Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΥΣΣΟΣ, ΤΑ ΚΡΙΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΒΥΣΣΟΣ, ΤΑ ΚΡΙΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


[Ανταριασμένη η λογική του εγκεφάλου του ανθρώπου, ρίχνει με φόρα τα αιχμηρά της ερωτήματα στην αρυτίδωτη σινδόνα της θείας αγάπης. Ξένος κι απόμακρος, αόρατος κι αμέτοχος «ως συνήθως» ο Θεός, ας κάνει τώρα τουλάχιστον ένα «θαύμα»· να δεηθεί ν απαντήσει στο πλάσμα Του και, μάλιστα, ν απαντήσει πειστικά. Βαρύς ο χρόνος των αδαμιτών ανθρώπων στα πάθη που τους συμπνίγουν ισόβια· απαθής κι αδιάφορη η απέραντη αιωνιότητα που δε γνωρίζει από πόνους και υπομονές, από ολισθήματα και πτώσεις των χοϊκών, των πήλινων και των εύθραυστων. Η σιωπή του Θεού φαίνεται να είναι η κορωνίδα του πόνου που βιώνουμε σιωπηλά. Κι όλες οι αντοχές μας μέσα σ αυτήν, αναιμικές, αδύναμες κι ανύπαρκτες. Τεταμένη η σιωπή και αλαλία του Υψίστου, λες και κάνει εντός μας σινιάλο για την άρνηση και τη θεομαχία. Ποιος Του είπε να σωπαίνει έτσι; Η Αγάπη καίει τα πάντα στην παρουσία και το πέρασμά Της· καίει και λιώνει κάθε άλλη αγάπη και πιστότητα που βασίλευε πριν στη ζήση μας. Λες και για «λίγο» η ζωή παραιτείται και δίνει τη θέση της σ έναν παράδοξο θάνατο για μοναδικό κριτήριο των πάντων. Και αυτοί οι «πάντες» και αυτά τα «πάντα» ήρθαν και βρήκαν καταφύγιο στα βάθη του είναι μας και της λογικής μας. Ίσα για να εγερθεί η απιστία που κρυβόταν πίσω από την «πίστη» για την οποία καυχόμασταν τόσο καιρό ότι είχαμε. Όλα, ωθούνται στη βίαιη λύση της ασυγκράτητης «δίκαιης αγανάκτησης». Είναι λυτρωτική ανάγκη για την κρίση μας ο Θεός να είναι ο στόχος. Ο υπαίτιος που παραλύει η αντίληψη. Ο θύτης που σέρνει και σπαράζει τη κομματιασμένη λογική μας. Μα ο αδύναμος άνθρωπος λησμονεί ότι για να μάθει την κρείττονα γνώση είναι ανάγκη πρώτα να πάθει. Η καρδιά ν’ ανοιχθεί και να πλατυνθεί· και η διάνοια να σιγήσει. Μοιραία, μένει κατάμονος και έγκλειστος· μαζί τ’ αγωνιώδη και καυτά ερωτήματα που επιστρέφουν κατά πάνω του σα κοφτερές λεπίδες στην υπαρξιακή του σάρκα. Η πίεση που αυτά ασκούν δε μπορεί να μην είναι φοβερή. Αφόρητη όχληση θανάτου, αλγεινή δοκιμασία της όλης ζωής. Ο Θεός και όλη η μυστική αιώνια γνώση που προσφέρει ειρηνικά, στέκουν και εδράζονται μέσα στο χώρο της καρδιάς. Εκεί όπου διαρκώς αρνούμαστε να εισέλθουμε εμείς. Γι’ αυτό και δε μαθαίνουμε. Δε μας λείπει το δικαίωμα στην απορία ούτε η είσοδος στη γνώση. Μας λείπει ο τρόπος «τοῦ γνῶναι τὴν ὁδόν»· η εύρεση του τρόπου του τρόπου, η λαχτάρα για την ικάνωση, ο πόθος της επίγνωσης και το πάθος της γνώσης. Κι έτσι, όλα τ’ αναπάντητα ερωτήματα, μοιάζουν με πυκνό χαλάζι που πέφτει ακατάπαυστα στη στέπα της καρδιάς, για να λυγίζουν αντοχές και να ακυρώνουν απαντοχές. Η πίστη ως μυστήριο θεογνωσίας ξεθωριάζεται στα ολιγοστά μέτρα της δικής μας νόησης γιατί πολύ απλά υπερβαίνει τους νευρώνες των συλλογισμών της. Ο άνθρωπος της «βαθείας καρδίας» κατέχει το αναφαίρετο προνόμιο το πόνου· και μόνο με τον ιερό πόνο είναι που περιδένεται η πνευματική γνώση. Ετούτη η γνώση, εάν είναι απροϋπόθετη σε ’μας, τότε καθίσταται και ασύμφορη για ’μας. Απόλυτα δυσδιάκριτη η υπερηφάνεια, έχει πάντα τα πιο γλυκά και άκακα επιχειρήματα. Ίσως και θεοφιλή ή θεολογικά, ακόμη. Μία αχυρένια οικεία δεν παρέχει τίποτε άλλο εκτός από μία επικίνδυνη και επισφαλή ενοίκηση. Έτσι, με πλοηγό τον πεπερασμένο εγκέφαλο του ανθρώπου, κανένας δεν αφουγκράστηκε ποτέ το ζωογόνο ψίθυρο του Θεού, το φιλάνθρωπο λάλημά Του· κανένας δε βρήκε ωφέλεια εξετάζοντας την τόση άβυσσο των κριμάτων Του, κανένας δεν κατανόησε τη σωτήρια γνώση Του και δε λαμπρύνθηκε μέσα σ’ αυτήν...]


Κάποτε, ο Μέγας Αντώνιος,
προσηλώνοντας τον νου του στα βάθη
των ανεξερεύνητων κριμάτων του Θεού,
ζήτησε προσευχόμενος να μάθει από τον Θεό, 
–για ποιο λόγο μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
αφού ζήσουν λίγα χρόνια πάνω στη γη
και κάποιοι άλλοι πάλι παραγερνάνε κι αργούν να πεθάνουν;
–γιατί κάποιοι άνθρωποι στη ζωή τους
στερούνται όλων των αγαθών,
ενώ κάποιοι άλλοι πλουτούν;
–γιατί οι άδικοι να πλουτίζουν
και οι δίκαιοι να ζουν μέσα στη φτώχια; 
Και, τότε, του ήρθε φωνή που του έλεγε:
–Αντώνιε, να κοιτάς και να προσέχεις τον εαυτό σου!
Γιατί αυτά που ζητάς να μάθεις είναι κρίματα του Θεού
που δε σε συμφέρει να μάθεις!...

Είπε κάποτε ο Μέγας Αντώνιος:
«Ο θάνατος όταν νοείται καλά και πνευματικά,
είναι για τους ανθρώπους αθανασία.
Όταν όμως οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν
το αληθινό πνευματικό του νόημα,
είναι γι’ αυτούς τους άσκεφτους
απλά ένας βιολογικός «θάνατος».
Τον σωματικό θάνατο,
κανείς δεν πρέπει να τον φοβάται.
Αλλά την απώλεια της ψυχής που προέρχεται
από το να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό.
Κι αυτή η αγνωσία του Θεού, πραγματικά,
είναι το πιο φοβερό πράγμα!».


[(1) «Ο Μέγας Αντώνιος»,
κεφ. 2ο, σελ. 157–158, κεφ. 3ο, §49, 242,
εκδόσεις «Β. Ρηγοπούλου», Θεσ/νίκη 19986·
(2) Στη φωτογραφία: «Saint Anthony Reading» (1519),
του Γερμανού Albrecht Dürer (1471–1528).]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου