Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΑΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, ΠΑΡΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΧΤΙΣΤΗΣ!

ΕΝΑΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, ΠΑΡΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΧΤΙΣΤΗΣ! 


     Το 1777 (ή το 1784) ο Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου ο Νοταράς (1731–1805), γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός, υποτακτικός του κελλιώτου Αγιορείτου ιερομονάχου Παρθενίου Σκούρτου (†1794 με 1802), κάτι που είχε ως επακόλουθο, σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας, το να μη λειτουργεί, να μην ιεροπρακτεί, επειδή γινόταν πια ένας απλός υποτακτικός. Εάν δεν έχει ένας επίσκοπος μέσα του απέραντη αγάπη στον ησυχαστικό βίο, εάν δεν έχει μέγα το χάρισμα της ταπεινώσεως και εάν δεν έχει γευθεί τους γλυκείς καρπούς της νοεράς προσευχής, δεν προβαίνει στο διάβημα τούτο. Στο εξής λοιπόν, ο άγιος Μακάριος, θα κυκλοφορεί και θα ζει ως απλός και δη ως φτωχός μοναχός. Θα εισερχόταν στον ναό χωρίς ιερατικά άμφια, χωρίς λαμπρή ιερατική στολή. Η παραίτησή του, μεγαλειώδης και εντυπωσιακή, εντασσόταν και αυτή στο πλαίσιο της ασκήσεώς του: αποτελούσε ένα είδος ασκήσεως κυριολεκτικά άλλων, υψηλών μέτρων. 


     Το 1778 εγκαταστάθηκε ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς στο νησί της Χίου και, συγκεκριμένα, στον Βροντάδο. Εκεί, στο Κάθισμα του Αγίου Πέτρου, η άσκησή του, έφθασε σε μέτρα υψηλά. Τον διευκόλυνε, βέβαια, το καλό κλίμα της περιοχής, οι εκεί βόρειοι άνεμοι που έπνεαν τοπικά. Κουράστηκε για την ανοικοδόμηση δύο κελλιών και την διόρθωση του ναΐσκου, αλλά εκεί στο ευλογημένο Κάθισμα είχε, αρχικά τουλάχιστον, την απόλυτη ησυχία, την οποία επιδίωκε σε όλη την ζωή του. Η πόλη, 4 με 5 χιλιόμετρα μακριά, δεν τον ενοχλούσε με την κίνηση και τους θορύβους. Ζούσε ως αναχωρητής ασκητής και ο νηπτικός του αγώνας με νοερά προσευχή, αποτελούσε το μέλημά του όλο σχεδόν το εικοσιτετράωρο, δεδομένου ότι αναπαυόταν ελάχιστα. 


     Στο κελλάκι του, δεχόταν λίγους πιστούς που ζητούσαν συμβουλές και παρηγορία πνευματική. Έβλεπε και δίδασκε όσους το ζητούσαν. Από κάποια εποχή όμως, έβλεπε πολλούς Χιώτες τις Κυριακές και ιδιαίτερα τις Μεγάλες Σαρακοστές. «Ἐκατέβαινε», σημειώνει ο βιογράφος του, στους ναούς και κήρυττε τον θείο λόγο. Δεν λειτουργούσε, αλλά «ἐδίδασκε πάντοτε εἰς τὸν καιρὸν (=στην ώρα) τοῦ Κοινωνικοῦ». Κάποτε, διάβαζε στο εκκλησίασμα και κομμάτια από κατάλληλα βιβλία. 


     Οι φιλακόλουθοι Χιώτες τον είχανε πολύ αγαπήσει, γιατί με την απλότητά τους όλα επάνω του τα αισθάνονταν και τα έβλεπαν εντυπωσιακά. Ενώ γνώριζαν όλοι πως ήταν Μητροπολίτης, αυτός φορούσε τριμμένα ρούχα, ένα ξεθωριασμένο ράσο και στην ιερή κεφαλή του ένα παλιό καλυμμαύχι, που άλλος συγκληρικός ή συμμοναστής άνθρωπος δεν θα καταδεχόταν ούτε καν να τα κρατήσει στο χέρι του. Περπατούσε ήρεμα και ταπεινά. Δεν ενοχλούσε ούτε τον αέρα. Και όταν άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, όλοι ένοιωθαν ότι ο άγιος αυτός, πριν μιλήσει με τον Θεό, είχε ασκητικά παλέψει να νικήσει τα πάθη του. Είχε ξεπεράσει τα πάθη και όλος, εσωτερικά και εξωτερικά, έγινε γαλήνιος, ήσυχος, πράος, έχοντας το βλέμμα του θωπευτικό και εναγκαλιστικό για όλους. Ο Μακάριος, ηρεμούσε το πνεύμα του ακροατή, καθοδηγώντας τον στον καλότατο δρόμο της θείας αγάπης. Δεν κήρυττε «μὲ φωνὰς ἀγρίας καὶ τραχείας, ἀλλὰ μὲ ἕνα ὁμίλημα ἥμερον, ἥσυχον, γαλήνιον, καθὼς ἦτον καὶ ἡ διδαχὴ τῶν ἁλιέων Ἀποστόλων». Το ίδιο συνέβαινε και όταν ο αναχωρητής Μακάριος διάβαζε Ψαλμούς ή άλλο Ανάγνωσμα στην Εκκλησία. Ήταν ο τρόπος της αναγνώσεώς του τέτοιος, που όλοι ένοιωθαν ν’ ανεβαίνει στον Θεό η κάθε λέξη αυτού του αναχωρητή, ότι οπωσδήποτε αυτός ο άνθρωπος συνομιλεί πραγματικά με τον Θεό. 


     Η βιοτή του Μακαρίου και η αποδοχή της από τους Χιώτες, καλή και άγια. Όμως, τα βάσανα και τα πάθη των ανθρώπων, ατελείωτα! Οι αδυναμίες και τα μίση ταλαιπωρούν πολύ τους ανθρώπους. Και έτσι που έβλεπαν τον Μακάριο, γαλήνιο και ιερό μέχρις εξαϋλώσεως, έτρεχαν, κατόπιν, στην Εκκλησία για να λάβουν και να αισθανθούν παρηγορία και βοήθεια. Ο ασκητής, είχε να κάνει τώρα μέσα του σκληρό αγώνα. Το δίλημμα, δύσκολο. Ν’ ασχοληθεί με τους φτωχούς και τους πονεμένους ή να γυρίσει στο κελλί του αμέσως, μη χάσει από την προσφιλή του προσευχή ούτε λεπτό; Ο μεγάλος ασκητής, με την δύναμη του θείου φωτισμού και της διακρίσεως, ξεπέρασε το δίλημμα. Με την άσκηση και την προσευχή μεγάλωσε τόσο πολύ η αγάπη του προς τον Θεό, ώστε αγάπησε πολύ και την εικόνα του Θεού· τον άνθρωπο. 


     Να φροντίσει, λοιπόν, τους φτωχούς και τους πονεμένους συνανθρώπους του. Με τι χρήματα, όμως; Ο ίδιος, πιο φτωχός και από τον φτωχότερο! Ζητιάνευε, ζητούσε όπου νόμιζε και θεράπευε όσες ανάγκες προλάβαινε. Κάποτε, κάποιοι του πρόσφεραν χρήματα χωρίς αυτός να τα ζητήσει, γνωρίζοντας αυτοί ότι θα τα δώσει εκεί που πρέπει. Και δεν επρόκειτο για ψιλοποσά. Βοηθούσε ο Μακάριος τους αναγκεμένους ανθρώπους ν’ αγοράσουν ζώα, να χτίσουν σπίτι, να εξοφλήσουν το χρέος. Ακόμα και μηνιαία σταθερή βοήθεια λάβαιναν από τον φιλάνθρωπο όσιο κάποιοι: «εἶχε μηνιαίαν δόσιν δωρισμένην εἰς χρόνους πολλοὺς καὶ τοὺς ἐκυβέρνα καθένα κατὰ τὴν ἀνάγκην του». 


     Στην συνάφεια αυτή, χρήσιμη φρονούμε είναι και η αναφορά στην συνδρομή και γενναία βοήθεια που ο άγιος Μακάριος προσέφερε το 1785 στον Αδαμάντιο Κοραή (1748–1833), όταν αυτός εικοσιπενταετής σπούδαζε στο Montpellier της Γαλλίας ιατρική. Μια Επιστολή ευγνωμοσύνης του Κοραή προς τον Μακάριο (της 12ης Νοεμβρίου του 1785), μας πληροφορεί ότι ο νεαρός σπουδαστής του Montpellier έλαβε από το «ὑστέρημα» του τελείως ανάργυρου και αχρήματου Μακαρίου, τόση «φιλότιμον ἐπικουρίαν», που ο ευεργετούμενος (=Κοραής), δεν «εὑρίσκει λόγους ἀξίους τῆς εὐγνωμοσύνης του». Ο Κοραής εκλαμβάνει αυτήν την «ἐπικουρίαν», τόσο σπουδαία γι’ αυτόν, ώστε να την θεωρεί «μεγαλύτερον δῶρον» και από τους θησαυρούς του Κροίσου. Το γεγονός τούτο, δείχνει ότι ο Μακάριος δεν περιορίστηκε στα μεγαλόπνοα σχέδιά του για την αναζωπύρωση της νηπτικοασκητικής ζωής και την διάδοση του φιλοκαλισμού, αλλά ενίσχυε με προσωπικές θυσίες και την γενική μόρφωση των νέων, εκτιμώντας ορθά την αδήριτη ανάγκη αυτή του υπόδουλου Γένους. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο Κοραής, ο αργότερα τόσο εχθρικά διατεθειμένος έναντι των ορθοδόξων κληρικών και της Εκκλησίας, γράφοντας τον Απρίλιο του 1797 προς τον Δημήτριο Λώτο στη Σμύρνη, τον ρωτάει με έκδηλο ενδιαφέρον: «Εἰπέ με ἂν ζῇ ὁ Κορίνθου (=Μακάριος), ὁ φίλος μου καὶ ποῦ εὑρίσκεται». 


     Εκεί στον Βροντάδο, στο Ιερό Κάθισμα της ποθητής ησυχίας του, εργάστηκε προσωπικά ο άγιος Μακάριος. Αλλά χρειαζόταν και τεχνίτη που έπρεπε να πληρωθεί. Όμως, με τι, από πού και από ποιόν, χρήματα; Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος ήταν τόσο ταπεινός και τόσο φτωχός, που κάποτε ζήτησε να εργασθεί ως βοηθός ενός χτίστη στην περιοχή του Βροντάδου. Ο χτίστης, όπως και οι περισσότεροι τότε άνθρωποι στην αρχή, δεν γνώριζε τον Άγιο. Βλέποντας ενώπιόν του έναν φτωχοντυμένο καλόγερο να του ζητάει να κουβαλάει πέτρες και λάσπη, παραξενεύτηκε και αρνήθηκε να τον προσλάβει. Στην επιμονή του άγνωστου καλόγερου υποχώρησε στο τέλος ο χτίστης και, ο άρχοντας Νοταράς, ο θαρραλέος επαναστάτης, ο επιφανής Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο αλείπτης πολλών Νεομαρτύρων, ο Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, ο πρακτικός εραστής του εμφιλόσοφου βίου, ο καθαρός αγωγός της θείας σοφίας, ο τερπνός και απλανής κήρυκας της χάριτος και της θεολογίας, ο πολύπειρος και ασφαλής καθοδηγητής ψυχών και πολύσοφος διδάσκαλος της Εκκλησίας, έτρεχε όπου τον πρόσταζε ο χτίστης· κουβάλαγε πέτρες κι έφτιαχνε λάσπη για το αφεντικό. Ήταν, με λίγα λόγια, ένας υποδειγματικός «κάλφας» (=ο βοηθός μάστορα, ο παραγιός, ο μαθητευόμενος, το τσιράκι). Και όλ’ αυτά, χάριν ολίγων χρημάτων. Και, προπαντός, χάριν ταπεινώσεως και ασκήσεως. Συνέβη, όμως, μια μέρα, να περάσει με το γαϊδουράκι του από εκεί που έχτιζαν, ένας Χιώτης που γνώριζε τον άγιο Μακάριο. Μόλις τον είδε με πέτρες και λάσπη ως ταπεινό και υπάκουο εργάτη του χτίστη, πλησιάζει τον χτίστη και τρομαγμένος του λέει: «Χριστιανέ μου, ξέρεις ποιόν έβαλες να σου κάμει τούτη την δουλειά;». Ο δε χτίστης, πολύ φυσικά, είπε ότι ο καλόγερος ζήτησε δουλειά για μεροκάματο και τον πήρε για εργάτη. Αμέσως ο Χιώτης εξήγησε ότι ο καλόγερος αυτός είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου. Ο αγαθός και ανίδεος χτίστης έπεσε στα πόδια του αγίου Μακαρίου, ο οποίος, τώρα πια, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, και το μεροκάματο έχασε, αλλά και το είδος αυτό της ασκήσεως στερήθηκε, μια για πάντα!… 



ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (1933–2012)
–ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ–
Ή, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ




[Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου:
«Άγιος Μακάριος Κορίνθου
Ο Γενάρχης του Φιλοκαλισμού»,
κεφ. δ΄ και ζ΄, σελ. 94–95 και 128–133,
εκδόσεις «Ακρίτας», Αθήνα, Μάρτιος 20001.]











 
 















     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου