«ΠΕΘΑΙΝΩ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΕΛΩ
ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!»
ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!»
Άγιος Ιωάννης της
Κρονστάνδης
Ο Ιβάν
Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, ένα μικρό χωριό στην
επαρχία του Αρχαγγέλου, στο ρωσικό Άπω Βορά από γονείς πτωχούς. Ο πατέρας του
ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την εκκλησία, τις ακολουθίες και
την προσευχή· τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγορία στις
δοκιμασίες του παρά μόνο στον Θεό. Στο σχολείο ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ
να μάθει γράμματα· ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και μέσα σε μια νύχτα
τον απάλλαξε από τη νωθρότητα του πνεύματος· ο άγιος Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός
μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Θεολογική
Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις
επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και τη
δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους έξω στη φύση. Όταν πέθανε ο
πατέρας του, ο Ιωάννης αναγκάσθηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως
γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις πιεστικές ανάγκες της οικογενείας του.
Δοκιμάσθηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης
και αγωνιζόταν διαρκώς προσευχόμενος, ζητώντας από τον Θεό τη χάρη της πίστεως
και της χαράς. «Η θλίψη», έλεγε, «είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς». Ο
Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά
από ένα αποκαλυπτικό ενύπνιο, δέχθηκε να νυμφευθεί τη θυγατέρα του πρωθιερέα
του καθεδρικού ναού της Κρονστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για
ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρινή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια
του την πατρίδα, στον ναύσταθμο αυτό κοντά στην πρωτεύουσα, όπου συγκέντρωνε
όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας
που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Την
ημέρα του γάμου του είπε στη γυναίκα του: «Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες
υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού!». Και
μέχρι το τέλος της ζωής τους φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας «αδελφό» ή
«αδελφή» ο ένας τον άλλον. Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο πατήρ
Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των ιερών
Γραφών, στις ολονύκτιες αγρυπνίες τις αφιερωμένες στην Ευχή του Ιησού και,
κυρίως, στην τέλεση της θείας Λειτουργίας. «Η θεία Λειτουργία είναι αληθώς η
ουράνια τελετή επί γης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ίδιος ο Θεός με τρόπο
ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει ανάμεσα στους
ανθρώπους, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός, που είναι «ο προσφέρων
και ο προσφερόμενος». Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον
υψηλό, πλέον ζωοποιό, από τη θεία Λειτουργία!», γράφει με ιερό πάθος στο
ημερολόγιό του «Η εν Χριστώ ζωή μου». Για τον άγιο Ιωάννη, όλες οι ενέργειες
του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο,
αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της θείας Λειτουργίας, της ιερατείας, του
Χριστού που ενεργεί τη σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο
ιερέας είναι ζώσα εικόνα του Χριστού και, γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της
ιερωσύνης του, ο πατήρ Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει τη φωτεινή και ζωοποιό
παρουσία του Φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες.
Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και, με τα λεγόμενά του,
που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να
μεταστραφούν. Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την «κλίνη του πόνου τους
σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως». Έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και
δεν είχε και, πολύ συχνά, επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι.
Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει και να επιτιμήσει, αλλά για να προσευχηθεί
και για να μεταφέρει τη ζωογόνα παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς
προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του
και, όπως ο ήλιος διαχέει καθολικά το φως του, έτσι και ο πατήρ Ιωάννης διέχεε
γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος,
προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι του ό,τι δεχόταν στο δεξί (βλ. Ματθ. 6,
4).
Η
διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις
πλευρές. Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα
αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού.
Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρη στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές
να ιδρύσει τον «Οίκο Εργασίας», ένα τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που
αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι
της πόλης λάμβαναν όχι μόνο υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά
τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί
τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο
σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς
και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν τη Χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την
αίσθηση της ωραιότητας του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως τίμιας
εικόνας του Θεού.
Τα
χρόνια περνούσαν και η αγάπη του πατρός Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και
μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του που απλωνόταν πέρα από τα στενά όρια της
πόλεως Κρονστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο· πρέπει να
καθίσταται “τα πάντα τοις πάσι”!», έλεγε με βιωματική πεποίθηση. Και ο Κύριος
έδωσε στην καρδιακή προσευχή του εξαιρετική δύναμη για τη θεραπεία του σώματος,
για την παραμυθία και τη μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτό τον τρόπο
ποια ακριβώς ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και
δεήσεων για όλο τον κόσμο, να γίνει ο «ποιμήν πάσης Ρωσίας». Αργότερα στη ζωή
του έγινε μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους· δεν ήταν τόσο εκείνος
που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος
ρωσικός λαός που προσέτρεχε με λαχτάρα προς εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε
μέρα στην Κρονστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν
να προσευχηθεί για εκείνους, για κάποιους άλλους ή απλώς για να τον δουν. Το
ταχυδρομείο αναγκάσθηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των
γραμμάτων, τηλεγραφημάτων και εμβασμάτων που έφθαναν καθημερινά για τον πατέρα
Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο άγιος προσέφερε συσσίτιο σε περισσότερους από
χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Ξυπνούσε
στις τρεις το πρωί και πήγαινε στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον
όρθρο. Την ώρα της Προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με
ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο πατήρ Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και
ανέπεμπε διάπυρη προσευχή προς τον Κύριο, ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν
ξεχωριστά. Δέος και θάμβος σε
καταλάμβανε, όταν τον έβλεπες να τελεί τη θεία Λειτουργία· στεκόταν ενώπιον της
Αγίας Τράπεζας ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου της δόξης του Θεού, πρόφερε
τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους και, όταν
μεταλάμβανε, το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. «Πεθαίνω, όταν δεν τελώ τη
θεία Λειτουργία!», έλεγε χαρακτηριστικά.
Στα
φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την
εποχή εκείνη (όπως άλλωστε και τη σημερινή) πολλοί αρκούνταν στο να κοινωνούν
μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του
καθενός χωριστά, οι πιστοί ξαναέβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία πρωτοχριστιανική
συνήθεια της δημόσιας και ανενδοίαστης εξομολόγησης. Μετανοούντες και
θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν
πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς.
Τόσο με
τα λόγια του όσο και με τη διαγωγή του, ο πατήρ Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα
να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού: «Ο Χριστός
είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ κι απ’ τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου! Είναι
το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόση μου, η ένδυσή μου, η
ευωδία μου, η πραότητα, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από τη
γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με βαστάζει».
Μετά τη
Λειτουργία, που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος
αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντας πίστη,
ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το
βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ
από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει ο ίδιος κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και
τα έργα του ήταν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.
Προς τα
τέλη του βίου του δοκιμάσθηκε σκληρά από αρρώστια, την οποία υπέμεινε με
πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και
εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Δεκεμβρίου του 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την
ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική
οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ωσάν προφήτης, ο άγιος πατήρ ημών Ιωάννης της Κρονστάνδης
κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της
Επανάστασης των Μπολσεβίκων και κατέδειξε τι και πώς πρέπει να είναι ο
Ορθόδοξος ιερέας του Υψίστου Θεού: έφορος και οικονόμος της θείας
φιλευσπλαχνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Τιμήθηκε
ως άγιος από όλον τον ρωσικό λαό, ενόσω ακόμη ζούσε. Επίσημα, ανακηρύχθηκε
άγιος από το Πατριαρχείο της Μόσχας το 1990, ενώ ήδη η Ρωσική Εκκλησία εν
Υπερορία είχε προβεί στην αγιοκατάταξή του από το 1964. Στη χώρα μας έγινε
ευρύτερα γνωστός αλλά και εξαιρετικά αγαπητός από τη συναρπαστική βιογραφία που
εξέδωσε στα ελληνικά η Ι. Μ. Παρακλήτου το 1976, βιογραφία του Επισκόπου
Αλεξάνδρου Σέμενωφ-Τιάν-Σάνσκι.
— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —
Ο ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ
[Προς το τέλος
της στρατιωτικής του θητείας, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ και
αργότερα Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, λίγο πριν φύγουν οι στρατιώτες της κλάσεώς
του για τα σπίτια τους, ο Συμεών πήγε με τον γραμματέα του λόχου να δει τον
πατέρα Ιωάννη της Κρονστάνδης, για να ζητήσει τις προσευχές και την ευλογία
του. Δεν τον βρήκαν, όμως, και σκέφτηκαν να αφήσουν γράμματα. Ο γραμματέας
άρχισε να γράφει καλλιγραφικά και σε εξεζητημένο ύφος μία βαθυστόχαστη
επιστολή, ενώ ο Συμεών έγραψε μόνο λίγες λέξεις: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω
μοναχός. Προσευχηθείτε να μη με κρατήσει ο κόσμος!».
Επέστρεψε στον στρατώνα του, στην
Πετρούπολη, και, όπως έλεγε αργότερα, την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να
αισθάνεται ολόγυρά του «να βουΐζουν οι φλόγες του άδη»!
Φεύγοντας από την Πετρούπολη ο νεαρός
Συμεών γύρισε για μία μόνο εβδομάδα στο σπίτι του. Συγκέντρωσαν και του
πρόσφεραν λινά υφάσματα και άλλα αφιερώματα για το Μοναστήρι. Τους αποχαιρέτησε
όλους και αναχώρησε για τον Άθωνα. Από εκείνη, όμως, την ημέρα που προσευχήθηκε
γι’ αυτόν ο πατήρ Ιωάννης, «οι φλόγες του άδη βούιζαν» τριγύρω του, όπου και αν
βρισκόταν: στο τραίνο, στην Οδησσό, στο πλοίο, ακόμη και στον Άθωνα, στη Μονή,
στον ναό, παντού!
Έτσι, σαράντα χρόνια αργότερα, γράφει πολύ
χαρακτηριστικά και με πύρινο ενθουσιασμό για τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης ο
άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης στον ΙΘ΄ Λόγο του («Διηγήσεις από τη ζωή») τα εξής:]
Τον
πατέρα Ιωάννη εγώ τον είδα στην Κρονστάνδη. Τελούσε τη θεία Λειτουργία. Θαύμασα
τη δύναμη της προσευχής του, και από τότε –παρότι πέρασαν γύρω στα σαράντα
χρόνια– δεν είδα κανέναν να λειτουργεί όπως εκείνος. Ο λαός τον αγαπούσε και
όλοι στέκονταν με φόβο Θεού. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, γιατί το Άγιο Πνεύμα
ελκύει κοντά Του τις καρδιές των ανθρώπων. Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο τι πλήθη λαού
ακολουθούσαν τον Κύριο. Ο λόγος του Κυρίου προσείλκυε τον λαό, γιατί
προσφερόταν με το Άγιο Πνεύμα, και γι’ αυτό είναι γλυκός και ευάρεστος στην
ψυχή.
Όταν ο
Λουκάς και ο Κλεόπας πορεύονταν στους Εμμαούς και τους πλησίασε στο δρόμο ο
Κύριος και μιλούσε μαζί τους, καίγονταν οι καρδιές τους από την αγάπη του Θεού.
Και ο πατέρας Ιωάννης είχε μέσα του άφθονη τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που
θέρμαινε την καρδιά του στην αγάπη του Θεού, και το Ίδιο Άγιο Πνεύμα
επενεργούσε μέσω αυτού στους ανθρώπους. Είδε πώς έτρεχε πίσω του ο λαός, σαν σε
πυρκαγιά, για να πάρουν ευλογία· και όταν την έπαιρναν, χαίρονταν, γιατί το
Άγιο Πνεύμα είναι ευχάριστο και δίνει στην ψυχή ειρήνη και γλυκύτητα.
Μερικοί
σκέφτονται άσχημα για τον πατέρα Ιωάννη και θλίβουν έτσι το Άγιο Πνεύμα, το
Οποίο ζούσε μέσα του και ζει και μετά τον θάνατο. Λένε πως ήταν πλούσιος και
ντυνόταν κομψά. Δεν γνωρίζουν, όμως, αυτοί ότι ο πλούτος δεν μπορεί να βλάψει
αυτόν που μέσα του ζει το Άγιο Πνεύμα, γιατί όλη η ψυχή του είναι εν τω Θεώ και
ο Θεός τον αλλοίωσε και ξέχασε τον πλούτο και τις στολές. Μακάριοι οι άνθρωποι
που αγαπούν τον πατέρα Ιωάννη, γιατί θα προσεύχεται για μας! Η αγάπη του προς
τον Θεό ήταν φλογερή, και αυτός βρισκόταν ολοκληρωτικά μέσα στη φλόγα της
αγάπης.
Ω,
πάτερ Ιωάννη, μεγάλε ευχέτη! Ευχαριστώ τον Θεό γιατί σε είδα, ευχαριστώ κι
εσένα, τον καλό και άγιο ποιμένα, γιατί χάρη στις προσευχές σου κατάφερα να
αποχωριστώ τον κόσμο και να έρθω στο Άγιον Όρος του Άθω, όπου είδα το μέγα
έλεος του Θεού. Και τώρα γράφω και χαίρομαι, γιατί ο Κύριος μού έδωσε να
καταλάβω την πολιτεία και τον αγώνα του καλού ποιμένα.
Είναι
μέγας άθλος να συγκατοικεί κανείς με μια νεαρή γυναίκα και να μην την αγγίζει. Αυτό
το κατορθώνουν μόνο όσοι έχουν μέσα τους αισθητή τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η
θεϊκή γλυκύτητα νικά τον σαρκικό έρωτα για την αγαπημένη σύζυγο. Πολλοί άγιοι
φοβούνταν το πλησίασμα των γυναικών, αλλά ο πατήρ Ιωάννης και ανάμεσα στις
γυναίκες είχε το Άγιο Πνεύμα, η γλυκύτητα του Οποίου υπερνικά την σαρκική
αγάπη.
Θα
προσθέσω ακόμη ότι ήταν τόσο ταπεινός, ώστε διατηρούσε τη Χάρη του Αγίου
Πνεύματος και με τη δύναμή Της αγαπούσε πολύ τον λαό και ανέβαζε τον νου των
ανθρώπων στον Θεό.
Καταλαβαίνεις
πόση δύναμη είχε; Όταν διαβάζεις το βιβλίου του «Η εν Χριστώ ζωή μου», η ψυχή
αισθάνεται στα λόγια του τη δύναμη της Χάριτος του Θεού. Εσύ λες: «Εγώ, όμως, το
διαβάζω χωρίς καμιά γεύση!». Θα σε ρωτήσω: «Μήπως γιατί είσαι υπερήφανος; Η
Χάρη δεν αγγίζει υπερήφανη καρδιά».
Πάτερ
Ιωάννη, που τώρα ζεις στους ουρανούς και βλέπεις τον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε η
ψυχή σου ήδη επάνω στη γη, σε παρακαλούμε, πρέσβευε για μας να αγαπήσουμε και
εμείς τον Κύριο και να φέρουμε τον καρπό της μετάνοιας, στον οποίο ευαρεστείται
ο Κύριος.
Ω,
Ποιμένα καλέ και άγιε, ανυψώθηκες σαν υψιπέτης αετός επάνω από τη γη, και από
το ύψος, που σε ανέβασε το Άγιο Πνεύμα, έβλεπες τις ανάγκες του λαού. Με τη
δύναμη του Αγίου Πνεύματος έφερες τον λαό κοντά στον Θεό και οι άνθρωποι, όταν
άκουγαν από τον στόμα σου τον λόγο του Θεού, οδύρονταν και η μετάνοιά τους ήταν
φλογερή.
Ω,
Ποιμένα μεγάλε και καλέ! Αν και πέθανες σωματικά, όμως πνευματικά είσαι μαζί
μας και τώρα που παρίστασαι ενώπιον του Θεού, μας βλέπεις με το Άγιο Πνεύμα από
τους ουρανούς, και εμείς ταπεινά σε τιμούμε.
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ
(1866–1938)
Τῇ
αὐτῇ ἡμέρᾳ, εἰκοστῇ Δεκεμβρίου,
μνήμη
τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν
Ἰωάννου
τοῦ θαυματουργοῦ,
πρωθιερέως
τῆς ἐν Ῥωσσίᾳ Κρονστάνδης.
Στίχοι.
Χριστῷ συναφθεὶς
ὅλος ἐξ ὅλου, Πάτερ
Μέγας χριστουργός,
Ἰωάννη, ἐδείχθης.
Εἰκοστῇ ποιμὴν Κρονστάνδης γῆθεν ἤρθη.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
Ἦχος
α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἱερέων ἐδείχθης
Ἰωάννη ὑπόδειγμα, πᾶσαν τὴν Ῥωσσίαν πληρώσας, διδαχαῖς ζωηφόροις σου· ἀνέπνεις
γὰρ καθ’ ὥραν τὸν Χριστόν, Αὐτοῦ τὰς ἐντολὰς ἀεὶ τηρῶν· καὶ θαυμάτων
ἐπλουτίσθης ἐπιρροαῖς, φιλάνθρωπον ἔχων γνώμην. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, καὶ τῆς Κρονστάνδης φλογερόν, σὲ θύτην ἀναδείξαντι.
Ἦχος
γ΄. Θείας πίστεως.
Μῦρον εὔοσμον, τῶν
ἀρετῶν σου, πᾶσαν ἤρδευσεν, τὴν οἰκουμένην, ἐκ τῆς Κροστάνδης δοχεῖον
γενόμενος, τοῦ Παρακλήτου κατηύφρανας ἅπαντας, ὦ Ἰωάννη πιστῶν παραμύθιον,
χεῖρας ὕψωσον, Χριστῷ τῷ Θεῷ αἰτούμενος, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ναματουχίαις
ζωηραῖς καταρδευόμενος, τὴν Ἐκκλησίαν Ἰωάννη κατεδρόσισας, ὥσπερ ἄγγελος
ἐνσώματος βιωτεύσας· ἐν Χριστῷ δὲ ὁδηγῶν τοὺς προσιόντας σοι, ἐνεργίαις τῶν
θαυμάτων καὶ τοῖς λόγοις σου, κράζειν ἔπειθες· Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Τῆς ἱερωσύνης
λαμπρὰν στολήν, Πάτερ Ἰωάννη, ἐξωράϊσας θαυμαστῶς, Πνεύματος δυνάμει,
ἀναδειχθεὶς Ῥωσσίας, φωστὴρ αὐγάζων πάντας, τῷ θείῳ βίῳ σου.
Τοῦ Καλοῦ Ποιμένος
καλὸς ποιμήν, μάκαρ Ἰωάννη, γεγονὼς καὶ ἀγγελικῶς, τούτῳ καθ’ ἑκάστην,
παρεστηκὼς ἐντρύφας, τῆς ἀκηράτου δόξης, ἧς πάντες τύχοιμεν.
Χαίροις τῆς Ῥωσσίας
θεῖος βλαστός, χαίροις τῆς Κρονστάνδης, θεοπύρσευτος λειτουργός, τῆς
Ὀρθοδοξίας, κοινὸν διδασκαλεῖον, ὦ Πάτερ Ἰωάννη, Χριστοῦ εἰκόνισμα.
Ἐποιήθησαν
ἐν Ἀγίῳ Ὄρει Ἄθω,
τῇ 13ῃ τοῦ μηνὸς
Νοεμβρίου,
ἐν ἔτει 1992ῷ
παρὰ τοῦ
ἱερομονάχου
Ἀθανασίου
Σιμωνοπετρίτου,
Ὑμνογράφου
τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησίας
※
[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 238–243.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ:
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»·
Μέρος 1ο, κεφ. Α΄,
σελ. 23–24·
Μέρος 2ο, Λόγος ΙΘ΄,
σελ. 562–564.
Έκδοση Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας, 200310.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου