Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΕΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΛΙΚΙΑ;


ΕΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΛΙΚΙΑ;


     Έχει ο άνθρωπος ηλικία; Οι χρονιές έρχονται και φεύγουν η μία μετά την άλλη σα το ρυάκι στο ρέμα. Τσάμπα μετράει τα χρόνια του ο άνθρωπος, αν σκεφτεί καλά ότι η καρδιά του δεν είχε και δεν έχει ποτέ ηλικία. Όλοι μας —νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά— έχουμε κατά βάση μια ίδια καρδιά: βαθειά υπέρχρονη, δίχως ηλικία και δίχως αγκυλώσεις που σκορπά η φθορά. Για μπείτε στον κόπο και ρωτήστε έναν μεγάλο, έναν υπέργηρο άνθρωπο πώς και πόσο χρονών άραγε να αισθάνεται μέσα του. «Σαν παλικάρι και σαν έφηβος!», θα σας αποκριθεί. Κι αυτό που θα σας πει, θα το πιστεύει. Κι αυτό που πιστεύει, θα του δίνει δύναμη. Έρχεται μια στιγμή που όλα τα χρόνια και τα ζαμάνια του βίου μας χωράνε μέσα σε μια ριπή οφθαλμού. Ο κλασματικός και ο αιώνιος άνθρωπος συναντιούνται ήσυχα και αρμονικά. Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος φθείρεται, βαραίνει και γεράζει μόνο με την κακία, την πονηρία και την αμαρτία. Ενώ αντίθετα μένει αετήσια νέος, όπως λέει ο 102ος Ψαλμός («θα ανανεώνεται η νιότη σου και θα λαβαίνεις δύναμη ωσάν τον αετό»), μονάχα με τη Χάρη του Θεού, όταν ζει και βιώνει το Ευαγγέλιο του Χριστού, όταν πορεύεται καρδιακά αντάμα με τη θεία αγάπη! Αυτός ο άνθρωπος κυριολεκτικά δεν έχει ηλικία, δε μπορεί καν να γεράσει, γι’ αυτό και όλες οι στιγμές, οι μέρες και οι χρονιές που περνούν αθόρυβα από τη ζωή και την καθημερινότητά του, γίνονται στο τέλος μυστικοί αναβαθμοί, κλίμακες και σκαλωσιές προς εκείνη την ευφρόσυνη αντάμωσή του με τον πανάγαθο και φιλάνθρωπο Θεό...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

«ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ!»


«ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ!»


     Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις και δυσκολίες. Παρ’ όλ’ αυτά, με μία μοναδική αξιοπρέπεια!

     Αυτή, λοιπόν, ήταν η κυρα-Βασιλική. Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν επάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο.
 
     Στην πορεία της κηδείας, ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της και συζητούσαν για όλα τα βάσανα που είχε περάσει όσο αυτή ζούσε, όταν, ξαφνικά, ευωδίασε όλος ο γύρω τόπος: χιλιάδες άνθη και λουλούδια να υπήρχαν, πραγματικά δεν θα μύριζαν τόσο πολύ! Όλοι τους, παραξενεύτηκαν και απόρησαν. Αλλά δεν είχαν καμία εξήγηση να δώσουν γι’ αυτό το γεγονός.

     Ανάμεσα σ’ εκείνους που την συνόδευαν, ήταν κι ένα πνευματικό τέκνο του μακαριστού Γέροντος π. Αμβροσίου Λάζαρη (1912—2006), χαρισματικού Πνευματικού της Ιεράς Μονής Δαδίου. Μετά από λίγες μέρες από αυτό το θαυμαστό αλλά για πολλούς ανεξήγητο γεγονός, πήγε προς τον θεοφώτιστο Γέροντα π. Αμβρόσιο αυτό το πνευματικό του τέκνο, αναφέροντάς του το όλο συμβάν. Πολύ λακωνικά και επιγραμματικά τού είπε μονάχα ότι «μία γυναίκα πέθανε και ευωδίασε ο γύρω τόπος». Αυτό, μόνον.
 
     Ο Γέροντας Αμβρόσιος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, μπήκε μέσα στο δωμάτιό του, έμεινε για λίγο εκεί, και μετά επέστρεψε. Για να πει τα παρακάτω διευκρινιστικά και κατατοπιστικά λόγια:
     —Αυτή αγίασε! Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε! Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός! Για να γεμίσει τον Παράδεισό Του και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;!...


[ «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης·
Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου».
Μέρος α΄, κεφ. 3ο, §5, σελ. 100·
Εκδόσεις Π. Κυριακίδη,
Αθήνα, Νοέμβριος 2008.
Α΄ δημοσίευση:
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥΝΤΡΙΒΗ


ΣΥΝΤΡΙΒΗ


Για τον Ουρανό ο μόνος άνθρωπος που είναι πραγματικά πολύτιμος είναι εκείνος της αγίας συντριβής. Γιατί μόνο στη δική του καρδιά προϋποτίθεται μυστικά κάθε αναγέννηση, ανάπλαση και ανάσταση. Όσοι θέτουν εαυτούς εκτός και πέραν αυτής της ζωογόνου καταστάσεως, προορίζονται είτε να μένουν κολλημένοι στις εγκόσμιες βιτρίνες για την τροφοδότηση της απάτης του βίου τους είτε να αναζητούν ποικιλότροπα πανοραμικούς εξώστες για την πικρή αυτοέκφραση του ενδόμυχου κενού τους.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΙ ΕΟΡΤΙΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ


ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΙ ΕΟΡΤΙΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ


     Όλοι οι Άγιοί Σου έκλαιγαν και υμνούσαν, όταν σκέπτονταν και μελετούσαν, γλυκύτατέ μου Ιησού, το μέγα και ακατάληπτο έργο της Ενανθρωπήσεώς Σου.

     Ο Θεός στη γη;
     Ο Θεός άνθρωπος;
     Ο Θεός ντυμένος την ανθρώπινη σάρκα;
     Απίστευτο και παράδοξο!
     Ο άπειρος στο πεπερασμένο;
     Ο άκτιστος μέσα στο κτιστό;
     Ο άναρχος υπό αρχήν;
     Ο απρόσιτος προσιτός;
     Ο αμέθεκτος μεθεκτός;
     Ο αναφής και άπιαστος μέσα σε σάρκα;
     Και με τέτοια άσημη παρουσία;
     Και με τόση φτώχεια;
     Με ράκη και κουρέλια;
     Με σπάργανα;
     Σ’ ένα σπήλαιο;
     Σε μια φάτνη αλόγων ζώων;

     Ω, Κύριε, ξεσκέπασε τα μάτια της ψυχής μας και φώτισε τη σκοτισμένη μας καρδιά, για να κατανοήσουμε κάτι από τα υπερφυσικά μεγαλεία Σου!

     «…Καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτοτόκον καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν ἐν τῇ φάτνῃ…» (Λουκ. 2, 7).

     Ποιά;
     Ποιόν;

     Ας σιωπήσουμε κλαίγοντες και λέγοντες μαζί με το πλήθος της στρατιάς των ουρανίων Αγγέλων:
     «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία!...».

     Φιλάνθρωπε Ιησού Χριστέ! Τί να Σου προσφέρουμε για την άκρα συγκατάβασή Σου, να έλθεις στην αμαρτωλή γη μας ως δούλος προς δούλους, για να σώσεις από αγάπη τα πλάσματά σου;
 
     Ιδού:
     «Ἕκαστον γὰρ
     τῶν ὑπὸ Σοῦ γενομένων κτισμάτων
     τὴν εὐχαριστίαν Σοι προσάγει·
     οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον,
     οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα,
     οἱ Μάγοι τὰ δῶρα,
     οἱ Ποιμένες τὸ Θαῦμα,
     ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον,
     ἡ ἔρημος τὴν Φάτνην,
     ἡμεῖς δέ, Μητέραν Παρθένον.
     Ὁ πρὸ αἰώνων Θεός,
     ἐλέησον ἡμᾶς».
     (Δ΄ Στιχηρὸν ἰδιόμελον
     τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ΚΣΤ΄ Δεκεμβρίου).

     Ναι, Παρθένε Θεοτόκε, γνωρίζω από τους Θεολόγους Πατέρες ότι κάθε προσφερομένη τιμή προς το κεχαριτωμένο πρόσωπό Σου, αναφέρεται προς τον εκ Σου Σαρκωθέντα Λόγο του Πατρός· γιατί η σάρκα του Χριστού είναι δική Σου σάρκα.

     Επίτρεψέ μου, λοιπόν, Μητροπάρθενε Δέσποινα, ν’ αφήσω τους ύμνους της καρδιάς μου και τους στοχασμούς του νου μου να χαραχθούν στο χαρτί ωσάν έκφραση φτωχή της άπειρης ευγνωμοσύνης μου προς την πρόνοιά Σου σ’ εμένα τον αμαρτωλό, που μ’ έφερες στο θείο Όρος Σου και μου χάρισες την Έρημο, για να υμνώ και να δοξάζω τα μεγαλεία Σου, όπως προφήτευες ασιγήτως.

     Όντως, «Μητροπάρθενον κλέος», «ἅπαν γὰρ εὐδίνητον, εὔλαλον στόμα, ῥητορεύον οὐ σθένει Σε μέλπειν ἀξίως. Ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς ἅπας Σοῦ τὸν τόκον νοεῖν», αφού, όπως ψάλλει η Εκκλησία:

     «Θεὸς τὸ τεχθέν,
     ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος.
     Τὶ μεῖζον ἄλλον καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;».

     Δόξα Σοι, Θεοτόκε,
     «τὸ θαῦμα τοῦ τόκου Σου»,
     πράγματι,
     «ἑρμηνεύσαι γλῶσσα,
     οὐ δύναται»!...

«ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ»
ή ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ
(1885–1973)


[ «Χριστοκεντρικές εμπειρίες
ενός Ερημίτου»,
Επιμέλεια Μοναχού
Θεοκλήτου Διονυσιάτου
(1916–2006)·
Τόμ. Α΄, §10, σελ. 28–30·
Έκδοσις «Αστέρος»·
Αθήνα, Σεπτέμβριος 1991.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ


     Μαθητής των Αποστόλων, πατήρ των επισκόπων, θαρραλέος στρατιώτης του Χριστού που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των καλλινίκων Μαρτύρων, ο άγιος Ιγνάτιος κατέκτησε τριπλούν στέφανο και ακτινοβολεί απαστράπτων στο στερέωμα των Αγίων του Θεού. Ακριβώς όπως φανερώνει και το όνομά του («ignis» στα λατινικά σημαίνει «φωτιά»), φλεγόταν από τον πόθο του Χριστού σε τέτοιο βαθμό που έλαβε δικαίως την προσωνυμία «Θεοφόρος», την οποία δεν δίσταζε εξάλλου να τη χρησιμοποιεί και ο ίδιος, ασφαλώς δίχως να καυχιέται, αφού όλοι οι χριστιανοί μετά το άγιο Βάπτισμα γίνονται πραγματικά Χριστοφόροι και ενδύονται το Πνεύμα το Άγιο («αγιοφόροι» και «πνευματοφόροι», καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες).


     Σε νεαρή ηλικία ο Ιγνάτιος γνώρισε τους αγίους Αποστόλους και μυήθηκε μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο [23 Φεβρ.] στα βαθύτατα μυστήρια της Πίστης από τον άγιο Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Διαδέχθηκε κατόπιν τον άγιο Εύοδο [7 Σεπτ.] ως δεύτερος επίσκοπος της Αντιοχείας, της πρωτεύουσας της Συρίας και της πλέον σημαντικής πόλεως σε όλη την Ανατολή, η επισκοπική έδρα της οποίας ιδρύθηκε από τον άγιο Απόστολο Πέτρο. Κατά τον διωγμό του Δομετιανού (81-96), ο άγιος Ιγνάτιος ενεθάρρυνε πολλούς ομολογητές να καταφρονούν τα βασανιστήρια και τις δοκιμασίες που διαρκούν μόνο μια στιγμή, για να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Τους επισκεπτόταν αυτοπροσώπως στις φυλακές, τους παρηγορούσε και τους ενθάρρυνε λέγοντας πόσο βιαζόταν και ο ίδιος να ενωθεί οριστικά με τον Χριστό, μιμούμενος το Πάθος Του. Δεν τον συνέλαβαν όμως τότε· και, όταν έπαυσαν οι διώξεις, ο θαρραλέος επίσκοπος στενοχωρήθηκε που δεν εκλήθη από τον Θεό για να γίνει «αληθινός μαθητής» και να τελειωθεί μέσω του μαρτυρίου.


     Στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν, ο άγιος Ιγνάτιος έθεσε τα θεμέλια της οργάνωσης της Εκκλησίας και κατέδειξε πώς η Χάρη που δόθηκε στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, παραμένει και παρατείνεται στο επισκοπικό λειτούργημα, παρ’ ότι οι Απόστολοι είχαν εν Κυρίω εκδημήσει. Από τη Μεγάλη Αντιόχεια, η πατρική φωνή του ακουγόταν σε όλες τις Εκκλησίες –που ήταν τότε μικρές τοπικές κοινότητες– τις οποίες παρότρυνε να παραμείνουν ενωμένες με το χριστεπώνυμο πλήρωμά τους στην αγάπη γύρω από τον επίσκοπο, θεόσδοτη εικόνα επί γης του μόνου αληθούς Επισκόπου και Αρχιερέως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ενωμένοι στην ακλόνητη Πίστη προς τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Σωτήρα Χριστό και με την ομόνοια και συμφωνία που προέρχονται από την κοινή και ακαταίσχυντη ελπίδα, οι πιστοί θα πρέπει να συναθροίζονται γύρω από τον επίσκοπο, τους ιερείς και τους διακόνους, όσο πιο συχνά μπορούν –ιδίως την Κυριακή, που είναι η Ημέρα του Κυρίου– για να τελέσουν μαζί τη θεία Ευχαριστία, «τεμαχίζοντας έναν Άρτο, που είναι φάρμακο αθανασίας και το μόνο αντίδοτο προκειμένου να μην πεθάνει κανείς, αλλά να ζουν όλοι εν Ιησού Χριστώ για πάντα» («Επιστολή προς Εφεσίους», 20, 2). Όπου επίσκοπος, έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος, εκεί ο Χριστός, εκεί η Μία και Καθολική Εκκλησία, εκεί η ακατάλυτη διαβεβαίωση της αιωνίου ζωής, ο άφραστος αρραβώνας της κοινωνίας μετά του Θεού. Για τον λόγο αυτό, μία μόνο νόμιμη και κανονική ευχαριστιακή σύναξη υπάρχει: εκείνη της Εκκλησίας, μέσα σε μια ενότητα Πίστεως γύρω από τον επίσκοπο ή τον αποσταλμένο αντιπρόσωπό του (βλ. «Επιστολή προς Σμυρναίοις», 8, 2). Και εκτός των ιερών αυτών συνάξεων, οι χριστιανοί οφείλουν να δείχνουν στον βίο, στην πολιτεία τους, μεταξύ τους και προς τον έξω κόσμο, στα αισθήματα και στις σκέψεις τους, την ίδια αρμονική συμφωνία όπως ακριβώς οι χορδές μιας καλοκουρδισμένης λύρας, ώστε να ψάλλουν, γιατί «μέσα στη δική τους ομόνοια και τη συμφωνία της αγάπης είναι που κυριολεκτικά υμνείται και δοξολογείται ο Ιησούς Χριστός» (Επ. Εφ. 4). Νουθετεί τους Εφεσίους να παραμένουν πιστοί και ενωμένοι με τον επίσκοπο «όπως ακριβώς η Εκκλησία προς τον Ιησού Χριστό και όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός προς τον Πατέρα Του, ώστε τα πάντα να βρίσκονται σε πνευματική συμφωνία μέσα στην εκκλησιαστική ενότητα» (Επ. Εφ. 5, 1). Πέρα από το μίσος και τις συγκρούσεις, τους καλεί να αποφεύγουν επίσης κάθε είδους διαίρεση: «Να αποφεύγετε τις μεταξύ σας διαιρέσεις, εκλαμβάνοντάς τες σαν απαρχή όλων των κακών» (Επ. Σμυρν. 7). Όταν με αυτό τον τρόπο οι πιστοί είναι στερεωμένοι στην ομόνοια και στην αμοιβαία αγάπη, τότε η Αλήθεια είναι σίγουρο ότι θα μείνει μέσα τους και η Εκκλησία, σαν μια άλλη επουράνια ακρόπολη, θα παραμείνει καθαρή και απρόσιτη στη μόλυνση της αίρεσης. Ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο άγιος Ιγνάτιος διατύπωσε τις αΐδιες (=παντοτινές, αιώνιες) και αμετάβλητες αρχές για τη φύση της Εκκλησίας· τον θεσμό του επισκόπου, τον ρόλο της ευχαριστιακής συνάξεως, τις σχέσεις μεταξύ της τοπικής Εκκλησίας και της καθολικής Εκκλησίας, όλες εκείνες τις πνευματικές αρχές που επιτρέπουν να πούμε για τη Μία και Αγία Εκκλησία ότι, «όλη η μεγαλόπρεπη δόξα της Νύμφης, η οποία είναι και κόρη του Βασιλέως Νυμφίου, προέρχεται κυρίως από τον εσωτερικό στολισμό της αρετής και των χαρίτων της· κατά τη θεία τελειότητα, είναι επίσης και εξωτερικά ντυμένη με αυτή τη δόξα και με αυτό το κάλλος, καθώς είναι στολισμένη πνευματικά με κροσσωτά χρυσοκέντητα ενδύματα» (πρβλ. Ψαλμ. 44, 14).


     Όταν αναρρήθηκε στον θρόνο ο Τραϊανός (98), άφησε στην αρχή ήσυχους τους χριστιανούς, καθώς ήταν απασχολημένος με πολέμους κατά των βαρβάρων. Μετά τη νίκη του επί των Σκυθών και των Δακών, αποφάσισε να υποτάξει όλους τους υπηκόους του στη λατρεία των ειδώλων και του αυτοκράτορα, επί ποινή θανάτου. Περί το 113, επιστράτευσε κατά των Αρμενίων και των Παρθών και στη διαδρομή σταμάτησε για λίγο στη λαμπρή Αντιόχεια, εξαπολύοντας με την ευκαιρία αυτή τοπικό διωγμό κατά των χριστιανών. Ο άγιος Ιγνάτιος αισθάνθηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή που προσδοκούσε· παρουσιάσθηκε αυτοβούλως ενώπιον του αυτοκράτορα και ευθαρσώς απάντησε στις ερωτήσεις του. Ομολόγησε τον Θεό, τον Δημιουργό και Φιλάνθρωπο, και τον Μονογενή Υιό Αυτού Ιησού Χριστό, και δεν δίστασε να χλευάσει τη δεισιδαιμονία του πανίσχυρου ηγεμόνα, ο οποίος επικαλούνταν μάταια όντα και ψευδή για να προστατεύσουν και να ευνοήσουν τις στρατιές του. Οργισμένος ο Τραϊανός τον ρώτησε: «Είσαι, λοιπόν, μαθητής Εκείνου που σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου;». «Είμαι μαθητής Εκείνου που κάρφωσε τις αμαρτίες μου στον Σταυρό και ποδοπάτησε τον διάβολο και τις μηχανεύσεις του!», απάντησε άφοβα ο άγιος. «Και γιατί, λοιπόν, ονομάζεσαι “Θεοφόρος”;». «Επειδή φέρω εντός μου τον ζώντα Χριστό!», ομολόγησε ανενδοίαστα ο σεβάσμιος Ιγνάτιος. Διέταξε τότε ο αυτοκράτορας φωνάζοντας σκωπτικά και βάναυσα τα εξής: «Αυτός που φέρει μέσα του τον Εσταυρωμένο, να μεταφερθεί στη Ρώμη σιδηροδέσμιος και να δοθεί βορά στα θηρία για την τέρψη του λαού!».


     Όλος χαρά και αγαλλίαση ο άγιος, ασπαζόταν τις βαριές αλυσίδες, αποκαλώντας τες «πολύτιμους πνευματικούς μαργαρίτες» (Επ. Εφ. 11, 1), δεσμά ποθεινά που εξασφαλίζουν την εν Χριστώ ζωή κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου αλλά και πολλών άλλων ένδοξων Μαρτύρων. Αποχαιρέτησε την Εκκλησία του, παρότρυνε το ποίμνιό του να μεταβάλλει τους θρήνους του σε αίνους χαράς και ξεκίνησε πεζός μαζί με άλλους φυλακισμένους, υπό τη συνοδεία δέκα στρατιωτών, σκληρόκαρδων, σκαιών και ανελέητων, αληθινών «λεοπαρδάλεων» (γιατί επρόκειτο μάλλον για τους στρατιώτες της λεγεώνας που αποκαλούνταν «Λεοπαρδάλεις»), οι οποίοι τον κακομεταχειρίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας του, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να μεγαλώνει η χαρά και η προθυμία του αγίου για το μαρτύριο.


     Έφυγαν από την Αντιόχεια και μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πότε πεζοπορώντας πότε διά θαλάσσης, έφθασαν στη Σμύρνη, όπου τον άγιο Ιγνάτιο υποδέχθηκε με πολλή συγκίνηση ο συμμαθητής του Πολύκαρπος [23 Φεβρ.], επίσκοπος της πόλεως. Εκεί συνάντησε απεσταλμένους των γειτονικών πόλεων: τους επισκόπους Εφέσου Ονήσιμο [1 Δεκ.], Μαγνησίας Δημά, και Τράλλεων Πολύβιο. Τους μετέδωσε τις τελευταίες νουθεσίες του, τους παρότρυνε να αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις αδικίες των εθνικών μιμούμενοι την πραότητα και την ταπείνωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού απέναντι στους διώκτες Του· τους εμφύσησε επίσης την αγαλλίασή του και τον πόθο του να βρει το συντομότερο την τελείωση μέσω του μαρτυρίου, σε βαθμό που δεν τον αποχαιρέτησαν ως μελλοθάνατο αλλά ως γενναίο και ατρόμητο αθλητή του Χριστού ήδη θριαμβεύοντα, ως οδοιπόρο ουρανοδρόμο! Από τη Σμύρνη, ο άγιος Ιγνάτιος έγραψε θαυμάσιες επιστολές προς τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, για να τους ενδυναμώσει στην Πίστη και να τους διαφυλάξει από τις αιρέσεις, συστήνοντάς τους να παραμένουν πάντα γύρω από τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας σε μία ευχαριστιακή σύναξη, μεταδίδοντάς τους τον διάπυρο ενθουσιασμό του. Πληροφορούμενος ότι οι χριστιανοί της Ρώμης ήθελαν να επιχειρήσουν να τον σώσουν τη στιγμή της θανατώσεως, τους απηύθυνε επιστολή για να σταματήσει τον άσκοπο ζήλο τους και να τους ικετεύσει να μην παρέμβουν. «Τώρα είναι που αρχίζω να είμαι μαθητής του Χριστού! Ο δικός μου Έρωτας έχει σταυρωθεί και μέσα μου δεν υπάρχει πλέον καμιά φιλόυλη φωτιά, παρά μόνο ένα ζωντανό νερό που μου μιλάει συνεχώς και μου λέει: “Εμπρός, έλα προς τον Πατέρα!”» (Επ. Ρωμαίους 5, 7). Ο διάπυρος πόθος του για τον Χριστό τού ενέπνευσε αυτά τα φλογερά λόγια: «Καταλάβετέ με, αδελφοί! Και μη μ’ εμποδίζετε να ζήσω αιώνια κατά Χριστόν με το να θέλετε να μην πεθάνω με το μαρτύριο! Επιτρέψτε με να γίνω μιμητής του Θεού μου! Αφήστε με να γίνω βορά στα θηρία, μέσω των οποίων θα καταφέρω να βρεθώ σιμά στον Θεό! Ένα σιτάρι είμαι κι εγώ του Θεού, που θ’ αλεσθώ με τα δόντια των θηρίων ώστε να αξιωθώ να γίνω καθαρός άρτος του Χριστού!» (Επ. Ρωμ. 6 και 4). Μοναδική επιθυμία του αγίου ιεράρχη ήταν να γίνει, κατ’ εικόνα Χριστού, ένας αληθής ευχαριστιακός άρτος με τον οποίο θα αξιωθεί να τελέσει την αληθή και τέλεια Λειτουργία.


     Η συνοδεία των φυλακισμένων σταμάτησε κατόπιν στην Τρωάδα, όπου ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε με χαρά ότι είχε παύσει ο διωγμός στην Αντιόχεια. Έγραψε τότε στις Εκκλησίες να στείλουν αντιπροσώπους για να χαρούν μαζί με τα πνευματικά του τέκνα και εμπιστεύθηκε στον Πολύκαρπο τη φροντίδα της Εκκλησίας του.

     Φθάνοντας στη Ρώμη, μετά από μακρά και κοπιαστική περιοδεία, έγινε δεκτός από τους πιστούς της πρωτεύουσας, τα δάκρυα, η θλίψη και ο φόβος των οποίων συγκεράστηκαν με τη χαρά της υποδοχής αυτού του εξ Ανατολής φαεινού άστρου που είχε διασχίσει όλο τον κόσμο για να έλθει να βασιλεύσει μαρτυρικά στη Δύση. Όταν έφθασε η στιγμή της θανάτωσης, ο άγιος Ιγνάτιος προχώρησε στην αρένα σαν να πήγαινε στο ιερό Βήμα για να τελέσει την τελευταία του Λειτουργία, ενώπιον των πιστών που βρίσκονταν στις κερκίδες μαζί με εθνικούς. Πλήρης πλέον επίσκοπος και μαθητής του Αρχιερέως της Σωτηρίας μας Χριστού, θύτης και θύμα, προσφέρθηκε ανέμελα στα άγρια λιοντάρια, που έπεσαν πάνω του και τον κατασπάραξαν εν ριπή οφθαλμού, αφήνοντας κατά τη θέλησή του μόνο τα μεγάλα οστά. Τα πολύτιμα αυτά λείψανα τα συγκέντρωσαν με ευλάβεια οι πιστοί και τα πήγαν με πομπή και επισημότητα πίσω στην Αντιόχεια. Απ’ όπου περνούσε αυτή η πανίερη πομπή, οι χριστιανοί τα προσκυνούσαν ωσάν ο ποιμένας τους να επέστρεφε ζωντανός και θριαμβευτής στη μάνδρα των λογικών προβάτων του. Αυτή η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιγνατίου τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.


     Μια παράδοση αναφέρει ότι τα λιοντάρια δεν μπόρεσαν να κατασπαράξουν την καρδιά του αγίου Ιγνατίου και ότι μετά την τελείωσή του φάνηκε επάνω της γραμμένη με χρυσά και αποστίλβοντα γράμματα η λέξη «Θεοφόρος», κατ’ άλλους δε το όνομα του Σωτήρος Χριστού· «Ιησού Χριστέ». Σύμφωνα με τη γνώμη άλλων, η προσωνυμία «Θεοφόρος» ερμηνεύεται με την παθητική έννοια, δηλ. «φερόμενος παρά Θεού». Τέλος, ίσως ο άγιος Ιγνάτιος να ήταν εκείνο το μικρό και τρυφερό παιδίο που πήρε στην αγκαλιά Του ο Χριστός, λέγοντας προς τους Μαθητές Του: «Και όποιος δεχθεί στ’ Όνομά Μου έστω και ένα παιδί σαν κι αυτό, δέχεται Εμένα» (βλ. Ματθ. 18, 5).



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείω ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος, χερσὶν ἀχράντοις, Θεοφόρος ἀνεδείχθης Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα, τούτου γάρ, διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
δωρ τὸ ἁλλόμενον εἰς ζωήν, Ἰγνάτιε Πάτερ, θησαυρίσας ἐν τῇ ψυχῇ, ἔσπαυσας τεθνάναι, ὑπὸ θηρῶν ἀγρίων· διὸ τὴν μακαρίαν, ζωὴν ἐτρύγησας.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 230–235.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

«ΠΕΘΑΙΝΩ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΕΛΩ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!»


«ΠΕΘΑΙΝΩ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΕΛΩ
ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!»
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης


     Ο Ιβάν Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, ένα μικρό χωριό στην επαρχία του Αρχαγγέλου, στο ρωσικό Άπω Βορά από γονείς πτωχούς. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την εκκλησία, τις ακολουθίες και την προσευχή· τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγορία στις δοκιμασίες του παρά μόνο στον Θεό. Στο σχολείο ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα· ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και μέσα σε μια νύχτα τον απάλλαξε από τη νωθρότητα του πνεύματος· ο άγιος Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και τη δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους έξω στη φύση. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Ιωάννης αναγκάσθηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις πιεστικές ανάγκες της οικογενείας του. Δοκιμάσθηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης και αγωνιζόταν διαρκώς προσευχόμενος, ζητώντας από τον Θεό τη χάρη της πίστεως και της χαράς. «Η θλίψη», έλεγε, «είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς». Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά από ένα αποκαλυπτικό ενύπνιο, δέχθηκε να νυμφευθεί τη θυγατέρα του πρωθιερέα του καθεδρικού ναού της Κρονστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρινή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στον ναύσταθμο αυτό κοντά στην πρωτεύουσα, όπου συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.

     Την ημέρα του γάμου του είπε στη γυναίκα του: «Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού!». Και μέχρι το τέλος της ζωής τους φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας «αδελφό» ή «αδελφή» ο ένας τον άλλον. Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο πατήρ Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των ιερών Γραφών, στις ολονύκτιες αγρυπνίες τις αφιερωμένες στην Ευχή του Ιησού και, κυρίως, στην τέλεση της θείας Λειτουργίας. «Η θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια τελετή επί γης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ίδιος ο Θεός με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός, που είναι «ο προσφέρων και ο προσφερόμενος». Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό, από τη θεία Λειτουργία!», γράφει με ιερό πάθος στο ημερολόγιό του «Η εν Χριστώ ζωή μου». Για τον άγιο Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της θείας Λειτουργίας, της ιερατείας, του Χριστού που ενεργεί τη σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα του Χριστού και, γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο πατήρ Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει τη φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του Φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και, με τα λεγόμενά του, που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν. Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την «κλίνη του πόνου τους σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως». Έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και δεν είχε και, πολύ συχνά, επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει και να επιτιμήσει, αλλά για να προσευχηθεί και για να μεταφέρει τη ζωογόνα παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και, όπως ο ήλιος διαχέει καθολικά το φως του, έτσι και ο πατήρ Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι του ό,τι δεχόταν στο δεξί (βλ. Ματθ. 6, 4).


     Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές. Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρη στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές να ιδρύσει τον «Οίκο Εργασίας», ένα τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνο υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν τη Χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητας του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως τίμιας εικόνας του Θεού.

     Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του πατρός Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του που απλωνόταν πέρα από τα στενά όρια της πόλεως Κρονστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο· πρέπει να καθίσταται “τα πάντα τοις πάσι”!», έλεγε με βιωματική πεποίθηση. Και ο Κύριος έδωσε στην καρδιακή προσευχή του εξαιρετική δύναμη για τη θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία και τη μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτό τον τρόπο ποια ακριβώς ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και δεήσεων για όλο τον κόσμο, να γίνει ο «ποιμήν πάσης Ρωσίας». Αργότερα στη ζωή του έγινε μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους· δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε με λαχτάρα προς εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κρονστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί για εκείνους, για κάποιους άλλους ή απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάσθηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων και εμβασμάτων που έφθαναν καθημερινά για τον πατέρα Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο άγιος προσέφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.


     Ξυπνούσε στις τρεις το πρωί και πήγαινε στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της Προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο πατήρ Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρη προσευχή προς τον Κύριο, ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν ξεχωριστά. Δέος και θάμβος σε καταλάμβανε, όταν τον έβλεπες να τελεί τη θεία Λειτουργία· στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τράπεζας ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου της δόξης του Θεού, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους και, όταν μεταλάμβανε, το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. «Πεθαίνω, όταν δεν τελώ τη θεία Λειτουργία!», έλεγε χαρακτηριστικά.

     Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη (όπως άλλωστε και τη σημερινή) πολλοί αρκούνταν στο να κοινωνούν μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξαναέβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία πρωτοχριστιανική συνήθεια της δημόσιας και ανενδοίαστης εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς.

     Τόσο με τα λόγια του όσο και με τη διαγωγή του, ο πατήρ Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού: «Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ κι απ’ τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου! Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόση μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότητα, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από τη γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με βαστάζει».

     Μετά τη Λειτουργία, που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντας πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει ο ίδιος κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και τα έργα του ήταν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.


     Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάσθηκε σκληρά από αρρώστια, την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Δεκεμβρίου του 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ωσάν προφήτης, ο άγιος πατήρ ημών Ιωάννης της Κρονστάνδης κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της Επανάστασης των Μπολσεβίκων και κατέδειξε τι και πώς πρέπει να είναι ο Ορθόδοξος ιερέας του Υψίστου Θεού: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαχνίας μεταξύ των ανθρώπων.

     Τιμήθηκε ως άγιος από όλον τον ρωσικό λαό, ενόσω ακόμη ζούσε. Επίσημα, ανακηρύχθηκε άγιος από το Πατριαρχείο της Μόσχας το 1990, ενώ ήδη η Ρωσική Εκκλησία εν Υπερορία είχε προβεί στην αγιοκατάταξή του από το 1964. Στη χώρα μας έγινε ευρύτερα γνωστός αλλά και εξαιρετικά αγαπητός από τη συναρπαστική βιογραφία που εξέδωσε στα ελληνικά η Ι. Μ. Παρακλήτου το 1976, βιογραφία του Επισκόπου Αλεξάνδρου Σέμενωφ-Τιάν-Σάνσκι.



— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —
Ο ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ


[Προς το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ και αργότερα Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, λίγο πριν φύγουν οι στρατιώτες της κλάσεώς του για τα σπίτια τους, ο Συμεών πήγε με τον γραμματέα του λόχου να δει τον πατέρα Ιωάννη της Κρονστάνδης, για να ζητήσει τις προσευχές και την ευλογία του. Δεν τον βρήκαν, όμως, και σκέφτηκαν να αφήσουν γράμματα. Ο γραμματέας άρχισε να γράφει καλλιγραφικά και σε εξεζητημένο ύφος μία βαθυστόχαστη επιστολή, ενώ ο Συμεών έγραψε μόνο λίγες λέξεις: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχηθείτε να μη με κρατήσει ο κόσμος!».
     Επέστρεψε στον στρατώνα του, στην Πετρούπολη, και, όπως έλεγε αργότερα, την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να αισθάνεται ολόγυρά του «να βουΐζουν οι φλόγες του άδη»!
     Φεύγοντας από την Πετρούπολη ο νεαρός Συμεών γύρισε για μία μόνο εβδομάδα στο σπίτι του. Συγκέντρωσαν και του πρόσφεραν λινά υφάσματα και άλλα αφιερώματα για το Μοναστήρι. Τους αποχαιρέτησε όλους και αναχώρησε για τον Άθωνα. Από εκείνη, όμως, την ημέρα που προσευχήθηκε γι’ αυτόν ο πατήρ Ιωάννης, «οι φλόγες του άδη βούιζαν» τριγύρω του, όπου και αν βρισκόταν: στο τραίνο, στην Οδησσό, στο πλοίο, ακόμη και στον Άθωνα, στη Μονή, στον ναό, παντού!
     Έτσι, σαράντα χρόνια αργότερα, γράφει πολύ χαρακτηριστικά και με πύρινο ενθουσιασμό για τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης στον ΙΘ΄ Λόγο του («Διηγήσεις από τη ζωή») τα εξής:]    

     Τον πατέρα Ιωάννη εγώ τον είδα στην Κρονστάνδη. Τελούσε τη θεία Λειτουργία. Θαύμασα τη δύναμη της προσευχής του, και από τότε –παρότι πέρασαν γύρω στα σαράντα χρόνια– δεν είδα κανέναν να λειτουργεί όπως εκείνος. Ο λαός τον αγαπούσε και όλοι στέκονταν με φόβο Θεού. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, γιατί το Άγιο Πνεύμα ελκύει κοντά Του τις καρδιές των ανθρώπων. Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο τι πλήθη λαού ακολουθούσαν τον Κύριο. Ο λόγος του Κυρίου προσείλκυε τον λαό, γιατί προσφερόταν με το Άγιο Πνεύμα, και γι’ αυτό είναι γλυκός και ευάρεστος στην ψυχή.

     Όταν ο Λουκάς και ο Κλεόπας πορεύονταν στους Εμμαούς και τους πλησίασε στο δρόμο ο Κύριος και μιλούσε μαζί τους, καίγονταν οι καρδιές τους από την αγάπη του Θεού. Και ο πατέρας Ιωάννης είχε μέσα του άφθονη τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που θέρμαινε την καρδιά του στην αγάπη του Θεού, και το Ίδιο Άγιο Πνεύμα επενεργούσε μέσω αυτού στους ανθρώπους. Είδε πώς έτρεχε πίσω του ο λαός, σαν σε πυρκαγιά, για να πάρουν ευλογία· και όταν την έπαιρναν, χαίρονταν, γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι ευχάριστο και δίνει στην ψυχή ειρήνη και γλυκύτητα.


     Μερικοί σκέφτονται άσχημα για τον πατέρα Ιωάννη και θλίβουν έτσι το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο ζούσε μέσα του και ζει και μετά τον θάνατο. Λένε πως ήταν πλούσιος και ντυνόταν κομψά. Δεν γνωρίζουν, όμως, αυτοί ότι ο πλούτος δεν μπορεί να βλάψει αυτόν που μέσα του ζει το Άγιο Πνεύμα, γιατί όλη η ψυχή του είναι εν τω Θεώ και ο Θεός τον αλλοίωσε και ξέχασε τον πλούτο και τις στολές. Μακάριοι οι άνθρωποι που αγαπούν τον πατέρα Ιωάννη, γιατί θα προσεύχεται για μας! Η αγάπη του προς τον Θεό ήταν φλογερή, και αυτός βρισκόταν ολοκληρωτικά μέσα στη φλόγα της αγάπης.

     Ω, πάτερ Ιωάννη, μεγάλε ευχέτη! Ευχαριστώ τον Θεό γιατί σε είδα, ευχαριστώ κι εσένα, τον καλό και άγιο ποιμένα, γιατί χάρη στις προσευχές σου κατάφερα να αποχωριστώ τον κόσμο και να έρθω στο Άγιον Όρος του Άθω, όπου είδα το μέγα έλεος του Θεού. Και τώρα γράφω και χαίρομαι, γιατί ο Κύριος μού έδωσε να καταλάβω την πολιτεία και τον αγώνα του καλού ποιμένα.

     Είναι μέγας άθλος να συγκατοικεί κανείς με μια νεαρή γυναίκα και να μην την αγγίζει. Αυτό το κατορθώνουν μόνο όσοι έχουν μέσα τους αισθητή τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η θεϊκή γλυκύτητα νικά τον σαρκικό έρωτα για την αγαπημένη σύζυγο. Πολλοί άγιοι φοβούνταν το πλησίασμα των γυναικών, αλλά ο πατήρ Ιωάννης και ανάμεσα στις γυναίκες είχε το Άγιο Πνεύμα, η γλυκύτητα του Οποίου υπερνικά την σαρκική αγάπη.

     Θα προσθέσω ακόμη ότι ήταν τόσο ταπεινός, ώστε διατηρούσε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και με τη δύναμή Της αγαπούσε πολύ τον λαό και ανέβαζε τον νου των ανθρώπων στον Θεό.

     Καταλαβαίνεις πόση δύναμη είχε; Όταν διαβάζεις το βιβλίου του «Η εν Χριστώ ζωή μου», η ψυχή αισθάνεται στα λόγια του τη δύναμη της Χάριτος του Θεού. Εσύ λες: «Εγώ, όμως, το διαβάζω χωρίς καμιά γεύση!». Θα σε ρωτήσω: «Μήπως γιατί είσαι υπερήφανος; Η Χάρη δεν αγγίζει υπερήφανη καρδιά».

     Πάτερ Ιωάννη, που τώρα ζεις στους ουρανούς και βλέπεις τον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε η ψυχή σου ήδη επάνω στη γη, σε παρακαλούμε, πρέσβευε για μας να αγαπήσουμε και εμείς τον Κύριο και να φέρουμε τον καρπό της μετάνοιας, στον οποίο ευαρεστείται ο Κύριος.

     Ω, Ποιμένα καλέ και άγιε, ανυψώθηκες σαν υψιπέτης αετός επάνω από τη γη, και από το ύψος, που σε ανέβασε το Άγιο Πνεύμα, έβλεπες τις ανάγκες του λαού. Με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος έφερες τον λαό κοντά στον Θεό και οι άνθρωποι, όταν άκουγαν από τον στόμα σου τον λόγο του Θεού, οδύρονταν και η μετάνοιά τους ήταν φλογερή.

     Ω, Ποιμένα μεγάλε και καλέ! Αν και πέθανες σωματικά, όμως πνευματικά είσαι μαζί μας και τώρα που παρίστασαι ενώπιον του Θεού, μας βλέπεις με το Άγιο Πνεύμα από τους ουρανούς, και εμείς ταπεινά σε τιμούμε.

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ
(1866–1938)



Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, εἰκοστῇ Δεκεμβρίου,
μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν
Ἰωάννου τοῦ θαυματουργοῦ,
πρωθιερέως τῆς ἐν Ῥωσσίᾳ Κρονστάνδης.

Στίχοι.
Χριστῷ συναφθεὶς ὅλος ἐξ ὅλου, Πάτερ
Μέγας χριστουργός, Ἰωάννη, ἐδείχθης.
Εἰκοστῇ ποιμὴν Κρονστάνδης γῆθεν ἤρθη.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
ερέων ἐδείχθης Ἰωάννη ὑπόδειγμα, πᾶσαν τὴν Ῥωσσίαν πληρώσας, διδαχαῖς ζωηφόροις σου· ἀνέπνεις γὰρ καθ’ ὥραν τὸν Χριστόν, Αὐτοῦ τὰς ἐντολὰς ἀεὶ τηρῶν· καὶ θαυμάτων ἐπλουτίσθης ἐπιρροαῖς, φιλάνθρωπον ἔχων γνώμην. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, καὶ τῆς Κρονστάνδης φλογερόν, σὲ θύτην ἀναδείξαντι.

Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μῦρον εὔοσμον, τῶν ἀρετῶν σου, πᾶσαν ἤρδευσεν, τὴν οἰκουμένην, ἐκ τῆς Κροστάνδης δοχεῖον γενόμενος, τοῦ Παρακλήτου κατηύφρανας ἅπαντας, ὦ Ἰωάννη πιστῶν παραμύθιον, χεῖρας ὕψωσον, Χριστῷ τῷ Θεῷ αἰτούμενος, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ναματουχίαις ζωηραῖς καταρδευόμενος, τὴν Ἐκκλησίαν Ἰωάννη κατεδρόσισας, ὥσπερ ἄγγελος ἐνσώματος βιωτεύσας· ἐν Χριστῷ δὲ ὁδηγῶν τοὺς προσιόντας σοι, ἐνεργίαις τῶν θαυμάτων καὶ τοῖς λόγοις σου, κράζειν ἔπειθες· Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Τῆς ἱερωσύνης λαμπρὰν στολήν, Πάτερ Ἰωάννη, ἐξωράϊσας θαυμαστῶς, Πνεύματος δυνάμει, ἀναδειχθεὶς Ῥωσσίας, φωστὴρ αὐγάζων πάντας, τῷ θείῳ βίῳ σου.

Τοῦ Καλοῦ Ποιμένος καλὸς ποιμήν, μάκαρ Ἰωάννη, γεγονὼς καὶ ἀγγελικῶς, τούτῳ καθ’ ἑκάστην, παρεστηκὼς ἐντρύφας, τῆς ἀκηράτου δόξης, ἧς πάντες τύχοιμεν.

Χαίροις τῆς Ῥωσσίας θεῖος βλαστός, χαίροις τῆς Κρονστάνδης, θεοπύρσευτος λειτουργός, τῆς Ὀρθοδοξίας, κοινὸν διδασκαλεῖον, ὦ Πάτερ Ἰωάννη, Χριστοῦ εἰκόνισμα.


Ἐποιήθησαν 
ἐν Ἀγίῳ Ὄρει Ἄθω,
τῇ 13ῃ τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, 
ἐν ἔτει 1992ῷ
παρὰ τοῦ
ἱερομονάχου 
Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου,
Ὑμνογράφου
τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας




[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 238–243.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»·
Μέρος 1ο, κεφ. Α΄,
σελ. 23–24·
Μέρος 2ο, Λόγος ΙΘ΄,
σελ. 562–564.
Έκδοση Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας, 200310.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.