Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΔΑΝΕΙΚΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

ΔΑΝΕΙΚΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ


     Σε μια πολιτεία υπήρχε μια γυναίκα χριστιανή, που ήταν παντρεμένη μ’ έναν ειδωλολάτρη. Και, παρά τη φτώχεια τους, είχαν πενήντα νομίσματα μεγάλα, τα λεγόμενα «μιλιαρήσια».
     Μια μέρα, λέει ο άντρας στη γυναίκα του:
     –Λέω να τα δανείσουμε, γυναίκα, τούτα τα μιλιαρήσια, και κάπως ν’ ανακουφιστούμε· γιατί έτσι, τρώγοντάς τα ένα-ένα, θα τα ξοδέψουμε όλα. 
     Εκείνη τον άκουσε, αλλά είχε κάτι διαφορετικό να του προτείνει:
     –Εγώ λέω, καλύτερα να τα δώσουμε δανεικά στον Θεό των χριστιανών.
     –Και, πού είναι ο Θεός των χριστιανών; ρωτάει ο άντρας της.
     Του απαντά η γυναίκα του:
     –Θα σου Τον δείξω εγώ. Κ’ έτσι, δανείζοντάς τα σ’ Εκείνον, όχι μονάχα τόκο θα σου δώσει, αλλά θα διπλασιάσει και τα κεφάλαιά σου!
     –Πάμε, της λέει ο σύζυγός της, να μου Τον δείξεις και να Του τα δανείσουμε.
     Παίρνει, λοιπόν, τον άντρα της και τον πάει στην εκκλησία· εκεί, του δείχνει τους φτωχούς ζητιάνους και του λέει:
     –Εάν δώσεις τα χρήματά σου σ’ αυτούς, ο Θεός των χριστιανών θα σου δώσει όλα όσα σου είπα.
     Ο σύζυγος έδωκε με χαρά τα πενήντα μιλιαρήσια στους φτωχούς κ’ έφυγαν κ’ οι δυο τους για το σπίτι τους. Πέρασαν τρεις μήνες και, καθώς στενεύτηκαν κάπως με τα έξοδα, λέει ο άντρας στη γυναίκα του:
     –Τώρα που στενευτήκαμε, γυναίκα, και δεν τα βγάζουμε πέρα, δεν νομίζεις πως ο Θεός των χριστιανών θα ήταν χρήσιμο να μας δώσει κάτι από ’κείνα τα μιλιαρήσια;
     Η γυναίκα του, του αποκρίνεται, λέγοντας:
     –Πήγαινε πάλι εκεί όπου τα έδωκες, και θα σου τα δώσει με προθυμία.


      Εκείνος, έφυγε γρήγορα και πήγε στην εκκλησία· στάθηκε στο σημείο εκείνο που έδωκε στους φτωχούς τα μιλιαρήσια, μα δεν είδε κανέναν από ’κείνους που θα ζητούσε τα χρωστούμενα, παρά μονάχα φτωχούς. Και, καθώς σκεφτότανε μέσα του σε ποιον άραγε να μιλήσει και από ποιον να ζητήσει τα χρήματα, βλέπει μπροστά του ένα νόμισμα μιλιαρήσιο, πεσμένο καταγής. Το πήρε και πήγε στο σπίτι του.
     Και λέει στη γυναίκα του:
     –Πήγα, όπως μου είπες στην εκκλησία των χριστιανών, μα εκεί -πίστεψέ με, γυναίκα!- δεν είδα κανέναν απ’ αυτούς που είπες, ούτε και μου έδωσε κανείς τίποτε. Ωστόσο, εκεί ακριβώς όπου είχα δώσει τα πενήντα μιλιαρήσια στους φτωχούς, βρισκόταν καταγής ετούτο το μιλιαρήσιο.
     Του λέει τότε η γυναίκα του:
     –Ο Θεός των χριστιανών σου το έστειλε αυτό, κατά τρόπον αόρατο, όπως αοράτως διοικεί και κυβερνά τον κόσμο ολόκληρο. Πήγαινε, λοιπόν, ν’ αγοράσεις πράγματα να φάμε σήμερα και, μετά, πάλι Εκείνος θα φροντίσει.


     Τότε ο σύζυγος πηγαίνει στην αγορά κι αγοράζει ψωμί, κρασί κ’ ένα ψάρι· κ’ επιστρέφοντας τα δίνει στη γυναίκα του. Εκείνη, πήρε το ψάρι κι άρχισε να το καθαρίζει. Και, μόλις τό ’σκισε στη μέση, βλέπει μέσα στα σπλάχνα του κάτι σαν πολύτιμο λίθο, που την έκανε να μείνει με το στόμ’ ανοιχτό! Δεν ήξερε καλά-καλά τι είναι, αλλά το έβαλε στην άκρη και το φύλαξε.
     Ύστερα, όταν ήρθε ο άντρας της, παίρνει τον πολύτιμο λίθο και του τον δίνει σ’ αυτόν, λέγοντας:
     –Κοίταξε, τι βρήκα μέσα στην κοιλιά του ψαριού! 


     Κ’ εκείνος, βλέποντας τον πολύτιμο λίθο, εθαύμασε την ομορφιά του, έστω και χωρίς να ξέρει τι ήταν και τι άξιζε! Παίρνει, λοιπόν, την πολύτιμη πέτρα και πάει σ’ έναν τραπεζίτη -που ήταν έτοιμος να κλείσει το μαγαζί του, γιατ’ είχε ήδη βραδυάσει- και του λέει:
     –Τι θά ’δινες για ν’ αγοράσεις αυτήν την πέτρα;
     Και ο χρηματιστής τού απαντάει με την ερώτηση:
     –Εσύ, τι θά ’θελες;
     –Ό,τι θέλεις δώσε, του απαντά.
     Του λέει ο χρηματιστής:
     –Θα σου δώσω πέντε μιλιαρήσια.
     Εκείνος, νόμισε πως τον κοροϊδεύει και του λέει:
     –Και δίνεις τόσα πολλά για τούτη την πέτρα;
     Μα και ο χρηματιστής νόμισε πως ήξερε την αξία του και ότι τον ειρωνευότανε, οπότε του λέει:
     –Πάρε τότε δέκα μιλιαρήσια.
     Αλλά εκείνος πάλι νόμισε πως τον κορόϊδευε και σιωπούσε.
     Ο χρηματιστής διπλασίασε το ποσό, λέγοντας:
     –Πάρε είκοσι μιλιαρήσια.
     Μα εκείνος σιωπούσε πάλι και δεν αποκρινότανε.
     Κι όταν ο χρηματιστής, ανεβάζοντας την τιμή, έφτασε να δίνει τριάντα και σαράντα και πενήντα μιλιαρήσια, κι ορκιζότανε πως θα τά ’δινε αυτά στην πραγματικότητα, ο πωλητής σκέφτηκε πώς, αν δεν ήταν η πέτρ’ αυτή τόσο πολύτιμη, ο χρηματιστής δεν θά ’δινε πενήντα μιλιαρήσια· τότε, λοιπόν, άρχισε να παζαρεύει την πέτρα πιο σκληρά. Σιγά-σιγά, ο χρηματιστής, ανεβάζοντας κι άλλο την τιμή, έφτασε στα τριακόσια μιλιαρήσια! Τότε του έδωκε την πολύτιμη πέτρα, πήρε τα χρήματα και πάει χαρούμενος πίσω στη γυναίκα του.
     Εκείνη, βλέποντάς τον έτσι χαρούμενο, τον ρωτάει:
     –Πόσο του την πούλησες την πέτρα;
     Νόμιζε, πως ο άντρας της θα είχε εισπράξει δέκα ή -το πολύ- είκοσι φολερά.
     Εκείνος, όμως, έβγαλε και της έδωκε τα τριακόσια μιλιαρήσια!
     Κ’ εκείνη, θαυμάζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, του λέει:
     –Βλέπεις τώρα, κύριέ μου, πόσο αγαθός και ευγνώμων, πόσο ανταποδότης και πλούσιος, είναι ο Θεός των χριστιανών! Πρόσεξες ότι μας έδωκε πίσω, όχι μονάχα τα πενήντα μιλιαρήσια και τον τόκο τους, αλλά μέσα σε λίγες μέρες, εξαπλασίασε το πόσο που Του δάνεισες; Μάθε, λοιπόν, ότι άλλος Θεός εκτός από Εκείνον δεν υπάρχει, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη!
     Κ’ εκείνος ο ειδωλολάτρης, βλέποντας τούτο το εξαίσιο θαύμα, πίστεψε κ’ έγινε χριστιανός. Και όσοι, εκεί γύρω τό ’μαθαν, δόξασαν τ’ όνομα του Θεού αλλά κ’ εθαύμασαν την πίστη εκείνης της γυναίκας!...


ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ



[Π. Β. Πάσχου: «Γυναίκες της Ερήμου»,
Μικρό Γεροντικό Γ΄,
κεφ. ξε΄, σελ. 180–183,
εκδόσεις «Ακρίτας», Απρίλιος 19951.]







Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΘΛΙΨΕΙΣ

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΘΛΙΨΕΙΣ


       1. Ένας άλλος τρόπος που μ’ αυτόν προσπαθεί ο διάβολος να ενεργεί εις βάρος του ανθρώπου είναι οι διάφοροι πειρασμοί. Αν επιτραπεί από τον Θεό στο διάβολο να προκαλέσει στον άνθρωπο πειρασμούς, τότε ο διάβολος βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλώσει και, αν είναι δυνατόν, να ικανοποιήσει τις άγριες και μισάνθρωπες διαθέσεις του. Ταυτόχρονα δε, ελπίζει ότι το πλήθος των δοκιμασιών και θλίψεων που θα επακολουθήσουν την παράβαση του θείου θελήματος, προς την οποία τον σπρώχνει βίαια, θα κάμψουν το ηθικό του και θα μειώσουν ή θα εκμηδενίσουν την πίστη του στον Θεό, γιατί πάντα η θλίψη δημιουργεί ατονία στην ψυχή και την παραλύει, έστω και για λίγο. Υπό το κράτος αυτής της καταστάσεως και υπό το συνεχές σφυροκόπημα των υποβολών του πονηρού, παρερμηνεύει ο άνθρωπος το νόημα των πειρασμών και δοκιμασιών του. Έτσι, η δριμύτητα του πόνου που προκαλούν οι θλίψεις και οι πειρασμοί, αν ο άνθρωπος πιστέψει στις υποβολές του πονηρού, χάνουν τον παιδευτικό χαρακτήρα που ο Θεός θέλει να έχουν γι’ αυτόν. Με αφορμή δε αυτές τις δοκιμασίες, μπορεί ο άνθρωπος να ξεπέσει ακόμη και στην απιστία και στην αθεΐα. Όταν η ψυχή ατονίσει, τότε πια την πολιορκεί πλήθος λογισμών ολιγοπιστίας ή απιστίας έναντι του Θεού. Το πέτυχε αυτό ο πονηρός; Υποχώρησε ο άνθρωπος στην έφοδο των λογισμών; Τι άλλο καλύτερο θα ήθελε ο εχθρός του;

       2. Και, αναρωτιέται κανένας· γιατί να παίρνει τέτοια εξουσία ο σατανάς; Δεν βλέπει ο Θεός όλα όσα τεκταίνεται ο διάβολος εις βάρος του ανθρώπου; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο σατανάς δεν μπορεί να ξεφύγει το μάτι του Θεού που τα βλέπει όλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Θεός ξέρει τι σκέπτεται και βλέπει τι ενεργεί και με ποια διάθεση, ο σατανάς. Και τίποτε δεν γίνεται χωρίς την έγκριση του Θεού. Και οι ίδιοι οι δαίμονες δεν μπορούν να υπηρετήσουν τον ίδιο τον αρχηγό τους χωρίς την ανοχή του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς με την αναγκαία φιλάνθρωπη πρόνοιά Του, τη γεμάτη στοργή και καλοσύνη για τον άνθρωπο, να επιβάλλει κολασμούς διαφόρους δια μέσου και των υπηρετών του σατανά, χωρίς βέβαια αυτοί να θέλουν ή να ξέρουν πως κατά βάθος του Θεού το σχέδιο εξυπηρετούν. Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του Ιώβ, τον οποίο, ήταν αδύνατο να πλησιάσει ο διάβολος χωρίς την έγκριση του Θεού και πάντα μέσα στα όρια που του προσδιοριζόταν.


       3. Όταν ο άνθρωπος, είτε θεληματικά είτε επειδή παρασύρθηκε από τις υποβολές του πονηρού και των οργάνων του, αλλά με τη συγκατάθεση τελικά της θελήσεώς του, παραδοθεί στις ηδονές των αισθήσεων, δέχεται ταυτόχρονα και το σπέρμα της κακίας που φυτρώνει μέσα του. Ο Θεός εκμεταλλεύεται την κακή διάθεση του διαβόλου για τον άνθρωπο. Του επιτρέπει να προκαλέσει θλίψεις και δυσκολίες στον άνθρωπο. Η ακούσια αυτή οδύνη, αποτελεί το όργανο του Θεού που μ’ αυτό αποτρέπει ο Θεός τη δηλητηριώδη επίδραση της ηδονής, που είναι το σπέρμα της αμαρτίας μέσα στον πνευματικό οργανισμό του ανθρώπου και απομακρύνει το νου του από τη θεία αγάπη. Έτσι, γίνεται ο πειρασμός και η δυσκολία «αφορμή περιστασιακή για να ξαναγυρίσει ο άνθρωπος στην αρετή» εκείνων που ξεγλίστρησαν από το δρόμο του Θεού (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής).

       4. Η ψυχή, δηλητηριασμένη από την ηδονή, αποκαθαίρεται από τον ρύπο και τις ζημιογόνες επιπτώσεις της με τον πόνο. Η απόσπαση της ψυχής από την εμπαθή σχέση και «φιλία» προς τα υλικά γίνεται με τη βοήθεια της οδύνης, εφόσον το συνειδητοποιήσει αυτό η ψυχή και υπό τους όρους που ήδη αναφέρθηκαν. Επειδή αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι πάντα εύκολη για την ψυχή και μάλιστα η ανάληψη των εκούσιων πόνων και της ασκήσεως, επιτρέπει ο Θεός και τους ακούσιους πειρασμούς και δυσκολίες, τόσο διά μέσου θλιβερών καθ’ εαυτά γεγονότων όσο και πειρασμών εκ μέρους του δαίμονος ή των ανθρώπων.


       5. Οι ακούσιοι πειρασμοί και κάθε αντίστοιχη δοκιμασία, λέει ο άγιος Μάξιμος, ξεριζώνουν «παντελώς το σπέρμα της κακίας και εκείνη την ηδονή που σύλησε τη θεία αγάπη από το νου» του ανθρώπου και καθαρίζουν από την ψυχή εκείνου που δοκιμάζεται και υφίσταται τους πειρασμούς. Ο πόνος εισχωρεί βαθειά μες στην ψυχή και ό,τι δεν μπορούσε μόνη της η ψυχή να πετύχει, το πετυχαίνει αυτός. Ξεριζώνει την ηδονή που παριστάνεται σαν συλητής και κλέφτης, που αφαιρεί τη θεϊκή αγάπη από το νου, του οποίου όμως αποτελεί το φυσικό περιεχόμενο, ό,τι ουσιαστικά τον γεμίζει και τον καθιστά άξιο της ιδιότητός του. Αυτό παρατηρεί και ομολογεί και ο προφήτης Ησαΐας, λέγοντας: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου» (Ησ. κστ΄ 16). Κάτω από την πίεση του πόνου, ο νους έρχεται σε συναίσθηση της καταστάσεώς του· βλέπει πως πήρε τον όχι σωστό δρόμο, οπότε θυμάται Αυτόν που αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς του, τον Θεό.

       6. Επειδή ο άνθρωπος δεν θέλει να βιάσει τον εαυτό του πολλές φορές και, από ραθυμία και αμέλεια, δεν προχωρεί αποφασιστικά σε μετάνοια και «βίου ἐπανόρθωσιν», χρησιμοποιεί ο Θεός τον πόνο και τον πειρασμό για να τον ταρακουνήσει λίγο και να τον συνεφέρει. Όσοι αποδέχονται το φάρμακο αυτό με την καρδιά τους, θεραπεύονται. Όσοι δεν το αποδέχονται εκούσια, αν ο Θεός διακρίνει στο βάθος τους καλή διάθεση, διάθεση που είναι αιχμαλωτισμένη από κάποια πάθη και αδυναμίες, εξαναγκάζονται κατά κάποιο τρόπο θεϊκό και απερινόητο σε θεραπεία, χωρίς να βιάζεται η ελευθερία τους (Πέτρος ο Δαμασκηνός).


       7. Ο άνθρωπος, εύκολα εξολισθαίνει και ξεγλιστράει στη ματαιότητα (ἐμματαιάζει). Και το ίδιο εύκολα φιλοσοφεί και μιλάει για διάφορα πράγματα και ιδίως για πνευματικά ζητήματα εντελώς θεωρητικά, μένοντας στην επιφάνεια και κυρίως μην προχωρώντας στην πράξη και εφαρμογή. Ο Θεός, όμως, δεν τα θέλει αυτά. Θέλει αντίθετα αντί να ασχολούμαστε με κούφια λόγια και θεωρίες, να μάθουμε πάνω στην πράξη και πάνω στη σκληρή πραγματικότητα, με καρτερία, υπομονή, ταπείνωση και υπακοή, κάθε τι που αφορά τη σωτηρία μας. Δεν υπάρχει καλύτερο σχολείο από αυτό. Και ο πόνος και ο πειρασμός και οι δυσκολίες, θα μας μάθουν πολύ περισσότερα πράγματα από αναρίθμητα σχολεία και βιβλία. Η με όλη την ύπαρξη μάθηση, είναι η αληθινή μάθηση. Και όταν αυτή προηγηθεί, τότε και τα βιβλία και οι συζητήσεις κ.λπ. θα πιάνουν τόπο. Αυτό το ξέρει καλά η αγάπη του Θεού και γι’ αυτό θέλει να φοιτούν σ’ αυτή τη σχολή οι ψυχές που επιθυμούν πραγματικά να «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐταῖς» (πρβλ. Γαλ. δ΄ 19).

       8. Οι ακούσιοι πειρασμοί και οι θλίψεις, επιτρέπονται από την αγάπη του Θεού και για περισσότερο στηριγμό στην πίστη, ώστε να έχουμε «βεβαιότερη την ελπίδα στα υπεσχημένα αγαθά». Και από αυτά τα αγαθά θέλει ο εχθρός να μας απομακρύνει, αλλά, και από τον Ίδιο τον Θεό που τα χορηγεί. Αν τα αγαθά που μας υπόσχεται ο Κύριος δεν ήταν μέγιστα και απερινόητα, δεν θα μας πολεμούσαν με τόση μανία οι δαίμονες. Και νομίζουν αυτοί πως, με τη λυσσαλέα πολεμική τους, θα μας φέρουν σε απόγνωση, ώστε να μην τα ελπίζουμε. Επιτρέποντας, όμως, τον πειρασμό ο Κύριος μάς αναγκάζει να καταφύγουμε περισσότερο κοντά Του και να αγωνιζόμαστε να αναζωπυρώνουμε την πίστη και την ελπίδα μας σ’ Αυτόν (Ιωάννης Καρπάθιος).


       9. Η θεία παντοδυναμία θριαμβεύει διά μέσου της ανθρώπινης αδυναμίας των αγίων, αποδεικνύοντας κατώτερή της την αλαζονική και φαινομενική δύναμη του διαβόλου και των οργάνων του. Επομένως, αν όλοι οι άγιοι δέχτηκαν τη θεία παιδαγωγία του πόνου και το όνειδος της κατά το ανθρώπινο αδυναμίας, πόσο μάλλον έχουμε χρέος εμείς, όταν παιδευόμαστε και δοκιμάζουμε θλίψεις και πειρασμούς, που οπωσδήποτε είναι μικρότεροι από εκείνους που δοκίμασαν οι άγιοι, να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα αυτά που αποτελούν ουσιαστικά πολύ μεγάλες ευεργεσίες του Θεού; Μην ξεχνούμε πως ο Θεός, όποιον τον αγαπάει, τον παιδαγωγεί και χρησιμοποιεί, όχι σπάνια, και αυστηρά παιδαγωγικά μέσα («μαστιγοῖ», τον «μαστιγώνει», λέει η Αγία Γραφή: Εβρ. ιβ΄ 6) ως γνήσια δικό Του παιδί, άξιο του παιδαγωγικού και στοργικού Του ενδιαφέροντος.

       10. Βλέποντας, όμως, πάντα ρεαλιστικά τους πειρασμούς και τις θλίψεις και, πέρα από τα οδυνηρά συναισθήματα που μας προκαλούν, διαπιστώνουμε πως, παρόλα αυτά, πίσω τους κρύβεται μία απέραντη και ανέκφραστη και απερίγραπτη θεϊκή στοργή, που, μόνο το καλό μας θέλει. Και ακριβώς επειδή για τη θεία στοργή πρόκειται και για τη θεραπεία των αγαπημένων στον Κύριο ψυχών, δεν πρέπει να μας παραξενεύουν τα δραστικά φάρμακα που χρησιμοποιεί. Αν οι άνθρωποι γιατροί προσπαθούν να βρουν τα κατάλληλα για τον καθένα μέσα θεραπείας και φάρμακα, πολύ περισσότερο είναι σε θέση να το κάνει αυτό ο Θεός και βέβαια τέλεια και απολύτως σωστά και αποτελεσματικά. Εκτός, όμως, από την ευγνώμονα διάθεση, που μ’ αυτήν πρέπει να γίνονται οι δυσκολίες μας δεκτές, πρέπει να τις δεχόμαστε και με εσωτερική χαρά και ευφροσύνη, γιατί κάτω από τα οποιαδήποτε εξωτερικά δεινά υποφώσκει και διαφαίνεται η γλυκειά ελπίδα του ουρανού και της μακαριότητάς του.


       11. Οι δοκιμασίες για τους πιστούς αποτελούν επίσης κρίση του Θεού. Αν και νεκρωμένοι ως ένα βαθμό, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί βιολογικά, για την αμαρτία και ζώντας τη μυστική ζωή του Θεού, όμως δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σημείο που πρέπει. Είναι γι αυτό αναγκαίες οι δοκιμασίες και γι αυτούς συνεχώς. Ο Θεός ως δίκαιος αρχίζει πρώτα από τους δικούς Του την κρίση Του, όπως μας βεβαιώνει η θεία Γραφή: «Καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 17). (Τώρα είναι ο καιρός για να αρχίσει η κρίση από το σπίτι του Θεού πρώτα, λέει ο απόστολος Πέτρος). Γι αυτό οι πραγματικά πιστοί δέχονται με χαρά όλα τα είδη των πειρασμών και των θλίψεων. Ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνουν κατά βάθος οι εξωτερικές αλλά και οι εσωτερικές δοκιμασίες.

       12. Ο βαθύτερος σκοπός των πειρασμών και ο λόγος για τον οποίο τους επιτρέπει ο Θεός, είναι η πνευματική ωφέλεια αυτών που τους υφίστανται. Και η ωφέλεια που θα προκύψει από αυτούς, επιβάλλει, όχι να λυπάται κανένας, έστω κι αν πονεί σωματικά και θλίβεται ψυχικά, αλλά να χαίρεται. Όταν κανένας με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζει τους πειρασμούς, οδηγείται στην εσωτερική τελειότητα και προς την ολοκλήρωση του έργου του εσωτερικού του αγιασμού. Οι πειραζόμενοι, δεν μένουν στο δύσκολο ασφαλώς και στενόχωρο παρόν, αλλά αποβλέπουν με ελπίδα και βεβαιότητα στο μέλλον όπου πλούσια θα θερίσουν την Χάριν του Θεού και κάθε ευλογία και τελικά τη μακαριότητα. Γι’ αυτό και χαίρονται προκαταβολικά «χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένη» (Α΄ Πέτρ. α΄ 8).


ΓΕΡΟΝΤΑΣ 
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ 
(1927–2009)





[Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη:
«Ηδονή–Οδύνη (Ο διπλός καρπός της αισθήσεως)»,
βιβλ. α΄, μέρος 2ο, κεφ. 6ο, §IV, σελ. 149–151·
μέρος 3ο, κεφ. 3ο, σελ. 195–202,
εκδόσεις «Ακρίτας», Αθήνα, Νοέμβριος 19943.]






Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ



     Ένας Γέροντας είπε κάποτε τα εξής:
«Μην απαιτείς αγάπη από τον πλησίον σου· γιατί εκείνος που αγαπά κάποιον και δεν βρίσκει από αυτόν ανταπόκριση, ταράζεται μετά μέσα του. Καλύτερα, δείξε εσύ την αγάπη σου προς αυτόν και ανάπαυσέ τον. Έτσι, και εσύ θα νιώθεις ειρήνη και ανάπαυση αλλά και με τον τρόπο αυτό οδηγείς σε αγάπη τον πλησίον, φέρνοντάς τον στο σημείο να σε αγαπήσει.

Το να υστερείς στο θέμα της αγάπης έναντι των αδελφών, αυτό προέρχεται από το ότι δέχεσαι τους λογισμούς που ξεκινούν από υποψία και εμπιστεύεσαι τα δικά σου αισθήματα (ως αλάνθαστα).

Εκείνο λοιπόν που σου χρειάζεται είναι, πρώτα–πρώτα, με την βοήθεια του Θεού, να μη δίνεις εμπιστοσύνη στις υπόνοιές σου και, ύστερα, με όλη σου την προθυμία και τη δύναμη (της καρδιάς σου), να ταπεινώνεσαι ενώπιον των αδελφών και να κόβεις για χάρη τους το (εγωιστικό) θέλημά σου.

Η αγάπη που έχει αφετηρία τον Ίδιο τον Θεό είναι πιο δυνατή.
Ακόμη και από εκείνη την αγάπη που έχει κανείς εκ φύσεως».


ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ



[(1) «Το Μέγα Γεροντικόν»,
τόμ. δ΄, κεφ. ιζ΄, §61–§63, σελ. 290–291,
έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 19991·
(2) Αββά Δωροθέου: «Έργα Ασκητικά»,
σελ. 430–431, εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέα 19832.]








Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟ
ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


     «Να, κι άλλο πανηγύρι και χαρούμενη γιορτή της μητέρας του Κυρίου· να, η έξοδος της αμώμητης νύφης· να, το πρώτο ξεπροβόδισμα της βασίλισσας· να, το τέλειο σημάδι της δόξας που πρόκειται να την στεφανώσει· να, το προοίμιο της θείας χάρης που πρόκειται να την σκεπάσει· να, το φωτεινό γνώρισμα της εξαιρετικής καθαρότητάς της. Εκεί, όπου μία φορά τον χρόνο κι όχι πολλές φορές εισέρχεται ο ιερέας και τελεί τη μυστική λατρεία (πρβλ. Εβρ. 9, 7), εκεί αυτή οδηγείται από τους γονείς της, για να παραμείνει συνεχώς στα άδυτα και ιερά της χάρης του Θεού. Ποιος γνώρισε ποτέ κάτι παρόμοιο; Ποιος είδε ή ποιος άκουσε, από τους σύγχρονους ή από τους πιο παλαιούς, γυναίκα να οδηγείται, να κατοικεί και να παραμένει στα ενδότερα Άγια των αγίων, τα οποία είναι σχεδόν απρόσιτα και στους άνδρες; Αυτό λοιπόν το γεγονός (της Εισόδου της μέσα στο ιερό), δεν είναι ολοφάνερη απόδειξη για το καταπληκτικό και μεγάλο συμβάν (του Ευαγγελισμού) που επρόκειτο στο μέλλον να της συμβεί; […]
     Πώς οδηγείται η Παναγία σήμερα από τους γονείς της με τη μεσολάβηση των ιερέων στον ναό του Θεού; Πώς η Θεοτόκος, που είναι ο έμψυχος ναός του Κυρίου, αφιερώνεται στον άψυχο ναό; Πώς ο Προφήτης του ναού την υποδέχεται αυτοπροσώπως και την εισάγει στα άδυτα του ναού, χωρίς να φέρει κανένα εμπόδιο ούτε να πει στους γονείς της· “Δεν μπορώ να κάνω αυτό που γίνεται για πρώτη φορά, να οδηγήσω δηλαδή την κόρη στα Άγια των αγίων, για να παραμείνει εκεί και να κατοικεί συνεχώς, εκεί όπου επιτρέπεται μία μόνο φορά τον χρόνο να εισέρχομαι”; Τίποτε τέτοιο δεν είπε ο Προφήτης, επειδή γνώριζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί –αφού ήταν Προφήτης– αλλά, περιμένοντάς την, την υποδέχτηκε με προθυμία, όπως ακριβώς ύστερα απ’ αυτόν ο Συμεών υποδέχτηκε τον Υιό της (Λουκ. 2, 28).
     Κι ενώ κρατούσε την Κόρη στα χέρια του, είπε τα εξής στη μητέρα (της): “Από πού κατάγεσαι, κυρία; Ποια η σκέψη κι ο σκοπός αυτού του εγχειρήματός σου; Πώς αποφάσισες να κάνεις αυτό το ανήκουστο και πρωτοφανές πράγμα, δίχως νά ’χεις κάποιο προηγούμενο πρότυπο, δηλαδή να οδηγήσεις την κόρη σου να έρθει και να πατήσει το πόδι της στα άδυτα; Πες μου, πώς το σκέφτηκες αυτό και ποιο είναι τ’ όνομά σου;”.


     Η έντιμη Άννα, απαντά στον Προφήτη: 
     “Κατάγομαι από ιερατικό γένος, από τη φυλή του Ααρών, από προφητική και βασιλική γενιά. Είμαι απόγονος του Δαβίδ, του Σολομώντα κι όλων των υπολοίπων Πατέρων, καθώς και συγγενής της συζύγου σου, της Ελισάβετ. Έκανα νόμιμο γάμο και γι’ αρκετό καιρό ήμουν άγονη και στείρα. Κι επειδή δεν βρήκα κανένα παυσίπονο φάρμακο για τη συμφορά μου, κατέφυγα προς τον μοναδικό εξουσιαστή και χορηγό των απόρων Θεό· και προς Αυτόν άνοιξα με προθυμία το στόμα μου και με δάκρυα και οδύνη καρδιάς βροντοφώναξα αυτά τα λόγια: ‘Κύριε, Κύριε! Συ, που αμέσως ακούς τις βαριά πληγωμένες ψυχές, γιατί μ’ έκανες διαφορετική απ’ τους προγόνους μου; Γιατί μ’ έκανες θέμα συζητήσεων στους δικούς μου και να με περιφρονούν όλοι στη φυλή μου; Γιατί μ’ έκανες μέτοχο στην κατάρα των προφητών Σου, με άτεκνη μήτρα και στεγνούς μαστούς; […] Πρόσεξέ με, Κύριε· εισάκουσέ με, Δέσποτα· σπλαχνίσου με, Άγιε! Εξομοίωσέ με, με τα πουλιά του ουρανού, με τα θηρία της γης, με τα ψάρια της θάλασσας, αφού όλ’ αυτά τα έκανες γόνιμα. Ας μη φανεί, αυτή που έπλασες εσύ κατ’ εικόνα και ομοίωσή Σου, ότι είναι κατώτερη από τα άλογα ζώα’. Αυτά, είπα και πρόσθεσα κι άλλα παρόμοια, λέγοντας· ‘Θα Σου αφιερώσω, Δέσποτα, οπωσδήποτε ένα ευχαριστήριο δώρο. Το τέκνο που Εσύ θα μου δώσεις, θα παραμείνει στο αγιαστήριό Σου (πρβλ. Ψαλμ. 77, 54) σαν ιερό αφιέρωμα και πολύτιμο δώρο που μου δώρισες· Συ, που χαρίζεις τα πλούσια και τέλεια δώρα’.
     Τέτοια έλεγα στον επουράνιο Θεό, όταν ήμουν στον κήπο μου, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό και χτυπώντας το στήθος με τα χέρια μου. Με τον ίδιο τρόπο ικέτευε τον Θεό κι ο σύζυγός μου (ο Ιωακείμ), απομονωμένος κι αυτός στο βουνό νηστεύοντας για σαράντα μέρες. Έτσι λοιπόν, από τις προσευχές και των δυο μας, λύγισε ο φιλάνθρωπος και οικτίρμων Κύριος κι έστειλε τον Άγγελό Του να μας προαναγγείλει τη σύλληψη της Κόρης μας. Αμέσως, επειδή έτσι την διέταξε ο Θεός, η μήτρα μου δέχτηκε το σπέρμα, το οποίο, πριν από τη θεία χάρη, δεν είχε τολμήσει να δεχτεί. Όταν με κυρίευσε η χάρη του Θεού, η κλειστή μήτρα άνοιξε τις πύλες της και υποδέχτηκε και κράτησε μέσα της το δώρο του Θεού, μέχρις ότου ευδόκησε ο Θεός να βγει στο φως αυτό που φυτεύτηκε μέσα της.


     Όταν λοιπόν έπαψε να θηλάζει η Κόρη μου, είπα: ‘Θα αποδώσω στον Θεό και θα εκπληρώσω σ’ Αυτόν όλα τα τάματά μου, όσα τα χείλη μου ψέλλισαν κι έταξαν, όσα είπε το στόμα μου μέσα στη θλίψη μου’ (πρβλ. Ψαλμ. 65, 13–14). Γι’ αυτό συγκέντρωσα το πλήθος των παρθένων με λαμπάδες, γι’ αυτό μάζεψα τους ιερείς και τους συγγενείς λέγοντάς τους αυτά τα λόγια· ‘Συγχαρείτε με όλοι, γιατί σήμερα αναδείχτηκα μητέρα και αφιερώτρια μαζί, προσφέροντας το παιδί μου όχι σε επίγειο βασιλιά, αλλά το αφιέρωσα στον επουράνιο βασιλιά που μου το δώρισε. Δέξου λοιπόν, Προφήτη, τη θεόσδοτη θυγατέρα μου· δέξου την και τοποθέτησέ την στα Άγια των αγίων, για να προετοιμαστεί και να γίνει κατοικητήριο του Θεού (πρβλ. Ψαλμ. 32, 14· βλ. και Κανόνα του Ακαθίστου, ωδή 5η, τροπάριο 2ο: ...Άχραντε, τόπε αγιάσματος της δόξης), χωρίς να λεπτολογείς, μέχρις ότου θα ευδοκήσει ο Θεός που την κάλεσε εδώ, να πραγματώσει τον προορισμό της”.
     Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Ζαχαρίας, απάντησε ευθύς στην Άννα· “Ας είναι ευλογημένη η εντιμότατη ρίζα σου, πανένδοξη η μήτρα σου, πιστή σύζυγε, και πανένδοξη η προσφορά σου, φιλόθεη γυναίκα!”. Μετά, κρατώντας καταχαρούμενος στα χέρια του την Κόρη, την οδηγεί πρόθυμα στα Άγια των αγίων και αμέσως κάπως έτσι της μιλά: “Προχώρα, εσύ, που είσαι η εκπλήρωση της προφητείας μου, που αντιπροσωπεύεις την εκτέλεση των προσταγών του Κυρίου, που είσαι η επισφράγιση της συμφωνίας Του, η εκτέλεση των σχεδίων Του και η αποκάλυψη των μυστηρίων Του. Προχώρα, εσύ, που είσαι η ερμηνεία όλων των προφητών, η συμφωνία όλων εκείνων που κακώς διαφωνούσαν και η ένωση όσων από παλιά ήταν αντίπαλοι. Προχώρα, εσύ, που είσαι στήριγμα αυτών που έσκυψαν το κεφάλι, ανακαίνιση όλων των φθαρμένων, φως όσων βρίσκονται στο σκοτάδι, καινούργιο και θεϊκό δώρο. Προχώρα, Δέσποινα όλων των θνητών, πέρασε στη δόξα του Κυρίου σου. Ως τώρα, ήσουν κάτω στη γη· ύστερα από λίγο, θα είσαι ψηλά, εκεί όπου δεν πατούν οι άνθρωποι”. 


     Αφού μίλησε έτσι όπως ταίριαζε στην περίσταση, ο μυσταγωγός προς την Κόρη, την τοποθέτησε εκεί όπου ανήκε και ταίριαζε και ήταν προορισμένη. Η Κόρη βάδιζε στον ναό του Θεού χαρούμενη, χοροπηδώντας σαν να ήταν στο δωμάτιό της. Ήταν τριών ετών, ξεπερνούσε όλους τους ανθρώπους όσον αφορά τη θεία χάρη, αφού ήταν προαποφασισμένη και προορισμένη και διαλεγμένη από τον εξουσιαστή του σύμπαντος Θεό. Παρέμεινε στα Άγια των αγίων, στο πιο βαθύ σημείο και την έτρεφε και την πότιζε με αμβροσία και νέκταρ άγγελος, ώσπου έφτασε στο δεύτερο στάδιο της ηλικίας της. […]
     Πορεύσου, λοιπόν, Δέσποινα, μητέρα του Θεού, πορεύσου σ’ αυτό για το οποίο εκλέχτηκες· μείνε στον χώρο του Κυρίου σκιρτώντας και χαίροντας, καθώς θα τρέφεσαι και θα μεγαλώνεις, περιμένοντας υπομονετικά την έλευση του αγίου Πνεύματος σε σένα και την επίσκεψη της δυνάμεως του Υψίστου (Λουκ. 1, 35· Τίτ. 2, 13) και τη σύλληψη του Υιού σου, όπως θα σε προσφωνήσει ο Γαβριήλ. Χάρισε σ’ αυτούς που τιμούν την εορτή σου τη βοήθειά σου, τη σκέπη και την προστασία σου· γλίτωνε αυτούς πάντοτε με τις πρεσβείες σου από κάθε ανάγκη και κίνδυνο, από ασθένειες και δεινά και κάθε είδους συμφορές και από τη μελλοντική δίκαιη οργή του Υιού σου. Τοποθέτησέ τους, σαν μητέρα του Δεσπότη που είσαι, σε τόπο τρυφής, εκεί που κυριαρχεί το φως και η ειρήνη και ικανοποιούνται όλες οι (κατά Θεόν) επιθυμίες. […]


     Μακάριος είναι πραγματικά απ’ όλους τους άνδρες ο πατέρας σου και μακάρια απ’ όλες τις γυναίκες η μητέρα σου· μακάρια η γενιά σου, μακάριοι οι γνωστοί σου κι όσοι σε είδαν, μακάριοι κι όσοι ήλθαν σε επαφή μαζί σου κι όσοι σε υπηρέτησαν· μακάριοι οι τόποι που πάτησες, μακάριος κι ο ναός που σε αφιέρωσαν· μακάριος ο Ζαχαρίας που σ’ αγκάλιασε και μακάριος κι ο Ιωσήφ που σε μνηστεύθηκε· μακάρια είναι η κλίνη σου, μακάριος κι ο τάφος σου· γιατί εσύ είσαι η ύψιστη τιμή και η δόξα και η ανώτατη ανύψωση στους ανθρώπους.
     Δέσποινά μου, η μοναδική μου θεϊκή παρηγοριά, η θεϊκή δροσιά στο καμίνι της ψυχής μου, η θεόσταλτη δροσερή σταγόνα στην κατάξερη καρδιά μου, το δυνατό φως της σκοτεινής ψυχής μου, ο καθοδηγητής της πορείας μου, η δύναμη της αδυναμίας μου, η στολή της γύμνιας μου, ο πλούτος της φτώχιας μου, η θεραπεία των ανίατων τραυμάτων μου, το σταμάτημα των δακρύων μου, η κατάπαυση των στεναγμών μου, η μεταμόρφωση των συμφορών μου, η ανακούφιση των πόνων μου, η λύτρωση των δεσμών μου, η ελπίδα της σωτηρίας μου, εισάκουσε τις προσευχές μου, σπλαχνίσου τους στεναγμούς μου και δέξου τα δάκρυά μου. […]
     Αξίωσέ με, σε παρακαλώ, εσύ, που είσαι η προστάτης όλων, η χαρά και η μεγάλη ευφροσύνη τους, να ευφραίνομαι κι εγώ σ’ εκείνη την πραγματικά ανέκφραστη χαρά που θα προκύψει από τον Θεό και Βασιλέα που θα γεννηθεί από σένα και να εισέλθω στον άφθαρτο νυμφώνα Του, στην ατελείωτη και ακόρεστη τρυφή και στην απέραντη και αιώνια βασιλεία Του. […]


     Γνωρίζω πως έχεις βοηθό στη θέλησή σου τη δύναμη σαν μητέρα του Υψίστου που είσαι, γι’ αυτό και τολμώ. Ας μη στερηθώ, πανάχραντη Κυρία, την ικανοποίηση της προσδοκίας μου κι ας πετύχω την εκπλήρωσή της, Θεόνυμφη· εσύ, που γέννησες υπερφυσικά την προσδοκία όλων μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό και Δεσπότη, στον Οποίον, ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν».

ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


–ΕΠΙΜΥΘΙΟ–

     Όλος ο λαός του Ισραήλ έτρεφε θαυμασμό για τη Μαρία. Από τα τρία της χρόνια περπατούσε με τόσο ώριμο βήμα, μιλούσε τόσο τέλεια και συνεχώς δοξολογούσε τον Θεό, ώστε προκαλούσε την έκπληξη και τον θαυμασμό όλων, γι’ αυτό και δεν την έβλεπαν σαν μικρούλα, αλλά σαν ενήλικη τριάντα ετών. Τόσο ήταν προσηλωμένη στην προσευχή. Η μορφή της ήταν τόσο ωραία και φωτεινή, ώστε μόλις κανείς μπορούσε να αντικρύσει το πρόσωπό της. Καθημερινή της ασχολία ήταν η κατεργασία του μαλλιού, έτσι ώστε όλα όσα δεν μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες γυναίκες, η ίδια το κατόρθωνε σε τρυφερή ηλικία.
     Είχε βάλει στον εαυτό της κανόνα να προσεύχεται συνεχώς από τα χαράματα ως τις εννέα και από τις εννέα ως τις τρεις το απόγευμα δούλευε υφαίνοντας και πλέκοντας, και από τις τρεις και έπειτα πάλι αφιερωνόταν στην προσευχή. Δεν σταματούσε την προσευχή της ως την ώρα που της παρουσιαζόταν άγγελος του Θεού, από το χέρι του οποίου δεχόταν την τροφή της. Έτσι όλο και πιο πολύ και πιο τέλεια προόδευε στο έργο του Θεού. Έπειτα, ενώ οι μεγαλύτερες παρθένες απουσίαζαν από τη δοξολογία του Θεού, η ίδια ποτέ δεν έλειπε, έτσι ώστε καμιά δεν την προλάβαινε στις δοξολογίες και τις αγρυπνίες για τον Θεό, καμιά δεν γνώριζε καλύτερα τον νόμο του Θεού, καμιά δεν ήταν πιο τέλεια ταπεινή, καμιά δεν έψαλλε γλυκύτερα τους ύμνους, καμιά δεν ήταν τελειότερη σε κάθε αρετή. Κι ήταν ακόμη σταθερή και αμετακίνητη (βλ. Β΄ Κορ. 15, 58) και αμετάβλητη και κάθε μέρα προόδευε στο καλύτερο. 


     Κανείς ποτέ δεν την είδε οργισμένη· ούτε την άκουσε να κακολογεί. Κάθε λόγος της ήταν τόσο γεμάτος από θεϊκή χάρη (βλ. Ιωάν. 1, 14· Κολ. 4, 6), ώστε φαινόταν καθαρά ότι στη γλώσσα της ήταν ο Θεός. Προσευχόταν αδιάκοπα και μελετούσε τον νόμο του Θεού και φρόντιζε να μην αμαρτήσει ποτέ με κάποιο λόγο προς τις αδελφές. Έπειτα πρόσεχε μήπως κάνει κάποια αδικία ή φανεί αλαζονική, πράγματα αταίριαστα στην παρθενική της ιδιότητα. Δοξολογούσε τον Θεό αδιάκοπα και, για να μην σταματήσει τις δοξολογίες της, αν κατά τύχη κάποιος την χαιρετούσε, εκείνη απαντούσε στον χαιρετισμό, «Δόξα τῷ Θεῷ». Έτσι, από αυτήν βγήκε πρώτα, όταν οι άνθρωποι χαιρετιούνται μεταξύ τους, να απαντούν «Δόξα τῷ Θεῷ». Καθημερινά τρεφόταν με την τροφή που δεχόταν από το χέρι του αγγέλου και την τροφή που έπαιρνε από τους αρχιερείς τη μοίραζε στους φτωχούς. Συχνά έβλεπαν οι γύρω αγγέλους του Θεού να μιλούν μαζί της και να της δείχνουν ευλαβική υπακοή. Αν κάποιος ασθενής την άγγιζε, την ίδια ώρα γύριζε στο σπίτι του υγιής…



[Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Θεομητερικόν»,
Τόμ. Β΄, 
Τα Εισόδια της Θεοτόκου, 
Ομιλίες,
§1, §3–8, σελ. 35, 37–49·
Το κείμενο του Αγίου Πατρός
στην PG: 98, 309B–320B·
Έκδοση Ο.Χ.Α. «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 2000.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.



–Για το κείμενο του Επιμύθιου:
«Η γέννηση της μακαρίας Μαρίας
και η παιδική ηλικία του Σωτήρα·
(Γραμμένο από τον μακάριο
Ευαγγελιστή Ματθαίο στα εβραϊκά
και μεταφρασμένο στα λατινικά
από τον μακάριο πρεσβύτερο Ιερώνυμο)»,
όπ, π., σελ. 28–33·
Σημ.: παλαιότερα είχε γίνει αποδεκτό
ότι το έργο αυτό,
που είναι ως γνωστό ως
Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου, 
βρέθηκε από τον Ιερώνυμο
(331 ή ±348-419)
στο εβραϊκό του πρωτότυπο,
και στη συνέχεια
μεταφέρθηκε από τον ίδιο στα λατινικά. 
Σήμερα πιστεύεται ότι
το απόκρυφο αυτό έργο
συγγράφηκε τον η΄ με θ΄ αιώνα.
Παρουσιάζει συγγένεια
με τα επίσης απόκρυφα έργα:
α) Το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου
και β) ψευδοΕυαγγέλιο του Θωμά.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΜΑΣ

«ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΜΑΣ»


       Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Κορέα βρίσκεται υπό την Ιαπωνική Κατοχή και της επιβάλλεται με τον πιο βίαιο καθεστωτικό τρόπο η λατρεία του θεού ήλιου. Οι όποιοι απροσκύνητοι αυτού του ψευδοθεού, γνώριζαν καλά τις φρικτές συνέπειες που θα επακολουθούσαν άμεσα στη ζωή τους: διωγμός, βασανιστήρια, φυλάκιση, θάνατος. Η Έστερ Αν Κιμ, μια νεαρή δασκάλα μόλις 19 χρονών, χωρίς ενδοιασμό και αμφιταλάντευση, αποφασίζει να ορθώσει το ανάστημά της και να υποστηρίξει την Χριστιανική της Πίστη μέχρι το τέλος. Μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της, μέχρι την έσχατη αναπνοή ολάκερου του είναι της. Το συναρπαστικό της ημερολόγιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ἐν Πλῷ» με τον τίτλο «Κι ας χαθώ». Η μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό τροφοδοτούσε την ευαίσθητη ύπαρξή της με σπάνια φρονήματα ανδρείας και αυταπάρνησης. Δεν την ένοιαζε ακόμη και να «χαθεί» για τον υπέροχο χριστιανισμό της καρδιάς της. Κι όμως, παρά τις σκληρές και ανείπωτες ημέρες της κράτησης, του εγκλεισμού και του μαρτυρίου της, η ίδια δεν χάθηκε καθόλου. Έζησε και επέζησε κάτω από το κραταιό χέρι του Σωτήρος Χριστού για να παραδώσει σε όλους εμάς ένα πολύτιμο ημερολόγιο που αφυπνίζει, προβληματίζει και συναρπάζει καρδιές και συνειδήσεις. Μέσα από τη δική της αληθινή μαρτυρία, εμείς λαμβάνουμε ακέραιη και αποστομωτική τη γνώση για το τι εστί άπεφθη, άμωμη, έμπρακτη, μαρτυρική και καρδιοστάλακτη Πίστη· πέρα και μακριά από συμβιβασμούς, βολέματα, στοχασμούς, ιδεολογήματα και εγκόσμιες παραχαράξεις. Η ανθρώπινη αδυναμία, η υποκρισία του συστήματος, η σκληρότητα της κοινωνίας, τα έωλα πολιτικά ρεύματα, οι επίσημες χάρτες και τα περίτρανα μανιφέστα, οι στεντόρειες διακηρύξεις και οι φρούδες ανατροπές των πρόσκαιρων επαναστάσεων, μπορούν άνετα κάθε φορά να προβάλλουν, να επιβάλλουν, να νομιμοποιούν, να προσυπογράφουν και να εγκρίνουν τα πάντα· εκτός βέβαια από μία τέτοια Πίστη που την διεκδικεί το μαρτύριο, την εσωκλείει η καρδιά και την αφαρπάζει ο ουρανός…


     Εκείνο το βράδυ η παγωνιά μάς θέριζε. Από τις σχισμές του πατώματος λυσσομανούσε ο δυνατός άνεμος, τόσο ψυχρός που νόμιζα ότι χίλιες ατσάλινες σαΐτες ξέσκιζαν το δέρμα μου. Το κουδούνι που σήμαινε την ώρα του ύπνου είχε χτυπήσει εδώ και ώρα, αλλά πώς να σε πάρει ο ύπνος; Τρεμουλιάζοντας από το κρύο σφιχταγκαλιαστήκαμε όλες μαζί για να ζεσταθούμε. Ύστερα, από το πουθενά, ένα τρομακτικό βογγητό, σαν μουγκανητό βοδιού, ακούστηκε από ένα κοντινό κελί.
     «Μα, τι ήχος είναι αυτός;», ρώτησα απευθυνόμενη σε μια δεσμοφύλακα που στάθηκε κοντά στο κελί μας.
     «Αυτή, η τρελή Κινέζα είναι!», μου απάντησε.
     «Και, πόσο χρονών είναι;».
     «Μόλις είκοσι. Τα ρούχα της, είναι μονίμως λεκιασμένα. Κι αν δεν της δέσεις τα χέρια στην πλάτη, θα συνεχίσει να κοπανιέται στην πόρτα για μια ζωή. Τώρα, ουρλιάζει και μας καταριέται· οπότε της αξίζει μια γερή τιμωρία!».
     Αυτά που άκουσα ήταν αρκετά για να τη βάλω στην καρδιά μου. Βρισκόταν μόνη, σ’ ένα ξεπαγιασμένο κελί, μια τέτοια άγρια νύχτα, με τα χέρια δεμένα. Φαντάζομαι τα αισθήματά της μέσα στα βρώμικα παλιόρουχά της. Ακούω τη φωνή της να κυμαίνεται μέσα στο κρύο, πότε να ωρύεται και πότε να μαλακώνει. Τεντώθηκα μήπως κι ακούσω τα ασυνάρτητα μουρμουρητά της. Δεν μπορεί! Και τρελή να είναι, το κρύο θα την αγγίζει, σίγουρα θα το αισθάνεται στο κορμί της.
     Σκέφτηκα: ο Χριστός γιάτρεψε κι έσωσε τους αμαρτωλούς και τους αρρώστους. Ας υποθέσουμε πως βρίσκεται εδώ, δίπλα μας, σ’ αυτή τη φυλακή. Ποιον πιστεύετε ότι θα επισκεπτόταν πρώτοπρώτο; Δίχως αμφιβολία, θα είχε προσπεράσει το κελί μου για να πάει στο δικό της. Εκείνη, Τον χρειαζόταν περισσότερο από όλους.
     «Σκότωσε τον άντρα της!», συνέχισε την περιγραφή η δεσμοφύλακας. «Έπειτα, τον κομμάτιασε και τον πέταξε στο ποτάμι. Δεν είναι άνθρωπος αυτή, αλλά αληθινός δαίμονας!».


     Τη λυπήθηκα μ’ αυτά που άκουγα και θά ’θελα να τη βοηθήσω, αλλά δεν παρέλειψα να συγκεντρώσω τις απαραίτητες προφάσεις για να το αποφύγω. Και, ποια ήμουν εγώ, για να τη βοηθήσω; Μια απλή κρατούμενη. Κι αυτή, μια γυναίκα από τη Μαντζουρία. Και να μπορούσα να τη συνδράμω, σε ποια γλώσσα θα μιλούσα; Όμως, και πάλι, οι κατάρες που ξεστόμιζε μανιασμένα, ένιωθα ότι κατευθύνονταν σε μένα. Κι ύστερα, ήρθε η γνωστή φωνή που ακούγεται από την καρδιά μας: «Δεν είμαι μια χριστιανή που υποτίθεται πως ακολουθεί τον Χριστό; Δεν πρέπει να κάνω αυτό που κι Εκείνος θα έπραττε; Δεν θα την άφηνε αβοήθητη! Θα συμφωνούσε έτσι και την άφηνα μονάχη στην κατάστασή της;».
     Όλη νύχτα πάλευα να κοιμηθώ, αλλά η πείνα, το κρύο και η σκέψη αυτού του ανήμπορου τρομαγμένου κοριτσιού, δεν με άφηναν να ησυχάσω. Κειτόταν στο πάτωμα, με τα χέρια δεμένα, σερνόταν ταπεινωμένη σαν το σκυλί για να γλύψει απ’ το πάτωμα τα λιγοστά απομεινάρια τροφής. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ηρεμούσε κάπως. Αλλά, με το που έπεφτε η νύχτα, το παραλήρημά της όλο και δυνάμωνε.
     «Ας προσευχηθούμε με όλη μας την καρδιά να καταφέρουμε να έρθει στο δικό μας κελί!», έριξα αμέσως την ιδέα. Οι άλλες, ξαφνιάστηκαν· αλλά δεν με πείραζε.
     Την τέταρτη πια μέρα, φώναξα τη δεσμοφύλακα και της έθεσα το ζήτημα. «Θέλω να τη βοηθήσω, προτού οδηγηθεί στην κρεμάλα», της εξήγησα.
     «Μα, είναι τρελή! Δαγκώνει όποιον βρει μπροστά της!».
     «Εντάξει, το καταλαβαίνω· αλλά, σας παρακαλώ, επιτρέψτε της να έρθει στο κελί μας!».
     Αδύνατον. Και αυτή και η επομένη φρουρός αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Μόνο η τρίτη, όταν τη ρώτησα, δέχθηκε να μιλήσει στην υπεύθυνη, φτάνει να εξηγούσα το πώς και το γιατί.
     «Αυτή η γυναίκα είναι ξένη», τους έδωσα να καταλάβουν. «Σύντομα, θα καταδικαστεί σε θάνατο και μάλιστα σε μια ξένη χώρα, χωρίς να γνωρίζει ούτε τη γλώσσα ούτε τις εδώ συνήθειες. Θέλω απλώς να της μιλήσω και να σταθώ δίπλα της προτού πεθάνει». Το θέμα παραπέμφθηκε σε κάποιον άλλο αξιωματούχο, ο οποίος επιτέλους! έδωσε την απαιτούμενη άδεια. Έτσι, αργά το βράδυ, ένας φύλακας την οδήγησε στο κελί μας.


     Η μπόχα από τα ρούχα της ήταν αποπνικτική· τόσο, που οι άλλες κρατούμενες έτρεξαν αηδιασμένες στην απέναντι γωνιά με τη μύτη τους κλειστή. Είχε μακριά και ανάκατα μαλλιά, για μέρες άλουστα, ενώ τα βουλιαγμένα της μάτια ήταν κατακόκκινα. Είχε καιρό να πλυθεί κι έμοιαζε έτοιμη να μας κατασπαράξει.
     Την κρατούσα από την πλάτη. Όπως το φανταζόμουν, προσπαθούσε μανιασμένα να ελευθερώσει το σώμα της και να μου δαγκώσει τα χέρια. Πέσαμε στο πάτωμα· αυτή πάλευε, αλλά δεν την άφηνα. Όσο πιο σκληρά προσπαθούσε να αποτραβηχτεί, τόσο πιο σταθερά την κρατούσα. Όλες οι άλλες είχαν απομακρυνθεί φοβισμένες, μη ξέροντας τι θα επακολουθήσει.
     Στο τέλος, εξαντλημένες κι οι δύο από την πάλη, πέσαμε στο πάτωμα κατάκοπες. Ανέπνεε βαριά και τα μάτια της γυάλιζαν από την οργή. Δεν είχε πια άλλα κουράγια για να παλέψει, αλλά με κοίταζε γεμάτη θυμό. Ύστερα από λίγο, αποκοιμήθηκε. Τα γυμνά της πόδια ήταν γεμάτα περιττώματα, μα δίσταζα να την ξυπνήσω. Το κρύο ήταν δυνατό· κι αυτή, είχε μόλις καταφέρει να παραδοθεί στον ύπνο. Έπιασα τα πόδια της και τα έφερα στο στήθος μου, για να τα κρατήσω ζεστά.
     Γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησα από το ροχαλητό της. Ήταν τόσο δυνατό, που καμιά μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα παράπονα έδιναν κι έπαιρναν. Ξημέρωσε, κι εκείνη συνέχισε να κοιμάται. Φάγαμε πρωινό, κι εκείνη απτόητη κοιμόταν και ροχάλιζε δυνατά. Εξακολουθούσα να της κρατώ τα πόδια, κι έτσι, καθώς τα βρώμικα ρούχα της παρέμεναν ζεστά, η δυσωδία γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Οι υπόλοιπες κρατούμενες, με δυσκολία ανέχονταν αυτή την κατάσταση και διαμαρτύρονταν φωναχτά· αλλά το δύσμοιρο κορίτσι, απτόητο για τρίτη μέρα, ροχάλιζε ασταμάτητα.
     Όταν πια το ροχαλητό της αδυνάτισε κάπως, σιγάσιγά ξύπνησε και, θυμωμένη που κρατούσα τα πόδια της στον κόρφο μου, τα τράβηξε δυνατά, ενώ τα μάτια της είχαν πρηστεί από τον πολύ ύπνο.


     Τότε, ζήτησα από μια δεσμοφύλακα να της φέρει καθαρά ρούχα, κι όταν της έβγαλε τις χειροπέδες για να μπορέσει να ντυθεί, το δύστυχο κορίτσι έχασε το χρώμα του από τη σαστιμάρα.
     «Μα, καλά, απορώ!», μου είπε ένας από τους φύλακες, «είσαι μ’ αυτό το βρώμικο θηρίο και μπορείς ακόμη να τρως το φαγητό σου;».
     «Δεν ήξερα ότι το να είσαι χριστιανός, ήταν τόσο δύσκολο!», πρόσθεσε μια κρατούμενη.
     Άρχισα να της κάνω τρυφερά μασάζ και σιγά σιγά ξαναβρήκε τη ζωντάνια της. Το βλέμμα της, παρέμενε εχθρικό και συνέχιζε να μουρμουρίζει ακαταλαβίστικες βρισιές, αλλά τουλάχιστον έφαγε με τη βοήθειά μου το φαγητό της, που της το κρατούσαμε όλες αυτές τις μέρες που κοιμόταν. Το έφαγε όλο με βουλιμία.
     Τη μέρα που είχαμε παλέψει στο πάτωμα, ίδρωσε τόσο πολύ, που τα μάτια της, άλλοτε γεμάτα βλέννα και τσίμπλες, τώρα ήταν καθαρά. Το δέρμα της, που πριν θύμιζε λερωμένο πετσί, τώρα είχε και πάλι ανθρώπινη υφή. Κι όμως! Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω μου και συνέχιζε καθαρά να βρίζει. Όμως δεν θα τα παρατούσα. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη σ’ αυτήν και, ταυτόχρονα, ζητούσα από τον Θεό να με καθοδηγήσει σωστά.
     Τότε κατάλαβα ότι ο Ίδιος ο Χριστός είχε συμμετάσχει σ’ εκείνη την πάλη τις προάλλες. Η ευγνωμοσύνη μου δεν χωρούσε στις λέξεις. Γιατί μπορεί μεν η ανθρώπινη φύση μου η αδυναμία μου αν θέλετε να με καλούσε να την αγνοήσω, αλλά στην πράξη συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο· ήμουν εδώ, δίπλα της, κρατούσα στα χέρια μου μια απίστευτα βρώμικη γυναίκα και μόνο το έλεος του Θεού θα μου έδινε τη δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο.
     Ο Ιησούς γνώριζε καλά ότι ήμουν εγωίστρια, αδύναμη και πολύ αμαρτωλή. Αλλά με εμπιστεύθηκε, με αντιμετώπισε σαν να ήμουν πολύτιμη και σημαντική. Με ποιο δικαίωμα θα μπορούσα έτσι απλά να την προσπεράσω, μόνο και μόνο επειδή βρωμούσε; Μπροστά στα μάτια Του είμαστε απολύτως ίσες.
     Ως εδώ, τα βγάλαμε πέρα. Ποιο ήταν τώρα το επόμενο βήμα στο σχέδιο του Κυρίου;


     […] Ύστερα από λίγο, πήγε πάλι να κοιμηθεί, οπότε κι εγώ έπιασα μαλακά τα πόδια της και τα έβαλα στην αγκαλιά μου. Στο διάστημα αυτό, πρόφτασα να μάθω και μερικές ακόμη φράσεις, όπως «σε συμπαθώ», «σε αγαπώ», διαπιστώνοντας ότι επρόκειτο για μια προσιτή γλώσσα.
     Με το που ξύπνησε, η πρώτη μου κουβέντα ήταν αυτή: «Σε αγαπώ!». Με κοίταξε σαστισμένη. Καθώς απομακρύνθηκε με περιφρόνηση, ένιωσα ότι ένα αληθινό θαύμα γινόταν μέσα μου. Την αγαπούσα πραγματικά και τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα.
     Την επομένη μέρα τής έδωσα και τα τρία πιάτα φαγητό που μου αναλογούσαν. Το βίωσα με ευγνωμοσύνη μέσα μου και με βαθιά χαρά· ήμουν ενθουσιασμένη που πάλευα να εκπληρώσω την ευθύνη μου έναντι του Θεού.
     Το πρωινό μου το ήθελα, δεν λέω, αλλά εφόσον αποφάσισα να της το δώσω, ήταν δικό της. Ρουφούσε τη σούπα της και τα μάτια της άρχισαν να ζωηρεύουν, ανταποκρινόταν. Ήθελα να της φωνάξω δυνατά πόσο την αγαπούσα, αλλά η φωνή μου είχε βραχνιάσει και δεν μου το επέτρεπε. Κάθισε ήσυχα, με τα μάτια χαμηλωμένα, και μου έδωσε να καταλάβω ότι εισέπραττε μέσα της τα αισθήματά μου. Έπειτα, πέρασε έξω από το κελί μας η δεσμοφύλακας, διαβάζοντας τον κατάλογο των μελλοθανάτων: «Το νούμερο 92, δείχνει μεγάλη αλλαγή τελευταία!», την άκουσα καθαρά να λέει.
     Αμέσως, πήγα στην επικεφαλής και την παρακάλεσα να της λύσει τα χέρια. Εκείνη δέχτηκε. Κι έτσι, άρχισα πάλι να της κάνω εντριβές, ενώ και οι δύο κλαίγαμε από χαρά. Ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης για το Θεό και την απέραντη αγάπη Του. Εκείνη τη στιγμή, δίχως ίχνος υπερβολής, ένιωθα ότι η καρδιά μου ήταν τόσο καθαρή, όσο ένα μικρό ρυάκι με κρυστάλλινα νερά στο πιο παρθένο βουνό του κόσμου.
     Της χτένισα τα μαλλιά. Αμέσως η όψη της έγινε πιο χαριτωμένη, ενώ και η φωνή της μου έκανε καλή εντύπωση. Μου αρκούσε να την κοιτώ. «Έχεις πολύ όμορφη φωνή και πολύ γλυκά μάτια!», της είπα, βλέποντας την ίδια στιγμή ότι κανείς δεν τολμούσε πια να την κατηγορήσει.
     «Ώστε, αυτή είναι η τρελή;», ρώτησε η δεσμοφύλακας. «Έχει αλλάξει για τα καλά!».
     Και πράγματι, έτσι ήταν. Όσο την έβλεπα, τόσο πιο στέρεα βεβαιωνόμουν για την αγάπη του Χριστού· ένιωθε την παρουσία μου δίπλα της και η αγάπη του Κυρίου τη συνόδευε κάθε στιγμή.
     «Γιατί να συμπαθείς έναν άνθρωπο σαν κι εμένα;», ψέλλισε απευθυνόμενη σ’ εμένα.
     Χάρηκα τόσο πολύ που επιτέλους μιλούσε σαν άνθρωπος.
     «Διότι είμαστε στην ίδια κατάσταση, γι’ αυτό σε συμπαθώ!», της απάντησα. […]


     Όταν ξημέρωσε, καθώς την κοιτούσα, έβλεπα ένα πρόσωπο αξιαγάπητο και ήρεμο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν μαλακά στην πλάτη της, τα χαρακτηριστικά της ενέπνεαν γαλήνη και, προς έκπληξή μου, έδειχνε ευαίσθητη και ευγενική. Κι όλα αυτά, παρά τις τραγικές συνθήκες της οικογενειακής της ζωής και την ελάχιστη εκπαίδευση που είχε λάβει.
     Τα πρωινά στη φυλακή, κάθε κρατούμενος δικαιούνταν ένα μικρό κομμάτι χαρτί τουαλέτας. Αλλά επειδή δεν τρώγαμε τίποτε της προκοπής, είναι ζήτημα αν πηγαίναμε τουαλέτα μια φορά την εβδομάδα! Κι έτσι, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το μόνο πραγματικά δικό μας κτήμα ήταν αυτά τα χαρτιά τουαλέτας· τα κρατούσαμε ευλαβικά και η δυστυχισμένη φίλη μας τα έβαζε στην άκρη και μου τα παρουσίαζε με περηφάνια.
     «Είναι το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω!», μου έλεγε κάθε τόσο.
     Για να την ευχαριστήσω, τα έπαιρνα και τα μετρούσα ως εξής: «Το πρώτο, είναι η καρδιά σου», της έλεγα, «το δεύτερο, η αγάπη σου· το τρίτο, ο θησαυρός σου· το τέταρτο, η ομορφιά σου!».
     «Είμαι μια κακιά γυναίκα!», πετούσε ξαφνικά.
     «Στα μάτια του Θεού», αντέτεινα εγώ, «όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Κι εσύ κι εγώ, το ίδιο είμαστε!», και της μιλούσα για τον Ιησού Χριστό και για το πώς σταυρώθηκε για τη δική μας σωτηρία. «Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, είναι να Τον διώξουμε απ’ τη ζωή μας», συνέχισα.
     Τα μάτια της έλαμπαν· δείγμα ότι με καταλάβαινε. Έχοντας αναγνωρίσει το έγκλημα που διέπραξε, η αλήθεια μπορούσε πια να αγγίξει την καρδιά της. Από τη μέρα εκείνη και στο εξής, της μιλούσα για την Αγία Γραφή και με άκουγε γεμάτη δέος και σεβασμό.


     «Κυρία Αν», με ρώτησε μια μέρα, «ζητείστε από τον Χριστό να με στείλει στην κόλαση! Θέλω να είμαι κοντά στον άντρα μου, να του ζητήσω συγνώμη, να υποφέρω μαζί του. Εγώ τον σκότωσα, εγώ τον έστειλα εκεί. Τώρα, θέλω να τον αγαπήσω, να τον ανακουφίσω. Σας παρακαλώ, ζητείστε Του αυτή τη χάρη!».
     «Σε καταλαβαίνω· όμως ο άντρας σου διάλεξε ένα ορισμένο μονοπάτι στη ζωή του. Σημασία έχει πού θέλει να ταξιδέψει κανείς. Όσοι γνωρίζουν και υπακούουν τον Χριστό, θα γνωρίσουν τον Παράδεισο. Οι άλλοι, κατευθύνονται εκεί που οι ίδιοι θέλησαν.
     Ήθελε κι άλλη μια χάρη· ποθούσε να επισπευθεί η ημέρα της εκτέλεσής της. «Κάθε φορά που τον σκέφτομαι στην κόλαση, τυραννιέμαι. Κι έτσι και δεν με εκτελέσουν, θα πρέπει να σκοτώσω, εγώ η ίδια, τον εαυτό μου!».
     Πώς να το χειριστώ; Ήταν αποφασισμένη. Κι αυτό με ανησυχούσε. Βάλθηκα να προσεύχομαι και πάλι…
     Η μέρα της αναχώρησής της, είχε φτάσει. Τρεις άνδρες φρουροί, εξοπλισμένοι με χειροπέδες και σκοινιά, φώναξαν το όνομά της κι εκείνη με χαιρέτησε θερμά, με τα δυο της χέρια στο μέτωπο.
     «Σ’ ευχαριστώ πολύ!», είπε ήρεμα και θαρρετά. Ύστερα, αποτραβήχτηκε απ’ το κελί κι άπλωσε τα χέρια για να μπουν οι χειροπέδες. Το σκοινί δεν χρειάστηκε· βάδιζε κανονικά. Μάλιστα, προπορευόταν· αδημονούσε να συναντήσει τον Χριστό.
     Άφησα τα δάκρυά μου να τρέξουν ελεύθερα, να κατακλύσουν το πρόσωπό μου. Χωρίς ίχνος φόβου, μόλις είχε παραμερίσει το θάνατο και βάδιζε γενναία. Ακριβώς σαν τότε που ο Χριστός τον νίκησε μια και καλή.

     «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος.
     Ποῦ σου, θάνατε, το κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
     Τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία,
     ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος.
     Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος
     διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
     (Α΄ Κορ. ιε΄ 54–57).


ESTHER AHN KIM




[Έστερ Αν Κίμ: «Κι ας χαθώ
(Μια αληθινή ιστορία πίστης και διωγμού)»,
κεφ. 24ο («Μια τρελή στο κελί μας»),
σελ. 184–190, 193–194,
μετάφραση: Θάνος Β. Κιοσόγλου,
εκδόσεις: «Ἐν Πλῷ», Ιούνιος 20142·
τίτλος πρωτοτύπου: Esther Ahn Kim: «If I Perish…».]