Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

     Ο όσιος πατήρ ημών Γεώργιος ο Χοζεβίτης γεννήθηκε περί τα μέσα του 6ου αιώνα, από ευσεβή οικογένεια της νήσου Κύπρου. Μετά τον θάνατο των γονέων του, την κηδεμονία του Γεωργίου ανέλαβε ο θείος του, ο οποίος επεδίωκε να τον νυμφεύσει διά της βίας· ο Γεώργιος όμως ποθούσε την ασκητική ζωή, έφυγε από τη γενέτειρά του και μετέβη στους Αγίους Τόπους για να συναντήσει τον πρεσβύτερο αδελφό του, Ηρακλείδη, ο οποίος εγκαταβίωνε ήδη ως ερημίτης επί πολλά χρόνια στη Λαύρα του Καλαμώνα, στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Ο Γεώργιος επιθυμούσε να ζήσει κοντά στον αδελφό του, εκείνος όμως έκρινε ότι ήταν ακόμη πολύ νέος και τον πήγε στη Μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που είχε ιδρύσει τον 5ο αιώνα ο άγιος Ιωάννης επίσκοπος Καισαρείας [3 Οκτ.] μεταξύ Ιεροσολύμων και Ιεριχούς. Εκάρη μοναχός και υποτάχθηκε στην πνευματική καθοδήγηση ενός γέροντα που καταγόταν από τη Μεσοποταμία. Ο γέροντας ήταν αυστηρός και δύστροπος, ο Γεώργιος όμως υπάκουε με πραότητα, υπομονή και ταπείνωση, ωσάν ο γέροντας να ήταν ίδιος ο Χριστός. Μια ημέρα, ο Γεώργιος άργησε να κουβαλήσει νερό από το ρέμα και ο γέροντάς του τον ράπισε δυνατά ενώπιον όλων των αδελφών του κοινοβίου: το χέρι του γέροντα παρευθύς ξεράθηκε και παρέλυσε· θεραπεύτηκε μόνον όταν ο υποτακτικός του προσευχήθηκε μπροστά στον τάφο των αγίων της μονής. Ο όσιος Γεώργιος τότε, για να αποφύγει τον μάταιο θαυμασμό και τον έπαινο των ανθρώπων, πήγε στη Λαύρα του Καλαμώνα, όπου για πολλά χρόνια μοιράστηκε το ίδιο κελλί με τον κατά σάρκα αδελφό του, μιμούμενος τη θεάρεστη βιοτή του Ηρακλείδη. Τον υπάκουε στα πάντα και τον θεωρούσε πνευματικό πατέρα μάλλον παρά κατά σάρκα αδελφό. Ποτέ δεν αντάλλασσαν μάταια λόγια· όλη η ζωή τους ήταν αφιερωμένη στην προσευχή. Μοναδική τροφή τους ήταν το ξερό ψωμί, συχνά μουχλιασμένο και γεμάτο σκουλίκια, που περίσσευε από την τράπεζα της Λαύρας. Σύντομα ο Γεώργιος απέκτησε τόση παρρησία προς τον Κύριο, ώστε προσευχόμενος έκανε ένα δέντρο ξερό να βγάλει καρπούς, ή μπορούσε να πλησιάσει άφοβα φοβερά λιοντάρια και άλλα άγρια θηρία. Ο Ηρακλείδης εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία εβδομήντα ετών, έχοντας καταστεί διά της βιοτής του πρότυπο ταπεινώσεως. Ο Γεώργιος εξακολούθησε να ζει μόνος στο κελλί συνεχίζοντας τη θεάρεστη πολιτεία του, πάντα πρόθυμος να διακονήσει τους αδελφούς της Λαύρας.

     Μετά τον θάνατο του ηγουμένου, δημιουργήθηκε αναταραχή στη Λαύρα σχετικά με την εκλογή του διαδόχου του. Ο Γεώργιος εγκατέλειψε τον Καλαμώνα και επέστρεψε, με θεία προσταγή, στη μονή της κουράς του· ο ηγούμενος Λεόντιος τον υποδέχτηκε με χαρά και του παραχώρησε ένα απόμερο κελλί, επιτρέποντάς του να ζει εκεί όπως επιθυμούσε. Έγκλειστος όλη την εβδομάδα, κρατώντας απολύτως κρυφά όλα τα πνευματικά του κατορθώματα, ο άγιος Γεώργιος συναντούσε τους άλλους μοναχούς τις Κυριακές, τους ενίσχυε με ψυχωφελείς ομιλίες και δεχόταν πατρικά την εξομολόγηση των λογισμών τους. Μάζευε λίγα κομμάτια ψωμί που περίσσευαν από την κοινή τράπεζα, τα φρυγάνιζε στον ήλιο και τρεφόταν με αυτά τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδος. Παρά τις πολλαπλές επιθέσεις των δαιμόνων που επεδίωκαν να τον περισπάσουν, δεν διέκοπτε ποτέ τον κανόνα της προσευχής και δεν έλεγε ούτε μία λέξη αν δεν είχε θεία νεύση. Απέκτησε με αυτόν τον τρόπο μεγάλη εξουσία επί των ακαθάρτων πνευμάτων.

     Παρά το γεγονός ότι ζούσε έγκλειστος, φρόντιζε να υπηρετεί τους αδελφούς, γι’ αυτό την ημέρα που έψηναν ψωμί στη μονή, αναλάμβανε να συντηρεί τη φωτιά στον φούρνο, διακόνημα δυσβάσταχτο εξαιτίας του καύσωνα που επικρατεί στην περιοχή αυτή.

     Μολονότι ξένος προς κάθε κατάκριση, θρηνούσε συχνά για την έλλειψη ζήλου και φόβου Θεού μεταξύ των μοναχών της εποχής του, σε σύγκριση με τους παλαιότερους, και για τον περισπασμό τους κατά τις Ακολουθίες· έψεγε προπαντός τους μοναχούς, οι οποίοι, υπερτιμώντας με έπαρση την παραμονή τους στη μονή, συμπεριφέρονταν υποτιμητικά στους λαϊκούς και τους αμαρτωλούς. «Πιστέψτε με», έλεγε, «όποιος μπορεί να ανακαινίσει γη και ουρανό, αλλά περιφρονεί με αλαζονεία τον πλησίον του, αυτός μάταια κοπιάζει και μετά των υποκριτών συγκαταλέγεται. Δεν δυνάμεθα να πλησιάσουμε τον Θεό παρά μόνον εάν ειρηνεύσουμε με τον πλησίον. Αμαρτίες και πάθη απορρέουν από την υπερηφάνεια και οδηγούν στον θάνατο. Απεναντίας η υπακοή και η υποταγή στον Κύριο είναι ζωή, χαρά και φως». Συμβούλευε συνεχώς τους μοναχούς να λυτρωθούν από τα πάθη τους διά του φόβου του Θεού που εκδηλώνεται με κόπους, δάκρυα, προσευχή και νηστεία· τους παρότρυνε να αμιλλώνται στην ταπεινοφροσύνη, μακριά από κάθε κατάκριση και φθόνο για τους αδελφούς, ώστε να φθάσουν έτσι στην αγία αγάπη «η οποία είναι ο σύνδεσμος της τελειότητας» (Κολ. 3, 14).

     Στις παραμονές της περσικής εισβολής, το 614, ο άγιος προφήτευσε, ύστερα από ένα θείο όραμα, την άλωση της Ιεριχούς και την πολιορκία των Ιεροσολύμων. Ως εκ τούτου ο ηγούμενος και οι αδελφοί είχαν τον χρόνο να διαφύγουν, ορισμένοι στην Αραβία, οι άλλοι σε σπηλιές· ο ίδιος όμως δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο όπου τον είχε θέσει ο Θεός. Μονάχα χάρη στην επιμονή των μαθητών του δέχθηκε τελικά να καταφύγει στον Καλαμώνα. Τους περισσότερους μοναχούς οι εισβολείς τούς ανακάλυψαν, τους κατέσφαξαν ή τους αιχμαλώτισαν, αλλά τον αββά Γεώργιο οι βάρβαροι τον σεβάστηκαν και τον άφησαν ελεύθερο. Επέστρεψε στη Μονή του Χοζεβά, όπου μέχρι την τελευτή του παρέμεινε έγκλειστος στον περίβολο του μοναστηριού, διακονούμενος από τον πιστό μαθητή και βιογράφο του Αντώνιο. Χάρη στις προσευχές του δεν έλειψε ποτέ από το μοναστήρι το ψωμί και το λάδι για τη φιλοξενία, παρά τους χαλεπούς χρόνους του λιμού και της εξαθλίωσης που ακολούθησαν την άλωση της αγίας Πόλης. Έχοντας φθάσει σε βαθύ γήρας, αρρώστησε και νιώθοντας το τέλος του να πλησιάζει, κάλεσε κοντά του τον Αντώνιο. Εκείνος όμως ήταν απασχολημένος με τη διακονία των επισκεπτών και δεν μπορούσε να έλθει στο προσκεφάλι του. Ο γέροντας τότε του είπε: «Μην ανησυχείς, θα περιμένω ώσπου να τελειώσεις το διακόνημά σου». Όταν έφθασε ο μαθητής του, κατά τα μεσάνυχτα, ο άγιος τον ασπάσθηκε και είπε τρεις φορές: «Έξελθε, ψυχή μου! Έξελθε τώρα εν Κυρίω!». Και έτσι οσιακά αναπαύθηκε.



Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.