Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟ
ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


     «Να, κι άλλο πανηγύρι και χαρούμενη γιορτή της μητέρας του Κυρίου· να, η έξοδος της αμώμητης νύφης· να, το πρώτο ξεπροβόδισμα της βασίλισσας· να, το τέλειο σημάδι της δόξας που πρόκειται να την στεφανώσει· να, το προοίμιο της θείας χάρης που πρόκειται να την σκεπάσει· να, το φωτεινό γνώρισμα της εξαιρετικής καθαρότητάς της. Εκεί, όπου μία φορά τον χρόνο κι όχι πολλές φορές εισέρχεται ο ιερέας και τελεί τη μυστική λατρεία (πρβλ. Εβρ. 9, 7), εκεί αυτή οδηγείται από τους γονείς της, για να παραμείνει συνεχώς στα άδυτα και ιερά της χάρης του Θεού. Ποιος γνώρισε ποτέ κάτι παρόμοιο; Ποιος είδε ή ποιος άκουσε, από τους σύγχρονους ή από τους πιο παλαιούς, γυναίκα να οδηγείται, να κατοικεί και να παραμένει στα ενδότερα Άγια των αγίων, τα οποία είναι σχεδόν απρόσιτα και στους άνδρες; Αυτό λοιπόν το γεγονός (της Εισόδου της μέσα στο ιερό), δεν είναι ολοφάνερη απόδειξη για το καταπληκτικό και μεγάλο συμβάν (του Ευαγγελισμού) που επρόκειτο στο μέλλον να της συμβεί; […]
     Πώς οδηγείται η Παναγία σήμερα από τους γονείς της με τη μεσολάβηση των ιερέων στον ναό του Θεού; Πώς η Θεοτόκος, που είναι ο έμψυχος ναός του Κυρίου, αφιερώνεται στον άψυχο ναό; Πώς ο Προφήτης του ναού την υποδέχεται αυτοπροσώπως και την εισάγει στα άδυτα του ναού, χωρίς να φέρει κανένα εμπόδιο ούτε να πει στους γονείς της· “Δεν μπορώ να κάνω αυτό που γίνεται για πρώτη φορά, να οδηγήσω δηλαδή την κόρη στα Άγια των αγίων, για να παραμείνει εκεί και να κατοικεί συνεχώς, εκεί όπου επιτρέπεται μία μόνο φορά τον χρόνο να εισέρχομαι”; Τίποτε τέτοιο δεν είπε ο Προφήτης, επειδή γνώριζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί –αφού ήταν Προφήτης– αλλά, περιμένοντάς την, την υποδέχτηκε με προθυμία, όπως ακριβώς ύστερα απ’ αυτόν ο Συμεών υποδέχτηκε τον Υιό της (Λουκ. 2, 28).
     Κι ενώ κρατούσε την Κόρη στα χέρια του, είπε τα εξής στη μητέρα (της): “Από πού κατάγεσαι, κυρία; Ποια η σκέψη κι ο σκοπός αυτού του εγχειρήματός σου; Πώς αποφάσισες να κάνεις αυτό το ανήκουστο και πρωτοφανές πράγμα, δίχως νά ’χεις κάποιο προηγούμενο πρότυπο, δηλαδή να οδηγήσεις την κόρη σου να έρθει και να πατήσει το πόδι της στα άδυτα; Πες μου, πώς το σκέφτηκες αυτό και ποιο είναι τ’ όνομά σου;”.


     Η έντιμη Άννα, απαντά στον Προφήτη: 
     “Κατάγομαι από ιερατικό γένος, από τη φυλή του Ααρών, από προφητική και βασιλική γενιά. Είμαι απόγονος του Δαβίδ, του Σολομώντα κι όλων των υπολοίπων Πατέρων, καθώς και συγγενής της συζύγου σου, της Ελισάβετ. Έκανα νόμιμο γάμο και γι’ αρκετό καιρό ήμουν άγονη και στείρα. Κι επειδή δεν βρήκα κανένα παυσίπονο φάρμακο για τη συμφορά μου, κατέφυγα προς τον μοναδικό εξουσιαστή και χορηγό των απόρων Θεό· και προς Αυτόν άνοιξα με προθυμία το στόμα μου και με δάκρυα και οδύνη καρδιάς βροντοφώναξα αυτά τα λόγια: ‘Κύριε, Κύριε! Συ, που αμέσως ακούς τις βαριά πληγωμένες ψυχές, γιατί μ’ έκανες διαφορετική απ’ τους προγόνους μου; Γιατί μ’ έκανες θέμα συζητήσεων στους δικούς μου και να με περιφρονούν όλοι στη φυλή μου; Γιατί μ’ έκανες μέτοχο στην κατάρα των προφητών Σου, με άτεκνη μήτρα και στεγνούς μαστούς; […] Πρόσεξέ με, Κύριε· εισάκουσέ με, Δέσποτα· σπλαχνίσου με, Άγιε! Εξομοίωσέ με, με τα πουλιά του ουρανού, με τα θηρία της γης, με τα ψάρια της θάλασσας, αφού όλ’ αυτά τα έκανες γόνιμα. Ας μη φανεί, αυτή που έπλασες εσύ κατ’ εικόνα και ομοίωσή Σου, ότι είναι κατώτερη από τα άλογα ζώα’. Αυτά, είπα και πρόσθεσα κι άλλα παρόμοια, λέγοντας· ‘Θα Σου αφιερώσω, Δέσποτα, οπωσδήποτε ένα ευχαριστήριο δώρο. Το τέκνο που Εσύ θα μου δώσεις, θα παραμείνει στο αγιαστήριό Σου (πρβλ. Ψαλμ. 77, 54) σαν ιερό αφιέρωμα και πολύτιμο δώρο που μου δώρισες· Συ, που χαρίζεις τα πλούσια και τέλεια δώρα’.
     Τέτοια έλεγα στον επουράνιο Θεό, όταν ήμουν στον κήπο μου, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό και χτυπώντας το στήθος με τα χέρια μου. Με τον ίδιο τρόπο ικέτευε τον Θεό κι ο σύζυγός μου (ο Ιωακείμ), απομονωμένος κι αυτός στο βουνό νηστεύοντας για σαράντα μέρες. Έτσι λοιπόν, από τις προσευχές και των δυο μας, λύγισε ο φιλάνθρωπος και οικτίρμων Κύριος κι έστειλε τον Άγγελό Του να μας προαναγγείλει τη σύλληψη της Κόρης μας. Αμέσως, επειδή έτσι την διέταξε ο Θεός, η μήτρα μου δέχτηκε το σπέρμα, το οποίο, πριν από τη θεία χάρη, δεν είχε τολμήσει να δεχτεί. Όταν με κυρίευσε η χάρη του Θεού, η κλειστή μήτρα άνοιξε τις πύλες της και υποδέχτηκε και κράτησε μέσα της το δώρο του Θεού, μέχρις ότου ευδόκησε ο Θεός να βγει στο φως αυτό που φυτεύτηκε μέσα της.


     Όταν λοιπόν έπαψε να θηλάζει η Κόρη μου, είπα: ‘Θα αποδώσω στον Θεό και θα εκπληρώσω σ’ Αυτόν όλα τα τάματά μου, όσα τα χείλη μου ψέλλισαν κι έταξαν, όσα είπε το στόμα μου μέσα στη θλίψη μου’ (πρβλ. Ψαλμ. 65, 13–14). Γι’ αυτό συγκέντρωσα το πλήθος των παρθένων με λαμπάδες, γι’ αυτό μάζεψα τους ιερείς και τους συγγενείς λέγοντάς τους αυτά τα λόγια· ‘Συγχαρείτε με όλοι, γιατί σήμερα αναδείχτηκα μητέρα και αφιερώτρια μαζί, προσφέροντας το παιδί μου όχι σε επίγειο βασιλιά, αλλά το αφιέρωσα στον επουράνιο βασιλιά που μου το δώρισε. Δέξου λοιπόν, Προφήτη, τη θεόσδοτη θυγατέρα μου· δέξου την και τοποθέτησέ την στα Άγια των αγίων, για να προετοιμαστεί και να γίνει κατοικητήριο του Θεού (πρβλ. Ψαλμ. 32, 14· βλ. και Κανόνα του Ακαθίστου, ωδή 5η, τροπάριο 2ο: ...Άχραντε, τόπε αγιάσματος της δόξης), χωρίς να λεπτολογείς, μέχρις ότου θα ευδοκήσει ο Θεός που την κάλεσε εδώ, να πραγματώσει τον προορισμό της”.
     Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Ζαχαρίας, απάντησε ευθύς στην Άννα· “Ας είναι ευλογημένη η εντιμότατη ρίζα σου, πανένδοξη η μήτρα σου, πιστή σύζυγε, και πανένδοξη η προσφορά σου, φιλόθεη γυναίκα!”. Μετά, κρατώντας καταχαρούμενος στα χέρια του την Κόρη, την οδηγεί πρόθυμα στα Άγια των αγίων και αμέσως κάπως έτσι της μιλά: “Προχώρα, εσύ, που είσαι η εκπλήρωση της προφητείας μου, που αντιπροσωπεύεις την εκτέλεση των προσταγών του Κυρίου, που είσαι η επισφράγιση της συμφωνίας Του, η εκτέλεση των σχεδίων Του και η αποκάλυψη των μυστηρίων Του. Προχώρα, εσύ, που είσαι η ερμηνεία όλων των προφητών, η συμφωνία όλων εκείνων που κακώς διαφωνούσαν και η ένωση όσων από παλιά ήταν αντίπαλοι. Προχώρα, εσύ, που είσαι στήριγμα αυτών που έσκυψαν το κεφάλι, ανακαίνιση όλων των φθαρμένων, φως όσων βρίσκονται στο σκοτάδι, καινούργιο και θεϊκό δώρο. Προχώρα, Δέσποινα όλων των θνητών, πέρασε στη δόξα του Κυρίου σου. Ως τώρα, ήσουν κάτω στη γη· ύστερα από λίγο, θα είσαι ψηλά, εκεί όπου δεν πατούν οι άνθρωποι”. 


     Αφού μίλησε έτσι όπως ταίριαζε στην περίσταση, ο μυσταγωγός προς την Κόρη, την τοποθέτησε εκεί όπου ανήκε και ταίριαζε και ήταν προορισμένη. Η Κόρη βάδιζε στον ναό του Θεού χαρούμενη, χοροπηδώντας σαν να ήταν στο δωμάτιό της. Ήταν τριών ετών, ξεπερνούσε όλους τους ανθρώπους όσον αφορά τη θεία χάρη, αφού ήταν προαποφασισμένη και προορισμένη και διαλεγμένη από τον εξουσιαστή του σύμπαντος Θεό. Παρέμεινε στα Άγια των αγίων, στο πιο βαθύ σημείο και την έτρεφε και την πότιζε με αμβροσία και νέκταρ άγγελος, ώσπου έφτασε στο δεύτερο στάδιο της ηλικίας της. […]
     Πορεύσου, λοιπόν, Δέσποινα, μητέρα του Θεού, πορεύσου σ’ αυτό για το οποίο εκλέχτηκες· μείνε στον χώρο του Κυρίου σκιρτώντας και χαίροντας, καθώς θα τρέφεσαι και θα μεγαλώνεις, περιμένοντας υπομονετικά την έλευση του αγίου Πνεύματος σε σένα και την επίσκεψη της δυνάμεως του Υψίστου (Λουκ. 1, 35· Τίτ. 2, 13) και τη σύλληψη του Υιού σου, όπως θα σε προσφωνήσει ο Γαβριήλ. Χάρισε σ’ αυτούς που τιμούν την εορτή σου τη βοήθειά σου, τη σκέπη και την προστασία σου· γλίτωνε αυτούς πάντοτε με τις πρεσβείες σου από κάθε ανάγκη και κίνδυνο, από ασθένειες και δεινά και κάθε είδους συμφορές και από τη μελλοντική δίκαιη οργή του Υιού σου. Τοποθέτησέ τους, σαν μητέρα του Δεσπότη που είσαι, σε τόπο τρυφής, εκεί που κυριαρχεί το φως και η ειρήνη και ικανοποιούνται όλες οι (κατά Θεόν) επιθυμίες. […]


     Μακάριος είναι πραγματικά απ’ όλους τους άνδρες ο πατέρας σου και μακάρια απ’ όλες τις γυναίκες η μητέρα σου· μακάρια η γενιά σου, μακάριοι οι γνωστοί σου κι όσοι σε είδαν, μακάριοι κι όσοι ήλθαν σε επαφή μαζί σου κι όσοι σε υπηρέτησαν· μακάριοι οι τόποι που πάτησες, μακάριος κι ο ναός που σε αφιέρωσαν· μακάριος ο Ζαχαρίας που σ’ αγκάλιασε και μακάριος κι ο Ιωσήφ που σε μνηστεύθηκε· μακάρια είναι η κλίνη σου, μακάριος κι ο τάφος σου· γιατί εσύ είσαι η ύψιστη τιμή και η δόξα και η ανώτατη ανύψωση στους ανθρώπους.
     Δέσποινά μου, η μοναδική μου θεϊκή παρηγοριά, η θεϊκή δροσιά στο καμίνι της ψυχής μου, η θεόσταλτη δροσερή σταγόνα στην κατάξερη καρδιά μου, το δυνατό φως της σκοτεινής ψυχής μου, ο καθοδηγητής της πορείας μου, η δύναμη της αδυναμίας μου, η στολή της γύμνιας μου, ο πλούτος της φτώχιας μου, η θεραπεία των ανίατων τραυμάτων μου, το σταμάτημα των δακρύων μου, η κατάπαυση των στεναγμών μου, η μεταμόρφωση των συμφορών μου, η ανακούφιση των πόνων μου, η λύτρωση των δεσμών μου, η ελπίδα της σωτηρίας μου, εισάκουσε τις προσευχές μου, σπλαχνίσου τους στεναγμούς μου και δέξου τα δάκρυά μου. […]
     Αξίωσέ με, σε παρακαλώ, εσύ, που είσαι η προστάτης όλων, η χαρά και η μεγάλη ευφροσύνη τους, να ευφραίνομαι κι εγώ σ’ εκείνη την πραγματικά ανέκφραστη χαρά που θα προκύψει από τον Θεό και Βασιλέα που θα γεννηθεί από σένα και να εισέλθω στον άφθαρτο νυμφώνα Του, στην ατελείωτη και ακόρεστη τρυφή και στην απέραντη και αιώνια βασιλεία Του. […]


     Γνωρίζω πως έχεις βοηθό στη θέλησή σου τη δύναμη σαν μητέρα του Υψίστου που είσαι, γι’ αυτό και τολμώ. Ας μη στερηθώ, πανάχραντη Κυρία, την ικανοποίηση της προσδοκίας μου κι ας πετύχω την εκπλήρωσή της, Θεόνυμφη· εσύ, που γέννησες υπερφυσικά την προσδοκία όλων μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό και Δεσπότη, στον Οποίον, ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν».

ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


–ΕΠΙΜΥΘΙΟ–

     Όλος ο λαός του Ισραήλ έτρεφε θαυμασμό για τη Μαρία. Από τα τρία της χρόνια περπατούσε με τόσο ώριμο βήμα, μιλούσε τόσο τέλεια και συνεχώς δοξολογούσε τον Θεό, ώστε προκαλούσε την έκπληξη και τον θαυμασμό όλων, γι’ αυτό και δεν την έβλεπαν σαν μικρούλα, αλλά σαν ενήλικη τριάντα ετών. Τόσο ήταν προσηλωμένη στην προσευχή. Η μορφή της ήταν τόσο ωραία και φωτεινή, ώστε μόλις κανείς μπορούσε να αντικρύσει το πρόσωπό της. Καθημερινή της ασχολία ήταν η κατεργασία του μαλλιού, έτσι ώστε όλα όσα δεν μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες γυναίκες, η ίδια το κατόρθωνε σε τρυφερή ηλικία.
     Είχε βάλει στον εαυτό της κανόνα να προσεύχεται συνεχώς από τα χαράματα ως τις εννέα και από τις εννέα ως τις τρεις το απόγευμα δούλευε υφαίνοντας και πλέκοντας, και από τις τρεις και έπειτα πάλι αφιερωνόταν στην προσευχή. Δεν σταματούσε την προσευχή της ως την ώρα που της παρουσιαζόταν άγγελος του Θεού, από το χέρι του οποίου δεχόταν την τροφή της. Έτσι όλο και πιο πολύ και πιο τέλεια προόδευε στο έργο του Θεού. Έπειτα, ενώ οι μεγαλύτερες παρθένες απουσίαζαν από τη δοξολογία του Θεού, η ίδια ποτέ δεν έλειπε, έτσι ώστε καμιά δεν την προλάβαινε στις δοξολογίες και τις αγρυπνίες για τον Θεό, καμιά δεν γνώριζε καλύτερα τον νόμο του Θεού, καμιά δεν ήταν πιο τέλεια ταπεινή, καμιά δεν έψαλλε γλυκύτερα τους ύμνους, καμιά δεν ήταν τελειότερη σε κάθε αρετή. Κι ήταν ακόμη σταθερή και αμετακίνητη (βλ. Β΄ Κορ. 15, 58) και αμετάβλητη και κάθε μέρα προόδευε στο καλύτερο. 


     Κανείς ποτέ δεν την είδε οργισμένη· ούτε την άκουσε να κακολογεί. Κάθε λόγος της ήταν τόσο γεμάτος από θεϊκή χάρη (βλ. Ιωάν. 1, 14· Κολ. 4, 6), ώστε φαινόταν καθαρά ότι στη γλώσσα της ήταν ο Θεός. Προσευχόταν αδιάκοπα και μελετούσε τον νόμο του Θεού και φρόντιζε να μην αμαρτήσει ποτέ με κάποιο λόγο προς τις αδελφές. Έπειτα πρόσεχε μήπως κάνει κάποια αδικία ή φανεί αλαζονική, πράγματα αταίριαστα στην παρθενική της ιδιότητα. Δοξολογούσε τον Θεό αδιάκοπα και, για να μην σταματήσει τις δοξολογίες της, αν κατά τύχη κάποιος την χαιρετούσε, εκείνη απαντούσε στον χαιρετισμό, «Δόξα τῷ Θεῷ». Έτσι, από αυτήν βγήκε πρώτα, όταν οι άνθρωποι χαιρετιούνται μεταξύ τους, να απαντούν «Δόξα τῷ Θεῷ». Καθημερινά τρεφόταν με την τροφή που δεχόταν από το χέρι του αγγέλου και την τροφή που έπαιρνε από τους αρχιερείς τη μοίραζε στους φτωχούς. Συχνά έβλεπαν οι γύρω αγγέλους του Θεού να μιλούν μαζί της και να της δείχνουν ευλαβική υπακοή. Αν κάποιος ασθενής την άγγιζε, την ίδια ώρα γύριζε στο σπίτι του υγιής…



[Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Θεομητερικόν»,
Τόμ. Β΄, 
Τα Εισόδια της Θεοτόκου, 
Ομιλίες,
§1, §3–8, σελ. 35, 37–49·
Το κείμενο του Αγίου Πατρός
στην PG: 98, 309B–320B·
Έκδοση Ο.Χ.Α. «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 2000.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.



–Για το κείμενο του Επιμύθιου:
«Η γέννηση της μακαρίας Μαρίας
και η παιδική ηλικία του Σωτήρα·
(Γραμμένο από τον μακάριο
Ευαγγελιστή Ματθαίο στα εβραϊκά
και μεταφρασμένο στα λατινικά
από τον μακάριο πρεσβύτερο Ιερώνυμο)»,
όπ, π., σελ. 28–33·
Σημ.: παλαιότερα είχε γίνει αποδεκτό
ότι το έργο αυτό,
που είναι ως γνωστό ως
Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου, 
βρέθηκε από τον Ιερώνυμο
(331 ή ±348-419)
στο εβραϊκό του πρωτότυπο,
και στη συνέχεια
μεταφέρθηκε από τον ίδιο στα λατινικά. 
Σήμερα πιστεύεται ότι
το απόκρυφο αυτό έργο
συγγράφηκε τον η΄ με θ΄ αιώνα.
Παρουσιάζει συγγένεια
με τα επίσης απόκρυφα έργα:
α) Το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου
και β) ψευδοΕυαγγέλιο του Θωμά.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου