα έλεγε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ἵνα ἐκεῖνος ὑπάρχῃ φύλαξ καὶ μάρτυς τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ ἵνα ὑπηρετήσῃ καὶ εἰς τὸν ἄσπορον τόκον της, καὶ εἰς τὴν φυγήν της εἰς Αἴγυπτον, καὶ εἰς τὴν ἀπ’ ἐκείνης ἐπάνοδον εἰς γῆν Ἰσραήλ».


     Ο άγιος Ιωσήφ είναι υπηρέτης και διάκονος πιστός στο κοσμοσωτήριο σχέδιο και μυστήριο της οικονομίας του Θεού. Οι πρώτοι φόβοι και επιφυλάξεις του –τόσο ειλικρινείς και τόσο ανθρώπινοι άλλωστε– γίνονται σιγά-σιγά υποταγή και σεβασμός στο τελεσιουργούμενο μέγα Μυστήριο της θείας οικονομίας. Πληροφορείται πως την αγία Παρθένο «οὐκ ἔλαβεν εἰς χρῆσιν, ἀλλὰ μᾶλλον ᾠκονομήθη αὐτῷ εἰς τὸ φυλάττειν»· και αυτό δεν είναι γνώμη ενός ή δύο ερμηνευτών, αλλά καθολική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συνεχίζει τη γνώμη και παράδοση των συγχρόνων προς τα ιστορικά αυτά γεγονότα αυτήκοων και αυτόπτων μαρτύρων. 


     Πολλοί μάλιστα Πατέρες, με το πολεμικό ή απολογητικό πνεύμα της εποχής τους ο καθένας, προσπαθούσαν να στηρίξουν και με διάφορα επιχειρήματα τη θέση τους αυτή. Ας δούμε λίγα μόνο απ’ αυτά τα παραδείγματα, που συνήθως στηρίζονται στην εγνωσμένη αρετή της Παρθένου, στη σωφροσύνη του δικαίου Ιωσήφ, ή και στο τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν ήταν τα πράγματα όπως μας τα διασώζει η Παράδοση της Εκκλησίας. Γράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας: «Καὶ τοῦτό γε παραχρησίμως εἰς τὸ ὅτι μὴ ἐκ προδήλου ἀνδρὸς ἐκυοφορήθη, θᾶττον δ’ ἂν καὶ ἀνῄρητο κατὰ τὸν νόμον· ἢ μὴ τοῦτο, αἰσχρᾶς δ’ ἂν οὐκ ἠλευθέρωτο ὕβρεως» (Migne PG 22, 881). 



     «Θεόθεν γίνεται συμβουλή», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «δοῦναι μὲν αὐτὴν ἀνδρὶ μνηστείας ὀνόματι· τοῦτον δὲ τοιοῦτον εἶναι, οἷον πρὸς φυλακὴν τῆς παρθενίας αὐτῆς ἐπιτηδείως ἔχειν· εὑρέθη τοίνυν ὁ Ἰωσήφ, οἷον ἐπεζήτει ὁ Λόγος, ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς καὶ πατριᾶς τῇ Παρθένῳ, καὶ μνηστεύεται κατὰ συμβουλὴν τῶν ἱερέων αὐτῶν τὴν παίδα. Ἡ δὲ συνάφεια μέχρι τῆς μνηστείας ἦν» (Migne PG 46, 1140). Ο ιερός Χρυσόστομος βάζει τον Άγγελο να μιλά μ’ αυτά τα λόγια στο δίκαιο Ιωσήφ: «Ἤν σοι παραδίδωσιν ὁ Θεός, οὐχ οἱ γονεῖς· παραδίδωσι δὲ οὐκ εἰς γάμον, ἀλλ’ εἰς τὸ συνοικεῖν· καὶ παραδίδωσι διὰ τῆς φωνῆς τῆς ἐμῆς» (Migne PG 57, 46). Ο Μέγας Αθανάσιος βλέπει στο σχέδιο της μνηστείας ένα σκοπό να κρυφτεί το γεγονός από το διάβολο, «πρὸς τὸ λαθεῖν τὸν διάβολον τὸ κατασκευαζόμενον» (Migne PG 28, 953).


     Στην ιερή υμνογραφία ο άγιος Ιωσήφ, όπως και στην εικονογραφία, στέκεται παράμερα, για να μην εμποδίζει να φαίνονται καθαρότερα ο Χριστός και η Παναγία. Ωστόσο, στην ακολουθία της Κυριακής «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», και συγκεκριμένα στον κανόνα που του αφιέρωσε ο συνώνυμός του άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, έχουμε σημαντικούς ύμνους προς το ιερό πρόσωπό του. Εκεί ο άγιος Ιωσήφ ονομάζεται «ἰσότιμος πάντων Ἀγγέλων, Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ τῶν σοφῶν Ἀποστόλων συνόμιλος» (Ωδή θ΄, α΄ τροπ.) και «ἱερὸς ὑπουργὸς τῶν ὑπὲρ λόγον» (Ωδή ζ΄, γ΄ τροπ.). Ήταν όσιος και δίκαιος, γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνει υπουργός (=υπηρέτης) των υπέρ λόγον φρικτών μυστηρίων. Ο υμνογράφος Ιωσήφ, που αγαπά τα χαριτωμένα λογοπαίγνια, υμνεί τον Ιωσήφ τον δίκαιο και με τον τρόπο τούτο:
     «Δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς,
     τοῦ δικαίου Δεσπότου πεπόρευσαι,
     τοῦ κρίναντος δικαίως σε τοιούτῳ φοβερῷ,
     παμμάκαρ, μυστηρίῳ πιστῶς καθυπουργῆσαι
     τῆς ἀρρήτου λοχείας,
     δι’ ἧς βροτοὶ ἐδικαιώθημεν» 
     (βλ. Ωδή ε΄, γ΄ τροπ.).


     Υπογραμμίζει την πραότητα του Ιωσήφ, που, «πραότητι λάμπων, ἐν γῇ τῇ τῶν πραέων ἐσκήνωσε, Χριστοῦ τοῦ Πράου ῥήματι πατὴρ ὀνομασθείς» (Ωδή ε΄, α΄ τροπ.). Το ότι ήταν «δίκαιος κατὰ πάντα καὶ ἀληθής», έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο να γίνει «ῥημάτων θείων ὑπήκοος» και «πραγμάτων παραδόξων διάκονος» (β΄ τροπ. α΄ ωδής), και να «κληρωθῇ ράβδῳ τὴν μνηστείαν τὴν σεπτήν» (Θεοτοκίον ζ΄ ωδής· βλ. Αριθμ. ιζ΄ 8-10· πρβλ. Εβρ. θ΄ 4). Αυτός ο κλήρος να μνηστευθεί την Παρθένο, την οποία και μετά την «ἀπόρρητον γέννησιν» πάλι θα φυλάξει παρθένο, έχει μια μοναδικότητα και μια αποκλειστικότητα για τον άγιο υμνογράφο μας:
     «Μόνῳ Γαβριὴλ ἐν οὐρανῷ
     καὶ μόνῳ σοι ἀοίδιμε,
     μετὰ τὴν μόνην ἀπειρόγαμον,
     τὸ μόνον ὑπερβολῇ φοβερὸν μυστήριον,
     μάκαρ Ἰωσὴφ ἐνεπιστεύθη,
     τὸν μόνον φθοροποιὸν
     ἄρχοντα τοῦ κόσμου τροπούμενον»
     (βλ. α΄ ωδή, γ΄ τροπ.).


     Η μοναδικότητα αυτή, συνεχίζεται με το ν’ αξιωθεί να δει τον Χριστό «μορφῇ τῇ καθ’ ἡμᾶς νηπιάσαντα» και να «ονομαστεί» πατέρας Του (βλ. α΄ ωδή, γ΄ τροπ.), καθώς και με το να σταθεί πρώτος αυτός, ύστερα από την Παναγία, τόσο κοντά στις πρώτες χαρές και στις λύπες και τους κινδύνους του Χριστού. Γι’ αυτό και από όλους τους γύρους του «γνωρίζεται» σαν πατέρας του Χριστού, που στέκεται δίπλα στο Νήπιο «διακονούμενος ὥσπερ Ἄγγελος» (σημ.: έχουμε εδώ μια σπάνια χρήση του μέσου τύπου του διακονοῦμαι–διακονούμενος με σημασία ενεργητική). Και καθώς ο άγιος Ιωσήφ εισδέχεται ή καταυγάζεται από τις άϋλες ακτίνες του Φωτοδότου, αναδεικνύεται «φωτοειδέστατος καὶ ψυχῇ καὶ καρδίᾳ» (β΄ τροπ. στ΄ ωδής). Ακόμη ο άγιος Ιωσήφ «κομίζεται φῶς νοητὸν» γιατί «πανευλαβῶς περιπτύσσεται ὡς βρέφος καὶ ἀσπάζεται» τον Ίδιο τον Θεό (β΄ τροπ. η΄ ωδής), ενώ βλέπει τις σκιές του νόμου να διαλύονται μπρος στη «φωτοχυσία τῆς χάριτος» (Θεοτοκίο η΄ ωδής) του Ηλίου της Δικαιοσύνης.


     Προχωρώντας, μάλιστα, ο υμνογράφος στην περιγραφή των αρετών του δικαίου Ιωσήφ, δεν παραλείπει να δει και τις τόσο ζεστές και ανθρώπινες πλευρές που ζει ο άγιος, αγκαλιάζοντας και χαϊδεύοντας το θείο Βρέφος· αυτή η επαφή και ψηλάφηση του Νηπίου καθαγιάζει τα γεροντικά χέρια αλλά και όλο το σώμα του φτωχού και πράου μαραγκού: αγγίζει με τα χέρια του Εκείνον που τρέμουνε οι τάξεις των Αγγέλων! (β΄ τροπ. γ΄ ωδής). Και έτσι «καθαρὸς τὴν ψυχὴν» που όντως ήταν (α΄ τροπ. στ΄ ωδής), με τη θεία αυτή επαφή, όχι μόνο καθαγιάστηκε «ψυχῇ καὶ σώματι», αλλά στον ουρανό που ανέβηκε με το άγιο τέλος του, στέκεται με παρρησία μπροστά στον Χριστό και Τον ικετεύει και για τον δικό μας αγιασμό (γ΄ τροπ. στ΄ ωδής).


     Αν ακολουθήσουμε τα κείμενα των ιερών Ευαγγελιστών, μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ματθ. β΄ 19-23), χάνονται τα ίχνη του αγίου Ιωσήφ. Από τον άγιο Επιφάνιο μαθαίνουμε (Κατά Αιρέσεων 78, 8-9), πως η φυγή στην Αίγυπτο έγινε δύο χρόνια μετά τη Γέννηση του Χριστού· έμειναν εκεί δύο με τρία χρόνια, και ύστερα γύρισαν στη Γαλιλαία, «εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ» (Ματθ. β΄ 23). Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε, πως οκτώ έτη μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο, εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου και πήγε στην άνω Ιερουσαλήμ, υπέργηρος πια, ο άγιος Ιωσήφ.



     Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από αρκετά νωρίς, όπως φαίνεται, μαζί με τη γιορτή των Χριστουγέννων, άρχισε να γιορτάζει τη μνήμη του αγίου Ιωσήφ, και μάλιστα δύο φορές: α) την Κυριακή «πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως», όπου σημειώνεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, μνήμειν ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰώνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο», και β΄) την Κυριακή «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», όπου ψάλλεται προς τιμήν του και ο εξαίσιος κανών του συνωνύμου του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, σε πρώτο ήχο, προς το «Χριστὸς γεννᾶται» και φέρει ακροστιχίδα: «Χριστοῦ σε μέλπω δεξιὸν παραστάτην. Ἰωσήφ».
     «Δεξιὸς παραστάτης» και δεινότατος πρέσβυς, αιωνίως δίπλα στον Ενανθρωπίσαντα και νηπιάσαντα Χριστό, έχοντας τη μεγάλη και μοναδική παρρησία χάριτος σαν πατέρας, θεράπων και προστάτης Του επάνω στη γη, ικετεύοντας ακατάπαυστα για όλους εμάς, ώστε να βρούμε έλεος, αναψυχή και σωτηρία…

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ



  Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο 
ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΚΟΥΒΑΡΙ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ
–«Ποιος είναι ο μεγαλύτερος άγιος;»–

     Το ευλογημένο ερημητήριο αυτό του Κουβαριού, από το νησί της Πάτμου, βρίσκεται σ’ ένα λόφο αριστερά του κόλπου του Σταυρού, κοντά στο χείμαρρο του Βρύχουνα. Η κορυφή του λόφου λέγεται «Κεφάλι του Γρύλλη». Στην κορυφή υπάρχει ένα σπήλαιο που εκεί παλιότερα ήταν ασκηταριό.
     Κτήτορας (κατά τη δεκαετία του 1930) αυτού του ερημητηρίου ήταν ο Γέροντας π. Αμφιλόχιος Μακρής (1889–1970), ο οποίος καταυγαζόταν από μια ουράνια καλοσύνη, είχε πάντα μειλίχιο πάντα πρόσωπο, πλαισιωμένο από λευκή γενειάδα και με βλέμμα γεμάτο συμπόνια. Διακρινόταν για τη φιλόξενη διάθεση, την καλοσύνη και λεπτότητά του, που φανερωνόταν στον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Παρ’ όλο που δεν μιλούσε παρά μόνο ελληνικά, όλοι αυτοί που τον πλησίαζαν αναχωρούσαν αποκομίζοντας ένα όραμα φωτός και ειρήνης. «Στη Βασιλεία των Ουρανών θα μιλάμε όλοι την ίδια γλώσσα», έλεγε στους ξενόγλωσσους. Απαιτούσε μόνο αγάπη, όπως και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο προστάτης του νησιού: «Τεκνία μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».


     Στο Κουβάρι πρώτος εγκαταβίωσε ο μοναχός Νικηφόρος, ο κατά κόσμον Νικόλαος Λάπας, Καλύμνιος, ο οποίος ένα διάστημα είχε ζήσει κάτω από την υπακοή του Αγίου Σάββα του Νέου στην Κάλυμνο. Αφού εφησύχασε στο Κουβάρι πάνω από 20 χρόνια (1940–1960) (σημ.: ο Καθηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου Αρχιμ. Γρηγόριος, αριθμεί τη διαμονή του π. Νικηφόρου στο Κουβάρι σε 17 χρόνια), κατόπιν αναχώρησε για την Κάλυμνο, όπου και εκοιμήθη ως μοναχός Σάββας. Συν τω χρόνω, συγκεντρώθηκαν στο Κουβάρι και άλλα πνευματικοπαίδια του μακαριστού Γέροντα Αμφιλοχίου, όπως οι πατέρες: Παύλος Νικηταράς, Ναυκράτιος Τσουλκανάκης, Αμφιλόχιος Τσούκος, Ηλίας Καλαντζής, Γρηγόριος Ζούμης, Γραβριήλ Γιουβρής κ.α. και έτσι δημιουργήθηκε μια ευλογημένη από το Γέροντα συνοδεία.


     Το ιερό μονύδριο είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωσήφ τον Μνήστορα. Η ιδιαίτερη προτίμηση αυτή του οσίου Γέροντα Αμφιλοχίου Μακρή προς τον Δίκαιο Ιωσήφ οφείλεται στο εξής περιστατικό:
     Όταν ο Γέροντας ήταν ακόμη νεαρό καλογεροπαίδι και μαζί με τον μοναχό Αντύπα επισκέπτονταν τον μεγάλο ασκητή της Πάτμου όσιο πατήρ Θεόκτιστο (από το Αξάριο της Μικράς Ασίας· 1822–1917) στη σπηλιά του Γένουπα όπου αυτός ασκήτευε τότε. Κάποια μέρα, λόγου ελθόντος, τους ρώτησε ο ασκητής Θεόκτιστος: «Ποιος είναι ο μεγαλύτερος άγιος;». Κι εκείνοι απαντώντας του ανέφεραν διάφορους αγίους, που κατά την κρίση τους, θά ’πρεπε να είναι οι μεγαλύτεροι. Ο ασκητής Θεόκτιστος τότε τους λέγει: «Όχι. Ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ είναι ο μεγαλύτερος, διότι αυτός ήταν ο προστάτης του Κυρίου και της Θεοτόκου». Έπειτα απ’ αυτό το διάλογο ο Γέροντας Αμφιλόχιος, αποφάσισε, «όταν αξιωθώ να κτίσω μιαν εκκλησιά, θα την αφιερώσω στον άγιο Ιωσήφ».


     Κι όταν λοιπόν ήρθε ο καιρός να πραγματοποιήσει το όνειρό του, αποφασίζει το κτίσιμό της. Προβληματιζόταν όμως σε ποια θέση να κτιστεί. Γι’ αυτό και συνέστησε στον μοναχό Νικηφόρο, του Κουβαριού, να το θέσει ιδιαίτερο αίτημα στην προσευχή του, για να τους φανερώσει ο Κύριος πού έπρεπε να κτιστεί ο ναός. Μια βραδιά, ενώ προσευχόταν ο Νικηφόρος, είδε ξαφνικά φως μέγα· βγαίνει έξω από το κελί του τρομαγμένος, μήπως έπιασε ο τόπος φωτιά και βλέπει στο χώρο, όπου κτίστηκε μετά το εκκλησάκι, φωτιά, χωρίς όμως να καίγεται τίποτε. Τότε φοβήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι ήταν κάποιο υπερφυσικό σημείο. Το πρωί ανέφερε στον Γέροντα Αμφιλόχιο τι του συνέβη κι εκείνος του ζήτησε να μάθει τη θέση ακριβώς που είδε το φως και κατάλαβε, ότι εκεί ήταν θέλημα Θεού να κτιστεί η εκκλησούλα, όπου και τελικά κτίστηκε ο Άγιος Ιωσήφ.


     Το επόμενο που απασχόλησε τον μακαριστό Γέροντα π. Αμφιλόχιο ήταν, πώς να εξευρεθεί μια εικόνα του Μνήστορος Ιωσήφ. Αυτό το ανέθεσε στο πνευματικό του παιδί, τον π. Παύλο Νικηταρά (πάλαι ποτέ προηγούμενο και εκκλησιάρχη της Μονής του Θεολόγου), που τότε βρισκόταν στην Αθήνα για σπουδές. Παρά τις προσπάθειές του όμως, εκείνος δεν μπορούσε να βρει εικόνα του Αγίου Ιωσήφ. Κανείς αγιογράφος δεν αναλάμβανε την παραγγελία, γιατί το θέμα τότε δεν το είχαν υπόψη τους. Πήγε ακόμη και στην Πάρο γι’ αυτό το ζήτημα, στη Μονή Λογγοβάρδας, αλλ’ εις μάτην.
     Ο Θεός, τελικά, τα οικονόμησε αλλιώς. Δηλαδή στην εκκλησία που εφημέρευε τότε, ως σπουδαστής ο π. Παύλος, στον Άγιο Γεώργιο Ν. Ιωνίας, ανακάλυψε μια ωραία μεγάλη εικόνα του Αγίου Ιωσήφ. Με την άδεια του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ναού και με την έγκριση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του δόθηκε η εικόνα, την οποία με μεγάλη χαρά μετέφερε στην Πάτμο. Μόλις έφτασε, την πήγε κατευθείαν στον «Χριστό», όπου έμενε ο Γέροντας Αμφιλόχιος ως συνήθως τους θερινούς μήνες. Ο Γέροντας ακολούθως παράγγειλε στον Νικηφόρο, στο Κουβάρι, «να έρθει που τον χρειαζόταν».
     Όταν ήρθε στον «Χριστό» ο Νικηφόρος τού λέγει αμέσως του Γέροντα (χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος τίποτε για την εικόνα):
     –Ξέρω, Γέροντα, τι με θέλετε· να πάρω την εικόνα του Αγίου Ιωσήφ.
     –Πού το κατάλαβες, ευλογημένε; του λέγει ο Γέροντας.
     –Απόψε είδα στον ύπνο μου τον Άγιο Ιωσήφ και είχε όλα τα καντήλια αναμμένα γεμάτα λάδι!...


     Έτσι, το εκκλησάκι απέκτησε την ωραιότατη εικόνα του Αγίου Ιωσήφ (διαστάσεων 1,16 0,82). Στο κέντρο της παρίσταται ο Άγιος Ιωσήφ μέσα στο εργαστήρι του με επιγραφή «τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος».
     Στο άνω μέρος του εργαστηρίου του αγίου από μια πόρτα ανοικτή φαίνεται τοπίο, κάτω δε από τη δεσπόζουσα μορφή του Αγίου Ιωσήφ έχουμε τέσσερις σκηνές (διατηρήθηκε η ορθογραφία των επιγραφών):
     –Αριστερά πάνω: «Ἡ γένησις τοῦ Χριστοῦ» (συνήθης σκηνή Γεννήσεως).
     –Αριστερά κάτω: «Ἡ φηγή τῆς Θ(εοτοκ)οῦ μετά τοῦ Ἰωσήφ εἰς Ἔγυπτον». Το ονάριο, επί του οποίου επιβαίνει η Παναγία με το θείο Βρέφος και ακολουθεί πεζός ο Ιωσήφ, σύρει ένα παιδάριον με την επιγραφή «Ἰάκωβος» (ο Αδελφόθεος, προφανώς).
     –Δεξιά πάνω: «τό ἐνύπνιον τοῦ Ἰωσήφ». Άγγελος δε άνωθεν κρατεί ειλητάριο που φέρει γραμμένη τη φράση: «Λάβε τὸ παιδίον».
     –Δεξιά κάτω: εικονίζεται η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ με την επιγραφή: «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων». Άνω, στην επίστεψη, ο Πατήρ ευλογών.
     Τέλος, μία επιγραφή εντός πλαισίου: «Ἡ παροῦσα εἰκών ἐζογραφίθη διά συνδρομῆς καί δαπάνης τοῦ εἰσναφίου τῶν τουλκέριδων ἐτ 1860 Μαρ 1 χειρ ΝΚΛ».


     Ο ναός του Αγίου Ιωσήφ είναι πλουτισμένος με ωραία κομψά στασίδια και δεσποτικό θρόνο. Στις υπόλοιπες επιφάνειες των τοίχων είναι αναρτημένες εικόνες αγίων και οσίων. Το δάπεδο καλλιτεχνικά επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Επειδή δεν υπάρχει ηλεκτροφωτισμός στην περιοχή του Κουβαριού, ο ναός φωτίζεται μόνο με καντήλια και κεριά. Γύρω από το ναό σε διάφορα κλιμακωτά επίπεδα βρίσκονται κτισμένα κελιά μεμονωμένα. Σήμερα το Κουβάρι, που κατά τη γνώμη των επισκεπτών θυμίζει αγιορείτικο τοπίο με τη «θάλασσα της Γεννησαρέτ» μπροστά, όπως αγαπούσε ο μακαριστός Γέροντας ν’ αποκαλεί τον κλειστό κόλπο του Σταυρού, με την ψαρόβαρκα «Τιβεριάδα–Άγιος Ιωσήφ», ανακαλεί στη μνήμη των πνευματικών του παιδιών τα χρόνια εκείνα που ζούσε ανάμεσά τους ο Γέροντας… 


[ (1) «Ο άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ»
–Υμνοαγιολογικά Προλεγόμενα
(του Παντελή Β. Πάσχου),
πλήρης Ασματική Ακολουθία
(του Γερασίμου Μοναχού 
Μικραγιαννανίτου· 1905-1991)–
σελ. 12–15, 27–31 (αποσπάσματα),
Ιερού Ησυχαστηρίου
Αγίου Ιωσήφ του Μνήστορος,
Κουβάρι, Πάτμος,
έκδοση «Επτάλοφος ΑΒΕΕ», 1984.
(2) Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Θεομητορικόν»,
τόμ. Β΄, σελ. 170–175,
έκδοση Ο. Χ. Αδελφότητας «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 2000.
(3) Ανθούσης Μοναχής:
«Ερημίται της Πάτμου και Ερημητήρια»,
μέρος β΄, κεφ. 7ο, σελ. 147, 149, 151–153,
έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής
«Ευαγγελισμός Μητρός Ηγαπημένου»,
Αθήναι, 19912.
(4) Γρηγορίου Μοναχού Κουβαρίτου:
«Πνευματική συμπόρευσις»,
μέρος α΄, κεφ. 9ο, σελ. 42–44,
έκδοσις Ιερά Μονή Δοχειαρίου,
Άγιον Όρος, Νοέμβριος 20141.
(5) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Η ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Η ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ


     Μετά την κύρια μέρα της εορτής των Χριστουγέννων, βλέπουμε την άλλη κιόλας μέρα όλα ν’ αλλάζουν: Οι άγγελοι περατώνουν τον ύμνο τους. Οι μάγοι και οι ποιμένες προσκυνούν και φεύγουν. Το υπέρλαμπρο φως της δόξας που επικρατεί στη Γέννηση υποχωρεί, σβήνει και χάνεται τελείως. Οι θεσπέσιοι ύμνοι σιγούν και βασιλεύει η ησυχία του εγκόσμιου πόνου. Όλα παραδίδονται στη δίνη των αναπόδραστων εξελίξεων. Όλα δίνουν τη σκυτάλη τους στο αβέβαιο, το άστατο και το πικρό των ανθρωπίνων. Ο Χριστός, εκτός από τέλειος Θεός, είναι και τέλειος άνθρωπος· τόσο άνθρωπος, που διακυβεύεται και η ίδια η ζωή Του, αν μείνει λίγο περισσότερο στη Βηθλεέμ. Ο θυμός του θηριώδους Ηρώδη είναι πια καθόλα έτοιμος να βρει την απάνθρωπη εκτόνωσή του στη σφαγή χιλιάδων ανυπεράσπιστων νηπίων. Έτσι, αυτό που η Εκκλησία θυμάται αθόλωτα και όχι χωρίς νόημα και σκοπό, την επομένη κιόλας μέρα από τη θεία Γέννα του Χριστού, είναι τη Φυγή Του στην Αίγυπτο. Η προφητεία του Προφήτη Ωσηέ τώρα εκπληρώνεται στο ακέραιο: «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Γιο Μου» (Ωσ. 11, 1). Μετά τους Μάγους, αποστέλλεται ο ίδιος Άγγελος Κυρίου σε όνειρο του ανύποπτου Μνήστορα και Δικαίου Ιωσήφ, για να τον προειδοποιήσει εντέλλοντάς τον αυστηρά την άμεση και ακαθυστέρητη φυγή. Ο Χριστός αφήνει εσπευσμένα τη γενέθλια γη και γίνεται πρόσφυγας. Μεταναστεύει, σαν αδύναμος και ανυπεράσπιστος άνθρωπος, κάπου μακριά από αυτούς που ζητούν με φθόνο να του πάρουν τη αναμάρτητη και παναγία ζωή Του. Η ταπεινή Αγία Οικογένεια επωμίζεται όλο το βάρος και την ταλαιπωρία του πολυήμερου ταξιδιού αγόγγυστα και ειρηνικά, παραδομένη πλήρως στο θέλημα του Θεού. 


      Στη χώρα των αμέτρητων ειδώλων και των βωμών, στη χώρα που επικρατούσε το βαρύ σκοτάδι της μακραίωνης πολυθεΐας και ειδωλολατρίας, μεταναστεύει σιωπηλά το αληθινό Φως της Γνώσεως, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, βασταζόμενος στη μητρική αγκαλιά μιας μικρής και πάναγνης κόρης, της Αειπαρθένου Κυρίας Θεοτόκου. Και οι δύο πάντως, βρίσκονται κάτω από την αγαθή προστασία και μέσα στη πιστή φύλαξη του Μνήστορος Ιωσήφ. Ο Παντοδύναμος και Παντοκράτωρ Κύριος, είναι ταυτόχρονα, απόλυτα και ολοκληρωτικά, άοικος, ανέστιος, άπατρις, επικηρυγμένος, καταζητούμενος, πρόσφυγας, μετανάστης. Δεν είναι έξω από τη θεία Του κένωση το να ζει για χάρη μας την απόλυτη ένδεια και αδυναμία.


     Πόσο καιρό έμεινε η αγία Οικογένεια στην Αίγυπτο; Παρόλο που υπάρχουν απόψεις πατέρων και ιστορικών που διίστανται, επικρατέστερη αυτών είναι του ιστορικού Θηβαίου Ιππόλυτου, σύμφωνα με την οποία, έχει οπωσδήποτε συμπληρωθεί μια ολόκληρη διετία από τη Γέννηση του Χριστού μέχρι την άφιξη των Τριών Μάγων στη Βηθλεέμ. Από δε την αναχώρηση του Χριστού και τη φυγή της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο μέχρι την τελευτή του Ηρώδη, έχει παρέλθει συνολικά μια τριετία. Η Αγία Οικογένεια σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ή τουλάχιστον το περισσότερο από αυτό, θα πρέπει να παρέμεινε σταθερά στην Αιγυπτιακή Ηλιούπολη που βρίσκεται κατά τη Μέμφη. Εκεί ο Χριστός, όπως άδεται ποιητικότατα και στους «Χαιρετισμούς», κατά την έμπνευση της ιερής Παράδοσης, «έδιωξε το σκοτάδι του ψεύδους, αφού έλαμψε με την εκεί θεϊκή παρουσία Του το φωτισμό της Αλήθειας. Γιατί όλα τα αιγυπτιακά είδωλα στο πέρασμά Του έπεσαν παταγωδώς, μη μπορώντας αυτά να τα βγάλουν πέρα με τη θεϊκή Του δύναμη». Και το γεγονός της πτώσης και κατάρριψης των αιγυπτιακών ειδώλων αποτιμάται από την Παράδοση της Εκκλησίας μας πέρα ως πέρα αληθινό και αψευδές, το οποίο επιβεβαιώνεται και σε κείμενα του Σωζόμενου, Βουρχάριου, Αντωνίου (Μαρτελάου;) και συμπληρωματικά του Ιώσηπου. Κάποια λιτά και σύντομα περιστατικά που διασώζονται, διατηρούν τη χάρη και τη γλαφυρότητα αυτής της ιστορικής φυγής στην Αίγυπτο, σαν μικρές τερπνές λεπτομέρειες που αναζωπυρώνουν την ευλάβεια της καρδιάς μας προς τον Χριστό, ο Οποίος, παρόλο που ήταν θείο Βρέφος και Νήπιο, έπασχε από πολύ νωρίς και αναίτια για όλους μας. 


     Μετά την αναχώρηση του Χριστού και της Μητέρας Του μαζί με τον Ιωσήφ τον Μνήστορα από τη Βηθλεέμ, όταν επιτέλους έφθασαν κατάκοποι στα όρια της πόλης Ερμούπολη της Θηβαΐδας, σ’ εκείνο το μέρος μνημονεύεται πως υπήρχε μια περσική μηλιά (ένα δέντρο που θυμίζει τη γνωστή σ’ εμάς ροδακινιά), η οποία έκλινε μέχρι κάτω στο έδαφος την κορυφή της προσκυνώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον Ενανθρωπίσαντα Κύριο. Αυτό το συγκεκριμένο φυτό για το εξαίρετο φυσικό του κάλλος είχε θεοποιηθεί από τους εκεί κατοίκους και δεχόταν τιμές λατρείας από αυτούς. Γι’ αυτό και μέσα του εγκατοικούσε από χρόνια δαίμονας, ο οποίος αισθανόμενος την παρουσία του Θεανθρώπου, έφυγε από αυτό οριστικά, αφήνοντας την παντοδύναμη Χάρη του Χριστού να το μετατρέψει σε φυτό με πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι, όσοι ασθενείς έπαιρναν κάποιο φύλλο, φλοιό ή τεμάχιο απ’ αυτό, απολάμβαναν τάχιστα τη θεραπεία τους.


     Μεταξύ της Βαβυλώνας και της αιγυπτιακής Ηλιούπολης βρισκόταν κάποιος ωραιότατος κήπος, «του βαλσάμου». Εκεί σ’ αυτόν υπήρχε και μια πηγή από την οποία ποτιζόταν καθημερινά. Γι’ αυτή την πηγή υπάρχει πληροφορία παράδοσης, σύμφωνα με την οποία, η Θεοτόκος στάθμευσε για λίγο προκειμένου να πλύνει τα Σπάργανα του Γιου της. Από τότε, στην πέτρα όπου απλώθηκαν πάνω τα άγια Σπάργανα για να στεγνώσουν, τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι Σαρακηνοί ακόμη, συγκέντρωναν την ευλάβεια και το σεβασμό τους, τιμώντας έτσι το πέρασμα του Θεανθρώπου Χριστού.

     Μαρτυρείται πάλι πως, καθώς διάβαινε ο Κύριος από την πεδιάδα του Τάνεως  της Αιγύπτου, η θύρα ενός τεράστιου ειδωλολατρικού ναού έκλεισε με παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο από μόνη της. Κατόπιν, αυτός ο ναός που αυτοσφραφίστηκε, δεν κατάφερε με καμιά δύναμη ανθρώπου να ανοίξει και πάλι.


     Η φυγή του Χριστού στην Αίγυπτο παραμένει για τους πιστούς ανεξάντλητη σε θεία νοήματα και εποικοδομητικά διδάγματα. Οι εκπληρώσεις των Προφητών ακολουθούν πιστά την πορεία του Νέου Παιδίου πάνω στην ανήσυχη και ταραγμένη γη. Αυτή η πορεία, παρά τον άφατο πόνο και το απύθμενο μαρτύριο που κρύβει, φαίνεται στις καρδιές μας σαν μια πρωτόφαντη σωστική τροχιά, που δίχως άλλο μοιάζει με μια απροσδόκητη αγκαλιά που πραγματοποίησε ο Μεσσίας Χριστός, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο από τα τραύματα και τις πληγές που άφησε η αμαρτία του δεύτερου στην καρδιά του και τη γη του...


[Ημέτερο άρθρο στην «Εφημερίδα μας»,
έντυπη περιοδική έκδοση
Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου Αγχιάλου Θεσσαλονίκης, 
τεύχ. 2ο, Σεπτ.–Δεκ. 2000, σελ. 41–42.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.