Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ, ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥΣ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ,
ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥΣ
—Κήρυγμα Κυριακής Ζ΄ Λουκά—


     Εβδόμη Κυριακή του Λουκά η σημερινή αγαπητοί. Το ιερό Ευαγγέλιο (η΄ 41-56) μας μιλάει για δύο μεγάλα θαύματα τα οποία έκανε ο Χριστός στην Καπερναούμ, τη δεύτερη πατρίδα Του, αφού πρώτα είχε γυρίσει από τη χώρα των Γαδαρηνών, που Τον έδιωξαν οι κάτοικοί της. Τον περίμεναν όμως στην Καπερναούμ αμέτρητοι κι ανάμεσά τους ξεπρόβαλε κάποια στιγμή ο άρχων της Συναγωγής Ιάειρος, που στα ελληνικά σημαίνει «Φώτιος», ο οποίος είχε μια μονάκριβη κόρη, που ήταν στα τελευταία της.

     Ο πόνος και η αγάπη μάς οδηγούν στη ζωή. Ίσως είχε ακούσει για τον Χριστό, αλλά δεν Τον είχε δει ποτέ· δεν είχε πάει, δηλαδή, κοντά Του. Τώρα ο πόνος για τη θυγατέρα του και η αγάπη γι’ αυτήν τον έφεραν μπροστά στα πόδια του Χριστού. Και παρακάλεσε τον Κύριο, αφού γονάτισε ενώπιόν Του, να κάνει γρήγορα να πάει στο σπίτι του να θεραπεύσει την κόρη του. Είχε λίγη πίστη, αλλά ο Χριστός και το λίγο το δέχεται και το κάνει πολύ. Ενώ ο εκατόνταρχος Τού είπε: «Κι από μακριά, Κύριε, μπορείς να θεραπεύσεις τον δούλο μου τον άρρωστο». Και ο Κύριος αμέσως σηκώθηκε να πάει. Τι καταδεκτικός είναι, τι εύσπλαχνος, τι φιλάνθρωπος και τι άρχοντας! Ο άρχοντας της Συναγωγής συνάντησε τον Άρχοντα της ειρήνης και της αγάπης, τη Ζωή και την Ανάσταση. Πήγαινε, λοιπόν, ο Χριστός και, φαίνεται, ήταν σε δημόσιο χώρο που Τον κάλεσε στο σπίτι του ο αρχισυνάγωγος, έτρεξαν πλήθη αμέτρητα από περιέργεια, από θαυμασμό και από ό,τι άλλο.


     Και καθώς επήγαιναν εκεί και κινδύνευε ο Χριστός να συνθλιβεί από το πλήθος, ανάμεσά τους άλλη μια πονεμένη ύπαρξη· μια αιμορροούσα γυναίκα, που χρόνια δώδεκα υπέφερε, καταξοδεύτηκε στους γιατρούς και καλό δεν βρήκε. Είχε όμως μέσα της πίστη και είπε: «Αν ακουμπήσω το άκρον του ενδύματος του Ιησού, θα γίνω καλά!». Τό ’πε και τό ’κανε. Κι έγινε καλά. Κι ο Χριστός αισθάνθηκε –Θεάνθρωπος ων– αυτό που συνέβη. Και γύρισε και είπε: «Ποιος Με ακούμπησε;». Και Τον μάλωσε ο Πέτρος: «Εδώ παν’ να Σε βγάλουνε κρασί από το στριμωξίδι κι Εσύ ρωτάς ποιος Σε ακούμπησε;!». Ο Ιησούς ήξερε τι έλεγε· ήξερε ποιος Τον ακούμπησε με πίστη. Κι εμείς, μπορεί να ακουμπάμε τον Ιησού με τον Άγιον Άρτο, τη θεία Μετάληψη, αλλά πολλές φορές δύναμη δεν παίρνουμε και χάρη δεν βρίσκουμε, γιατί δεν ακουμπάμε με πίστη. Και η γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά Του τρέμοντας, η καημένη, κι από το θαύμα που έγινε κι από τον φόβο που είχε, γιατί όσοι έπασχαν απ’ αυτή την αρρώστια ήσαν νομικώς ακάθαρτοι και αποβάλλονταν από τους δήθεν σπουδαίους, και Του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Χριστός την είπε «θυγατέρα» Του. Έτσι είναι η πίστη· είναι σχέση, είναι σύνδεση, είναι ομορφιά. Και της έδωσε ο Χριστός την ειρήνη Του και τη χάρη Του.

     Κόντευαν να φτάσουν στο σπίτι του Ιαείρου και κάποιος οικιακός ήλθε και του είπε: «Πέθανε το παιδί σου! Μην κουράζεις άλλο τον Διδάσκαλο!». Ο Ιησούς όμως του έδωσε θάρρος· ακόμη και στον θάνατο. «Μη φοβάσαι! Έχε πίστη και θα σωθεί!». Φτάσαν εκεί πέρα και ρώτησαν τι γίνεται. Και είπαν πάλι αυτό: «Πέθανε!». Κι ο Ιησούς είπε: «Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται!». Κι οι άλλοι Τον περιγελούσαν, αφού ήξεραν πως πέθανε. Κι αυτό το περιγέλασμα έχει το θετικό του. Απέδειξε πως όντως είχε πεθάνει και μετά πως όντως έγινε ανάσταση. Ο Χριστός πάντα από το πικρό βγάζει και το γλυκό. Αυτή είναι η ομορφιά Του.

     Και μπήκε μέσα, έβγαλε έξω όλους, εκτός από τους τρεις μαθητάς και τους γονείς της κόρης, την ακούμπησε, την πήρε απ’ το χέρι και της λέει: «Κόρη, σήκω!». Και σηκώθηκε αμέσως, όπως και η αιμορροούσα θεραπεύθηκε αμέσως. Αυτή είναι η χάρη του Χριστού. Και ύστερα είπε να της δώσουν να φάει, να επανέλθει στη ζωή, στις λειτουργίες της. Ήταν όντως ανάσταση, θαύμα μέγα του Χριστού μας. Και είπε στους γονείς να μην πουν πουθενά τίποτα. Θα το μάθαιναν όλοι φυσικά, αλλά ήθελε ν’ αποφύγει τον φθόνο των εχθρών Του.

     Ω, Ιησού μου, γλυκύτατε! Ακόμη και τους εχθρούς Σου φροντίζεις! Πώς να μη Σε αγαπάμε! Και πώς να μη σε πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά!

ΑΡΧΙΜ. ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ

[Εβδομαδιαία εφημερίδα
«Ορθόδοξη Αλήθεια»,
(25 Οκτ. 2017,
αρ. φύλ. 116, σελ. 2),
από τη στήλη «Κήρυγμα».
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ


     Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, Προστάτου της Κυρίας Θεοτόκου και Φύλακος της Αγίας Οικογενείας [Κυριακή Προπατόρων· Α΄ Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα ή 26 Δεκ.] από τον πρώτο του γάμο. Ευλογήθηκε από τον Θεό, όταν ακόμη ήταν στην κοιλία της μητέρας του και υπήρξε τόσο δίκαιος στον βίο του, ώστε όλοι οι Εβραίοι τον αποκαλούσαν «Δίκαιο» και «Οβλία», που στα εβραϊκά σημαίνει «Προμαχών Λαού» και «Δικαιοσύνη». Από την παιδική ήδη ηλικία ο Ιάκωβος έζησε με πολύ αυστηρή άσκηση· μιμούμενος κατά πάντα τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν έπινε κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά, δεν έτρωγε κάτι από όσα έχουν πνοή ζωής, και ξυράφι ποτέ δεν πέρασε από την κεφαλή του, όπως ορίζει ο νόμος για όσους αφιερώνονται στον Θεό (βλ. Αριθμ. 6, 5). Ποτέ του επίσης δεν λουζόταν και δεν χριόταν με λάδι, προκρίνοντας την μέριμνα της ψυχής έναντι εκείνης του σώματος.

     Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι εξέλεξαν ομοφώνως τον δίκαιο Ιάκωβο πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων. Τέλειος ο Αδελφόθεος σε όλες τις αρετές της πράξεως και της θεωρίας, εισερχόταν ως επίσκοπος στα Άγια των Αγίων της Καινής Διαθήκης όχι μια φορά τον χρόνο, όπως ο αρχιερεύς των Ιουδαίων, αλλά κάθε ημέρα για να τελέσει τα θεία και άχραντα Μυστήρια. Ντυμένος με λινό ύφασμα, πρέσβευε για ώρες γονατιστός υπέρ του λαού και της σωτηρίας του κόσμου, σε βαθμό που τα γόνατά του έγιναν σκληρά σαν την πέτρα. Προέδρευε επίσης ο άγιος της Αποστολικής Συνόδου και πρότεινε, σχετικά με το αν πρέπει να περιτέμνονται οι εθνικοί που ασπάζονταν την χριστιανική πίστη, να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι με τις επιταγές του παλαιού νόμου, αλλά να τους ζητηθεί αποχή μόνο από την πορνεία και τα ειδωλόθυτα (βλ. Πράξ. 15, 13-21).


     Συνέταξε και θεσπέσια επιστολή που φέρει το όνομά του στην Αγία Γραφή, με την οποία διορθώνει όσους θεωρούν τον Θεό ως αιτία των κακών: «Κανένας απ’ αυτούς που μπαίνουν σε πειρασμό να μη λέει: “Ο Θεός με βάζει σε πειρασμό”. Γιατί ο Θεός ούτε μπαίνει σε πειρασμό από το κακό ούτε ο Ίδιος βάζει σε πειρασμό κανέναν. Καθένας μπαίνει σε πειρασμό από τη δική του επιθυμία. Αυτή τον παρασύρει και τον εξαπατάει» (βλ. Ιακ. 1, 13-14). Επιπλέον, προτείνει τους χριστιανούς να μην περιορίζονται απλώς στην ομολογία της πίστεώς τους προς τον Χριστό, αλλά να ακτινοβολεί η πίστη τους και μέσα από τα έργα της αρετής: «Όπως το σώμα είναι νεκρό χωρίς την ψυχή, έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (βλ. Ιακ. 2, 26). Παράλληλα, προσθέτει πολλές άλλες πατρικές συμβουλές για το πώς να ζει κανείς θεάρεστα και για το πώς να αποκτήσει την σοφία του Θεού, διδάσκοντάς μας να θεωρούμε τα πάντα ως δώρο του Κυρίου: «Κάθε καλή προσφορά και κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από τον δημιουργό των ουρανίων σωμάτων. Ο ουράνιος Πατέρας δεν αλλάζει την λάμψη Του ούτε αναβοσβήνει σαν τ’ αστέρια» (βλ. Ιακ. 1, 16-17). Ο άγιος Ιάκωβος εμπνεύσθηκε και την θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του και η οποία αποτελεί μια πολύτιμη πρωτοχριστιανική πηγή όλων των λειτουργιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σε ορισμένους ναούς και μονές, μάλιστα, κατά την ημέρα της σεβάσμιας μνήμης του, τελείται αυτή η αρχαία Λειτουργία του Αδελφόθεου Ιακώβου.

     Περίπου το έτος 62 μ.Χ., μετά τον θάνατο του ηγεμόνα Φήστου, η Ιουδαία βρισκόταν σε αταξία και αναρχία. Οι Εβραίοι, επειδή είχαν αποτύχει στην απόπειρά τους να θανατώσουν τον απόστολο Παύλο (βλ. Πράξεις 25-26), στράφηκαν τότε κατά του Ιακώβου, του οποίου η φήμη ως δίκαιου έκανε τον λαό να εμπιστεύεται το θεόπνευστο κήρυγμά του. Τότε πολύς κόσμος, απλός αλλά και πρόκριτοι, είχαν ασπασθεί την χριστιανική πίστη, που οι γραμματείς και οι φαρισαίοι φοβούνταν ότι σε λίγο όλοι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον Μεσσία. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μπροστά του πλήρεις υποκρισίας, επαίνεσαν αρχικά την αρετή και την δικαιοσύνη του και του είπαν: «Σε παρακαλούμε, εσύ που είσαι δίκαιος και αμερόληπτος, να προτρέψεις τον λαό που σύντομα θα συναθροισθεί για το Πάσχα, να μην υποπέσει σε πλάνη σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού. Για να σε βλέπουν όμως και να σε ακούν όλοι, ακόμη και οι εθνικοί που θα συγκεντρωθούν για την εορτή, να ανέβεις στο πτερύγιο του Ναού».


     Ο Ιάκωβος τούς πίστευσε, ανέβηκε στο πτερύγιο του Ναού, και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι φώναξαν μέσα από το πλήθος: «Πες μας, Δίκαιε, σε τι να σε πιστεύσουμε; Διότι ο λαός πλανάται και ακολουθεί τον εσταυρωμένο Ιησού. Φανέρωσέ μας, ποιος είναι αυτός ο Ιησούς;». Τότε ο Ιάκωβος απάντησε με στεντόρεια φωνή: «Γιατί με ρωτάτε για τον Υιό του ανθρώπου; Εκείνος τώρα κάθεται στον ουρανό, στα δεξιά της δυνάμεως του Πατρός Του, και θα έλθει και πάλι επί νεφελών για να κρίνει με δικαιοσύνη όλη την οικουμένη». Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστευσαν στην υποβλητική μαρτυρία αυτή του Ιακώβου και φώναξαν: «Ωσσανά τω υιώ Δαβίδ!». Αλλά οι γραμματείς και οι φαρισαίοι έτριξαν τα δόντια τους και φώναξαν: «Ακόμη και ο Δίκαιος πλανήθηκε!», και αμέσως έτρεξαν στο πτερύγιο του Ναού και τον έριξαν κάτω, για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε κάποτε ο προφήτης Ησαΐας: «Ας δέσουμε κι ας εξαφανίσουμε τον δίκαιο τον άνθρωπο, γιατί μας είναι δυσμεταχείριστος και εμπόδιο» (βλ. Ησ. 3, 10). Παρ’ όλο που ο Ιάκωβος έπεσε από μεγάλο ύψος, δεν σκοτώθηκε· και οι Ιουδαίοι άρχισαν τότε να τον λιθοβολούν με ασυγκράτητο μίσος. Ο άγιος όμως σηκώθηκε, γονάτισε και ανέκραξε προς τον Θεό, μιμούμενος στην μακροθυμία και ανεξικακία τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό καθώς και τον άγιο Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιάκονο Στέφανο: «Σε ικετεύω, Θεέ, επουράνιε Πάτερ, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν!» (βλ. Λουκ. 23, 34· Πράξ. 7, 59-60). Και, ενώ έτσι προσευχόταν για τους διώκτες και τους δημίους του, ένας απ’ αυτούς, βλέποντας την ακλόνητη αγάπη του προς όλους, κατελήφθη από σατανική μανία· πήρε το ξύλο με το οποίο έβαφε τα υφάσματα, τον κτύπησε στην κεφαλή, και έτσι ο άγιος μαρτύρησε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. Οι χριστιανοί τον ενταφίασαν τότε στον τόπο του μαρτυρίου, κοντά στον Ναό. Τόση ήταν η φήμη της αρετής του, ώστε ακόμη και οι πλέον σκεπτικιστές Εβραίοι θεώρησαν τον μαρτυρικό του θάνατο ως αιτία της πολιορκίας και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70 μ.Χ. Αυτό ακριβώς αναφέρει ο Ευσέβιος Καισαρείας μεταφέροντας σχετικά την μαρτυρία του ιστορικού Ιώσηπου (βλ. «Ιουδαϊκοί Πόλεμοι Β΄», 166). Η δε περιγραφή του σεπτού μαρτυρίου του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου ανεφέρεται από τον Ηγήσιππο, ο οποίος ανήκει στην πρώτη γενεά μετά τους Αποστόλους· τμήμα των απωλεσθέντων «Απομνημονευμάτων» διασώζει πάλι ο προαναφερθείς Ευσέβιος Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄» (23, SC 31, 85 κ.ε.).


     Επί βασιλείας Ιουστίνου Β΄ (565-578) μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα τίμια λείψανα του αγίου Ιακώβου, του δικαίου Συμεών του Θεοδόχου και του προφήτου Ζαχαρία και κατατέθηκαν στον Ναό τον αφιερωμένο στον Αδελφόθεο, πλησίον των Χαλκοπρατείων. Ο τάφος του και ο Ναός που ανεγέρθη στην θέση της οικίας του εξακολουθούν να αποτελούν τόποι προσκυνήματος στα Ιεροσόλυμα.

     Τέλος, πρέπει οπωσδήποτε να διακρίνουμε τον απόστολο Ιάκωβο [9 Οκτ.], υιό του Αλφαίου και αδελφό του ευαγγελιστού Ματθαίου, όπως επίσης και τον άγιο Ιάκωβο [30 Απρ.], υιό του Ζεβεδαίου και αδελφό του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου από τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο [23 Οκτ. και Κυριακή μετά την του Χριστού Γέννηση], για τον οποίο γίνεται λόγος στην παρούσα ανάρτηση.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄.
ς τοῦ Κυρίου Μαθητής,
ἀνεδέξω δίκαιε
τὸ Εὐαγγέλιον·
ὡς Μάρτυς
ἔχεις τὸ ἀπαράτρεπτον·
τὴν παρρησίαν
ὡς Ἀδελφόθεος·
τὸ πρεσβεύειν
ὡς Ἱεράρχης·
ἱκέτευε
Χριστὸν τὸν Θεόν,
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
τοῦ Πατρὸς
μονογενὴς Θεὸς Λόγος,
ἐπιδημήσας πρὸς ἡμᾶς
ἐπ’ ἐσχάτων,
τῶν ἡμερῶν
Ἰάκωβε θεσπέσιε,
πρῶτόν σε ἀνέδειξε,
τῶν Ἱεροσολύμων,
ποιμένα καὶ διδάσκαλον,
καὶ πιστὸν οἰκονόμον,
τῶν μυστηρίων
τῶν πνευματικῶν.
Ὅθεν σε πάντες,
τιμῶμεν Ἀπόστολε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Κλήσει Ἀδελφόθεος
πεφηνώς,
Ἰάκωβε μάκαρ,
τῶν ἀρρήτων μυσταγωγός,
ἐν Σιὼν ἐδείχθης,
καὶ πάθει σου τιμίῳ,
τὸ ζωηφόρον Πάθος,
Χριστοῦ ἐδόξασας.


—ΕΠΙΜΥΘΙΟ—
Η πολυσήμαντη μαρτυρία του Αδελφόθεου
για το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου

     Για το Μυστήριο του ιερού Ευχελαίου η μοναδική σαφής μαρτυρία της Αγίας Γραφής προέρχεται από την επιστολή του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου και είναι η εξής: «Είναι κάποιος από σας άρρωστος;», ρωτά διαχρονικά ο πρώτος επίσκοπος και ιεράρχης των Ιεροσολύμων. Και στη συνέχεια συμβουλεύει: «Ας προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν και να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο· ο Κύριος θα τον κάνει καλά. Κι αν τυχόν έχει αμαρτίες, ο Κύριος θα του τις συχγωρέσει» (Ιακ. 5, 14). Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η θεόπνευστη αυτή προτροπή του αγίου Ιακώβου δείχνει στον προσεκτικό και αμερόληπτο μελετητή της ότι το Μυστήριο του Ευχελαίου, όπως το ονομάζουμε σήμερα, είχε συσταθεί από τον Ίδιο τον Κύριο και τελούνταν ήδη στα χρόνια των Αποστόλων. Ο Αδελφόθεος δεν προτείνει κάτι νέο, κάτι από τον εαυτό του. Αλλά ούτε εννοεί την απλή θεραπευτική επάλειψη με λάδι των μελών του σώματος που υποφέρουν. Εάν εννοούσε το απλό ιαματικό λάδι, όπως δέχονται όσοι από τους Προτεστάντες απορρίπτουν το Μυστήριο, τότε γιατί ορίζει να προσκληθούν στο σπίτι του άρρωστου χριστιανού οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας; Γιατί ομιλεί για άφεση αμαρτιών μαζί με την ποθητή σωματική υγεία; Σύμφωνα με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο το Ευχέλαιο τελείται για χριστιανούς που δοκιμάζονται από τον πειρασμό της αρρώστιας· αρρώστιας σωματικής, διότι αναφέρεται σε «κάμνοντα», λέξη που δηλώνει αποκλειστικά σωματική ασθένεια. Οι πρεσβύτεροι, λοιπόν, της Εκκλησίας, προσκαλούμενοι στο σπίτι του άρρωστου χριστιανού οφείλουν να προσευχηθούν προς χάριν του αρρώστου. Η προσευχή τους δεν είναι η συνηθισμένη προσευχή του χριστιανού. Είναι μυστηριακή προσευχή. Είναι «ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως», δηλαδή της Εκκλησίας, ενός θεοσύστατου Μυστηρίου που περιλαμβάνει ορισμένα αιτήματα. Ακόμη, προσθέτει ο άγιος Ιάκωβος –ο εραστής της προσευχής– οι πρεσβύτεροι που θα βρεθούν κοντά στον άρρωστο χριστιανό, θα τον αλείψουν με λάδι «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου» και η επάλειψη του αρρώστου πάντα «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου» θα αποτελέσουν την εξωτερική πράξη, το ορατό μέρος του μεγάλου Μυστηρίου του Ευχελαίου. Τέλος, διαβεβαιώνει ο Αδελφόθεος ότι «ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως», που θα αναπέμψουν οι «πρεσβύτεροι τῆς Ἐκκλησίας», θα σώσει τον άρρωστο. Ο φιλάνθρωπος Κύριος θα τον σηκώσει από το κρεβάτι του πόνου. Θα του συγχωρήσει τις αμαρτίες, όπως και τότε που περιόδευε την Αγία Γη, που «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασε» (Ματθ. 8, 17). Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»; (Εβρ. 13, 8). Όπως τότε μαζί με τη θεραπεία του σώματος χάριζε και την άφεση των αμαρτιών, έτσι και τώρα στο Μυστήριο του Ευχελαίου, σύμφωνα με τη θεόπνευστη μαρτυρία και πατρική συμβουλή του «αδελφού» Του Ιακώβου, εγείρει τον «κάμνοντα» και αν αυτός έχει αμαρτίες τού τις συγχωρεί. 


   Αλλά και τα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα της ακολουθίας του Ευχελαίου παιδαγωγούν και διδάσκουν άριστα τόσο τον άρρωστο χριστιανό, όσο και τους οικείους του, που τον περιποιούνται με κάθε τρόπο. Ήδη ο Α΄ Απόστολος από την Καθολική Επιστολή του αγίου Ιακώβου, που περιέχει την πολυσήμαντη μαρτυρία για το ιερό Ευχέλαιο, έρχεται σαν αύρα του πελάγους να δροσίσει τις ψυχές μας. Στην πιο κατάλληλη στιγμή αρχίζει υπενθυμίζοντας την κακοπάθεια, αλλά και την υπομονή των προφητών. Τι εκλεκτοί και τι χρήσιμοι άνθρωποι του Θεού που ήσαν οι προφήτες! Και όμως! Πόσα υπέφεραν από τους απειθείς και σκληροτράχηλους Ιουδαίους! Αλλά μήπως μπορούμε να ξεχάσουμε τον Ιώβ, τα αμέτρητα και αδιήγητα πάθη του, όπως και το ευτυχισμένο τέλος, που του έδωσε ο Κύριος στην πολύπαθη ζωή του; Ο πολυεύσπλαχνος και οικτίρμων Κύριος αντάμειψε πλουσιοπάροχα την υπομονή του. «Αδελφοί μου!», μας συμβουλεύει βαθύστοργα ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, «πάρτε για παράδειγμα καρτερικότητας στις θλίψεις τους προφήτες που μίλησαν στο όνομα του Κυρίου. Καλοτυχίζουμε εκείνους που δείχνουν υπομονή. Ακούσατε για την υπομονή του Ιώβ και γνωρίζετε ποιο τέλος τού επιφύλαξε ο Κύριος, γιατί ο Κύριος είναι γεμάτος ευσπλαχνία και έλεος» (Ιακ. 5, 10-11).



[(1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος, Μήνας Οκτώβριος,
σελ. 258–260.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια – Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
(2) Αρχιμ. Χρυσόστομου Π. Αβαγιανού:
«Το ιερό Ευχέλαιο·
φάρμακο ζωής και σωτηρίας»,
κεφ. Α΄, σελ. 11–16, και 64.
Σειρά: «Θεωρία και πράξη».
Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία».
Αθήνα, Μάρτιος 19941.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟ


«Τα δικά Σου από τα δικά Σου»!
Εσύ, δικός μας με την αγαθότητά Σου.
Δικοί Σου, εμείς, με τη φιλανθρωπία Σου.
Δώρο και χάρισμα η ενότητα με Σένα.
Νέος, πρωτόγνωρος παλμός
η θέληση που σκορπάς μέσα μας.
Ζωή και φως η γεύση Σου
μες την καρδιά μας.
Μυστήριο τούτο
που θρέφει ακατάληπτα
ολάκερα ψυχή και κόσμο
εις τους αιώνες...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΑΙΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΑΙΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΜΟΥ


     Αγκιστρώθηκα, εγκλωβίστηκα, μούδιασα και κόλλησα. Έκανα συνεχώς παρέα με τους λογισμούς μου και χρεώθηκα τώρα στην εντέλεια όλη τη μοναξιά που φορτώνουν αθόρυβα στις ψυχές. Άκουγα και ακολουθούσα ανεξέταστα τη φωνή τους και λίγο-λίγο αραίωνα ολοένα από τους ανθρώπους μου. Το «έγκλημά» τους; Ότι δεν ήταν τέλειοι, έτσι όπως ήθελα εγώ να είναι. Και αυτό, αν μη τι άλλο, έθιγε το θέλημα, την ιδέα, τη φαντασία και την εμμονή μου. Μα κι εγώ στην τελική δεν ήμουν ποτέ ένας άνθρωπος τελειότερός τους και αυτό ασφαλώς ήταν κάτι που αρνιόμουν να το δω έγκαιρα, γιατί δεν με βόλευε καθόλου. Δεν ήξερα. Ή μάλλον απέφευγα να ξέρω. Εφησύχαζα χαρωπά. Αρρώσταινα ανέμελα. Κανείς δεν μου είπε κάτι, κανείς δεν μου είπε τίποτα· γιατί όλοι πάσχουμε από τους λογισμούς μας, την ενδόμυχη φωνή των οικείων παθών μας. Κι έτσι, δεν φωτίστηκα και δεν ειρήνευα μέσα μου. Δεν πίστεψα στον Θεό που είναι ο μόνος παντέλειος αναιρέτης του κάθε λογισμού. Δεν προσευχήθηκα. Και τώρα έχω μια μεγάλη επιστροφή να πραγματοποιήσω από καρδιάς. Προς τον Θεό που μου δείχνει αδιάκοπα τους συνανθρώπους μου· προς τους συνανθρώπους μου που μου δείχνουν αθόλωτα τον Θεό…

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

«ΤΙ ΠΡΟΤΙΜΑΣ;…»

«ΤΙ ΠΡΟΤΙΜΑΣ;…»


     Η αγάπη είναι τόσο ανεκδιήγητα δίπλα μας, τόσο εξόφθαλμα μπροστά μας, τόσο αβόλιστα βαθιά εντός μας αλλά και τόσο μυστηριωδώς μακριά μας! Κι εμείς πάλι αμέριμνοι και ανυποψίαστοι κινούμαστε, δρούμε, πορευόμαστε, σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, ενεργούμε, πράττουμε, ζούμε και αναπνέουμε μέσα σ’ αυτή, μονάχα από αυτή και αποκλειστικά χάρη σ’ αυτή και, παρ’ όλ’ αυτά, τη νομίζουμε και την εκλαμβάνουμε σαν κάτι το σύνηθες, το τετριμμένο, το πεπερασμένο, το παρωχημένο, σαν μια αποκαρδιωτικά συμβατική και αναποτελεσματική αξία για μας.

     Αδημονούμε, βιαζόμαστε, δεν στέργουμε να υπομένουμε το θαύμα που αργεί ή δεν φαίνεται. Κι αν υπάρχει ένα θαύμα, αυτό το έχουμε προ πολλού αποκλείσει ως εμπειρία δική μας. Από τη μία, η φίλαυτη ζωή μας δε ζητά ποτέ και αποφεύγει πάντα την υπέρβαση, την κένωση, το άδειασμα του εαυτού μας, τη θυσία. Από την άλλη, η αγάπη αγαπά αδιάκοπα να κρύβεται επιμελώς μέσα στη σιωπή, μέσα στην αφάνεια και την ταπείνωσή της. Σκεφτείτε λίγο τούτο το ιδιόμορφο δίλημμα, το αίνιγμα, το τέλμα και το αδιέξοδο.

     Παίρνοντας «πονηρή» αφορμή κυρίως από αυτό, η εγκεφαλική λογική μας, επικρίνει συνεχώς την αγάπη σαν κάτι το άπιαστο, το ανέφικτο και ιδεώδες, σαν μια γλυκερή αναφορά η οποία στο διάβα των σαρωτικών αιώνων της ιστορίας της σκληροτράχηλης ανθρωπότητας έχει μετατραπεί πια σε μια αδρανή ουτοπία. Η ακαρτέρητη συνείδησή μας κουράστηκε πια να περιμένει την αγάπη, γιατί συνάμα και όλος ο κόσμος έχει κουραστεί το ίδιο από τα χιλιοειπωμένα συνθήματα και από τις ίδιες πάντα κοινότυπες και ιδιοτελείς εκ-δηλώσεις των ανθρώπων που ως επί το πλείστον προτιμούν να αγαπολογούν πληκτικά παρά να αγαπούν πραγματικά.

     Κανείς πια δεν έχει σαν κέντρο της υπάρξεώς του την αγάπη· μα η αγάπη είναι το κέντρο όλων. Κανείς δεν στηρίζεται στην κρυμμένη παντοδυναμία της· μα η αγάπη είναι η μόνη καθαρή και ειρηνική δύναμη. Κανείς δεν ψάχνει το ακατάλυτο κάλλος και μεγαλείο της· μα η αγάπη είναι η μόνη ομορφιά, η μόνη αίγλη, το μόνο μεγαλείο της ορατής και αόρατης κτίσης, όλων των άλογων και λογικών όντων. Κανείς δε ζει την αγάπη αλλά και για κανέναν δεν είναι η αγάπη ζωή του· μα η αγάπη είναι η μόνη άφθαρτη και ακατάλυτη Ζωή.

     Αν ρωτούσαμε όλους τους ανθρώπους μαζί και αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί ρωτούσαν προσωπικά εμάς: «Τι προτιμάς; Την αγάπη ή την εξουσία; Την αγάπη ή τα χρήματα; Την αγάπη ή την καλοπέραση; Την αγάπη ή την άνεση; Την αγάπη ή την ευμάρεια; Την αγάπη ή τη δόξα; Την αγάπη ή το εγώ σου;…» κτλ., πιστεύω ότι η αγάπη θα ήταν ασφαλώς –όπως και ήδη δυστυχώς είναι!– εκτός πάσης προτίμησης και επιλογής μας. Τι συμβαίνει; Αρχίσαμε να φοβόμαστε την αγάπη;

     Όμως, αν γνωρίζαμε πόσο η αγάπη δεν είναι μια ιδέα, πόσο απέχει από του να είναι μια θεωρία, πόσο δεν είναι μια φιλοσοφία, μια ονειροπόληση, πόσο πια δεν είναι μια θρησκεία, δεν είναι ένας τύπος, μια διδαχή, ένα μότο, ένα ρητό, ένα σύνθημα, μια ατάκα, μια εξυπνάδα, ένας στοχασμός, μια ασφαλής, βέβαιη και στατική γνώση, ένα θρησκευτικό γόητρο ή άλλοθι, αλλά το Μυστήριο του θείου και του ανθρώπινου είναι, ο χαρακτηριστικός τρόπος του είναι και του συν–είναι, η υπέρτατη αρχή και το πανέσχατο τέλος του κόσμου και του ανθρώπου, αν μόνο ελάχιστα υποπτευόμασταν ότι η αγάπη έχει και είναι πανυπαρκτό, απτό, αιώνιο και ζωοποιό πρόσωπο –ο Θεάνθρωπος Χριστός!– χάρη στο Οποίον εμείς αποκαλύπτουμε τον Θεό της «βαθείας καρδιάς» και ανακαλύπτουμε τον αληθινό εαυτό μας, τότε, θα κάναμε, θα δίναμε και θα αγωνιζόμασταν να γίνουμε τα πάντα γι’ αυτή την Αγάπη, γι’ αυτή την Αυτοαγάπη, για τον Χριστό μας που είναι το Παν για όλους και για όλα...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ


     Ο άγιος απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος «Δίδυμος» –έτσι όπως ακριβώς μεταφράζεται στα ελληνικά η εβραϊκή λέξη «toma»–, γεννήθηκε στην Ιουδαία από πτωχούς γονείς, οι οποίοι όμως του μετέδωσαν την μεγάλη ευλάβειά τους προς τον Μωσαϊκό Νόμο. Ήδη από νεαρή ηλικία απέφευγε τα θορυβώδη παιγνίδια των συνομηλίκων του και αφιερωνόταν στην ανάγνωση και στην μελέτη της Γραφής. Η γνώση αυτή του λόγου του Θεού και η καλή προαίρεσή του τον βοήθησαν, μόλις τον κάλεσε ο Κύριος, να Τον αναγνωρίσει χωρίς δισταγμό ως τον Μεσσία τον Οποίον είχαν προαναγγείλει οι προφήτες και να Τον ακολουθήσει. Άφησε αμέσως την βάρκα και τα δίχτυα και έγινε ένας από τους δώδεκα μαθητές. Διώχθηκε, λιθοβολήθηκε από τους Εβραίους, ακολούθησε όμως παντού τον Κύριο με τόσο θερμό ζήλο ώστε, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τα Ιεροσόλυμα για να παραδοθεί σ’ εκείνους που θα Τον σταύρωναν, ο Θωμάς είπε στους άλλους μαθητές: «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του» (βλ. Ιωάν. 11, 16).

     Όταν αργότερα ο Σωτήρ του κόσμου νίκησε τον θάνατο και ανέστη εκ του τάφου, τότε παρουσιάσθηκε «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» στους μαθητές που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», και τους γέμισε χαρά, δείχνοντας στο Σώμα Του τα σημεία του Πάθους. Κατά παραχώρηση της θείας προνοίας ο Θωμάς δεν ήταν την ώρα εκείνη μαζί τους. Μόλις επέστρεψε, οι υπόλοιποι μαθητές τού διηγήθηκαν ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο, αλλά εκείνος δεν θέλησε να τους πιστεύσει. Ο Κύριος, όμως, λόγω της αφάτου μακροθυμίας Του, εμφανίσθηκε ξανά στους μαθητές μετά από μία εβδομάδα και κάλεσε τον Θωμά να θέσει τον δάκτυλό του στον τύπο των ήλων και στην λογχισμένη πλευρά Του και να διαπιστώσει ότι πράγματι αναστήθηκε. Έτσι, επανόρθωσε την ολιγοπιστία του Αποστόλου, και μας δίδαξε ότι και εμείς καλούμαστε να θέτουμε τον δάκτυλο –όχι σωματικώς αλλά πνευματικώς– στην πλευρά Του και να ποτιζόμαστε από την αναβλύζουσα χάρη (Ιωάν. 20, 19-29). Γι’ αυτό τον λόγο, η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο δεν καταδικάζει τον Θωμά, αλλά τιμά την «μακαρίαν αὐτοῦ ἀπιστίαν» την πρώτη Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα.


       Μετά την Ανάσταση, την ημέρα της Πεντηκοστής που το Άγιον Πνεύμα κατέβηκε και κάθισε σαν πύρινες γλώσσες επάνω στους αγίους Αποστόλους, μαζί τους ήταν και ο Θωμάς. Επληρώθη τότε θείας δυνάμεως, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού στις μακρινές περιοχές των Μήδων και των Πάρθων (σημ. Ιράν) και στην Ινδία. Εν τω μεταξύ, την εποχή εκείνη βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα κάποιος άνθρωπος ονόματι Αμβανής, ο οποίος έψαχνε να βρει έναν αρχιτέκτονα ικανό να κτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδών. Το ανάκτορο αυτό έπρεπε να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια, πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του.

     Αφού ο Θωμάς πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι αυτή ήταν η οδός που του είχε επιφυλαχθεί ως αρχή της αποστολής του, παρουσιάσθηκε στον Αμβανή ως δούλος έμπειρος στην οικοδομική τέχνη. Επιβιβάσθηκαν και οι δύο σε ένα πλοίο και έφθασαν στην Ινδία. Ο Θωμάς παρουσιάσθηκε αμέσως ενώπιον του βασιλιά Γουνδιαφόρου και του υποσχέθηκε να του οικοδομήσει, όπου εκείνος επιθυμούσε, ένα μεγαλειώδες ανάκτορο. Ο βασιλιάς ενθουσιάσθηκε από το σχέδιο που του παρουσίασε ο Απόστολος, του έδωσε πολλά χρήματα, χρυσό και ασήμι για τις οικοδομικές εργασίες, και πήγε για μια τριετία στις απομακρυσμένες επαρχίες του βασιλείου του.

     Μόλις ο Θωμάς πήρε στα χέρια του όλον αυτό τον θησαυρό, έσπευσε να τον μοιράσει κρυφά στους αναρίθμητους πτωχούς και πεινασμένους, για τους οποίους ο βασιλιάς και οι αυλικοί του παντελώς αδιαφορούσαν. Τα θαύματα επίσης και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συνόδευαν τις ελεημοσύνες του, είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός ειδωλολατρών να ασπασθούν την Πίστη του Χριστού. Επιστρέφοντας ο βασιλιάς, τον ρώτησε πώς προχωρούν οι εργασίες, και ο Θωμάς τού ζήτησε επιπλέον χρήματα για να τελειώσει δήθεν την στέγη. Πανευτυχής ο βασιλιάς τού τα έστειλε χωρίς καθόλου να υποψιάζεται ότι ο Απόστολος μοίραζε τα χρήματα στους γύρω του που τα είχαν ανάγκη.

     Φοβερή όμως ήταν η οργή του, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Θωμάς τον εξαπάτησε και ότι το χρυσάφι και το ασήμι του τα μοίραζε ελεημοσύνη. Διέταξε τότε αμέσως να τον ρίξουν σε έναν βαθύ λάκκο και του επιφύλασσε τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Αλλά το ίδιο βράδυ, ο αδελφός του βασιλιά, ο οποίος αρρώστησε από την λύπη του μόλις έμαθε ότι τα χρήματα του αδελφού του μοιράσθηκαν στους πτωχούς, είδε σε όραμα άγγελο Κυρίου να του δείχνει ένα περίφημο ανάκτορο στην αιώνια βασιλεία των δικαίων, λέγοντας: «Ιδού, το ανάκτορο που περιμένει τον αδελφό σου· είναι αυτό που έκτισε ο απόστολος Θωμάς!». Όταν συνήλθε, διηγήθηκε στον αδελφό του Γουνδιαφόρο τα όσα είδε, υπογραμμίζοντάς του πόσο πιο υπέροχο ανάκτορο από όλα τα επίγεια κτίσματα τού είχε κτίσει ο Θωμάς στον ουρανό. Ο βασιλιάς εξεπλάγη, μετανόησε, έδωσε εντολή να βγάλουν τον Απόστολο από την φυλακή και ζήτησε και αυτός και ο αδελφός του να βαπτισθούν.


     Εν συνεχεία, ο άγιος Θωμάς πήγε σε άλλο βασίλειο, όπου βασίλευε ακόμη μεγαλύτερη βία, βαρβαρότητα και ασέβεια. Παρ’ όλ’ αυτά, χάρη στην δύναμη του Αγίου Πνεύματος, κατόρθωσε να εκλύσει στην ευσέβεια την βασίλισσα Τέρτια, τον γιο της Αζάνη και τις δύο κόρες της, Μυγδονία και Μαρκία. Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους δίδαξε να ακολουθούν την οδό της τελειότητας κάνοντας άσκηση και αποκτώντας πλήρη αγνότητα. Επειδή όμως αυτός ο τρόπος ζωής ήταν ξένος και ακατανόητος για τον αναίσχυντο ηγεμόνα, προκάλεσε αμέσως την οργή και την μανία του. Διέταξε να συλλάβουν τον Θωμά και έστειλε πέντε στρατιώτες να τον οδηγήσουν έξω από την πόλη Μαϊλαπούρ (προάστειο του σημερινού Μεδράς), όπου και τον θανάτωσαν τρυπώντας τον με λόγχες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άγιος εξεδήμησε προς τον Κύριο, για να απολαμβάνει αιωνίως την παρουσία Του.

     Ο απόστολος Θωμάς τιμάται ως ιδρυτής της Εκκλησίας των Ινδών. Από τον 3ο αιώνα μαρτυρείται το προσκύνημα στον τάφο του Αποστόλου στην Έδεσσα της Συρίας, της οποίας ήταν πολιούχος. Αλλά, κατά μία άλλη παράδοση, που την αναφέρει ο άγιος Εφραίμ, φαίνεται ότι εκεί φυλασσόταν και ένα τμήμα από το τίμιο λείψανο του Αποστόλου, που είχε μεταφερθεί από έναν έμπορο. Η κάρα του Αποστόλου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄.
πόστολε ἅγιε Θωμᾶ,
πρέσβευε
τῷ ἐλεήμονι Θεῷ,
ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν,
παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ς θεῖος Ἀπόστολος,
θεολογίας κρουνούς,
ἐνθέως ἐξήντλησας,
ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς,
Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Ὅθεν τῆς εὐσεβείας,
κατασπείρας τὸν λόγον,
ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ,
ὡς ἀκτὶς οὐρανία,
Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων,
τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
τῆς θείας χάριτος
πεπληρωμένος,
τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος,
καὶ ὑπηρέτης ἀληθής,
ἐν μετανοίᾳ ἐκραύγαζε·
Σύ μου ὑπάρχεις,
Θεός τε καὶ Κύριος.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
ς κοινωνὸς
τοῦ ἐκ πλευρᾶς
ἄφεσιν βλύσαντος,
τοῦ ζωηφόρου ὁμοιώματος
ἐτρύφησας,
λογχευθεὶς
Θωμᾶ πανεύφημε
τὴν πλευράν σου.
Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς
καὶ Ἀπόστολος θεόληπτος,
σεσωσμένους
τῷ Δεσπότῃ σου
προσάγαγε,
τοὺς βοῶντάς σοι·
χαίροις, μάκαρ Ἀπόστολε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Τῇ χειρὶ
ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς,
τοῦ βλύσαντος κόσμῳ,
ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς,
ἐξ αὐτῆς ἐδέξω,
δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα,
δι’ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις,
Θωμᾶ Ἀπόστολε.




[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος, Μήνας Οκτώβριος,
σελ. 64–68.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια – Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.