Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ


ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ


     Ήρθε κάποτε να με δει μια κοπέλα. Ήταν φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο και αμφότεροι οι γονείς της ήταν γιατροί. Μου είπε ότι είχε πρόβλημα με κάποια καθηγήτριά της, η οποία την έκοβε συνεχώς στις εξετάσεις.
     Της είπα: «Γιατί διεξάγεις πόλεμο με την καθηγήτριά σου; Πρέπει να τη σέβεσαι σαν να ήταν μάνα σου. Σε μαθαίνει πειθαρχία για το δικό σου το καλό».
     Η κοπέλα δεν με άκουγε. «Όχι πάτερ!», έλεγε, «Η καθηγήτρια είναι μοχθηρή… είναι έτσι… είναι αλλιώς… Δίνω όλες τις σωστές απαντήσεις στις ερωτήσεις της κι εκείνη το μόνο που κάνει είναι να μου λέει να ξαναπεράσω την επόμενη φορά. Δεν λέει να με περάσει!...».
     Είπα στην κοπέλα ότι προφανώς η καθηγήτριά της ήταν αλλόφρων, αλλά και η ίδια διεξήγαγε πόλεμο εναντίον της στο μυαλό της. Της είπα ότι θα πρέπει να προσευχηθεί για την καθηγήτριά της, να προσευχηθεί να στείλει ο Κύριος και στην ίδια άγγελο ειρήνης για να της δώσει τη δύναμη να αγαπήσει την καθηγήτριά της. Έτσι θα τακτοποιηθούν όλα.
     Η κοπέλα με κοίταζε σαν να της λέω παραμύθια. Έτσι κύλησε άλλος ένας χρόνος, πράγμα που την έκανε να χάσει κάθε ελπίδα ότι θα καταφέρει να περάσει ποτέ το μάθημα. Κι έπειτα άρχισε να προσεύχεται για την καθηγήτριά της, και την επόμενη φορά που πήγε για εξετάσεις, πέρασε και πήρε μάλιστα και ψηλό βαθμό…

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΑΔΔΑΙΟΣ ΤΗΣ ΒΙΤΟΒΝΙΤΣΑ
(1914–2003)



[ «Οι λογισμοί
καθορίζουν τη ζωή μας»
(Βίος και διδαχές
του Γέροντα Θαδδαίου
της Βιτόβνιτσα),
Μέρος 2ο, Διδαχή 1η,
§12, σελ. 78–79,
Μετάφραση: Β. Αργυριάδης·
Εκδόσεις «Εν Πλω»
Αθήνα, Σεπτέμβριος 20146.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

ΠΡΩΤΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


ΠΡΩΤΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


    Αυτή η μικρή χώρα που λέγεται Ελλάδα, αδελφοί μου, είναι κυριολεκτικά τόπος και γη της Παναγίας. Παντού, σε κάθε της άκρη και γωνιά, τιμάται η Μητέρα του Χριστού. «Θρησκευτικός σωβινισμός», θα μου πείτε; «Όχι!», θα σας πω κι εγώ ευθέως και ευθαρσώς. Τότε, τι; Ιστορική, Εθνική, Οικουμενική και Πνευματική πραγματικότητα.
     Η Παναγία ήρθε σε μας· επισκέφθηκε την Κύπρο, την Μακεδονία μας, τον Άθω, το Άγιο Όρος, που είναι το κατ’ εξοχήν «Περιβόλι» της. Η Παναγία εμφανίσθηκε σε διάφορους τόπους, σε προσκυνήματα, σε μοναστήρια, σε εξωκκλήσια, σε απόκοσμες ερημιές, όπου ήταν λησμονημένες, κρυμμένες, καταχωνιασμένες και θαμμένες οι εικόνες της. Η Παναγία μας πάτησε και περπάτησε τα ελληνικά χώματα, βημάτισε πάνω σε αυτά θεωρώντας τα αγωνιζόμενα τέκνα της και συνομιλώντας μαζί τους. Άφησε για ώρες και για μέρες την ευωδία της στα εδάφη της Πατρίδας μας. Άφησε σε μας, σαν ένα άλλο ιερό κληροδότημα, την Αγία της Ζώνη· το μόνο, άφθαρτο πλέον, υλικό στοιχείο που έφερε η ίδια συνεχώς επάνω της, στο άχραντο αειπαρθενικό σώμα της.
     Η Παναγία άφησε σε μας τα χαριτόβρυτα εκτυπώματα της αγίας μορφής της, που είναι οι αμέτρητες ιερές της εικόνες. Αυτές πρωτίστως του αγίου αποστόλου Λουκά, με πρώτη την του Μεγάλου Σπηλαίου, την Παναγία Σουμελά όπως και άλλες, που είναι γεμάτες από ανυπέρβλητη Χάρη και δύναμη Θεού. Οι εικόνες της Παναγίας μας, ομιλούν, σείονται, ιδρώνουν, δακρύζουν, αιμορραγούν, οι μορφές τους παίρνουν ορατά και αισθητά ζωή και κίνηση, υπενθυμίζουν, ειδοποιούν, προμηνύουν, μυροβλύζουν, ευωδιάζουν, υψώνονται, αίρονται, μετακινούνται, μεταφέρονται μόνες τους σε όποιον τόπο αυτές επιθυμούν, σε όποιο μέρος επιθυμεί η ιστορημένη σε αυτές Μήτηρ του Λυτρωτού. Δεν πρόκειται ούτε για μυθοπλασία ούτε για ειδωλολατρία, όπως διατείνονται εμπαικτικά ή υβριστικά οι προτεστάντες, οι χιλιαστές, οι πεντηκοστιανοί και τόσοι άλλοι αιρετικοί, οι κατ’ εξοχήν εχθροί της Θεοτόκου καθώς και όλοι οι άθεοι και άπιστοι του πλάνου κόσμου. Πρόκειται για τη ζωντανή Παράδοση της Εκκλησίας και της Πατρίδας μας, για την περίτρανη αποκάλυψη της Χάριτος του Θεού και της ακατάλυτης ευδοκίας του Χριστού όσο αφορά το πρόσωπο της παναγίας Μητέρας Του. Αυτός ο Λαός, ο Ορθόδοξος Ελληνικός Λαός, χρόνια και ζαμάνια τώρα, συμπορεύεται αντάμα με την Κυρία Θεοτόκο· τη σκέπη του, το αποκούμπι του, την καταφυγή του, την ισχύ του, τη σωτηρία του, την αναψυχή του.


     Η Παναγία είναι η μάνα μας· πιο μάνα κι από τη μάνα μας. Όλες οι μανάδες και, μαζί τους και οι γιαγιάδες και οι αδελφάδες, σε Αυτή τη μάνα καταφεύγουν, όταν βλέπουν να ακυρώνονται ή να λήγουν οι ανθρώπινες προσπάθειές τους να σώσουν με αγωνία τα παιδιά τους, τον άνδρα τους, το σπιτικό τους, τους συγγενείς και φίλους τους. Όλοι μας σε Αυτή την Μάνα καταφεύγουμε για να σωθούμε από την απελπισία και από την ανημποριά, από την καταχνιά και τη ζάλη των παθών μας, από το δηλητήριο και από την απαισιότητα των αμαρτιών μας, από το κάθε πικρό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε μόνοι και ανήμποροι, κι ας το παίζουμε προς τους έξω και προς τους γύρω μας κραταιοί, αγέρωχοι και δυνατοί. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είμαστε. Θα είμαστε όμως κατά πάντα ισχυροί, εάν πάμε με πόθο καρδιάς, με τη συντριβή και τη μετάνοια του βίου μας προς την Παναγία, τη λησμονημένη Σώτηρά μας, τη σίγουρη προστασία και σωτηρία μας. Μόνο οι άνθρωποι που αγαπούν, σέβονται και τιμούν με κάθε τρόπο, με κάθε ορθόδοξο, εκκλησιαστικό και βαθύ εγκαρδιωμένο τρόπο, την Παναγία μας, σώζονται δίχως καμία αμφιβολία.
     Μόνο οι άνθρωποι που έχουν τη σκέπη της Θεοτόκου πάνω από τα κεφάλια τους, πάνω από τις ζωές τους, γλυτώνουν από κάθε δοκιμασία, κόλαση, βάσανο και καταστροφή. Στο τέλος, θα δείτε και θα το θυμηθείτε ότι, τελικά, μόνο οι παναγιοσκέπαστοι άνθρωποι είναι οι δυνατοί, οι εύψυχοι, οι άπτωτοι και οι κραταιοί άνθρωποι στον κόσμο αυτό.
     Η σωτηρία μας περνάει μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας μας, γιατί Αυτή είναι η Πύλη της Σωτηρίας όλων. Δεν υπάρχει Σωτηρία Χριστού, δίχως να γνωρίζουμε, δίχως να αισθανόμαστε έστω και ελάχιστα, δίχως να βιώνουμε εκ βαθέων τι εστί Παναγία για τη ζωή, για τη ψυχή μας και για τον κόσμο ολάκερο. Η Σωτηρία μας είναι πάντα χριστοκεντρική, αλλά αυτή η χριστοκεντρική Σωτηρία δεν παύει να δίδεται και να προσφέρεται πάντα και μόνο μέσω της Παναγίας. Γιατί αυτό; Γιατί Χριστός και Παναγία είναι πάντα μαζί. Όπου Χριστός, εκεί και Παναγία. Όπου Παναγία, εκεί και Χριστός. Ο λόγος του Λόγου είναι μόνο η Παναγία. Και ο λόγος της Παναγίας είναι ο Υιός της.


     «Με ιδιαίτερο ζήλο πρέπει να απευθυνόμαστε με την προσευχή μας στην Παναγία. Μπροστά Της δεν μπορεί να σταθεί καμία εχθρική δύναμη. Οι πρεσβείες Της έχουν πιο μεγάλη δύναμη από τις προσευχές όλων των Αγίων. Σε Αυτήν πρέπει να καταφεύγουμε πάντοτε σε όλες τις θλίψεις, στις επιθέσεις των δαιμόνων και όταν ακόμη οι δαίμονες κατακυριεύουν τον νου μας. Εμείς Την υμνούμε ως υπερτέρα πάσης δόξης και Εκείνη μας ετοιμάζει την αιώνια δόξα. Συχνά Της απευθύνουμε τον χαιρετισμό “Χαῖρε” και Εκείνη πάλι ικετεύει τον Υιό και Θεό Της: “Αγαπητέ μου Υιέ, δώσε τους αιώνια χαρά, επειδή με χαιρετούν λέγοντάς μου το ‘Χαῖρε’…”», έχει πει ο Γέροντας Ευλόγιος της Μονής Βαλαάμ (†1969).


     Και τι ακριβώς λέμε προς την Παναγία, χαιρετίζοντάς την;
     «Χαίρε, εσύ, απ᾿ την οποία θα λάμψει η χαρά»· Και, πράγματι, έλαμψε και λάμπει αυτή η αθάνατη χαρά της Σωτηρίας και της θείας Χάριτος στη ζωή μας με την Παναγία. «Η πάντων Χαρά» είναι ο Χριστός και το «δοχείον» αυτής της Χαράς η Κυρία Θεοτόκος.
     «Χαίρε, εσύ, που για χάρη σου θα σβήσει η κατάρα»· Με την Παναγία μας έσβησε η αρχέγονη κατάρα, η κατάρα του θανάτου και του πόνου, η κατάρα της απώλειας και του χαμού του ανθρώπου από τις ατελείωτες πτώσεις του και από την αθεράπευτη αμαρτία του. Τώρα, πια, με την Παναγία και διά της Παναγίας έχουμε μόνο ευλογία και, μάλιστα, ευλογία αναφαίρετη και αιώνια.
     «Χαίρε, εσύ, που έκανες να σηκωθεί ο (εξαιτίας της αμαρτίας και της ανυπακοής) πεσμένος Αδάμ»· Με την Παναγία και εξαιτίας της Παναγίας σηκώθηκε πάνω πασίχαρης ο απελπισμένος Αδάμ και μαζί του κάθε απελπισμένος άνθρωπος που ήταν φρικτά δέσμιος στον πολυποίκιλο θάνατό του. Με την Κυρά μας την Παναγία, επίσης, σηκώθηκε μ ένα σκίρτημα ανείπωτης αγαλλίασης και με μια αιώνια ευγνωμοσύνη και το πολύπαθος Γένος μας που, με τη Χάρη της, γεύθηκε και γεύεται πολλές χαρές και νίκες μέσα στο διάβα της Ιστορίας, της Παράδοσης, της Πίστης και της Ευσέβειάς του.
     «Χαίρε, εσύ, που έγινες η λύτρωση των δακρύων της Εύας»· Η Παναγία μάς λύτρωσε από τα δάκρυα, τα εξωτερικά και τα εσωτερικά δάκρυα, τα ηχηρά και βουβά δάκρυα των ατελεύτητων θρήνων μας. Πήρε το καθαρό μάκτρο της θείας πολιτείας της και με αυτό σκούπισε τα δάκρυα όλων και αφαίρεσε από την πολύπονη ύπαρξή μας όλους τους λυγμούς μας.
     «Χαίρε ύψος, στο οποίο δύσκολα μπορούν να φθάσουν οι ανθρώπινοι λογισμοί»· Η Παναγία βρίσκεται παντοτινά σ ένα άφθαστο ύψος· στο ύψος και στο κάλλος της Ταπείνωσης και της Αγάπης του Θεού. Την Ταπείνωση και την Αγάπη του Θεού οι δικοί μας οι αμαρτωλοί, οι πονηροί, οι απατηλοί και ποταποί λογισμοί, ο πάμφτωχός μας εγκέφαλος δεν μπορούν ποτέ να καταλάβουν, γι’ αυτό και πάντα την αντιμάχονται. Γι’ αυτό και ο Χριστιανισμός, η αυθεντική χριστιανική πολιτεία έχει κέντρο, όχι τη λογική, όχι τη νοησιαρχία και τον εγκέφαλο, αλλά την Καρδιά, τη θεόπλαστη Καρδιά του πιστού ανθρώπου, η οποία είναι προορισμένη να θέλγεται, να τροφοδοτείται πνευματικά από το μυστήριο της αγίας Ταπείνωσης και της Αγάπης, της Ταπείνωσης και της Αγάπης του Χριστού και της Παναγίας μας.
     «Χαίρε βάθος, που αδυνατούν να κατοπτεύσουν οι οφθαλμοί των αγγέλων»· Ακόμη και οι άγιοι άγγελοι του Θεού στέκονται ανήμποροι, αδύναμοι και τυφλοί μπροστά στο άφραστο βάθος, το πνευματικό βάθος που έχει το πρόσωπο, το έργο και ο ρόλος της Παναγίας για την ανθρωπότητα, για τον κόσμο ολόκληρο, ακόμη και για την κατάσταση των επουρανίων πραγμάτων. Μετά την Παναγία, όλα άλλαξαν, όλα επαναπροσδιορίστηκαν, όλα καινουργήθηκαν κατά τρόπο θαυμαστό και υπέρλογο.
     «Χαίρε, εσύ, που έγινες ο θρόνος του Βασιλέα (Χριστού)»· Έναν θρόνο και μια καθέδρα έψαχνε να βρει ο Βασιλέας Χριστός, επάξιο γι’ Αυτόν, προκειμένου να έρθει να στήσει το Βασίλειο της Αγάπης Του επάνω στην αμαρτωλή γη και για αιώνες ολόκληρους δεν τα έβρισκε. Η Παναγία με ανεκδιήγητο και ανερμήνευτο τρόπο έγινε γι’ Αυτόν, εκτός από ταπεινή και πιστή δούλη, πανυπεραγαπημένη Μητέρα Του· έτσι, έγινε ο κατάλληλος, ο πανταίριαστος έμψυχος θρόνος του παντοδύναμου και ελεήμονος Χριστού.
     «Χαίρε, γιατί βαστάζεις (στην αγκάλη σου) Εκείνον που βαστάζει τα πάντα»· Η Παναγία μας, ως Μητέρα του Κυρίου, βαστάζει τον Παντοκράτορα Κύριο της δόξης. Ο Χριστός είναι το Παν. Και έτσι, κατά την ακολουθία και σειρά της θείας Οικονομίας, η Παναγία γίνεται Παντοκρατόρισσα. Αλλά το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Η Παναγία βαστάζει κι εμάς, που ήμασταν ένα τίποτα, που συνεχίζουμε να είμαστε ένα τίποτα, που δεν κρατάμε τίποτα καλό και αγαθό επάνω μας, παρά μόνο τις αμαρτίες μας. Και βαστάζοντας με τη μεγάλη της αγάπη και εμάς, ως κατά Χάρη δικά της τέκνα, εμείς μέσα σ’ αυτό το φιλόστοργο βάσταγμα της Μεγάλης Μάνας μας, βρίσκουμε τον Χριστό, που είναι ο Σωτήρας και η Σωτηρία μας, που είναι το Παν για μας.
     «Χαίρε αστέρι που προμηνύεις τον Ήλιο»· Ήρθε αυτό το ιλαρό, το ήσυχο και υπέρλαμπρο αστέρι, η Κυρία Θεοτόκος, ακριβώς για να μη χαθούμε εμείς έντρομοι μέσα στην αξημέρωτη νύχτα της αμαρτίας μας. Ήρθε αυτό το αστέρι της θείας θαλπωρής, για να προετοιμάσει και να ικανώσει τις καρδιές όλων μας για την επερχόμενη αυγή της Χάριτος, για την ημέρα τη χαρμόσυνη της Σωτηρίας μας. Σε αυτή τη Μέρα που δεσπόζει φιλάνθρωπα και σωτήρια ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Χριστός.
     «Χαίρε κοιλία της θεϊκής (του Λόγου) Σαρκώσεως»· Για να έρθει ο Χριστός στη γη, έπρεπε πρώτα να βρεθεί ένα σκεύος καθαρό, πανάχραντο, ακηλίδωτο και άσχετο από κάθε αμαρτία, από κάθε ίχνος αμαρτωλότητας. Η Παναγία μεγάλωσε και αυξήθηκε ενδοεκκλησιαστικά, μέσα στη Χάρη του Θεού, μέσα στο άβατο ιερό του Ναού του Σολομώντος με διαρκή προσευχή και πρωτόγνωρη νηστεία. Έγινε σκεύος άχραντο, άρρυπο, άμωμο, παρθενικό, τόσο πολύ, που η κοιλία της έγινε ο χώρος του Αχωρήτου Θεού και του Άφθαρτου Άρτου, του Χριστού. Μέσα της έλαβε μυστικά χώρα η θεϊκή, η άσπορη Σάρκωση, δηλαδή η πανυπερθαύμαστη αιτία της Σωτηρίας του γένους των ανθρώπων.
     «Χαίρε, εσύ, με την οποία γίνεται καινούργια η κτίση»· Όλα τα αληθινά και τα καινούργια, μόνο με την Παναγία έρχονται και δωρίζονται. Με την Παναγία γινόμαστε καινούργιοι, ανακαινισμένοι άνθρωποι. Με την Παναγία γίνεται καινούργια και η κτίση, καινούργιος ο τόπος, ο χρόνος, ο κόσμος, η οικουμένη. Με την Παναγία γίνεται τελείως νέος και αλλαγμένος ο τόπος και ο τρόπος που ζούμε, που κινούμαστε, που εργαζόμαστε. Με την Παναγία στον νου και την καρδιά, όλα και όλοι αλλάζουν γλυκά.
     «Χαίρε, εσύ, με την οποία γίνεται βρέφος ὁ Κτίστης»· Ο αιώνιος Θεός γίνεται άνθρωπος μέσα στο χρόνο, γίνεται κτίσμα μέσα στη φθορά των επιγείων, γίνεται ένα απειρόκακο βρέφος, ένα μικρό, αδύνατο και ανυπεράσπιστο βρέφος. Ο Διάβολος όμως έτσι νικήθηκε· με την Ταπείνωση και την Αγάπη του Χριστού. Και η Ταπείνωση και η Αγάπη του Χριστού ήρθαν και επισκέφθηκαν τον κόσμο μας μόνο μέσω της Παναγίας. Μέσω της οποίας εμείς πάντα, συνέχεια και εξακολουθητικά, λυτρωνόμαστε και σωζόμαστε καθημερινά, κάθε ώρα και στιγμή.
   Και γι’ αυτό και όλοι μαζί τώρα και για πάντα, μ’ ένα στόμα και με μια φωνή, την φωνάζουμε με δέος ψυχής, με εγκάρδια αγάπη και ιερό πόθο προς Αυτήν:
     «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε!»

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στέλλα Μιτσακίδου


     Με τη Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στη Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι τη διέταζαν κι αυτή υπάκουε άμεσα και με χαμόγελο. «Στέλλα, εδώ!...», «Στέλλα, εκεί!...». Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της. Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το, «Δόξα σοι, ο Θεός!».

     Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μάς ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και, έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλοσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την Ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε. «Δόξα σοι, ο Θεός!» άκουγες συχνά από το στόμα της. Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε τη Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε, που εργαζόμασταν στη συσκευασία μαζί, θυμάμαι τη Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια». Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας –μας «τρώγανε» μεροκάματα!– δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε μ’ ένα γέλιο, με μια λέξη: «Αα, Μηλίτσα!...». Δεν τη θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο Σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι τη θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις τη σέβονταν και διερωτώντο πώς κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά. Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε· ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν τη ρωτούσαν να πει τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή· όταν, όμως, της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα!

     Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Τη σεβόμουν τόσο, που ποτέ δεν τη ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, όλοι όσοι τη γνώριζαν, τη χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος! Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να τη θεωρούν «τρελή»! Κάποιες φορές, τύχαινε να είμαστε οι δυο μας και να μιλάμε φυσιολογικά και, όταν πλησίαζε κάποιος, άρχιζε κι έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.

     Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Τη Στελλίτσα τη συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της και στα χείλη της την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!». Συνήθιζε να τη λέει εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.

     Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα τη θυμόμουν με μια γλυκιά ανάμνηση και με νοσταλγία. Μετά, παντρεμένη πια, θα τη συναντούσα στην ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας), στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στη Μονή για την πρωϊνή θεία Λειτουργία. Οι μοναχές, με πολλή στοργή και ευγένεια, μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελί, όπου φιλοξενούνταν «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελί, όπου με κατάπληξη διαπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ! Η χαρά μου δεν περιγράφεται! Μείναμε αγκαλιασμένες γι’ αρκετή ώρα και, ξαφνικά, ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δείτε τη Στελλίτσα με τη Μηλίτσα αγκαλιά!». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν...
     –Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις, πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτείς. Χαίρομαι, χαίρομαι! Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή! (Υπ’ όψιν, ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθεί ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θ’ αλλάξει χώρο, μην ανησυχείς, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, ο άνδρας μου, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρει σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).

     Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και, ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ό,τι είχα αντιληφθεί γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για μια αγία ψυχή. Την επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινείς. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πει τίποτε. Κι όμως το ήξερε!...

     Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πει: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δεις· τελευταία, μ’ έβαλε να φάω μαζί τους, με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ;… Πω, πω, πω, Μηλίτσα!...».

     Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μάς τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω πραγματικά να τη δω, δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.

     Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη. Από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθεί με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία τα μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε. Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνει στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού. Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι, επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε· και όταν της μιλούσε, δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώει αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη μ’ ένα αδιάκοπο «Σ’ ευχαριστώ!... Σ’ ευχαριστώ!...».

     Πολλές φορές, το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνει αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή! Σιγά-σιγά, αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στη δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.

     Κάποια φορά, ενώ τη σκεφτόμουν με συμπόνια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους», ξαφνικά, με κοιτάζει και μου λέει: «Μη στενοχωριέσαι! Θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις, εκεί στα παγκάκια, ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράφτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μέγα Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα! Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό τη σκέπη της Παναγίας μας…».

     Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των ιατρείων του Δήμου. Την είδαν εκεί οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση, λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει σε εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή: –«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ! Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να, μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα ιατρεία, που λούστηκα, είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με!». Διοικητής: –«Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστείς, να προσέξεις να μη σε δουν. Άντε στο καλό!». Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.

     Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε ότι προσποιούταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε πάλι τα «παλαβά» της.

     Πολλά πρωινά, πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6:30 με 7:00 π.μ.), την συναντούσα να βγαίνει από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και, στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθεί στο σπίτι μας, μου ομολόγησε: αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα: την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο, κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά, της Αγίας Παρασκευής, πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο (Βλάχο), τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατεί με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάει τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο Μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε. Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθει και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.

     Κάποτε, είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά, ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν κι ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα, «στον κόσμο της»: ψιθύριζε την Ευχή και, συγχρόνως, πολύ χαμηλόφωνα, έλεγε τι συμβαίνει μ’ αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα ή τους χαμογελούσε. Πάντα, όμως, συγκεντρωμένη στην Ευχή. Οι πιο πολλοί τη θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε κι η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν!

     Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου, και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωί βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρ’ το! Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ…». Τα έχασα! Στην ερώτηση, «ποιός της είπε να μου το φέρει», στην αρχή ψέλλισε: «Η Παναγία!», μετά όμως άρχισε τα δυσνόητα και τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το Μοναστήρι και παρίστανε το Γενέθλιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνει λίγο κοντά μου να ξεκουραστεί, να πιει κάτι, να δροσιστεί, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθει· Κανείς, κανείς!». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ, θέλω να το μάθω! Θέλω να μάθω το φευγιό σου!». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό, σταμάτησε να μιλάει για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά, με κοιτάζει μ’ ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθεις, θα το μάθεις!...».

     Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίσει τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθεί να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από τη βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνει το: «Ζη Κύριος ο Θεός!». Εν όψει αυτού του προβλήματος λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα (Μαντά), να της παραχωρήσει ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάιο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγει από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.

     Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθεί και πάλι. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα, η Χρυσούλα και εγώ, για να μάθουμε για τη Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρείτε!...». Εμείς, όμως, πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.

     Μετά το Πάσχα του 2006, ένα βράδυ, πολύ αργά, και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθεί, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (αυτό το διαπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) έπειτα από ένα δυνατό όνειρο: Είδα τη Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια, να ακουμπάει ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη, και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζει μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζει το στέρνο: «Στελλίτσα μου!... Στελλίτσα μου!... Στελλίτσα μου!...». Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στη θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόισια στον ουρανό. Αμέσως βλέπω κάτω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας, αλλά και φόβο από την φωτογραφία εκείνης της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για τη Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε όντως σπουργίτι. Κάτι δυνατό, όμως, με απέτρεψε να τον ξυπνήσω. Την επομένη, τηλεφώνησα στη Γερόντισσα και στη Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυο μού συνέστησαν να ψάξουμε για τη Στέλλα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία...

     Η φίλη μου η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου του 2005 και ώρα 6:10 μ.μ., κοντά στο σπίτι της, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μια γυναίκα αγνώστων στοιχείων. – Τα πουλιά δεν έχουν όνομα! Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό έναν αξιωματικό του Στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Τη συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο, όπως έδειξαν και οι φωτογραφίες της Τροχαίας. Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου του 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου του 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το γραφείο που την ενταφίασε, μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη παρά μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.

     Πρέπει να τονισθεί ότι, όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχεις παρρησία στον Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας!...». Και, πράγματι, μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.

     Την ημέρα της Αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο εκεί ιερέας είπε για τη Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για τη θεία Λειτουργία... Μάλιστα, έχει παραγγείλει να αγιογραφηθεί η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας...». Στις 3 Ιουνίου του 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της, χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.

     Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μού είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθεί: ήθελα να βαπτίσω δύο παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα!...». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δύο παιδάκια στη θέση της και, μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα! Είμαι έτοιμη να φύγω!...».

ΜΗΛΙΤΣΑ ΠΙΣΙΜΙΣΗ-ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Νομικός
Υπάλληλος Υπουργείου Εργασίας


[ (1) Από τον ιστότοπο
της Ιεράς Μητροπόλεως
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
www.parembasis.gr
(ανάρτηση της 21ης Ιανουαρίου 2015)
με εκτενή βιογραφήματα.
(2) Ίκαρου Πετρίδη:
«Εμπαίζοντες
“Ημείς μωροί διά Χριστόν”»·
Σειρά: «Αγιολογία Α΄»,
Μέρος Β΄, κεφ. 40ο,
σελ. 199–203,
Έκδοση «Μορφή Εκδοθήτω»·
Αθήνα, Μάρτιος 2008.
(3) Ο τίτλος από το Περιοδικό
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση»
(Τεύχος 122, Ιούνιος 2006)
με το σχετικό άρθρο–μαρτυρία
της φίλης της Στέλλας,
κ. Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου.
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ


ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ


     Η νηστεία, που δεν είναι υπερβολική, αλλά ανάλογη με τις δυνάμεις σου, μπορεί να σε βοηθήσει στην εγρήγορσή σου. Με παραγεμισμένο το στομάχι δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται τα θεία πράγματα, λένε οι ασκητές. Γι’ αυτόν που καλοτρώει, και τα πιο προσιτά μυστήρια της Αγίας Τριάδας μένουν κρυμμένα. Ο Ίδιος ο Κύριος μάς έδωσε το παράδειγμα με τη μεγάλη Του νηστεία στην έρημο. Όταν έδιωξε νικημένο τον διάβολο από μπροστά Του, είχε ήδη νηστέψει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Και αν ο Κύριος αισθάνθηκε την ανάγκη της νηστείας, πόσο πιο πολύ πρέπει να την αισθανόμαστε εμείς; «Και, να! Άγγελοι ήλθαν κοντά Του και Τον διακονούσαν» (Ματθ. 4, 11). Το ίδιο περιμένουν και από σένα οι Άγγελοι του Θεού· να νηστεύσεις, για να σε υπηρετήσουν.

     Η νηστεία περιορίζει την πολυλογία, λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας. Είναι θύρα ελέους. Διώχνει τις κακές σκέψεις και ξεριζώνει την αναισθησία της καρδιάς. Η νηστεία είναι η θύρα του Παραδείσου.

     Όταν το στομάχι περιορίζεται και στενοχωρείται με τη νηστεία, τότε ταπεινώνεται και η καρδιά. Όποιος νηστεύει, προσεύχεται με νηφαλιότητα. Οι ασυγκράτητες και αχαλίνωτες αισθήσεις, όταν ενισχύονται με υπερβολική τροφή, προκαλούν αμαρτωλές και εμπαθείς σκέψεις και επιθυμίες.

     Η νηστεία είναι έκφραση αγάπης και αφοσίωσης. Θυσιάζει κανείς τις γήινες απολαύσεις, για να πετύχει τις ουράνιες. Πάρα πολλές μας σκέψεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά φροντίδες για το τι θα φάμε και δολώματα της λαιμαργίας μας. Η νηστεία, όμως, αν θέλουμε να απελευθερωθούμε από τη σάρκα και τα πάθη της, αποτελεί έναν κατάλληλο οδηγό για μια πραγματική απελευθέρωση και μια απαραίτητη υποστήριξη στον αγώνα κατά των εμπαθών επιθυμιών. Η νηστεία σε συνδυασμό με την προσευχή είναι ένα από τα μεγάλα δώρα, που τα διατηρούν με επιμέλεια, όσοι γεύτηκαν κάποτε έστω και για λίγο τη γλυκύτητά τους και ένιωσαν την αξία τους.


     Με τη νηστεία μεγαλώνει η ευγνωμοσύνη προς Εκείνον, που έδωσε στον άνθρωπο τη δύναμη να νηστεύει. Η νηστεία βοηθάει στην κατάκτηση της περιοχής εκείνης που μόνο με τη διαίσθηση νιώθει κανείς ότι υπάρχει. Οι εκδηλώσεις της ζωής και όλα τα φαινόμενα γύρω σου και μέσα σου αποκτούν ένα καινούργιο νόημα· και οι στιγμές που περνούν ένα μεγάλο, πλούσιο και καταπληκτικό περιεχόμενο. Η εγρήγορση της «ιεράς θεωρίας» γίνεται διαυγής. Η ανήσυχη εκζήτηση μεταβάλλεται σε ήρεμη, ταπεινή και γεμάτη ευγνωμοσύνη αποδοχή των θείων δωρεών. Προβλήματα φαινομενικά άλυτα και βασανιστικά ανοίγουν τον πυρήνα τους σαν ώριμοι κάλυκες λουλουδιών. Μόνο με συνοδεία την προσευχή, τη νηστεία και την εγρήγορση πρέπει κανείς να χτυπάει την Πόρτα που εύχεται να δει κάποτε ανοιχτή.

     Στο σημείο αυτό βλέπουμε τον λόγο, για τον οποίο η νηστεία χρησιμεύει σαν μέτρο για τους αγίους Πατέρες: αυτός που νηστεύει πολύ, αγαπάει πολύ· και όποιος αγαπάει πολύ, του συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες του (Λουκ. 7, 47).

     Οι άγιοι Πατέρες συνιστούν μετρημένη νηστεία. Δεν πρέπει να αφήνουμε το σώμα μας να αδυνατίσει πάρα πολύ, γιατί τότε βλάπτεται και η ψυχή. Ούτε, επίσης, μπορεί κανείς να νηστεύει έτσι στα ξαφνικά. Το καθετί απαιτεί άσκηση και ο καθένας οφείλει να δοκιμάζει τον εαυτό του, έχοντας υπόψη του τη φύση του και τη δουλειά του. Δεν είναι σωστό να ξεχωρίζει κανείς τις τροφές σε «απαγορευμένες» και σε «επιτρεπόμενες». Όλες τις τροφές τις δίνει ο Θεός. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι, ότι πρέπει να αποφεύγονται εκείνες οι τροφές που κάνουν βαρύ και δυσκίνητο το σώμα και ανάβουν τις κατώτερες ορέξεις του. Ακριβώς μάλιστα αυτές οι τροφές καθορίζουν οι ιεροί Κανόνες πως πρέπει να αποφεύγονται. Η σημασία του «μέτρου» όμως, δεν αναφέρεται μόνο στην ποιότητα αλλά και στην ποσότητα. Έστω και αν πρόκειται για όχι τόσο ισχυρές τροφές, δεν πρέπει να τρώει κανείς μέχρι «διαρρήξεως του στομάχου». Τότε καταλύεται το νόημα της νηστείας. Η λαιμαργία αλλάζει απλούστατα υλικά για τον κορεσμό της...

TITO COLLIANDER
(1904–1989)


[ (1) Tito Colliander:
«Ο δρόμος των ασκητών»,
κεφ. 20ο, σελ. 109–111·
Μετάφραση από το Σουηδικό:
Γέροντας π. Ευσέβιος Βίττης
(1927–2009)·
Εκδόσεις «Ακρίτας»
(τώρα πλέον: «Πορφύρα»)·
Αθήνα, Φεβρουάριος 19924.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΕΝΑ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ


ΕΝΑ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ


     Μία Μεγάλη Σαρακοστή βρέθηκα στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ Αγγλίας για το Τριήμερο. Το Μοναστήρι πήρε άλλη όψη. Μία γλυκιά μελαγχολία γέμιζε την ψυχή και η σκέψη προσπαθούσε να τακτοποιήσει πολλές εκκρεμότητες της ψυχής, ώστε να βάλει καινούργια αρχή στη ζωή της, αναθεωρώντας πολλά πράγματα. Όλα και όλοι στο Μοναστήρι βοηθούσαν στον αγώνα αυτόν.

     Οι ακολουθίες κατανυκτικές, η παρουσία του μακαριστού Γέροντα Σωφρονίου (Ζαχάρωφ, 1896–1993) συγκινητική· συμμετείχε και αυτός στο αυστηρό πρόγραμμα του Τριημέρου. Όμως το απόγευμα της πρώτης ημέρας, την ώρα του Αποδείπνου, έπαθα υπογλυκαιμία και βγήκα έξω να πιω λίγο νερό και να βρω λίγη ζάχαρη.

     Πήγα στην κουζίνα· εκεί βλέπω τον Γέροντα Σωφρόνιο να ψάχνει κάτι. Του είπα πως θα πρέπει να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν νιώθω καλά. «Ναι», μου είπε, «γι’ αυτό ψάχνω να βρω λίγο χαλβά, ψωμί και ελιές να σου δώσω να φας. Να, εδώ είναι αυτά…». Τα έβαλε σε ένα πιάτο και μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου να φάω· έτσι και έγινε.

     Μετά πήγα στον Ναό, αλλά τους συνάντησα όλους στην έξοδο, γιατί είχε τελειώσει το Απόδειπνο. Συνάντησα και τον Γέροντα Σωφρόνιο και αμέσως με ρώτησε:
     –Είσαι καλά;
     –Ναι, Γέροντα, ευχαριστώ! απάντησα.

     Κι εκείνος έφυγε με αργό βηματισμό προς το σπιτάκι του…

ΔΗΜΗΤΡΑ Β. ΔΑΒΙΤΗ


[ (1) Δήμητρας Β. Δαβίτη:
«Αναμνήσεις από τον
Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ»·
κεφ. 6ο, §7, σελ. 125–126,
Εκδόσεις «Άθω»·
Αθήναι, Απρίλιος 20013.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.