Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΘΡΟΪΣΜΑΤΑ

ΘΡΟΪΣΜΑΤΑ


Εκεί,
μέσα από τα θροΐσματα
των πυκνόφυλλων
και το γδούπο
των μοναχικών μας βημάτων
πάντα μια ψυχότροφη ησυχία
μαρτυρείται·
μια βαθύστοργη σιγή
αναδύεται
σαν δώρημα του άλσους,
σαν τέρψη και μειδίαμα του νου…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


     Ταπεινής καταγωγής και χωρίς υψηλή κατάσταση, αλλά διαλάμποντας με τις αρετές και τα αποστολικά χαρίσματά του, ο άγιος Αλέξανδρος κρίθηκε άξιος να χρηματίσει βοηθός του αγίου Μητροφάνη [4 Ιουν.], αρχιεπισκόπου Βυζαντίου, με την ιδιότητα του πρωτοπρεσβυτέρου.

     Μετά την νίκη του αγίου Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, ο αυτοκράτορας διοργάνωσε ρητορικό αγώνα μεταξύ του Αλεξάνδρου και των εθνικών ρητόρων του Βυζαντίου. Όταν ένας από τους φιλόσοφους κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο ότι νεωτέριζε σε θέματα θρησκείας, ο Αλέξανδρος στάθηκε μπροστά του και είπε: «Σε διατάζω, εν ονόματι του Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού, να σωπάσεις!». Και ευθύς ο ρήτορας βουβάθηκε, ενώ όλοι αναγνώρισαν την δύναμη της αληθινής Πίστης [1].

      Καθώς ο άγιος Μητροφάνης ήταν άρρωστος και πολύ γέρος για να μεταβεί στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), στην θέση του και εξ ονόματός του πήγε ο Αλέξανδρος [2]. Ιστορείται ότι μετά το πέρας της Συνόδου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από όλους τους θεοφόρους Πατέρες που είχαν διαλάμψει εκεί να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη, που μόλις είχε ιδρύσει, για να την ευλογήσουν. Ένας άγγελος τότε παρουσιάσθηκε στον άγιο Μητροφάνη και του αποκάλυψε ότι πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό μετά από δέκα ημέρες, έπρεπε να αφήσει διάδοχό του τον Αλέξανδρο [3]. Οι Πατέρες χάρηκαν με το νέο αυτό και μετά την κηδεία του αγίου Μητροφάνη ενθρόνισαν τον άγιο Αλέξανδρο ως πρώτο επίσκοπο της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας (327). Μετά την Σύνοδο, ο άγιος Αλέξανδρος, ηλικίας τότε περίπου ογδόντα έξι ετών, διακρίθηκε στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου Πίστεως κατά των μηχανορραφιών του Αρείου [4] και των ομοφρόνων του, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι έκανε αποστολικά ταξίδια στην Θράκη, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, καθώς και στα νησιά, για να κηρύξει την πίστη της Συνόδου της Νικαίας.

     Όταν ο Άρειος κλήθηκε στην Νικομήδεια για να δώσει λόγο για την πίστη του, κατάφερε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα υπογράφοντας μία ομολογία πίστεως, όπου αρκέστηκε να χαρακτηρίσει τον Υιό του Θεού γεννηθέντα προ αιώνων. Ζήτησε τότε την επανένταξή του στην Εκκλησία και, υπό την πίεση του αρειανόφιλου Ευσέβιου Νικομηδείας, ο αυτοκράτορας είδε με ευνοϊκό μάτι το αίτημά του και ζήτησε από τους επισκόπους που είχαν συνέλθει σε σύνοδο στην Τύρο να το εξετάσουν (335). Η σύνοδος αυτή, που αποτελούνταν κατ’ ουσίαν από οπαδούς του Αρείου, στράφηκε σε άδικη κρίση κατά του αγίου Αθανασίου (296-373), αντιμετωπίζοντάς τον ως μάγο θηριώδη και πρόξενο διχόνοιας. Ενώ ο άγιος Αθανάσιος κατάφερε να αναχωρήσει κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ματαίως προσπάθησε να εισακουστεί από τον αυτοκράτορα, η σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεσή του, που είχε ως κατάληξη την εξορία του στους Τρεβήρους. Ο Άρειος προσπάθησε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, αλλά επειδή ξέσπασε στάση εναντίον του, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνία του με τον άγιο Αλέξανδρο. Ο αρειανιστής Ευσέβιος Νικομηδείας (280-341) και οι υποστηρικτές του άσκησαν κάθε είδους πιέσεις στον άγιο ιεράρχη και άρχισαν προετοιμασίες για την τέλεση Λειτουργίας στην οποία επρόκειτο να κοινωνήσει με τον αιρετικό.

     Ο άγιος Αλέξανδρος κατέφυγε στον ναό της Αγίας Ειρήνης και, γονατισμένος μπροστά στο θυσιαστήριο, προσευχόταν μέρα-νύχτα με δάκρυα λέγοντας στον Κύριο: «Αν ο Άρειος πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, άφησε τον δούλο Σου να απέλθει. Αν όμως ευσπλαγχνίζεσαι την Εκκλησία Σου και δεν επιθυμείς να παραδώσεις την κληρονομία Σου στην ντροπή, απόσυρε τον Άρειο για να μην εκληφθεί η αίρεση ως αληθινή Πίστη». Το Σάββατο, παραμονή της προετοιμαζόμενης τελετής, ενώ βρισκόταν στην αγορά, κοντά στην στήλη από πορφυρίτη που είχε ανεγείρει ο Κωνσταντίνος, ο Άρειος ένιωσε αίφνης επείγουσα φυσική ανάγκη που κατέληξε σε ρήξη των σπλάχνων του με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο στον απόπατο και να στερηθεί έτσι την κοινωνία και την ζωή. Όταν έμαθε το νέο, ο άγιος Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Θεό, όχι για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά επειδή είχε δείξει για μια φορά ακόμη ότι παρ’ όλη την υποστήριξη της εξουσίας και των ισχυρών του κόσμου τούτου, η αίρεση δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αλήθειας της Εκκλησίας [5].

     Οι ταραχές ωστόσο δεν έπαψαν και ο άγιος Αλέξανδρος χρειάστηκε να συνεχίσει τον αγώνα για την Ορθοδοξία. Εκοιμήθη εν ειρήνη λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγίου Κωνσταντίνου (337) σε ηλικία ενενήντα οκτώ ετών, για να λάβει στους Ουρανούς την ανταμοιβή του για τους αποστολικούς του μόχθους. Εμπιστεύθηκε στον άγιο Παύλο [6 Νοεμ.] την διαδοχή στον επισκοπικό θρόνο και στον αγώνα για την Ορθοδοξία.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ — ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

   [1]  Το θαύμα τούτο αναφέρει ο άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818) στην «Χρονογραφία» του, εκδ. Boor, σελ. 23.
   [2] Το όνομά του δεν βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά διασώζεται το αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στον Αλέξανδρο από την Σύνοδο της Αντιοχείας, επιβεβαιώνοντας τις κανονικές κυρώσεις κατά του Αρείου και των οπαδών του.
   [3] Είναι η εκδοχή που παραδίδει η αγιολογική παράδοση (Βίοι των αγίων Μητροφάνους και Αλεξάνδρου, όπως συνοψίζονται στην Βιβλιοθήκη του αγίου Φωτίου, 256, PG 104, 113). Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο άγιος Αλέξανδρος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από το 314, αλλά είναι δυνατό να παρέμεινε μαθητής και κατά κάποιον τρόπο βοηθός του αγίου Μητροφάνη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου.
   [4] Ο Άρειος (256-336) ήταν ασκητής και πρεσβύτερος από την ιστορική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας με καταγωγή από την Λιβύη. Οι θεολογικές του θέσεις ονομάστηκαν «Αρειανισμός» από τους αντιπάλους του και καταπολεμήθηκαν ως την πιο δεινή αίρεση σε μια περίοδο τριών και πλέον αιώνων («αρειανή διαμάχη»), αν και γνώρισαν ιδιαίτερη απήχηση. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ο Υιός του Θεού ήταν κτίσμα, αλλά πολλοί ιστορικοί της εποχής αποδίδουν την κίνησή του σε αίτια εσωτερικής αντιπαλότητας με τοπικούς πρωτοπρεσβύτερους. Η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
   [5] Ο θάνατος του Αρείου αναφέρεται από τον άγιο Αθανάσιο σε μία επιστολή προς τον άγιο Σεραπίωνα το 338 (PG 25, 685) και αναπαράγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.


[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 332–334.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


     Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου, εμαρτυρήθη από τον Ίδιο τον Χριστό ότι είναι μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί από γυναίκα και πρώτος μεταξύ των Προφητών. Από παιδί κιόλας, προτού καν προλάβει να ενηλικιωθεί, αυτός για τον οποίον «δεν ήταν άξιος ο κόσμος να έχει τέτοιους ανθρώπους» (Εβρ. 11, 38), άφησε την αγκαλιά της μητέρας του, της Δικαίας Ελισάβετ, και οδηγήθηκε από χέρι Αγγέλου στην ησυχία της γης του Ιορδάνου και με τη Χάρη και δύναμη του Αγίου Θεού αποσύρθηκε στην έρημο σκεπασμένος με τρίχες καμήλας και ζωσμένος με δερμάτινη ζώνη που σήμαινε την κυριαρχία πάνω σε όλες τις ορμές της σαρκός. Αφού βρήκε ως νέος Αδάμ την αρμονική κατάσταση της φύσεώς μας που δημιουργήθηκε για να είναι στραμμένη μόνον προς τον Θεό, τρεφόταν με ακρίδες και άγριο μέλι, έχοντας απερίσπαστο και αμέριμνο το πνεύμα του διαρκώς προσηλωμένο στη θεωρία.

     Το δέκατο πέμπτο έτος της ηγεμονίας του Τιβέριου Καίσαρα (29 μ.Χ.), ο Ιωάννης ακούγοντας τον Λόγο του Θεού στην έρημο και, υπακούοντας στο αιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων μετέβη στην περιοχή του Ιορδάνη για να κηρύξει την μετάνοια στα πλήθη που προσέτρεχαν κοντά του υπό την επίδραση της θαυμαστής όσο και πρωτάκουστης αγγελικής πολιτείας του. Βάπτιζε τους ανθρώπους στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, ως σημείο εξαγνισμού από τις αμαρτίες τους και, για να τους προετοιμάσει να δεχθούν τον Σωτήρα Χριστό, τους καλούσε να παράγουν άξιους καρπούς της μετανοίας και να όχι να καυχιούνται στείρα ότι είναι τέκνα του Αβραάμ. Και έλεγε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ησαΐα: «Ακούστε τη φωνή που βοά μέσα από την έρημο και σας λέει· “Ετοιμάστε στην έρημο έναν δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε το μονοπάτι για να περάσει ο Θεός· κάθε φαράγγι ας υψωθεί, κάθε βουνό και λόφος ας χαμηλώσει, το ανώμαλο έδαφος να γίνει πεδιάδα κι όλα τ’ απόκρημνα και δύσβατα μέρη κοιλάδα. Τότε θα φανεί η δόξα του Κυρίου και κάθε άνθρωπος θα δει τη σωτηρία”» (Ησ. 40, 3-5). Καθώς ο λαός αναρωτιόταν αν αυτός ήταν ο Σωτήρας ο αναμενόμενος από γενεές και γενεές, ο Ιωάννης τούς έλεγε: «Εγώ σας βαπτίζω τώρα με νερό, προκειμένου να καθαριστείτε και να ωθηθείτε στη μετάνοια. Αυτός όμως που έρχεται μετά από μένα, είναι Ο Ισχυρότερός μου· Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και φωτιά» (Ματθ. 3, 11). Η αγνότητά του και η αγάπη του για την παρθενία ήταν τόση, ώστε κρίθηκε άξιος όχι μόνο να δει τον Σωτήρα, του Οποίου καταστάθηκε μοναδικός Πρόδρομος, αλλά και να Τον βαπτίσει στον Ιορδάνη και να είναι μάρτυρας της αποκάλυψης της Αγίας Τριάδας.


     Ο άγιος Ιωάννης όχι απλά «μελετούσε» αλλά εβίωνε αγιοεμπειρικά τον Λόγο του Θεού και θεωρούσε όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου δευτερεύοντα σε σχέση με την τήρηση του θεϊκού Νόμου, του οποίου τέλεια εφαρμογή ήταν ο δικός του βίος. Για τον λόγο αυτό δεν φοβόταν να επικρίνει με σφοδρότητα τον Ηρώδη Αντύπα [1], τον τετράρχη της Γαλιλαίας, άνθρωπο ασελγή και έκλυτο που, ενάντια στον Νόμο, είχε παντρευτεί την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, ενώ αυτός ήταν ακόμη εν ζωή [2] και είχε κάνει μάλιστα μια κόρη μαζί της, την Σαλώμη [3]. Γινόμενος η φωνή της πυρωμένης συνείδησης του αμαρτωλού, ο Προφήτης είπε προς αυτόν εξ ονόματος του Θεού: «Δεν σου είναι επιτρεπτό να έχεις για σύζυγο την γυναίκα του αδελφού σου!». Γι’ αυτό και η Ηρωδιάδα έτρεφε έντονο μίσος κατά του Ιωάννη και ήθελε να τον θανατώσει. Την εμπόδιζε ωστόσο ο Ηρώδης που τον σεβόταν, ως άνθρωπο δίκαιο και άγιο, αλλά κυρίως από τον φόβο του λαού που τον τιμούσε ως αποσταλμένο του Θεού. Τελικά η δόλια Ηρωδιάς πέτυχε τον σκοπό της και κατάφερε να φυλακισθεί ο Προφήτης στο φρούριο το λεγόμενο «Μαχαιρούς».

     Στην επέτειο των γενεθλίων του, κοντά στο Πάσχα [4], ο βασιλιάς παρέθεσε μεγάλο συμπόσιο στους ευγενείς του βασιλείου του, στο οποίο όλοι παραδόθηκαν στην πολυφαγία και την μέθη. Η Σαλώμη χόρεψε με ηδυπάθεια μπροστά στους συνδαιτυμόνες αυτού του συμποσίου της ματαιοδοξίας και άρεσε στα άσεμνα βλέμματα του πατέρα της, που δεσμεύθηκε με όρκο να της χαρίσει σε ανταμοιβή ό,τι κι αν του ζητούσε, ακόμη και το μισό του βασίλειο. Δασκαλεμένη από την μητέρα της, η νεαρή κόρη ζήτησε να της φέρουν εκείνη την στιγμή την πανσεβάσμια Κεφαλή του Ιωάννου επί πίνακι. Ο βασιλιάς βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά εξαιτίας του όρκου του και για να μην πέσει το γόητρό του μπροστά στους συμπότες του, αποφάσισε να θανατώσει τον Δίκαιο. Η απόφαση εκτελέστηκε αμέσως· ένας στρατιώτης πήγε να αποκεφαλίσει τον άγιο Ιωάννη στην φυλακή του και έφερε σύντομα στην αίθουσα επί πίνακι, και ματωμένη ακόμη, την Τίμια Κάρα του, η οποία απηύθυνε μία σιωπηλή μομφή στην εγκληματική αδυναμία του βασιλιά. Η Σαλώμη παρέδωσε το αποτρόπαιο τρόπαιο αυτό στην παμπόνηρη μητέρα της και έμοιαζε να της λέει στυγνά: «Φάε, μητέρα, την σάρκα εκείνου που έζησε ως ασώματος και πιες τώρα το αίμα του! Η γλώσσα αυτή που έπαψε να μας επικρίνει θα σιγήσει πια για πάντα!». Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ο άγιος Ιερώνυμος διηγείται, ότι η Ηρωδιάς ξέσπασε όλη την δαιμονική της λύσσα πάνω στην παναιδέσιμη Κεφαλή του θύματός της, τρυπώντας την θεοκίνητη γλώσσα του με ένα στιλέτο...


     Οι μαθητές του αγίου Προδρόμου ήρθαν και πήραν ευλαβικά το σώμα του και πήγαν να το θάψουν στην Σεβάστεια, κατόπιν δε, πληροφόρησαν τον Χριστό (Ματθ. 14, 12). Μόνο πολύ αργότερα τα λείψανα του Τιμίου Προδρόμου ανευρέθησαν θαυματουργικώς, με σκοπό να επιδαψιλεύσουν την θεία Χάρη στους πιστούς που τα προσκυνούσαν με πίστη και πόθο Θεού [5].

     Την αιματηρή τούτη πράξη επέτρεψε ο Θεός με σκοπό ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, αφού υπήρξε ο μέγας και μόνος Πρόδρομος του Χριστού στην γη, να υπάρξει ως τέτοιος και στο καταχθόνιο βασίλειο των μέχρι τότε αλύτρωτων νεκρών και να πορευθεί να αναγγείλει στους δικαίους αλλά και στους καλόγνωμους τεθνεώτας που αναμένουν την Λύτρωση, την επικείμενη έλευση του Μεσσία που επρόκειτο σε λίγο να συντρίψει με τον Σταυρό τις πύλες και τις αμπάρες του Άδη.

     Με την ζωή του, όπως και με τον μαρτυρικό θάνατό του, ο Τίμιος Πρόδρομος παραμένει για όλους τους χριστιανούς ένας Προφήτης και ένας Διδάσκαλος του γνήσιου και κρείττονος πνευματικού βίου. Με την άμεμπτη πολιτεία του τους διδάσκει να αγωνίζονται μέχρι θανάτου κατά της ποικιλόμορφης αμαρτίας, όχι μόνο χάριν της δικαιοσύνης και της τυπικά πιστής τήρησης του Νόμου, αλλά και για την ολόθυμη προκοπή στην θεία αρετή και για την εσωτερική καθαρότητα της καρδιάς. Κάθε συνείδηση πιστού, οξυμένη από την προσεκτική μελέτη του Νόμου του Θεού, ομοιάζει λοιπόν με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο που ανοίγει στην κάθε εν μετανοία ψυχή τις μυστικές οδούς του Κυρίου, με σκοπό να της προσφέρει την γνώση και την εμπειρία της εν Χριστώ σωτηρίας (βλ. Λουκ. 1, 76) [6].

     Παρόλο που η μνημόνευση του θανάτου – μάλλον της κοίμησης  των αγίων είναι μία χαρμόσυνη περίσταση, συνηθίζεται σήμερα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας να τηρείται παγχριστιανικά αυστηρή νηστεία ως έκφραση της δικής μας εν Εκκλησία πνευματικής συνδρομής για το άδικο της αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, άδικο το οποίο η θαυμάσια σε νοήματα και παραλληλισμούς ακολουθία της σημερινής εορτής υπογραμμίζει κατανυκτικότατα πολλές φορές [7].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ — ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

   [1] Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου, υπήρξε τρετάρχης Γαλιλαίας και Περαίας από το έτος 4 π.Χ. έως το 39 μ.Χ.
   [2] Ο Φίλιππος αυτός δεν ήταν ο τετράρχης Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 3, 1), αλλά ένας άλλος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου, ετεροθαλής αδελφός του Ηρώδη Αντύπα.
   [3] Το όνομά της δεν αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αλλά παραδόθηκε από τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο· «Αρχαιολογία», 18, 5, 2-4.
   [4] Η εορτή της Αποτομής της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου καθιερώθηκε την ημέρα αυτή εις μνήμην των εγκαινίων μίας εκκλησίας που ανηγέρθη για να στεγάσει τα λείψανά του στην Σεβάστεια (Σαμάρεια), κατά τους χρόνους των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
   [5] Μνημονεύονται τρεις ευρέσεις της Κάρας του Προδρόμου: η πρώτη και η δεύτερη στις 24 Φεβρ. και η Τρίτη στις 25 Μαΐου. Όσο για τα υπόλοιπα λείψανά του, αυτά κάηκαν κατά τους χρόνους του Ιουλιανού του Παραβάτη, μικρά όμως κομμάτια μπόρεσαν να ανασυρθούν από την φωτιά και παραδόθηκαν στον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας και από εκεί πέρασαν στον χριστιανικό κόσμο. Η δεξιά του τιμάται στην Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους και το άλλο χέρι του σώζεται στο αρχαίο παλάτι των σουλτάνων στην Κωνσταντινούπολη («Τοπκαπί»). Στην Δύση βρίσκει κανείς πλήθος λειψάνων του Προδρόμου, η αυθεντικότητα των οποίων είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί, εκτός πιθανόν από το τμήμα του προσώπου του που το αφαίρεσαν οι Σταυροφόροι από την Μονή των Μαγγάνων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (το 1204) και διατηρείται σήμερα στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού της Αμιένης (Amiens), πρωτεύουσα της Πικαρδίας (Picardie) στην Βόρεια Γαλλία.
   [6] Βλ. σχετικά: Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Ομιλία εις την Αποτομήν αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, PG 151, 496 κ.ε.
   [7] Βλ. επίσης και: Ματθ. 14, 1-2· Μάρκ. 6, 17-29· Λουκ. 3, 19-20.




[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 327–330.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

ΕΚΤΟΣ

ΕΚΤΟΣ


         Πολλές πράξεις της φαινομενικά μεγάλης και επαινετής ευσέβειάς μας κρύβουν και συγκαλύπτουν φοβερές εμμονές και ανεκδιήγητα συμπλέγματα. Είμαστε εκ προοιμίου πολυραγισμένα κανάτια κι όμως δε διστάζουμε να δοκιμάζουμε τις ισχνές αντοχές μας σε κάθε μωρό ζήλο, σε κάθε άρρωστη μονομέρεια, σε κάθε πράξη πνευματικής ανοησίας και ψυχοφθόρας ποταπότητας, χωρίς επίγνωση και συναίσθηση. Το τίποτα φαίνεται να μας κυβερνά και να μας συμπαρασέρνει κι εμείς δεν εννοούμε να το πάρουμε ποτέ χαμπάρι· γιατί εκείνη η γόνιμη κατάρρευση του σάπιου εαυτού μας, που εν τω μεταξύ αποφεύγουμε με κάθε τρόπο, στέκεται πάντα εκεί σιμά όπου ακριβώς βρίσκεται ελπιδοφόρα η πνευματική, η πραγματική εν Χριστώ αφύπνισή μας. Ξανά και ξανά επανερχόμαστε στο ίδιο στείρο ζήτημα, για το ίδιο ανούσιο θέλημα. Η πραγματικότητα μάς προσπερνάει και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που σκεφτόμαστε και με τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Οι λογισμοί μας θα βάζουν συνεχώς σε μια παθογόνα ρότα τη θολωμένη κρίση μας: σπεύδουμε να ωραΐσουμε τον ναό, να φτιάξουμε μια εικόνα, να αφιερώσουμε ασημικά αγιοπότηρα, να ανακαινίσουμε κάτι, να κάνουμε και να επιδείξουμε κάτι όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε και το θέλουμε, κι όλα αυτά ίσα για να προσπαθήσουμε να πείσουμε τον χαλασμένο εαυτό μας ότι δεν υπάρχουν βαθιές χαρακιές και τραύματα ανεπούλωτα μέσα του, ότι όλα είναι «εντάξει». Τίποτα όμως δεν είναι «εντάξει»! Στο κρανίο μας παφλάζουν όλες οι ατλαντικές τρικυμίες. Δεν είναι πια δίπλα μας η διάκριση και η ευαισθησία για να αισθανθούμε εκ βαθέων τα πρόσωπα, την καρδιά τους, την κούρασή τους, τον αγώνα τους, την ακατάκριτη αδυναμία και την πονεμένη τους πτώση. Με μια αφανή και απενοχοποιητική πώρωση θα κάνουμε το Απόδειπνο, θα διαβάσουμε τους Χαιρετισμούς, θα κοινωνούμε, το στόμα μας θα είναι γεμάτο παραινέσεις και διδαχές, θα ευλογούμε τον ανευλόγητο εαυτό μας με την πολυκαιρισμένη μας αυτοδικαίωση, θα χαιρετούμε ανθρώπους και Θεό με όλη μας τη χάρτινη αθωότητα ή ανιδεότητα. Θα επισκεπτόμαστε εξακολουθητικά, άνευ λόγου και συντριβής πνευματικούς που (μερικοί εξ αυτών ως ουραγοί του συστήματος) –αλίμονο!– θα σιγοντάρουν στην αναλήθεια μας επειδή και αυτοί οι ίδιοι θα βολεύονται ή θα κολακεύονται στην παρουσία μας. Θα περνάνε όλα μας τα χρόνια και τα ζαμάνια μας «έτσι». Θα παραμένουμε χωρίς ίχνος μιας θεσπέσιας αλλοίωσης, θα μένουμε αζωογόνητοι, ασυγκίνητοι, αδάκρυτοι, ακατάνυκτοι, αλύτρωτοι μέσα σε μια αυτολιβανιστή και βασανιστική θρησκευτικότητα, όπου εκεί στο τέλος του σκληρού μονόδρομού της θα μας περιμένει με μια αβάσταχτη έκρηξη απιστίας ή τρέλας. Μετά, θα απορούμε με όλη την πρόδηλη αβάθεια και την κρυμμένη ασέβεια του μοχθηρού είναι μας: «Γιατί Θεέ μου;!». Μετά, μια μεγάλη και αδιάκοπη σιωπή θα έρχεται εξοργιστικά καταπάνω μας σαν μοναδική απάντηση στους σπαραγμούς της τσαλακωμένης μας υπόστασης, παρ’ όλ’ αυτά ο τοξικός λόγος των λογισμών του αθεράπευτου εγωισμού μας θα συνεχίζει να καταπλακώνει την ύπαρξή μας. Εκτός κι αν επιτέλους αφυπνιστούμε και καταρρεύσουμε με πάταγο όλο εκείνο το υποχθόνιο ψέμα που μας άρεζε και μας συνέφερε για καιρό να ζούμε ανενόχλητοι και μόνοι. Εκτός…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ


     Κατά την διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης των τειχών της Ρόδου, οι εργάτες ανακάλυψαν μια ωραία ερειπωμένη εκκλησία, κάτω από τις πλάκες τις οποίας βρέθηκαν πολλές εικόνες. Ανάμεσά τους η μόνη άθικτη ήταν μία που απεικόνιζε νεαρό στρατιωτικό που κρατούσε στο δεξί χέρι Σταυρό, πάνω από τον οποίο βρισκόταν ένα κερί αναμμένο και γύρω από την εικόνα παριστάνονταν δώδεκα σκηνές από το μαρτύριό του. Ο τοπικός επίσκοπος Νείλος (1355-1369) μπόρεσε να διαβάσει την επιγραφή «Άγιος Φανούριος» όνομα που απουσίαζε από τα Μαρτυρολόγια και τους Συναξαριστές. Επειδή ο διοικητής του νησιού αρνήθηκε να δώσει άδεια για την αναστήλωση του ναού, ο ευσεβής επίσκοπος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου το αίτημά του ικανοποιήθηκε. Ο άγιος Φανούριος έκτοτε επιτέλεσε πολλά θαύματα, ιδιαίτερα στην εύρεση χαμένων αντικειμένων ή ζώων.

     Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση διαδεδομένη στην Κρήτη, η μητέρα του αγίου ήταν μεγάλη αμαρτωλή και παρά τις προσπάθειές του ο Φανούριος δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει. Δεν έπαυε ωστόσο να προσεύχεται με φλόγα για την σωτηρία της και όταν οι ειδωλολάτρες τον λιθοβολούσαν εκείνος ανέκραξε: «Για όσα υποφέρω, Κύριε, να είσαι αρωγός σε όσους θα προσεύχονται για την σωτηρία της μητέρας του Φανουρίου». Για τον λόγο αυτό, όταν οι πιστοί χάσουν κάποιο αντικείμενο συνηθίζουν να φτιάχνουν γλυκά που τα μοιράζουν για να συγχωρεθεί η μητέρα του αγίου.

     Τα δε υλικά που χρησιμοποιούνται για τη γνωστή και διαδεδομένη Φανουρόπιτα είναι συνήθως 7 ή 9, καθώς οι αριθμοί 7 και 9 συμβολίζουν αναγωγικά τα μυστήρια της Εκκλησίας, τις μέρες Δημιουργίας, αλλά και τα τάγματα των αγίων Αγγέλων. Πάντα, όταν την φτιάχνουν οι νοικοκυρές φροντίζουν να υπάρχει αναμμένο κερί και θυμίαμα. Έτσι ο κόπος και η διαδικασία της Φανουρόπιτας μετατρέπεται σε έναν άλλο τρόπο προσευχής, βγαλμένο μέσα από τη λαϊκή ευσέβεια που αντέχει στον χρόνο και την κριτική μομφή, προκειμένου διά μέσου της προσευχής και των ευχολογικά αγιασμένων ηδύγευστων υλικών να κατέλθει η ευλογία, η ενίσχυση, ο φωτισμός και η ειρήνη του Θεού στα σπίτια αυτών που παρασκευάζουν με αγάπη την πίτα του αγίου Φανουρίου· ο νεοφανής άγιος με την πρεσβεία του να φέρει την προκοπή στη ζωή, να φανερώσει κάποιο χαμένο ή ξεχασμένο αντικείμενο· να αποκαλύψει μια καλή και αίσια πορεία· να δωρίσει μια ευχάριστη εξέλιξη και την ποθητή γνωριμία στις κοπέλες που επιθυμούν τον γάμο· να δώσει έμφαση στη σωτήρια δύναμη και την αλλαγή που απορρέει από το μυστικό θαύμα της χαμένης μας πίστης προς τον Θεό και τους Αγίους Του.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ς ἄστρον ἀνέτειλας,
τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ,
καὶ πάντας κατηύγασας,
φανερωθεὶς θαυμαστῶς,
Φανούριε ἔνδοξε·
ὅθεν τοῖς εὐφημοῦσι,
τὴν σὴν ἄθλησιν Μάρτυς,
νέμεις τῶν σῶν θαυμάτων,
τὴν σωτήριον χάριν,
πρεσβεύων τῷ Κυρίῳ,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
ερεῖς διέσωσας,
αἰχμαλωσίας ἀθέου,
καὶ δεσμὰ συνέθλασας,
δυνάμει θείᾳ θεόφρον,
ᾔσχυνας, τυράννων θράση γενναιοφρόνως·
ηὔφρανας, Ἀγγέλων τάξεις Μεγαλομάρτυς·
διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν,
θεῖε ὁπλῖτα, Φανούριε ἔνδοξε.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
Χαίροις ὦ Φανούριε Ἀθλητά,
ὁ πᾶσι παρέχων,
τὰ αἰτήματα συμπαθῶς·
χαίροις εὐσεβούντων,
ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ,
καὶ πάσης Ἐκκλησίας,
θεῖον ἀγλάϊσμα.


— ΕΥΧΗ —
εἰς πίτταν ἁγίου Φανουρίου

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

     Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ θαυμαστὸς ἐν τοῖς ἁγίοις σου· ὁ εἰσακούων τὰς δεήσεις καὶ ἐκπληρῶν τὰ πρὸς τὸ συμφέρον αἰτήματα ἡμῶν· εὐλόγησον τὸν ἄρτον τοῦτον, τὸν ὑπὸ τοῦ δούλου σου (δεῖνος ἢ τῶν δούλων σου τούτων) παρασκευασθέντα καὶ νῦν προσφερόμενον εἰς εὐχαριστίαν καὶ δοξολογίαν ἀνθ’ ὧν παρὰ σοῦ, τῇ μεσιτείᾳ τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου Μάρτυρός σου Φανουρίου τοῦ νεοφανοῦς καὶ θαυματουργοῦ, ἀπήλαυσαν καὶ εἰς μνημόσυνον τῶν εὐσεβῶς τελειωθέντων· καὶ τούτους μὲν ἀνάπαυσον ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, ἡμᾶς δὲ πάντας ἐν ὑγείᾳ διατήρησον, ποιοῦντας ἐν εἰρήνῃ τὸ θέλημά σου καὶ τὴν εὐχαριστίαν ἐπὶ πᾶσι τοῖς δωρήμασί σου σοὶ ἀναφέροντας. Εἰρήνευσον τὴν ζωὴν ἡμῶν· παράσχου ἡμῖν τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα, δωρούμενος ἡμῖν τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά σου, πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου Μάρτυρος Φανουρίου καὶ πάντων τῶν ἁγίων σου. 
Ἀμήν.




[(1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 302–309,
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι Μάρτιος 2009.
(2) «Μικρόν Ευχολόγιον
ή Αγιασματάριον»
Έκδοσις «Αποστολικής Διακονίας»,
σελ. 378.
Αθήναι 200717.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΑΓΡΥΠΝΗΣΑ...

ΑΓΡΥΠΝΗΣΑ...


«J᾿ai fait ce que je pus...»
Victor Hugo

Αγρύπνησα, υπηρέτησα,
έκαμα ό,τι μπορούσα!...
κ᾿ είδα πως είχε ο πόνος μου
συχνά για πληρωμή περίγελο.
Με μάτιασε το μίσος κι’ απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα
και δούλεψα πολύ!...

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(1859–1943)

[27.2.22, «Ξανατονισμένη μουσική»,
1930,  Άπαντα, Τόμ. ΙΑ΄, σελ. 240.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ


     Η αληθινή αγάπη μαγνητίζει στην καρδιά και τη ζωή μας την αλήθεια και απωθεί με δύναμη κάθε ίχνος απάτης και αυταπάτης του ψέματος που μας κατατρύχει. Με την αγάπη γνωρίζουμε, γιατί με την αγάπη λιχνίζουμε και ανατρέπουμε. Κανένα αγαπολογικό σλόγκαν, κανένα σύνθημα, κανένα παραμύθι, καμιά θωπεία του κόσμου δεν μπορεί να μας υπνώσει. Ο άνθρωπος που είναι βαθιά αναπαυμένος μέσα του είναι παράλληλα δυνατός έναντι σε κάθε νυσταγμό του κόσμου. Το μαρτύριο θάλλει στην αγάπη και η αγάπη είναι η μαρτυρία της όντως ζωής. Με την αγάπη είμαστε αδούλωτοι κι ελεύθεροι δοκιμάζοντας το κάθε τι με την ανθρώπινη αγωνία της αδυναμίας μας και με τη θεϊκή προστασία της συντριβής μας· με την αγάπη κατέχουμε σεβαστικά και ταπεινά κάθε καλό με όλη την ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη της καρδιάς μας παρά την όποια ταλαιπωρία της στην κοιλάδα των πειρασμών. Η μεγάλη πνευματική πείρα της ζωής, των αιώνων και των στιγμών, των μυστηρίων και των επιγείων, κατέδειξε ότι με τις σαγηνευτικές θεωρίες δεν πρόκειται ποτέ να προχωρήσει κανείς μέσα του, έξω του, προς τους άλλους με την καρδιά του, και προς τον Θεό που έπλασε αυτή την καρδιά. Αλλά και οι πράξεις μας ακόμη δίχως διάκριση, ανιδιοτέλεια, απλότητα, επίγνωση και συναίσθηση, θα μας αχρηστεύσουν κυριολεκτικά μέσα στην αυτοδικαίωσή μας. Το κενό, η σκιά, η φαντασία, η ιδέα και το θέλημα των εμμονών μας, είναι οι μόνιμες παγίδες στο σπασμωδικό διάβα μας και φυλλορροούν μόνο με την ατόφια αγάπη. Μόνος· μένεις γόνιμα και θεραπευτικά μόνος μονάχα εσύ και η αγάπη που είναι το κέντρο του κόσμου και η οποία ευδοκεί να γίνει το κέντρο του κόσμου σου. Μένεις μόνος όχι με την αγάπη που φαντάζεσαι και περιμένεις, αλλά με την αφάνταστη και απροσδόκητη αγάπη που πρέπει να είσαι και να γίνεις, σε περιμένει-δεν σε περιμένει κανείς. Και με την αγάπη δε θα σκιαχτείς και δε θα κλάψεις ποτέ παράμερα: γιατί η αγάπη διώχνει έξω και πέρα μακριά από σένα το φόβο, τον κάθε φόβο. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»: να η Αγάπη που λέγαμε πιο πάνω, η Αγάπη που μας λέει για κάθε τι που είναι πιο πάνω από μας γιατί ακριβώς προέρχεται και προορίζεται για τη βαθεία καρδία μας, η Αγάπη που πρέπει επιτέλους να ζήσουμε εκ βαθέων δίχως να λέμε και τίποτα παραπάνω…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


     Κάποιος από τους επίσημους άρχοντες είχε μεγάλη πίστη και ιδιαίτερη αγάπη στον ιεράρχη του Χριστού, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο· αρρώστησε κάποτε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον σηκώσουν και να τον φέρουν στο σεβάσμιο και ιερό ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και ο τάφος του θεοφόρου πατρός και όπου πολλοί ασθενείς έβρισκαν θεραπεία.

     Φθάνοντας εκεί ο άρχοντας, άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα μπρος στον ιερό τούτο χώρο και ξάπλωσε στο στρώμα που είχαν ετοιμάσει, καταγής. Μισοξαπλωμένος καθώς ήταν, αισθανότανε δυνατούς πόνους και επικαλούνταν στην προσευχή του τους αγίους Αποστόλους του Χριστού και τον ιερό Χρυσόστομο να τον ελεήσουν τώρα, που βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

     Και τότε άρχισε να νιώθει πολύ πιο έντονα να έρχονται στη μνήμη του όλες οι αμαρτωλές του πράξεις· και καθώς με τον λογισμό του τις αναπολούσε, πήρε να θρηνεί και να λέει:
     –Αλλοίμονο σ’ εμένα τον ταλαίπωρο και αμετανόητο! Πώς θα πορευθώ την οδό που δεν έχει επιστροφή! Και πώς θα υποφέρω την απειλή του φοβερού Κριτού και τις αφόρητες και αιώνιες κολάσεις!

     Και καθώς έλεγε αυτά τα λόγια και άλλους πολλούς θρήνους με πόνο, γύρω στην έκτη ώρα, έφυγαν όλοι από τον ιερό ναό κι έμεινε μόνος του. Τότε γύρισε το κεφάλι του προς τον υψηλό τρούλο του ιερού ναού και, αντικρίζοντας την εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Παντοκράτορος, άρχισε να λέει προς την εικόνα τούτα τα λόγια:
     –Αν, βλέποντας αυτή την εικόνα σου, Δέσποτα, που έκαναν ανθρώπινα χέρια, φρίττω και δειλιάζω, πώς θα τολμήσω να ιδώ, ο ταλαίπωρος, Εσένα, τον φοβερό Κριτή, όταν έρθεις να κρίνεις τα σύμπαντα; Αμάρτησα, Κύριέ μου! Συγχώρεσέ με, που δεν φύλαξα τις εντολές Σου!...

     Και λέγοντας αυτές τις φράσεις, πήρε ν’ αραδιάζει και να λέει με τη σειρά όλες τις αμαρτίες του, κάτω απ’ την εικόνα του Παντοκράτορος. Κι όταν τις είπε όλες και τελείωσε, θυμήθηκε κι άλλη μια φοβερή που είχε κάμει και συνέχισε:
     –Κι άλλη μια αμαρτία έκαμα, Κύριέ μου, μα δεν τολμώ να την ξεστομίσω. Δεν τολμώ, φιλάνθρωπε! Δεν τολμώ, πολυέλεε!...

     Και καθώς ψιθύριζε τρέμοντας αυτά τα λόγια, ήρθε ψηλά απ’ την άγια εικόνα του τρούλου μια φωνή που έλεγε:
     –Πες την!
     Κι όταν ετόλμησε και την ομολόγησε κι εκείνη την αμαρτία, ήρθε άλλη δεύτερη φωνή άνωθεν:
     –Οι αμαρτίες σου είναι συγχωρεμένες!

     Έτσι, με το άκουσμα της φοβερής αυτής φωνής που ήρθε από ψηλά, σηκώθηκε γερός πια και γιατρεμένος από την αρρώστια του. Έπεσε τότε μπρούμυτα στο δάπεδο του ναού και με δυνατή φωνή άρχισε ν’ αναπέμπει ύμνους ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον φιλάνθρωπο Θεό, που δεν θέλει με κανέναν τρόπο το θάνατο του αμαρτωλού, μα περιμένει την επιστροφή και τη μετάνοιά του κι επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, περνώντας από την επίγνωση της αλήθειας.

     Μετά, προσκύνησε τον θαυματουργό τάφο του ιερού Χρυσοστόμου και πήγε στο σπίτι του, ζώντας με σωφροσύνη τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

     Βλέποντας, λοιπόν, αδελφοί μου, τη δύναμη της μετάνοιας και της εξομολογήσεως, ας μη ντρεπόμαστε μπρος στον Θεό τον πολυεύσπλαχνο και τους εξομολόγους πνευματικούς να λέμε τις αμαρτίες μας για να συγχωρεθούν· διότι, αν νιώθει ντροπή για λίγη ώρα που εξομολογείται κανείς τ’ αμαρτήματά του τώρα, όμως, ελευθερώνεται από την μεγάλη ντροπή και καταδίκη που μας περιμένει στη Δευτέρα Παρουσία, μπροστά σε όλους τους Αγγέλους και όλους τους ανθρώπους!...

ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ
(10ος ΑΙΩΝ)


[Παντελή Β. Πάσχου:
«Αγγελοτόκος Έρημος»,
Μέρος Β΄, Κεφ. 11ο,
σελ. 115–117,
Εκδόσεις «Αρμός»,
Αθήνα, Σεπτέμβριος 20011.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.