Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ 
ΕΝΟΣ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ


Α΄. Βιογραφικά τινά, για την Εισαγωγή

     Ο μακαριστός Διονύσιος Χαραλάμπους, γεννήθηκε το 1907 στο ΑβτζιλάρΚυνηγοί) του Αδραμυττίου (Edermit) της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του (Χαράλαμπος και Κλεοπάτρα) όπως και οι δύο αδελφές του, κατακρεουργήθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα πρώτα μαθήματα τα παρακολούθησε στο Δημοτικό Σχολείο Στύψης Λέσβου. Στην συγκλονισμένη καρδιά του εφήβου που κατέφυγε στην Μυτιλήνη, η φιλανθρωπία του Θεού άναψε φλόγα μεγάλη. 
     Αποφασίζει να προσανατολιστεί προς την μοναστική Πολιτεία του Άθωνος, την Παναγιοσκέπαστη γη των ιερών αγώνων και των μυστικών αναβάσεων. 
     Σύμφωνα με δημοσιευμένη προσωπική του αναπόληση: «ἡ πατρικὴ τοῦ Κυρίου χεὶρ ἔφερε τὸ χειμαζόμενον πλοιάριόν μου εἰς εὔδιον λιμένα. Γηραιός, πεπειραμένος καὶ διὰ πολλῶν ἀρετῶν κεκοσμημένος ἅγιος Γέρων (κάποιος Γέροντας ονόματι Ζωσιμάς), χειραγωγῆσάς με, μοὶ ἤνοιξε τὴν “Πύλην τοῦ Οὐρανοῦ”» (βλ. «Εὐγνώμων μνεία καὶ προσφορά», ανάτυπο από Πνευματικό Συμπόσιο «Μοναχισμός και σύγχρονος κόσμος» για την χιλιετηρίδα της Μεγίστης Λαύρας, σελ. 11, Αθήνα 1963).
     Για δέκα χρόνια, μόνασε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους (προσεύλευση: το 1924· κουρά: 10/8/1925 με το μοναχικό όνομα «Αγάπιος»· απολυτήριο: 18/6/1935). Αφού αποφοίτησε από την Αθωνιάδα Σχολή και μετέπειτα από την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τον Αύγουστο του 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1935 (στις 21 Ιουλίου) πρεσβύτερος από τον τότε Σχολάρχη Επίσκοπο Μιλήτου (αργότερα, Μητροπολίτη Φιλαδελφείας), Αιμιλιανό Παπαδημητρίου. Το 1940, έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Από τις 10 Σεπτεμβρίου του 1941 και για τους επόμενους έντεκα μήνες, υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη Μηθύμνης και ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Λειμώνος, Αγίου Ιγνατίου, Καλλονής Λέσβου.
     Τον Αύγουστο του 1942, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί με την κατηγορία ότι περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες· τον βασάνισαν και τον καταδίκασαν σε δεκαετή ειρκτή. Μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη και παρέμεινε εκεί κρατούμενος, ανακρινόμενος και βασανιζόμενος για 16 μήνες. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τελούσε συχνά την Θεία Λειτουργία, κήρυττε, εξομολογούσε και ενίσχυε τους κρατουμένους. Κινητοποιώντας όλο τον χριστιανικό και φιλάνθρωπο κόσμο της Συμπρωτεύουσας, έσωσε από τον θάνατο της πείνας πολλούς. Απέκρουσε την ιδιαίτερη χάρη που του δόθηκε, ζητώντας συνειδητά να μη φύγει αλλά να συγκακοπαθήσει μαζί με το ποίμνιό του μένοντας αποφασιστικά αχώριστος από αυτό. Το δίχως άλλο, μιμήθηκε όλους εκείνους τους υπέροχους βιβλικούς ανθρώπους της Πίστεως που εγκωμιάζει ο Απόστολος Παύλος, οι οποίοι, «βασανίστηκαν μέχρι τον θάνατο χωρίς να δεχθούν την απελευθέρωσή τους» (Εβρ. ια΄ 35). Έτσι, αναπόφευκτα, βρέθηκε για τρία ολόκληρα χρόνια στα γερμανικά στρατόπεδα Στόουν και Μπερνάου, όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Για τον λόγο αυτό, έφθασε «πλειστάκις παραπλησίον τοῦ θανάτου».
     Με την απελευθέρωση, εργάσθηκε για την συγκέντρωση και την επιστροφή των Ελλήνων κρατουμένων στην Ελλάδα. Στην συνέχεια, διακόνησε ακαταπόνητα στην Μυτιλήνη, στην Ναύπακτο και στο Καρπενήσι και, για μία διετία, οργάνωσε στην Κύπρο την Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας».
     Το 1951 (την 1η Νοεμβρίου), εξελέγη Μητροπολίτης Λήμνου. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1959, μετατέθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών, η οποία, στα χρόνια της ποιμαντορίας του, έζησε την κορύφωση μιας πολύπλευρης πνευματικής άνθησης.
     Η καταδαπάνηση σωματικών και πνευματικών δυνάμεων υπήρξε γι’ αυτόν ακατάπαυστα «ηφαιστειακή». 
     «Σε όλες τις εκδηλώσεις του, ήταν μια ύπαρξη αφημένη, μετέωρη στην άβυσσο του Θεού· μια ύπαρξη μέσα στον κίνδυνο», αναφέρει γι’ αυτόν πολύ εύστοχα ο εκπαιδευτικός, συγγραφέας και μεταφραστής Πατερικών και άλλων κειμένων, Ιγνάτιος Σακαλής.
     Το επίγειο τέλος του, ήρθε την Κυριακή 4 Ιανουαρίου του 1970, μετά από μακρά και επώδυνη ασθένεια, κατά την οποία έδειξε πώς συμπεριφέρεται «ο πιστός στον πόνο και στον θάνατο» (φερώνυμη φράση από τον τίτλο έργου του, εκδ. «Η Δαμασκός», 1960). Το ταλαιπωρημένο οσιακό του σώμα κρύφτηκε σαν τον κόκκο του σίτου στο βάθος της γης, στην αγαπημένη του Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Βυτουμά


     Το προσωπικό ημερολόγιο του γενναίου Μητροπολίτου Διονυσίου είναι γεμάτο από ανεξίτηλες μνήμες από τις ζοφερές μέρες της κολάσεως που έζησε και φέρει τον τίτλο «Μάρτυρες, Διωγμοί 1942–1945». Σύμφωνα με όσα αναφέρει το Εισαγωγικό του Σημείωμα (σελ. 13–14), «ο συγγραφέας είχε μια Καινή Διαθήκη μαζί του. Την είχε πάντα κρυμμένη στο στήθος του κάτω από τα ρούχα του. Στην εξευτελιστική έρευνα που του έγινε, παραδόξως, οι απάνθρωποι κατακτητές σεβάστηκαν το δικαίωμα ενός ιερέα να έχει το Ευαγγέλιο» μαζί του. 
     Είναι εκπληκτικό ότι στα εσώφυλλα αυτής της Καινής Διαθήκης υπήρχαν δύο εικονίτσες, οι οποίες, δεν ήταν τελείως κολλημένες. Σχημάτιζαν η κάθε μία ένα αδιόρατο κενό, σαν ένα είδος θήκης. Εκεί μέσα, ο κρατούμενος πατήρ Διονύσιος Χαραλάμπους, έκρυβε μικροσκοπικά χαρτάκια όπου κατέγραφε, πρόχειρα και βιαστικά, τα γεγονότα του Στρατοπέδου και τις εντυπώσεις του. Το μικρό μολυβάκι που είχε για τον σκοπό αυτό, το έκρυβε με τέχνη μέσα στην παντόφλα του. Τα δε γράμματα ήταν τόσο ψιλά, ώστε διαβάζονταν μονάχα με την βοήθεια ενός φακού.
     Οι «Μάρτυρες», λοιπόν, μας διανοίγουν την θύρα για να θεωρήσουμε, μέσω κάποιων αποσπασμάτων του αυτοβιογραφικού του λόγου, τον πόνο του ανείπωτου μαρτυρίου του καθώς και όλη την ανδρεία, την υπομονή και την καρτερία, την αντοχή και το σθένος που επέδειξε σε όλη την διάρκεια και ένταση της δοκιμασίας του. Επιλέξαμε ημερολογιακά αποσπάσματα δέκα ημερών. Αρκετές, για να αντιληφθούμε, με θαυμασμό και δέος, ότι η αγιότητα και ο ηρωισμός δεν ανήκουν στα ράφια των μύθων ή των συμβατικότητων. Και ότι είναι δύο συγγενικά μεγέθη του μεγαλείου της ανθρώπινης ψυχής και προπάντων της σύναρσης της Χάριτος του Θεού. Για τους αγίους και τους ήρωες, η πύλη του Ουρανού είναι πάντα ορθάνοικτη και η γη πάντα τόσο λίγη… 




Β΄. Το Ημερολόγιο του Μαρτυρίου 


[1]   –23 Αυγούστου 1942–
     […] Οι καμπάνες χτυπούν. Καλούν τα πιστά παιδιά του Χριστού στη θεία θυσία της Αγάπης.
     Κι εμάς τους μαθητές Του μας πηγαίνουν, με συνοδεία, ως πρόβατα επί σφαγήν.
     Και σε λίγο, στην Γκεστάπο, μπροστά στους σταυρωτές. Ένας μισόγυμνος νεαρός. Χρώμα μπακιρένιο, μάτια λοξά, με χρυσά γυαλιά, μπράτσα ατσαλένια. Όψη τραχιά και σκληρή. Ο Ανακριτής. Ο ξακουσμένος για την …λεπτότητα και την ευγένειά του, ο κ.Χάλκο. Κι ένας άλλος: γηραλέος τούτος, χοντρός, φιλήδονος, γεμάτος σαρκασμό και ειρωνεία, ο κ.Λόχερ, ο Διερμηνέας. Μιλά τα ελληνικά καλύτερα κι από μας. Σμυρνιός, φραγκολεβαντίνος.
     –Φιλοξένησες εσύ και περιποιήθηκες στο Μοναστήρι σου κανέναν Άγγλο στρατιώτη;
     Σκέφτομαι. Πριν προφθάσω ν’ απαντήσω, μού ’ρχεται μια κατακεφαλιά. Το καλυμμαύχι πέφτει και κυλά στο πάτωμα. Δεν τολμώ να σκύψω να το πάρω.
     Ομολογώ πως φιλοξένησα τον Άγγλο και προσπαθώ να κρύψω όλους τους άλλους που είχαν αναμιχθεί στην υπόθεση. Αυτό, κυρίως, είναι που προκαλεί τη μανία του Ανακριτή. Με αρχίζει στο ξύλο χωρίς περιορισμούς και προσχήματα. Πιο πολύ, με χτυπά στα χέρια. Σε λίγο, είχαν πρησθεί και μελανιάσει. Μου δίνει δυνατές γροθιές στο στομάχι.
     Αναίσθητο, με πετούν σ’ ένα μπουντρούμι. Κάποτε συνέρχομαι. Είμαι ολομόναχος μέσα στο σκοτάδι κι αυτό μου μιλά με τόση ευγλωττία! Ώστε αυτό που φοβόμουν είναι, πια, πραγματικότητα. Παρακαλώ τον Κύριο να μου δώσει θάρρος και δύναμη...

[2]   –24 Αυγούστου 1942–
     Το δράμα, συνεχίζεται. Αλλά με περισσότερα πρόσωπα. Πρωταγωνιστής, εγώ.
     –Πού θα πας, κακούργε; με υποδέχονται μόλις μ’ ανέβασαν στη σκηνή.
     Μου δείχνουν μια κόλλα χαρτί.
     –Εδώ έχουμε όλη σου τη δράση. Πες μας, γιατί θα σε σκοτώσουμε. Ποιους άλλους Άγγλους φιλοξένησες και πού τους έχεις κρυμμένους; και με χτυπούν όπου βρουν.
     Τους μιλώ, κι αυτοί λένε: «Πες μας!». 
     «Πες μας αν το ξέρει ο Δεσπότης! 
     Πες μας πού είναι η οργάνωση που σε διέταξε να κάνεις αυτά τα πράγματα! 
     Πες μας!... Πες μας!... Πες μας!...».
     Εγώ σωπαίνω κι αυτοί χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Φέρνουν τον Εγγλέζο. Μόλις με αντίκρισε, τά ’χασε. Ασφαλώς, δεν είχε φανταστεί πως θα κατέληγαν εδώ τα πράγματα.
     Του λένε:
     –Εκτός από τούτον εδώ, ποιος άλλος σε γνώρισε στο Μοναστήρι;
     Δεν απαντά αμέσως. Σκέφτεται, σαν να προσπαθεί να θυμηθεί. Κι αυτοί, για να τον διευκολύνουν τάχα, διατάζουν να φέρουν στη σκηνή και τον πατέρα Ευγένιο. Σε τούτο το μεταξύ όμως, εγώ βρίσκω καιρό και κάνω ένα νόημα του Άγγλου. Έξυπνος καθώς είναι, καταλαβαίνει στη στιγμή. Και μόλις βλέπει τον πατέρα Ευγένιο, τους λέει:
     –Δεν τον γνωρίζω!
     Καλά που δεν γύρισαν να με κοιτάξουν! Γιατί ασφαλώς θα διέκριναν στο πρόσωπό μου μια λάμψη χαράς.
     [...] Ρωτούν, και μας εξετάζουν όλους κατ’ αντιπαράσταση. Και πάντα καταλήγουν πως ο πρωταγωνιστής είμαι εγώ, –δωσ’ του ξύλο! Χτυπούν πια για σκοτωμό. Κεφάλι, πρόσωπο, χέρια, πόδια, όλα είναι πιο μαύρα κι από το ράσο μου, σπασμένα, καταματωμένα.
     Και το δράμα τούτο, σήμερα, είναι τρίπρακτο. Παίζεται πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Πόνος ανείπωτος.
     «Τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα…»
     (Υπόμνημα, μετά τον Οίκο του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής, στην Ακολουθία των Παθών).
     Η σκέψη αυτή, με τριγυρίζει σαν μέλισσα:
     «Είναι χειρότερο το δικό μου ξύλο από το φρικτό φραγγέλωμα του Κυρίου;...». 

[3]   –25 Αυγούστου 1942–
     Το δράμα, εξελίσσεται σε τραγωδία. Γιατί σήμερα, μαζί με το ξύλο, έχουμε και τους εξευτελισμούς, το ψυχικό μαρτύριο. Εξευτελισμοί, που μονάχα τέρατα απιστίας και αθεΐας θα μπορούσαν να τους επιβάλλουν σ’ έναν λειτουργό του Υψίστου.
     Μου βγάζουν το ράσο. Ύστερα και το αντερί. Με αφήνουν με τα ματωμένα εσώρουχα. Με δέρνουν, με κοροϊδεύουν, με βρίζουν. Ό,τι κακό έχουν ακούσει για έναν οποιονδήποτε κληρικό, μου το φορτώνουν επάνω μου: «Κάνεις αυτό… κάνεις εκείνο…». Χείμαρρος, οι αισχρολογίες που με κατακλύζουν.
     Αυτό, με κάνει να πονώ πολύ περισσότερο από τα σωματικά βασανιστήρια. Στο πρόσωπό μου, χορταίνουν το μίσος τους προς τον Ελληνικό Κλήρο.
     Για μια στιγμή, παίρνουν κάτι με το οποίο καθαρίζουν τις κάνες των ντουφεκιών, το βουτούν μέσα σ’ ένα μαύρο υγρό και μ’ αυτό μου πασαλείβουν το πρόσωπο. Και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
     Αγωνίζομαι νά ’χω διαρκώς το Μαρτύριο Εκείνου που «ἐκένωσεν ἑαυτόν» (Φιλιπ. β΄ 7), για να μη λυγίσω. Τι, αγώνας!
     Φθάνει, άραγε, Θεέ μου; 
     Φθάνει η δική μου «κένωση»; 
     Βοήθησέ με, Κύριε, ν’ αντέξω ως το τέλος!
     Ύστερα πάλι μόνος, στο θεοσκότεινο μπουντρούμι. 
     «Οὐαὶ τῷ ἑνί!» (Ἐκκλ. δ΄ 10)
     («Αλίμονο σ αυτόν που μένει μόνος του!»)
     Ομολογώ πως τον φιλοξένησα αυτόν τον άνθρωπο. Και τον βοήθησα επίσης. Δεν τους φτάνει όμως; Με πιέζουν να ανοίξω το στόμα μου. Να κάνω αποκαλύψεις, να γεμίσουν τα μπουντρούμια. Να σκοτώσουν στη σειρά. Να τσουβαλιάζουν συνέχεια και να χορταίνουν τα ψάρια με ανθρώπινες σάρκες. Μα, αν ο ιερέας οφείλει να κρατήσει μυστικό ένα ασήμαντο παράπτωμα, πώς μπορεί να φανερώσει κάτι από όπου εξαρτάται η ζωή ενός αδελφού του;
     Μα, πάλι το ξύλο, τα μαρτύρια, οι εξευτελισμοί. Πώς να τα βαστάξω όλ’ αυτά; Αν με λυγίσουν; Αν μου ξεφύγουν λόγια που μπορεί να επιβαρύνουν κι άλλους; Για σταθείτε! Ως πού θα πάει αυτό; Δεν μπορώ άλλο! Ναι, αυτό κάντε. Μια και καλή, μια κι έξω! Ναι, αυτό θα κάνω. Να κλείσω μια για πάντα το στόμα μου. Έτσι, γλιτώνω και εγώ και οι άλλοι. Η ψυχή μου, παλεύει απεγνωσμένα. Κάπου γυρεύει να πιαστεί. 
     Στο σκοτάδι της αγωνίας της, ανάβει ένα φως: 
     «Μὴ ἐγκαταλείπῃς με, 
     Κύριε ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ. 
     Πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, 
     Κύριε, τῆς σωτηρίας μου». 

     (Ψαλμός Λζ΄/37ος, του Προφήτη και Βασιλιά Δαβίδ:
     «Με μ’ εγκαταλείπεις, Κύριε και Θεέ μου·
     μη φεύγεις μακριά μου!
     Έλα γρήγορα και βοήθησέ με,
     Κύριε και Σωτήρα μου!»)...

[4]   –26 Αυγούστου 1942–
     Ύστερ’ από την πρωινή «παιδεία», με μεταφέρουν σ’ ένα άλλο μπουντρούμι. Εδώ, βρίσκω άλλες δυο πονεμένες ψυχές. Ο ένας, καπετάνιος. Ο άλλος, πλούσιος νεανίσκος. Και όμως η ψυχική ένωση γίνεται αμέσως. Ο πόνος, δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους.
     Σαν να είμαι πατέρας, αδελφός, συγγενής, φίλος και γνωστός τους. Με συμπονούν. Ζουν κι αυτοί τον δικό μου πόνο· ζουν και τις προσευχές μου. Τρεις τώρα μαζί, γονατιστοί, παρακαλούμε τον Θεό.
     –Προσευχή! τους λέω. 
     «Προσευχὴ τῷ μὲν Ἰωνᾷ 
     τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, 
     τὸν δὲ Ἐζεκίαν 
     ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου 
     πρὸς ζωὴν ἐπανήγαγε, 
     τοῖς δὲ τρισὶ νέοις 
     εἰς πνεῦμα δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρεψε».

     (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης·
     «Λόγος εἰς τὴν προσευχήν»:
     «Ἡ προσευχὴ 
     μετέβαλε γιὰ τὸν Ἰωνᾶ
     σὲ σπίτι τὸ κῆτος,
     ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὸν Ἐζεκία
     ἀπὸ αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ θανάτου.
     Καὶ γιὰ χάρη τῶν Τριῶν Νέων
     μετέστρεψε τὴ φλόγα τῆς καμίνου 
     σὲ δροσερὴ αὔρα»). 

     Κάνουν ό,τι μπορούν για να μου δείξουν τη χριστιανική τους αγάπη.
     Μου λένε:
     –Πρέπει κάτι να βάλεις στο στόμα σου κι εσύ. 
     Τέσσερις μέρες τώρα, δεν έχεις φάει τίποτε.
     Μα, πού όρεξη! Το στόμα μου, είναι φαρμάκι. Ξημερώνει. Και περιμένω ν’ ακούσω το τρομερό κουδούνισμα των κλειδιών στην πόρτα, να δω την απαίσια μορφή του Γκεσταπίτη να μου κάνει νόημα με το δάχτυλο, –ενώ συγχρόνως θα σφυρίζει με απάθεια–, να πάω στο αφεντικό του τον Χάλκο. Περιμένω, και με συνέχει η αγωνία. Αγωνία, που μόνον όσοι έχουν περάσει μέσ’ από τα στοιχειωμένα μπουντρούμια της Γκεστάπο μπορούν να την έχουν νοιώσει.
     Μεσημέρι. 
     Κι επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή.
     Βραδυάζει. 
     Πάλι μπροστά στους κανίβαλους. 
     Ο πόνος! Αχ, ο πόνος! 
     Είναι ανάγκη να μας τυλίξει μέσα στην καθαρτήρια φλόγα του. Να κάψει και να λιώσει όλα τ’ αδόκιμα μέταλλα που έχουν εισχωρήσει στην ψυχή μας, και να την κάνει να λάμψει μ’ όλη την καθαρότητα που είχε, βγαίνοντας απ’ τα χέρια του Δημιουργού...

[5]   –27 Αυγούστου 1942–
     Νέο πρόσωπο στη σκηνή του δράματος: ο Διοικητής της Γκεστάπο. Σωστός χοντρόλυκος. Τού ’χουν πει φαίνεται πως, ενώ αυτοί με χτυπούν, εγώ επικαλούμαι τη βοήθεια του Θεού. Και με φοβερίζει, κουνώντας το ραβδί του:
     –Τεός, ε; Να, Τεός!
     Και μου δείχνει το ξύλο.
     Δεν με ξαφνιάζει. Προχθές, τα ίδια και χειρότερα δε μού ’λεγε κι ο Χάλκο, όταν είχε έρθει στο αποκορύφωμα της μανίας του και κατέβαζε όπου έφτανε τις βουρδουλιές; Απ’ τον υπερβολικό πόνο είχαν κολλήσει τα χείλη μου. 
     Τόσο μονάχα άνοιγαν, όσο για να ψιθυρίζουν: 
     «Θεέ μου!... Θεέ μου!...».
     Τότε, γεμάτος λύσσα, μου λέει:
     –Τεός; Ντεν έκει Τεός! Να, Τεός!
     Και μου δείχνει το κάδρο του Χίτλερ. 
     Μ’ όλο μου τον πόνο δεν βάσταξα κι εγώ:
     –Θεός, υπάρχει! Και θά ’ρθει η ώρα που θα ζητήσετε το έλεός Του!
     Ο Διοικητής είναι …ευγενέστατος κύριος.
     Με ρωτά με τον διερμηνέα:
     –Πού θέλεις να σε χτυπήσω;
     Σαν ν’ άφησαν και κανένα μέρος αχτύπητο κι άματωτο! Αφού, ούτε να πλαγιάσω μπορώ, ούτε και να σταθώ στα πόδια μου. 
     Πάω να του μιλήσω και γυρίζει το πρόσωπό του αλλού.
     –Δε θέλει, λέει ο… κ.Λόχνερ γελώντας σαρκαστικά, να τον κοιτάζεις όταν του μιλάς, μην πετούν τα σάλια σου τα βρώμικα επάνω του.
     Κι αρχίζει κι ο ίδιος ο κ.Διοικητής να με δέρνει σκληρά, αλύπητα.
     Χτύπα όσο θέλεις. 
     Τό ’χουμε περάσει πια το ακρωτήριο της αναισθησίας...

[6]   –28 Αυγούστου 1942–
     Πρώτη βραδιά πού ’κλεισα λίγο τα μάτια μου. Το ματωμένο μου ράσο είναι στρώμα, σκέπασμα και προσκέφαλο συγχρόνως.
     Ο θάνατος, δεν απέχει πολύ. Θα με σκοτώσουν. Θ’ ανεβώ στον ουρανό. Κι εκεί… Εκεί είναι ο Κύριος, ανάμεσα στον Χορό των Μαρτύρων της Πίστεως!
     Με πήρε για λίγο ο ύπνος. Ξύπνησα ξαλαφρωμένος. Και το μαρτύριο σήμερα ήταν κάπως λιγότερο…
     […]

[7]   –30 Αυγούστου 1942–
     Σήμερα, που έβαλαν μία άνω τελεία στο καθημερινό μαρτύριο, κάθομαι και περιεργάζομαι το …μέγαρο όπου τόσες μέρες τώρα μένουμε κλεισμένοι. 
     Στενό, χαμηλό, με δυο παραθυράκια–τρύπες, που η μία είναι σαν να μην υπάρχει καθόλου. Γιατί βλέπει μέσα σε μια σκοτεινή στοά. Η άλλη, μας δείχνει έναν κήπο με δένδρα. Τα πιο πολλά, είναι χωρίς κλαδιά. Όσο χοντρά κι αν ήταν, έγιναν ρόπαλα και έσπασαν κόκκαλα Ελλήνων.
     Οι τοίχοι του κελλιού είναι γεμάτοι ονόματα και σημειώσεις: 
     «Εἴμαστε οἱ πέντε λεβέντες
     ποὺ πεθαίνουμε παλληκαρίσια
     γιὰ τὴν Πατρίδα μας»
     κι από κάτω οι υπογραφές, δυσανάγνωστες.

     «Ὅποιος χάσει χρήματα, χάνει πολλά.
     Ὅποιος χάσει φίλο, χάνει περισσότερα.
     Ἀλλ’ ὅποιος χάσει τὸ θάρρος του,
    χάνει τὸ πᾶν»
     Λήμνιος Κ.

     Κάνω κι εγώ το ίδιο και γράφω: 
     «Τὸν ἀθλητὴν τὸ στάδιον·
     τὸν κυβερνήτην ὁ χειμών·
     τὸν στρατηγὸν ἡ παράταξις·
     τὸν δὲ Χριστιανὸν ὁ πειρασμὸς δοκιμάζει».

     (Βασιλείου του Μεγάλου·
     «Ὁμιλία ῥηθεῖσα ἐν λιμῷ καὶ αὐχμ»:
     «Τον αθλητή τον δοκιμάζει το στάδιο·
     τον κυβερνήτη, η βαρυχειμωνιά·
     τον στρατηγό, το στρατόπεδο·
     και τον Χρι­στιανό τον δοκιμάζει 
     και τον αναδεικνύει η δοκιμασία»). 
     […]

[8]   –31 Αυγούστου 1942–
     Στις 9 αρχίζει η τακτική, πια, ανάκριση. Ο Λόχνερ, κάνει τις ερωτήσεις. Εγώ, απαντώ. Κάποιος άλλος, γράφει στη γραφομηχανή. Ο Λόχνερ, προσπαθεί να με μπλέξει. Κάθε τόσο, πρέπει να λοξοδρομώ για ν’ αποφεύγω τους σκοπέλους. Και με βοηθάει το δυνατό χέρι του έμπειρου Κυβερνήτη, του Θεού.
     Ντρριιινν! Χτυπά ξαφνικά το τηλέφωνο. 
     Αυτό, χρειαζόμουν. Ξαναρχίζουμε ύστερα από πολλή ώρα. Κι αυτοί έχουν ξεχάσει πού σταμάτησαν. Εγώ αρχίζω από ’κει που ήθελα.
     Στο τέλος:
     –Γιατί τό ’κανες αυτό το πράγμα αφού ήξερες τις συνέπειές του;
     –Είχα καθήκον, ως Χριστιανός.
     –Μα, αυτοί γράφουν με κεφαλαία γράμματα: 
     «ἀπὸ Ἀγγλοφιλίαν».
     Ας είναι.
     Άλλο ξύλο, δεν σηκώνω πια.
     Υπογράφω.
     […]

[9]   –22 Μαρτίου 1943–
     Δάκρυα και συγκινήσεις. 
     Έμαθαν οι δικοί μας και οι φίλοι πως θα μας πάρουν από κοντά τους. Θα μας τραβήξουν μακρυά, πολύ μακρυά από την αγαπημένη μας Πατρίδα. 
     Θα μας πάνε στη Γερμανία, εκεί που πέφτουν απ’ τον ουρανό τόννοι ολόκληροι της δικαίας τιμωρίας. Και φοβούνται για τη ζωή μας. 
     Λησμονούν ότι, 
     «οἶδεν Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι» (Β΄ Πέτρ. β΄ 9).
     («Γνωρίζει ο Κύριος να γλυτώνει 
     απ τον πειρασμό τους ευσεβείς δούλους Του»). 
     Λησμονούν πως γνωρίζει και μπορεί, ο καλός Θεός, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται τα παιδιά Του, να τα φυλάξει και να τα σώσει.
     Δεν το έδειξε αυτό, τόσες φορές; Ο Δανιήλ, στον λάκκο των λεόντων. Οι Τρεις Παίδες, στην κάμινο του Ναβουχοδονόσορα. Ο Προφήτης Ηλίας, στα χέρια της λέαινας Ιεζάβελ. Και τόσοι άλλοι πιστοί, που βρέθηκαν σε παρόμοιους κινδύνους. Κι όμως! Δεν έπαθε κανείς απ’ αυτούς τίποτε!
     Ήρθε σήμερα και ο Στ. για να μου αναγγείλει, όλος χαρά, πως ο Μητροπολίτης καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να εξαιρεθώ απ’ αυτήν την καινούργια δοκιμασία.
     Μένουμε κάμποσο και κουβεντιάζουμε γι’ αυτήν την πιθανότητα. Όσο την καλοσκέφτομαι, τόσο και κάτι με «κεντάει» μέσα μου. Πώς ν’ αφήσω όλον τούτον τον κόσμο, μόνο του; Όλους αυτούς τους ανθρώπους που με συνδέουν μαζί τους τόσοι και τόσοι δεσμοί; Δεν είναι χρέος μου, να μείνω ως το τέλος κοντά τους, κοντά σ’ αυτούς που τώρα είναι δικά μου παιδιά; Να τους εγκαταλείψω σε τούτες τις φοβερές ώρες; 
     Και, τί θα πουν, μόλις δουν πως εγώ ξεφεύγω από τον κοινό δρόμο του μαρτυρίου;
     Κι αν σταθεί κανείς μπροστά μου και με ρωτήσει: 
     «Ε, πάτερ!... 
     Πού, τα φόρτωσες όλ’ αυτά που μας έλεγες 
     για “αγάπη” και για “αυτοθυσία”;…», 
     εγώ τί θα του αποκριθώ;
     –Άκουσε, Στ.! Να πεις του Δεσπότη, πως τον ευγνωμονώ για το ενδιαφέρον του. Μα, τον παρακαλώ θερμά, να σταματήσει κάθε ενέργεια. Η θέση μου είναι μαζί μ’ αυτούς εδώ τους ανθρώπους, που ο Κύριος με έταξε να βρίσκομαι κοντά τους. 
     Και ο Στ., μένει σύμφωνος...
     […]

[10]   –12 Απριλίου 1943–
     […]  Ένας ψιλόλιγνος Γερμανός, σωστό νευρόσπαστο, με δυο–τρεις βοηθούς, μας κάνει έρευνα. Μας βγάζουν όλα τα ρούχα και τα ψάχνουν με προσοχή. Ερευνούν ακόμα και το σώμα μας. Μια έρευνα εξευτελιστική.
     Μπροστά σ’ αυτό το πρωτοφανές θέαμα, η ψυχή μου αναστατώνεται. Μας παίρνουν όλα τα πράγματα. Μας δίνουν μόνο τα ρούχα που φοράμε και μας σπρώχνουν μέσα στα κελλιά. Αρχίζω να τρέμω. 
     Αν μου πάρουν το μικρό μου Ευαγγέλιο
     Έρχεται η σειρά μου. 
     Προχωρώ, κρατώντας το στο χέρι μου.
     –Είμαι ιερέας. 
     Σας παρακαλώ, αφήστέ το μου, αυτό! 
     Είναι η Καινή Διαθήκη.
     –Περάστε! μου κάνουν.
     Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ για το Δώρο Σου!...
     […] 





Γ΄. Το Θαύμα, για τον Επίλογο 


     «…Ας μάθετε και κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από την περίοδο της σκληρής αυτής δοκιμασίας μου. Τις τελευταίες εβδομάδες στις φυλακές της Γερμανίας, περάσαμε όλοι οι κρατούμενοι απερίγραπτη και αφάνταστη αγωνία. Καθημερινά σχεδόν –πολύ πρωί– έρχονταν στον θάλαμό μας –και όχι μόνο στον δικό μας– κάποιοι φρουροί και διάβαζαν λιγότερα ή περισσότερα ονόματα κρατουμένων. Όσοι άκουγαν το όνομά τους έβγαιναν στην άκρη του θαλάμου και μετά ακολουθούσαν τους φρουρούς. Από αυτούς, κανένας δεν επέστρεψε. Οδηγούνταν όλοι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κάθε μέρα, λοιπόν, περιμέναμε όλοι να έλθει και η δική μας σειρά. Το γεγονός, είχε αυξήσει την αγωνία μας και υποφέραμε μέρα και νύχτα. Προσωπικά, αύξησα τότε τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την προσευχή μου. Τα δύο αυτά πνευματικά όπλα με ηρεμούσαν και αύξησαν την πίστη και την ελπίδα μου στον Θεό.
     Ένα τέτοιο πρωινό, σε ώρα μελέτης, προσευχής και περισυλλογής, άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέγει:
     “Μην ανησυχείς! 
     Εσένα, δεν θα σε εκτελέσουν! 
     Θα επιστρέψεις στην πατρίδα σου 
     και θα περιμένω να έλθεις στο σπίτι Μου!”.
     Ταυτόχρονα, πρόβαλαν μπροστά μου, σαν σε κινηματογραφική ταινία, κάποια τοπία, κτήρια και εικόνες. Ταράχτηκα. Δεν ήξερα πώς να τα ερμηνεύσω και ποια σημασία είχαν αυτά για μένα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω το γεγονός και έκρινα ως καλύτερο να κάνω περισσότερη και θερμότερη προσευχή. Πέρασαν αρκετές ημέρες και τα τρέχοντα γεγονότα απορρόφησαν τις σκέψεις μου. 


     Το φαινόμενο αυτό, σιγά–σιγά, ατόνησε και το ξέχασα. Το ξαναθυμήθηκα βέβαια έντονα, όταν κατόπιν με την Χάρη του Θεού έζησα και επέστρεψα στην Ελλάδα. Τότε συνειδητοποίησα ότι με κρατούσε το χέρι του Θεού! Έμεινε όμως άλυτη η απορία μου: Ποιο να είναι άραγε το “σπίτι” της γυναίκας αυτής που μου είπε ότι θα με περιμένει να το επισκεφθώ;
     Όταν λοιπόν ήλθα για πρώτη φορά στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Βυτουμά» Καλαμπάκας, με τις πρώτες ματιές που έριξα, μου ήλθε στο νου μου εκείνο το παράξενο φαινόμενο. Θυμήθηκα αυθόρμητα τα λόγια εκείνα και αμέσως αναγνώρισα το τοπίο που μου είχε παρουσιασθεί, τότε, στη φυλακή. Ήταν ολοζώντανη, με όλες τις λεπτομέρειές της, η εικόνα του Μοναστηριού που είχα μπροστά μου. Όταν συνειδητοποίησα ότι επισκέφθηκα το “σπίτι” της άγνωστης τότε σ’ εμένα γυναίκας, κατάλαβα ότι ήλθα στο “Σπίτι” της Παναγίας!...». 



ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΡΙΚΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΓΩΝ (1907–1970) 





[(1) Διονυσίου Χαραλάμπους:
«Μάρτυρες, Διωγμοί 1942–1945»,
σελ. 1314, 40–48, 99–100, 109, 223–225,
έκδοσις Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου
Βυτουμά – Καλαμπάκας, 20046
(2) Δρ Σωτηρίου Ι. Μπαλατσούκα: 
«Διονύσιος Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών
βίος και πνευματικές παρακαταθήκες», 
κεφ. α΄, §1 και §8, 
σελ. 23, 25–29, 75–78, 
Τρίκαλα 20122.]










«…Μέσα στὴν ἀδιατάρακτη ἡσυχία ποὺ ἐπικρατοῦσε,
δίχως κόπο, ἔστρεφα τὶς κεραῖες τῆς ψυχῆς μου πρὸς τὸ θεῖο
καὶ συλλάμβανα εὐκρινῶς τὰ μηνύματα τ’ Οὐρανοῦ.
Ἀπερίσπαστος, ἐπιδιδόμουν στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη. Φιλοσοφοῦσα πάνω στὰ ἀνθρώπινα πράγματα.
Μεταρσιωνόμουν καὶ ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια. 
Διαρκῶς φτερούγιζα σὲ ὑψηλοὺς πνευματικοὺς ὁρίζοντες…».
















Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ 


Με τον Θεό
απλά χάνεις τους δρόμους του πουθενά,
τα σταυροδρόμια της σύγχυσης,
τις ατραπούς του ματαίου,
τις πινακίδες προς τον άκοσμο κόσμο.
Αποκτούν νόημα τα βήματα
στη στράτα της καρδιάς.
Κι αρχίζει μετά ένα πρωτόγνωρο διάβα
μιας άλλης εκπληκτικής περιπέτειας
που δε γνωρίζει εγκεφαλική συναίνεση,
στασιμότητα φρονήματος
και ασφάλεια αυτοδικαίωσης.
Ο Θεός, μοιάζει να είναι ο δωρητής και το δώρο
του παντού και του επί μέρους,
ο δρόμος και η πορεία,
η αφετηρία και το τέρμα,
ο συνοδοιπόρος και η δύναμη για κάθε βήμα.
Το τελευταίο –το βήμα– ανήκει,
κατά χάρη σ’ εμάς και στην ελευθερία μας.
Σ’ εμάς που,
«είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε,
ανήκουμε σ’ Αυτόν» (πρβλ. Ρωμ. ιδ΄ 8) 
παντοτεινά κι αληθινά... 








Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΙ «ΑΠΟΝΟΙ ΠΟΝΟΙ» ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

ΟΙ «ΑΠΟΝΟΙ ΠΟΝΟΙ» ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ


     Γι’ αυτούς τους παράδοξους «άπονους πόνους» των καλλινίκων Μαρτύρων του Χριστού, μας διηγείται ο γνωστός για την οσιότητα, την παραδοσιακότητα και λογιότητά του, Αρχιμανδρίτης πατήρ Ιωακείμ Σπετσιέρης (1858–1943), από ένα περιστατικό του βίου του, μέσα από τα σπουδαία και πάντερπνα «Απομνημονεύματά» του: 
     «Άλλοτε, πάλι, το Β΄ Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (σημ.: του σωτηρίου έτους 1889), ιερούργησα στο Καθολικό της Ιεράς Μονής του Αγίου Σάββα, στην Παλαιστίνη. Μετά την Θεία Λειτουργία, πορεύθηκα στο δωμάτιό μου και πήρα τα εργαλεία για να σκαλίσω κάποιο σταυρό που μου είχαν παραγγείλει, γιατί τότε εργαζόμουνα την ξυλογλυπτική τέχνη κι έφτιαχνα σταυρούς σκαλιστούς. Καθώς δούλευα, ξέφυγε το αιχμηρό σκαλιστικό εργαλείο και μου έσκισε μέχρι το κόκκαλο τον παραδάκτυλο του αριστερού χεριού. Έτρεχε το αίμα μου άφθονο! Επειδή όμως πριν από λίγο είχα λειτουργήσει, πήρα την λεκάνη κι έτρεχε μέσα σ’ αυτή το αίμα. 


     Εκείνη την στιγμή, ήρθε στο δωμάτιό μου ο ιερομόναχος πατήρ Γερμανός, είδε το αίμα και μου λέει: “Τι έπαθες;”. Του λέω: “Έσκισα το δάχτυλό μου με το εργαλείο της ξυλογλυπτικής. Αλλά παρ’ όλο που τρέχει τόσο πολύ αίμα, εγώ δεν αισθάνομαι κανένα πόνο, ούτε κι έχω καμμία άλλη ενόχληση! Αλλά μου φαίνεται σαν να είναι το χέρι μου εντελώς ξένο, σαν να είναι το χέρι κάποιου άλλου!”. 


     Μου λέει, τότε, ο ιερομόναχος Γερμανός: “Μήπως είχες τίποτα λογισμούς μέσα σου αυτές τις μέρες;’’. Του αποκρίθηκα: “Ναι, όντως!... Είχα κάποιους… Εάν, δηλαδή, πονούσαν οι άγιοι Μάρτυρες, όταν τους έκοβαν τα μέλη και καταξέσχιζαν τα σώματά τους οι τύραννοι κι έλεγα μέσα μου: ‘Μα, πώς είναι δυνατόν να μη πονούσαν;!’ …’’. 



     Τότε, γύρισε και μου είπε ο παπα–Γερμανός: “Αυτό, ακριβώς, θέλησε και η Θεία Πρόνοια να σου δείξει και τώρα! Ότι, στ’ αλήθεια, οι άγιοι Μάρτυρες δεν πονούσαν καθόλου. Γιατί, εάν όντως πονούσαν, δεν θα μπορούσαν να βαστάξουν και να υποφέρουν τους πόνους. Και, με τις πρώτες πληγές, θα παρέδιδαν σχεδόν αμέσως το πνεύμα τους. Κι επειδή εσύ μόλις βγήκες από την Θεία Λειτουργία κι έχεις μέσα σου τον Χριστό, τον Οποίον έλαβες μέσω της Κοινωνίας των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων, γι’ αυτό και δεν πονάς καθόλου τώρα. Όπως ακριβώς τότε, οι άγιοι Μάρτυρες του Χριστού’’. 
     Κατόπιν, πήγα κι έπλυνα το χέρι μου και η πληγή μου έκλεισε δίχως εγώ να νιώσω τον παραμικρό πόνο!...».



[Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη: 
«Απομνημονεύματα (Άγιον ΌροςΙεροσόλυμα)»,
τόμ. α΄, μέρος β΄, κεφ. 30ο, σελ. 148–149,
έκδοσις Ιεράς Καλύβης «Σύναξις Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, Ιούνιος 19982.]