Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ


   Κι αν τόσο θες να φύγεις
σε ταξίδια αλαργινά,
άσε ακόμη και τους δρόμους
που το διάβα σου βαστάζουν
ν’ αγαπήσω σιωπηλά.
   Είναι που η καρδιά
δεν παύει ν’ αναζητά κραταίωση
μέσα από παρακλήσεις
που ελάχιστα φαντάζεται κανείς.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Η ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΑΓΑΠΗ

Η ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΑΓΑΠΗ


     Ας σταματήσουμε τους ρόλους που μας σώζουν πρόσκαιρα. Μη κάνουμε συνέχεια πώς απορούμε. Μη σπαταλούμε άλλο τον εαυτό μας με άσκοπες ερωτήσεις. Όλες οι πειστικές απαντήσεις είναι ήδη μέσα μας πριν καν να έρθουν και εμφανιστούν τα σωσίβια των «γιατί» που χρειαζόμαστε για να δικαιωθούμε. Μη το παίζουμε ανίδεοι και ανήξεροι, μια ζωή κύριοι και ανεύθυνοι. Μην επικαλούμαστε άλλο, τόσο πολύ άγνοια στις τόσες ποταπότητες, τις σκληρότητες, τις ανοησίες και τις αδιακρισίες που σκορπούμε παντού. Είναι η χείριστη φθήνια αυτό, μια άλλη μορφή αδιαχείριστης βαρβαρότητας. Ας είμαστε μια φορά ειλικρινείς, ντόμπροι και ευθείς με τον εαυτό μας και με τους άλλους που υπομένουν σιωπηλά τόσα χρόνια τις ακατανόητες απωθήσεις της έκρυθμης φτιαξιάς μας. Η αγάπη είναι καθαρή δύναμη ελευθερίας και ευαισθησίας μαζί· φεύγει απαθώς μ’ ένα σύντομο νεύμα, μ’ ένα στιγμιαίο βλέμμα και με μια λεπτή διάθεση που κρύφτηκε από τα εξωτερικά σχήματα, τα λόγια, τις φράσεις, τις διαβεβαιώσεις, τις υποσχέσεις, τις αβρότητες και τις δικαιολογίες. Η αγάπη αγαπά να φεύγει, όταν η καρδιά μας δεν έχει καμία προσοχή και σημασία να της προσφέρει επάξια, όταν τη θεωρούμε δεδομένη, σίγουρη, αυτόματη και ευνόητη στη ζωή μας, όταν τη διεκδικούμε με τις κούφιες δηλώσεις, με άχρηστα λόγια, με την αδιαφορία και την απραξία του βίου μας, όταν την αναγκάζουμε με τον επηρμένο μας τρόπο να φύγει μακριά, αυτή που από τη φύση της δεν έμαθε να φεύγει ποτέ και να εγκαταλείπει κανέναν. Η αγάπη θέλει αγάπη για να μείνει· για να μείνει μέσα μας και γύρω μας.

π. Δαμιανός





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ΒΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΩΝ

ΒΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΩΝ


     Με κάθε τρόπο φαίνεται ότι τελευταία έχουμε γίνει οι πιο τέλειοι διδάσκαλοι, ο πιο ακάματοι διδάχοι και κατηχητές, οι πιο περίφημοι γνώστες των θείων μυστηρίων, των αποκαλύψεων και των δογμάτων, οι άριστοι εκκλησιολόγοι, πατρολόγοι, αγιολόγοι και οι πιο εξαίρετοι βιβλολόγοι, εδαφιολόγοι και προφητολόγοι προς κάθε πιστό ή άπιστο άνθρωπο, σε κάθε ευκαιρία συνάντησής μας με τον ανύποπτο πλησίον, έναντι σε κάθε καρδιά και πρόσωπο που γνωρίζουμε ως συνήθως επιδερμικά και ανέγγιχτα, σε κάθε στιγμή και χρόνο, τόπο και περίσταση. Και όλο αυτό το δριμύ «ιεραποστολικό» φαινόμενο τελικά είναι ένας τέλειος «αυτοσωστικός» μηχανισμός, τόσο όμως παιδαριώδης και αστείος, τόσο άσχημος, ανεδαφικός, άκομψος και προσβλητικός κάποιες φορές! Προβάλλουμε προς τους άλλους πολλές και ατέρμονες θεωρίες –όσο γίνεται πιο «χριστιανικές»– μόνο και μόνο για να μη δούμε και για να μη νοιώσουμε ποτέ μέσα μας το πόσο τελικά δεν καταφέραμε να βιώσουμε προσωπικά τη μυστική και ειρηνική αλήθεια του Χριστιανισμού. Μετατρέψαμε την όποια μας εκτόνωση, εμμονή και αδιακρισία, το όποιο μας πάθος και κόλλημα σε σαρωτική «ιεραποστολή», σε πληθωρική υπερκατήχηση και –για να είμαστε και λίγο πιο update– σε πολυθεματική ιστολόγηση· και, αν όντως είναι πια τόσο αθεράπευτα αναγκαίο για μας να συγκεντρώνουμε συνεχώς πάνω μας πληθώρα θετικών εντυπώσεων από τους θρησκευόμενους συνανθρώπους μας, ίσως είναι γιατί μέσα από αυτές ακριβώς τις εντυπώσεις τροφοδοτείται ο δυστυχής, μόνος, άδειος, κούφιος και πονεμένος εαυτός μας. Η αποδοχή, η εκτίμηση, η αναγνώριση, η εύνοια, η επευφημία και η επιδοκιμασία του κόσμου –που σε γενικές γραμμές διψά μόνο να ξέρει, δίχως ποτέ να γνωρίζει– αν μη τι άλλο, είναι το αγαπημένο μας γιατρικό ή έστω το πιο προτιμητέο μας κατάπλασμα. Αλλά ο χριστιανισμός που τόσο ασταμάτητα και ανεξάντλητα «κηρύσσουμε» προς κάθε κατεύθυνση, δεν παύει ωστόσο να είναι ταυτόχρονα εκείνος ο απαραχάρακτα βιωματικός χριστιανισμός που μπορεί κάλλιστα να μαστιγώνει δριμύτατα όσους τολμούν να τον υποκρίνονται. Κι εμείς, όλη ετούτη την πρόδηλη «ανεμπειρία» ή την υποκρισία των πολλών μας αδιάφορων και πληκτικών παραινέσεων –κακά τα ψέματα!– τη θέλουμε με το να τη σκεπάζουμε αδιάφορα διαρκώς. Τη δε μεγάλη αυτογνωσιακή και αυτοκριτική σοφία που απαιτεί το Ευαγγέλιο να ενστερνιστούμε πρακτικά στην οδό της ζωής μας, όχι.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


      Όταν το άγιο και πανάχραντο τέκνο που ο Θεός χάρισε στο ανθρώπινο γένος –το προ πολλού στείρο εξαιτίας της αμαρτίας, των παθών και του θανάτου– έφθασε στην ηλικία των δύο χρόνων, ο πατέρας του Ιωακείμ είπε στη σύζυγό του: «Ας το οδηγήσουμε στον Ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε να το αφιερώσουμε από τρυφερή ηλικία στον Παντοδύναμο». Η Άννα, όμως, απάντησε: «Ας περιμένουμε να γίνει τριών ετών, γιατί μπορεί να ζητά τον πατέρα και τη μητέρα της, και να μη μείνει στον Ναό του Κυρίου».

      Όταν το παιδί έγινε τριών ετών, οι γονείς του αποφάσισαν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους και να προσφέρουν το τέκνο τους στον Ναό. Ο Ιωακείμ κάλεσε τότε κόρες Εβραίων από καθαρή φυλή να το συνοδεύσουν στον Ναό προπορευόμενες με αναμμένες λαμπάδες, έτσι ώστε το φως να τραβήξει το ενδιαφέρον του παιδιού και μη μπει αυτό στον πειρασμό να στραφεί πίσω προς τους γονείς του. Η πάναγνος Παρθένος όμως, η οποία είχε υψωθεί από Θεού σε μεγάλο βαθμό αρετής και αγάπης των ουρανίων πραγμάτων, βαθμό ανώτερο από κάθε άλλο πλάσμα, όρμησε τρέχοντας προς τον Ναό. Πέρασε μπροστά από τις παρθένες της συνοδείας της και δίχως ένα βλέμμα για τον κόσμο ρίχθηκε στην αγκαλιά του αρχιερέα Ζαχαρία, που την περίμενε στην πύλη συνοδευόμενος από τους πρεσβυτέρους. Ο Ζαχαρίας την ευλόγησε, λέγοντας: «Ο Κύριος δόξασε τ’ όνομά σου σε κάθε γενεά. Στο πρόσωπό σου θα αποκαλύψει κατά τις έσχατες ημέρες τη Λύτρωση που ετοίμασε για το λαό Του». Και πράγμα ανήκουστο για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, εισήγαγε το παιδί μέσα στα Άγια των Αγίων, όπου μόνον ο αρχιερέας μπορούσε να εισέλθει μία φορά τον χρόνο κατά την εορτή του Εξιλασμού. Το έβαλε να καθίσει στο τρίτο σκαλί του θυσιαστηρίου και η Χάρη του Κυρίου από τότε την επισκίασε. Όσοι ήταν εκεί παρόντες θαύμασαν τούτο το θέαμα που υποσχόταν μεγάλα θαύματα, τα οποία ο Θεός επρόκειτο σύντομα να πραγματοποιήσει στο πρόσωπό της.

      Έχοντας έτσι εγκαταλείψει τον κόσμο, τους γονείς της και κάθε δεσμό με τα αισθητά πράγματα, η αγία Παρθένος παρέμεινε στον ναό μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών. Φθάνοντας λοιπόν σε ηλικία γάμου, οι ιερείς και οι πρεσβύτεροι φοβήθηκαν μήπως μολύνει το άδυτο και την εμπιστεύθηκαν στον αγνό Ιωσήφ που ήταν χήρος, για να διαφυλάξει την παρθενία της, παρουσιαζόμενος ως μνηστήρας της. Κατά τα εννέα αυτά χρόνια, η Παναγία τρεφόταν με τροφή πνευματική που της έφερνε άγγελος Κυρίου. Διήγε βίο ουράνιο, ανώτερο εκείνου των προπατόρων μας στον Παράδεισο. Δίχως μέριμνες, δίχως πάθη, έχοντας ξεπεράσει τις ανάγκες της φύσεως και την τυραννία των ηδονών, δεν ζούσε παρά μόνον για τον Θεό, με τον νου της προσηλωμένο κάθε στιγμή στη θεωρία του κάλλους Του. Προσευχόμενη αδιαλείπτως και επαγρυπνώντας στον εαυτό της, η αγία παιδίσκη κατόρθωσε κατά την παραμονή της στον Ναό να καθαρίσει την καρδιά της, έτσι ώστε να γίνει ακηλίδωτος καθρέπτης, όπου απαυγάζεται η δόξα του Θεού. Φόρεσε τη λαμπρή στολή των αρετών, ως μελλόνυμφη, για να προετοιμασθεί για την μέσα της έλευση του θείου Νυμφίου Χριστού. Κατόρθωσε τέτοια τελειότητα, που συνόψισε στο πρόσωπό της όλη την αγιότητα του κόσμου και, αφού ομοιώθηκε μέσω της αρετής με τον Θεό, προσείλκυσε τον Θεό να «ομοιωθεί» με τους ανθρώπους διά της Ενανθρωπήσεως.


     Από τα βάθη του αδύτου, όπου εισήλθε σε ηλικία που τα άλλα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν, η Παναγία άκουγε κάθε Σάββατο τα αναγνώσματα του Νόμου και των Προφητών που απευθύνονταν στον λαό στο κοινό τμήμα του Ναού. Με τη διάνοιά της οξυμμένη από την ησυχία και την προσευχή, έφθασε έτσι στη γνώση του βαθύτερου νοήματος των μυστηρίων των Γραφών. Ζώντας εν μέσω αγίων μυστηρίων και θεωρώντας την ίδια της την αγνότητα, κατανόησε ποιο ήταν το σχέδιο του Θεού καθ’ όλη την ιστορία του περιούσιου λαού Του. Διέγνωσε ότι όλος αυτός ο χρόνος ήταν αναγκαίος για να ετοιμάσει ο Θεός μία μητέρα στους κόλπους της ανθρωπότητας που αποστατεί και ότι αυτή, παιδί άγιο που διάλεξε ο Θεός, έπρεπε να γίνει ο αληθινός και ζωντανός Ναός της θεότητας. Τοποθετημένη στα Άγια των Αγίων, όπου φυλασσόταν τα τεκμήρια της επαγγελίας του Θεού, η Παρθένος αποκάλυπτε ότι τα σύμβολα και οι προτυπώσεις έπρεπε να εκπληρωθούν στο πρόσωπό της. Αυτή η ίδια ήταν το Άδυτο· η Σκηνή του Λόγου του Θεού· η Κιβωτός της Καινής Διαθήκης· η Στάμνα που έφερε το εξ ουρανού Μάννα· η Ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει· η Πλάκα του Νόμου της Χάριτος. Σε αυτήν διασαφηνίζονται οι σκιώδεις προφητείες: είναι η Κλίμακα που ενώνει τη γη με τον ουρανό, την οποία είδε στο όνειρό του ο Πατριάρχης Ιακώβ· η Στήλη νεφέλης που αποκαλύπτει τη δόξα του Θεού· η κούφη Νεφέλη του Προφήτη Ησαΐα· το αλατόμητο Όρος του Δανιήλ· η κλειστή Πύλη του Ιεζεκιήλ, δια της οποίας ο Θεός ήρθε να επισκεφθεί τους ανθρώπους· η ζώσα και σφραγισμένη Πηγή, που αναβλύζει εντός μας τα ύδατα της αιώνιας ζωής. Θεωρώντας πνευματικώς τα θαύματα τούτα που επρόκειτο να λάβουν χώρα στο πρόσωπό της, δίχως ακόμη να κατανοεί σαφώς πώς θα πραγματοποιούνταν, η Παναγία ανέπεμψε την προσευχή και τη μεσιτεία της προς τον Θεό με μεγαλύτερη ακόμη ένταση, για να σπεύσει ο Κύριος να εκπληρώσει τις υποσχέσεις Του και να σώσει το ανθρώπινο γένος, ερχόμενος Αυτός ο Ίδιος να κατοικήσει μεταξύ των ανθρώπων ως τέλειος άνθρωπος.

     Όταν η Θεοτόκος εισήλθε στα Άγια των Αγίων, ο χρόνος δοκιμής και προετοιμασίας της Παλαιάς Διαθήκης πήρε τέλος και σήμερα εορτάζουμε τους αρραβώνες του Θεού με την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό η Εκκλησία αγάλλεται και προτρέπει όλους τους φίλους του Θεού να αποσυρθούν κι αυτοί στον ναό της καρδιάς τους για να προετοιμάσουν την έλευση του Κυρίου με τη σιωπή και την προσευχή, απομακρυνόμενοι από τις απολαύσεις και τις μέριμνες του κόσμου.


ΕΠΙΜΥΘΙΟ

     Η Παναγία, με την είσοδό της στον Ναό του Θεού και ιδιαίτερα στα Άγια των Αγίων, απέτισε αυτή η ίδια διαχρονικά ενώπιον του Θεού φόρο καθαρμού και εξιλασμού για όλη την ανθρωπότητα, για όλους τους ανθρώπους κάθε τόπου και εποχής. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, βαθούλωσε κυριολεκτικά τις πέτρινες πλάκες του δαπέδου του Ναού από τις ακατάπαυστες γονυκλισίες της και τις αέναες προσευχές της. Μας έδειξε βαθιά και έμπρακτα τον δρόμο της καθαρής λατρείας· όχι της τυπικής, της επιφανειακής, της ρηχής, της κούφιας και της κενόδοξης, αλλά της μυστηριακής και της μυστικής, της εσωτερικής και της καρδιακής, της απλανούς και αληθινής. Μας προτρέπει συνέχεια με το ακατάλυτο παράδειγμά της να αφήσουμε πέρα όλες τις ζαλιστικές ασάφειες και τις γενικεύσεις, τις αναλήθειες, τις δικαιολογίες, τις αντιδράσεις, τις αντιρρήσεις, τις πολλές θεωρίες, «τα λόγια τα πολλά και τα μεγάλα», τις εντυπώσεις και τους εντυπωσιασμούς, τις πολλές απατηλές υπερδραστηριότητες της αυτοδικαίωσής μας, τις σαγηνευτικές επιδείξεις, τα πλάνα μας θελήματα, τους εγωισμούς, την αλαζονεία, την οίηση, τον θόρυβο και την ταραχή των παθών μας, τους φόβους και τις αδυναμίες μας που υπάρχουν σε αφθονία πίσω από μια κίβδηλη και κενή θρησκευτικότητα, και μας παροτρύνει διαρκώς, σα φιλόστοργη Μάνα που υπεραγαπά τα παιδιά της, να πάμε ανενδοίαστα προς το ακίνδυνο και ψυχοτρόφο βάθος της όντως λατρείας, να μάθουμε καλά, μέσα από τη ψυχή μας και μέσα στη ψυχή μας, Ποιος, πού και πώς είναι ο Πρωτότοκος Γιος της, ο Χριστός μας, που ευλογεί, εκκλησιάζει, κραταιώνει και στερεώνει, ζωοποιεί, χαριτώνει και θεώνει όσους Τον λατρεύουν όπως Εκείνη, αληθινά και αυθυπερβατικά. Όχι, βέβαια, ακριβώς όπως Εκείνη, γιατί τούτη η μιμητική ακρίβεια είναι παντοτινά εντελώς αδύνατη από τη μεριά μας, αλλά στο σωστικό «περίπου», στο αγιοπλαστικό «πάνω–κάτω», στην εξατομικευμένη αγία και θεία τελειότητα, κατά την προαίρεση, τη θέληση, τη δύναμη και τη δυνατότητα του καθενός. Να μπούμε κι εμείς –επιτέλους!– μέσα στην καρδιά μας που είναι το αθεώρητο κέντρο της ύπαρξής μας· να γίνουμε ένα με την ευχή που τη βαστάζουν η απόγνωση από τον παλαιό εαυτό μας και η ενίσχυση των θείων πόθων· να κουρνιάσουμε μέσα στη θεία ησυχία και με την ιερονηπτική αταραξία να θεραπευτούμε από τη ζάλη των λογισμών· να δυναμωθούμε από τη θαλπωρή της χριστοταπείνωσης· να εγκαινιαστούμε ολοκληρωτικά από την αγία υπακοή στο θέλημα του Κυρίου και στα χνώτα της ανάγκης του αδελφού· να γίνουμε θεσπέσια, τερπνά, εκκλησιαστικά πρόσωπα, γεμάτα χάρη, έλεος και κάλλος Θεού· να γίνουμε κι εμείς με τη Χάρη του Χριστού μυστικοί, έμψυχοι, πανώριοι, αρρύπωτοι και φωταγωγημένοι ναοί· οι καρδιακές δεήσεις μας να γίνουν η ανάσα μας και να μη σταματάνε ποτέ·


ένα «Κύριε Ἐλέησον!», ένα «Δόξα Σοι ὁ Θεός!», ένα «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς!», ένα «Ἥμαρτον Κύριε!», ένα «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι!», ένα «Συγχώρεσέ με Κύριε καὶ πλησίον μου ἀδελφέ!», ένας αναστεναγμός, ένα σκίρτημα λατρείας με θείο πόθο, μια ανυπόκριτη ευλάβεια δίχως τη σκιά του τρόμου, μια βαθιά ευσέβεια δίχως το γύψο του τύπου, ένα χαροποιό και ευτυχές πένθος, ένα πολύτιμο και αειλαμπές δάκρυ, μιας ελπίδας παλμός, ένας παρακλητικός λόγος, μια φιλόθεη και μισόδοξη πράξη, μια συνετή και ακατάβλητη χαρά, η παραδείσια αγαλλίαση που κομίζει η μετάνοια, η άφραστη ανανέωση από τη μετοχή μας στο Μυστήριο της Ευχαριστίας, η ανείπωτη πληρότητα και λύτρωση που προσφέρει η θεία Μετάληψη: αυτές είναι, εν ολίγοις, οι απερίγραπτες φάσεις των ιερών ορθόδοξων βιωμάτων μας. Ας ικετεύσουμε τη Μάνα μας, την Παναγία, να μας βοηθήσει να κάνουμε κι εμείς αυτήν την τρισευλογημένη είσοδο προς την προσωπική κοινωνία και τη λατρεία του Θεού, προς τον Ναό της δόξης Του· στον Ναό, που δεν είναι άλλος εκτός από την καρδιά μας και την Εκκλησία Του, την Εκκλησία Του που είναι η καρδιά μας· την καρδιά και την Εκκλησία που, ως συνήθως, τόσο πολύ πληγώνουμε με την άγνοιά μας, την αδιαφορία μας, την κοσμικότητά μας, την αθεΐα και αθεότητά μας, την ιδιοτέλεια, την εγωπάθειά μας, τις διάφορες παραλογίες μας. Ας κάνουμε κι εμείς, αυτήν την παναγιοσκέπαστη είσοδό μας προς τον τρόπο, τον χώρο και το μακάριο ήθος του Θεού, με τα μεθυστικά λιβάνια των αρετών και την ακαταμάχητη δύναμη της θείας ορθόδοξης βιωματικής γνώσης. Ας πραγματοποιήσουμε τούτη τη θεάρεστη και θεοτοκάρεστη είσοδο· τη μόνη που θα σημάνει την οριστική και πραγματική έξοδό μας από την αμαρτία, από τα πάθη μας, από τον πόνο, από τη θλίψη και τον θάνατο του άθεου, αναόδμητου, αλιβάνιστου, αλειτούργητου και ανεκκλησίαστου κόσμου. Αμήν, γένοιτο.

π. Δαμιανός


[Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος, σελ. 204–206.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι Απρίλιος 20122.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Ο ΝΤΕΝΕΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Ο ΝΤΕΝΕΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ


     Οι πνευματικοί αγώνες του περιβόητου Γέροντα Καλλίνικου του Ησυχαστή (του κατά κόσμον Κωνσταντίνου Θειάσπρη, από την Αθήνα· 1853–7/8/1930), η καθαρότητα της ζωής του, η διαρκής επαφή με τον Θεό μέσω της Νοεράς Προσευχής, τον κατέστησαν «φωστήρα διαυγέστατο». Η φυσική διεισδυτικότητα και οξύνοια του νου του, πλατύνθηκε σε τέτοιο εκπληκτικό σημείο, ώστε να μένει έκθαμβος εκείνος που θα την αντιλαμβανόταν.
     Με το χάρισμα της θαυμαστής διάκρισης, που λίγοι κατορθώνουν να αποκτήσουν, μπορεί ο άνθρωπος να εξιχνιάζει τα μυστικά βάθη των καρδιών, να διαχωρίζει τον σίτο από τα ζιζάνια, να ξεχωρίζει και στις πιο συγκεχυμένες περιπτώσεις το φως από το σκοτάδι. Κατά τον ιερό συγγραφέα της «Κλίμακος», τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη (525–600), η διάκριση είναι «η γνώση που δίδεται με τη θεία έλλαμψη»· είναι «η αλάνθαστη κατανόηση του θείου θελήματος για κάθε καιρό, τόπο και πράγμα»· είναι επίσης η «καθαρή αίσθηση» και το «νοερό φως για τις θείες αρετές» (Λόγος ΚΣΤ΄, μέρος 1ο, §1–2 και §82).
     Η φήμη του ως διακριτικού γέροντος προσείλκυσε κοντά του πλήθος ανθρώπων που ήθελαν για ό,τι τους απασχολούσε να πάρουν μια εγγυημένη θεοφώτιστη απάντηση. Για ατομικά ζητήματα, για λύσεις αποριών, για εξηγήσεις αγιογραφικών χωρίων, για πνευματική ωφέλεια, όλοι κατέφευγαν στο πνευματικό τραπέζι του Γέροντος π. Καλλινίκου. Και πάντα γύρισαν στον τόπο τους ικανοποιημένοι και πλούσιοι.
     Υποτακτικοί, γέροντες, ερημίτες, κοινοβιάτες, κοσμικοί, νομικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, Έλληνες, Ρώσοι, όλο το Άγιον Όρος, έτρεχαν και προσέτρεχαν στον έγκλειστο ησυχαστή των Κατουνακίων. Και εκτός από τις επισκέψεις δεν έλλειπαν και τα γράμματα. Σ’ όλους ήταν μοναδικός συμβουλάτορας και αντιλήπτορας. Έτσι συμβαίνει πάντα. Οι διακριτικοί Πατέρες είναι μεγάλοι μαγνήτες που αιχμαλωτίζουν όσους έχουν μέσα τους δίψα Θεού και πνευματικά ενδιαφέροντα.


     Κάποιος αναστατωμένος ψυχικά και χτυπημένος από πειρασμούς και θλίψεις μοναχός κατέφυγε κοντά του για να βρει ανακούφιση. Αφού του εξήγησε την κατάστασή του, δέχθηκε τις σοφές νουθεσίες του.
     –Άκουσε, παιδί μου, του λέει. Θα πάρεις αυτόν τον ντενεκέ και θα τον γεμίσεις νερό. Έπειτα θα ρίξεις μέσα χώμα και θα το ανακατέψεις.
     Εκείνος έκανε ό,τι του είπε.
     –Βλέπεις τώρα τίποτε μέσα; τον ερωτά.
     –Όχι, Γέροντα, γιατί είναι θολό το νερό.
     Ακολούθησε για αρκετή ώρα συζήτηση. Ευπροσήγορος και γεμάτος αγάπη, ο π. Καλλίνικος, ενίσχυε πνευματικά τον θλιμμένο μοναχό. 
     Σε μια στιγμή τού λέει να κοιτάξει και πάλι τον ντενεκέ.
     –Τώρα μόλις αρχίζει και ξεθολώνει, Γέροντα, παρατήρησε εκείνος.
     Η εποικοδομητική συζήτηση ακολούθησε επ’ αρκετόν, οπότε ο γερο-Καλλίνικος του θύμισε να ξανακοιτάξει το νερό στον ντενεκέ.
     –Έχει καθαρίσει εντελώς. Στον πυθμένα ξεχωρίζω πολύ καλά κάτι μικρά χαλίκια.
     Και ο σοφός Γέροντας Καλλίνικος έκλεισε τη συζήτηση με τα λόγια αυτά:
     –Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με σένα, αδελφέ μου. Τώρα ο νους σου είναι σαν το θολωμένο νερό. Αλλά μη στενοχωρείσαι! Κάνε υπομονή και σε δυο-τρεις μήνες θα κατασταλάξει η σύγχυση και το θόλωμα και θα δεις πόσο καθαρά και ίσια θα σκέφτεσαι.
     Και τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα είπε…

ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
(1920–1979)


[Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα:
«Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές (3):
Καλλίνικος ο Ησυχαστής»,
Κεφ. Δ΄, §1–§2, 41–44,
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 19968.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Η ΠΡΟΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΒΙΜΕΛΕΧ

Η ΠΡΟΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΒΙΜΕΛΕΧ


     Ο μακαριστός όσιος Γέροντας Αβιμέλεχ Μπονάκης, Μοναχός Μικραγιαννανίτης (1873–1965), το πανώριο αθωνικό πτηνό της προσευχής, ο γλυκός γίγαντας της ασκήσεως και ο μυστικός λάτρης της ησυχίας, αναμφισβήτητα είχε το προορατικό χάρισμα «φωτιζόμενος καὶ φωτίζων φῶς γνώσεως, δίκην ἡλίου, πάντας τοὺς πλησιάζοντας» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). Τούτο το χάρισμα όμως το χρησιμοποιούσε διακριτικά και με έναν εντελώς φυσικό τρόπο από μεγάλη ταπείνωση, ίσα για να μην προκαλεί θόρυβο και θαυμασμό γύρω από το πρόσωπό του.
     Όπως αναφέρει ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης π. Χερουβείμ Καράμπελας (1920–1979), ιδρυτής και κτήτορας της Μονής Παρακλήτου, «όποιος έχει αυτό το θείο χάρισμα διασχίζει με το βλέμμα του τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και διαβάζει τις μυστικές ανθρώπινες σκέψεις. Φέρνει στην επιφάνεια ανεξομολόγητα πταίσματα, αποκαλύπτει πλεκτάνες του διαβόλου, προβλέπει ακόμη τι τους επιφυλάσσει το μέλλον» (βλ. «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές 6 – Σάββας ο Πνευματικός», σελ. 45).
     Αναφέρουμε μερικά μόνο περιστατικά από τη ζωή του Γέροντα Αβιμέλεχ, που καταγόταν από την ηρωική Κρήτη, πιο συγκεκριμένα, από το Εμπρόσνερο και το Βαφέ, τα οποία περιστατικά φανερώνουν και επιβεβαιώνουν την προορατικότητα και την αγιότητά του, καθώς και την προσήλωσή του στην ακριβή τήρηση των θείων εντολών.

1. Παραδέχτηκαν το λάθος τους


     Όταν ο Γέροντας Αβιμέλεχ βρισκόταν στο μοναστηράκι της Αγίας Τριάδος μαζί με τη μητέρα του, μοναχή Διοδώρα, ήρθαν δύο γυναίκες να προσκυνήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Η μια κρατούσε ένα δοχείο με λάδι, που το είχε πάρει από το σπίτι της κρυφά και παρά τη θέληση του άνδρα της· ενώ η άλλη, καθώς προχωρούσαν από το χωριό τους προς το μοναστήρι, είδαν μια αχλαδιά με ώριμα αχλάδια και θεώρησε καλό να κόψει μερικά για να τα πάει στον Γέροντα.
     Όταν οι γυναίκες έφθασαν στο μοναστήρι, είδαν τον Γέροντα και πρόσφεραν τα δώρα τους. Όμως ο Γέροντας Αβιμέλεχ δεν τα δέχθηκε, εξηγώντας πειστικά τους λόγους της άρνησής του και αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφθασαν αυτά στο μοναστήρι.
     Οι δυο γυναίκες έμειναν κυριολεκτικά με ανοικτό το στόμα. Θαύμασαν για την προορατικότητα και την αγιότητα του ταπεινού Αγιορείτη μοναχού, παραδέχτηκαν το σφάλμα τους, ζήτησαν από τον Γέροντα συγνώμη και αναχώρησαν από το μοναστήρι μετανιωμένες και σίγουρα προβληματισμένες, ύστερα από το αξέχαστο μάθημα που πήραν μέσα την έμπρακτη ακρίβεια της θαυμαστής πολιτείας του.

2. «Ο Γέροντας καλά είδε…»


     Μια άλλη φορά, τρεις γυναίκες ξεκίνησαν από το χωριό τους για να επισκεφθούν τον Γέροντα στην «Αγία Τριάδα», για να πάρουν την ευλογία του, αλλά και για να συζητήσουν κάποιο σοβαρό θέμα που τις απασχολούσε. Πριν αυτές φθάσουν στο μοναστήρι, ο Γέροντας λέει στη μητέρα του, μοναχή Διοδώρα:
     –Σε λίγο φθάνουν τρεις γυναίκες εδώ στο μοναστήρι μας. Η μια απ’ αυτές δεν είναι δεκτή για κάποιο σοβαρό πνευματικό λόγο.
     Πραγματικά, μετά από λίγη ώρα χτυπούσαν την πόρτα του μοναστηριού οι τρεις γυναίκες. Η μοναχή Διοδώρα τις άνοιξε, τις καλοδέχτηκε και, κατά τη συμβουλή του Γέροντα, τις είπε πως αν κάποια απ’ αυτές αισθάνεται ότι βαρύνεται από κάτι και δεν μπορεί να μπει στην εκκλησία και ν’ αντικρίσει την εικόνα της Αγίας Τριάδας, να πάει μαζί της στο αρχονταρίκι. Πράγματι, η μια από τις τρεις γυναίκες προχώρησε δειλά προς το αρχονταρίκι και είπε στη μοναχή Διοδώρα:
     –Εγώ πρέπει να είμαι εκείνη και ο Γέροντας καλά είδε...
     Δεν μπήκε τότε να προσκυνήσει. Όπως τη συμβούλευσε ο Γέροντας, πήγε στον πνευματικό, εξομολογήθηκε, έλαβε συγχώρεση και, μετανιωμένη και συγχωρεμένη, επέστρεψε στο μοναστήρι με ψυχική καθαρότητα, προσκύνησε μέσα στο ναό και ευχαρίστησε τον Γέροντα που τη βοήθησε πνευματικά.

3. «Μάζεψε τα ρούχα και βάλτα μέσα...»


     Η μοναχή Ευβούλη μάς διηγήθηκε το εξής: «Ήταν 6 Αυγούστου, κι ο Γέροντας είχε έλθει από το Άγιον Όρος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, και τον φιλοξένησε στο σπίτι της, στα Χανιά, η αδελφή της μητέρας μου, Άννα Λεωνάκη. Η θεία μου του είχε φτιάξει ένα ωραίο κρεβάτι για να κοιμηθεί, αλλά δεν το βρήκε ποτέ ξέστρωτο, γιατί ο Γέροντας ολονυχτίς προσευχόταν. Αρκετές φορές τον είδε να είναι δίπλα στο τραπέζι γονατιστό και να προσεύχεται. Τότε, στις 6 Αυγούστου, ο Γέροντας επέστρεψε στο σπίτι και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η θεία μου τον παρακάλεσε να του πλύνει τη φανέλα του κι εκείνος, ύστερα από την επιμονή της, έκανε υπακοή και δέχτηκε. Η θεία μου, πήγε και έπλυνε τη φανέλα και κατόπιν την άπλωσε έξω μαζί με άλλα ρούχα για να στεγνώσει. Μετά από κάμποση ώρα κι ενώ ήταν μισοστεγνωμένα τα ρούχα, ο Γέροντας λέει στη θεία μου: “Μάζεψε τα ρούχα και βάλτα μέσα, γιατί θα βρέξει και θα γραθούν!”.
     Η θεία μου παραξενεύτηκε, αφού ο ουρανός όλη τη μέρα ήταν ηλιόλουστος κι εκείνη ακριβώς την ώρα δεν υπήρχε κανένα σύννεφο, ούτε και κανένα προμήνυμα βροχής. Έκαμε όμως υπακοή και μάζεψε τα ρούχα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού. Ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα κι έβρεξε τόσο πολύ, που ποτέ δεν είχε βρέξει έτσι στα Χανιά εκείνη την περίοδο. Η θεία μου θαύμασε την προορατικότητα και την αγιότητα του Γέροντα και δόξασε τον Θεό».

4. «Πήγαινε τα ξύλα στη θέση τους»


     Μια άλλη φορά, η μητέρα του Γέροντα μοναχή Διοδώρα έψηνε στο μοναστήρι ρεβίθια, χρησιμοποιώντας ξύλα από μια χαρουπιά που δεν ανήκε στην εκκλησία. Τα έψηνε πολλή ώρα, αλλά τα ρεβίθια δεν έλεγαν να ψηθούν. Ο Γέροντας τότε γυρίζει και λέει στη μητέρα του:
     –Πήγαινε τα ξύλα πίσω στη θέση τους και χρησιμοποίησε άλλα ξύλα για να ψηθούν τα ρεβίθια.
     Έτσι κι έγινε! Μόλις άναψε τη φωτιά με άλλα ξύλα, τα ρεβίθια ψήθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά.

5. Η μοναχή Μαριάμ


     Μαζί με τη μητέρα του Γέροντα, τη μοναχή Διοδώρα, ασκήτευε στην «Αγία Τριάδα» και η μοναχή Μαριάμ. Όταν κοιμήθηκε η μοναχή Διοδώρα, η μοναχή Μαριάμ θέλησε να ενταχθεί στην αδελφότητα της μονής του Τιμίου Προδρόμου. Παρουσιάστηκαν όμως κάποιες δυσκολίες γι’ αυτή τη «μετακόμιση», που έκαναν τη μοναχή Μαριάμ να στενοχωρηθεί πολύ και την κούρασαν ψυχικά και πνευματικά.
     Ο Γέροντας Αβιμέλεχ βρισκόταν στο Άγιον Όρος και, χωρίς να τον ειδοποιήσει κανείς, έστειλε μια επιστολή προς τη μοναχή Μαριάμ, γράφοντάς της τα εξής: «Γερόντισσα Μαριάμ, τι σου συμβαίνει; Γνωρίζω ότι αντιμετωπίζεις κάποιες δυσκολίες σ’ αυτή την περίσταση. Μη στενοχωριέσαι, όμως! Είναι δοκιμασίες που γρήγορα, με τη βοήθεια του Θεού, θα περάσουν και θα γίνει αυτό που επιθυμείς».
     Πραγματικά! Οι δυσκολίες πέρασαν, η μοναχή Μαριάμ πήγε τελικά στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και, αφού έζησε εκεί για πολλά χρόνια με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή, κοιμήθηκε μακαρίως.

6. Οι ανομολόγητοι λογισμοί φυγής


     Άλλη μαρτυρία για το προορατικό χάρισμα του Γέροντα Αβιμέλεχ ανιχνεύσαμε και στο περίφημο «Αθωνικό Γεροντικό» (του Αρχιμ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ. 435–436), από το οποίο αναφέρονται τα εξής: «Διηγήθηκε σ’ εμάς η Γερόντισσα Τιμοθέα, ηγουμένη της ιεράς μονής Μακρυμάλλης Ψαχνών Ευβοίας, για τον ασκητή Γέροντα Αβιμέλεχ: “Εμένα μου είπε: ‘Να έχεις υπόψη σου ότι στο μέλλον κάποιος ιερομόναχος θα σου κάνει πρόταση να γίνεις ηγουμένη σ’ ένα μοναστήρι. Μη δεχθείς. Δε συμφέρει. Και, πράγματι, πραγματοποιήθηκε η πρόρρησή του. Άλλη φορά μού είπε: ‘Η τάδε μοναχή σου, έχει λογισμούς να φύγει από τη μονή’. Πρόσεξέ τη, μη φύγει και καταστραφεί. Η ίδια αδελφή ομολόγησε τους λογισμούς φυγής”».

7. «Πλησιάζει το τέλος σου»



     Ασφαλή μαρτυρία για το προορατικό χάρισμα του Γέροντα μάς δίνει και η μοναχή Πίστη από την ιερά μονή Αγίας Τριάδος Εκάλης Αττικής, η οποία γνώριζε τον Γέροντα από τη νεότητά της, πριν ακόμη γίνει η ίδια μοναχή. Αφηγείται η ίδια τα εξής:
     «Το 1948 γνωρίσαμε τον Γέροντα Αβιμέλεχ που είχε έλθει στην Αγία Τριάδα, στη Νίκαια. Ασκητική μορφή. Η ταπείνωσή του ήταν παραδειγματική, η πραότητά του πολύ μεγάλη. Προς τον εαυτό του ήταν αυστηρός, προς τους άλλους επιεικής. Όταν ερχόταν στην Αγία Τριάδα, μας επισκεπτόταν μετά και στο σπίτι, μαζί με τους υποτακτικούς του τον Γέροντα Κοσμά και τον πατέρα Διονύσιο. Είχε προορατικό χάρισμα. Χωρίς να γνωρίζει την ιστορία του πατέρα μου, του είχε πει: “Πέρασες πολλά βάσανα στη Μικρά Ασία, έχασες πολλά αδέλφια (σημ.: από τα δέκα άτομα που αποτελούσαν την οικογένειά του, μόνο ο πατέρας μου σώθηκε!). Εδώ τώρα είσαι καλά, αλλά πλησιάζει το τέλος σου!”. Πράγματι, ο πατέρας μου εξομολογήθηκε, ετοιμάσθηκε και σε λίγο καιρό πέθανε.
     »Κάποια άλλη φορά μάς είχε επισκεφθεί κι ενώ ήταν παρόντες ο πατέρας μου κι ο Γέροντας Κοσμάς, μου είπε δίνοντάς μου μια εικόνα της Παναγίας της Δοχειαρίτισσας (της Παναγίας της «Γοργοεπηκόου»): “Πάρε, παιδί μου, αυτή την εικόνα! Όταν πας στο μοναστήρι, θα γίνεις οικονόμος. Την εικόνα να τη βάλεις στο οικοτροφείο της μονής, για να σας προστατεύει η χάρη της!”. Όπως είπε, έτσι κι έγινε».

     Σίγουρα υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα και μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το προορατικό χάρισμα και την αγιότητα του μακαριστού οσίου Γέροντα Αβιμέλεχ, αλλά τα περισσότερα από αυτά έμειναν στην αφάνεια και τα γνωρίζουν μόνο εκείνος και αυτοί που έγιναν κοινωνοί και μάρτυρες των χαρισμάτων του, γιατί ο Γέροντας, από μεγάλη και ειλικρινή ταπείνωση, δεν επιθυμούσε και δεν άφησε ο ίδιος να γίνουν γνωστά στους πολλούς…



[Αντώνιου Εμμ. Στιβακτάκη:
«Ο Γέροντας Αβιμέλεχ ο Αγιορείτης»,
Κεφ. 13ο, σελ. 89–94,
Έκδοση Ι.Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας,
Ιεράπετρα, Αύγουστος 20112.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

ΔΙΧΩΣ ΔΙΨΑ, ΔΙΧΩΣ ΔΙΨΑ ΘΕΟΥ

ΔΙΧΩΣ ΔΙΨΑ, ΔΙΧΩΣ ΔΙΨΑ ΘΕΟΥ


     Είμαστε πέρα ως πέρα ασυγχώρητοι· όχι βέβαια από τον Θεό, αλλά από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αιώνες τώρα μας προσφέρεται μια ανείπωτα εκπληκτική αποκάλυψη του θείου, προκειμένου να ζήσει και να στερεωθεί η καρδιά· όλος ο πλούτος της χάριτος και της αλήθειας στέκεται πλάι μας και, παρ’ όλ’ αυτά, εμείς επιλέγουμε να είμαστε με κάθε τρόπο λίγοι, άψαχτοι, ανίδεοι, μετρημένοι, εφήμεροι, φθηνοί, απρόσεκτοι, αδιάκριτοι, ανάλγητοι, αδιάφοροι, μόνοι και πεπλανημένοι. Πώς θα εισέλθουμε στην αιωνιότητα του Θεού; Κυρίως δε, πώς θα εισέλθει και αυτή μέσα μας, έχοντας ριζωμένη στα έγκατα της ύπαρξής μας μια τόσο μεγάλη και εκτεταμένη αγνωσία, μια τόσο βαθιά έλλειψη εμπειρίας Θεού; Αθόρυβα τα χρόνια περνάνε σε βάρος μας, γιατί πολύ απλά δεν βαστάζουν και δεν κρύβουν εμπειρικά καμιά τερπνή θεογνωσία, καμιά βιωμένη θεολογία, κανέναν φωτισμό ευλαβικής πίστης στην ταραγμένη και ευάλωτη ψυχή μας. Ζούμε αναίσθητα ψυχόλεθρα· παραδοθήκαμε πλήρως στις ανούσιες τυπικότητες των πιο άφιλων και απρόσφορων σχέσεων· αγκιστρωθήκαμε σε πληγωτικές υποχρεώσεις του συστήματος μιας ψευτοζωής και μιας χαμοζήσης δίχως νόημα· αλυσοδεθήκαμε με ακατανόητους κώδικες συμπεριφοράς, συμπορευόμαστε με άχρηστους νόμους, με σκληρούς κανόνες, με αδυσώπητες ηθικές και παραληρούμε μέσα από πολύμορφα ενδοαδιέξοδα που σβήνουν το όραμα της πραγματικής ελευθερίας μας. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι το ότι δεν αισθανόμαστε καν τον επάρατο πνιγμό του προσώπου μας που επιχειρείται προ πολλού, το ότι δεν συνειδητοποιούμε τον βαρύ κλοιό που στενεύει ολοένα, ως συνήθως με τη δική μας αβουλία και υπαιτιότητα. Η φοβερή γύμνια μας, η τεράστια εντροπή μας, το αβάσταχτο ενδόμυχο κρίμα μας δεν είναι άλλο παρά αυτή η τέλεια αγνωσία μας για τον Θεό και η θλιβερή απαξίωση των μυστηρίων της αγάπης Του. Μια άλλη τραγική απόρριψη του Θεού είναι όλη η από μέρους μας πολυκαιρισμένη αδιαφορία γι’ Αυτόν. Αμέθεκτοι της θείας ζωής, τολμούμε να επαιρόμαστε για το μεγαλείο μιας μουσειακής ορθοδοξίας, την οποία δεν στέργει η καρδιά μας γιατί δεν θάλπεται και δεν γλυκαίνεται από αυτήν. Δίχως εσωτερικά αντικρίσματα πνευματικότητας στην πορεία μας, ψάχνουμε να βρούμε τον πνευματικό ήλιο που μας λείπει ανομολόγητα. Παράδοξα, μένουμε άγνωστοι στον Παντογνώστη, γιατί εμείς πρώτοι Τον έχουμε περιορισμένο στα αζήτητα της ψυχής μας. Και Αυτός, μέσα στο γνοφώδες για μας και ακατάληπτο μεγαλείο Του, μας αφήνει να προτιμούμε να μην Τον επιθυμούμε, να μη Τον γνωρίζουμε. Μας επιτρέπει στο μέγιστο βαθμό να μη θέλουμε να Τον αναζητούμε για να Τον ζήσουμε. Παραχωρεί, με φιλάνθρωπη απάθεια μιας θεοπρεπούς θλίψης, να μας συνέχει εκούσια η ακαταληψία της οδού Του, γιατί δεν γίνεται να εμποδίσει ή να ματαιώσει την κακή χρήση που κάνουμε, την παγχάλεπη χρήση του υπέρτατου δώρου της ελευθερίας που μας έδωσε μαζί με την ίδια την ζωή μας. Ας είμαστε τουλάχιστον για μια στιγμή ειλικρινείς με τον εαυτό μας: τελικά, ξέρουμε πάρα πολύ καλά πώς να Τον απομακρύνουμε από την καρδιά και τη ζωή μας, πώς να Τον κάνουμε να είναι ολοένα πιο απόμακρα σιωπηλός με τις δικαιολογίες μας και, τέλος πάντων, πώς να Τον ακυρώνουμε με την απιστία μας, η οποία υπάρχει και παγιώνεται μέσα μας, ακόμη και πίσω από φιλόθρησκες εκδηλώσεις και ευσεβοφανείς συνήθειες. Όμως, χωρίς πραγματική, ακόρεστη, ασυμβίβαστη και απαιτητική δίψα Θεού μέσα στα σπαρακτικά σωθικά μας, είναι αδύνατο να Τον ζήσουμε αυθεντικά, όσο κι αν εμείς ισχυριζόμαστε κομπαστικά ότι Τον πιστεύουμε ή Τον επικαλούμαστε συχνά. Γιατί Αυτός προσεγγίζεται, αποκαλύπτεται και γνωρίζεται, όσο υπάρχει μέσα μας έκδηλη η ακίβδηλη ταπείνωση, αυτή η ακράτητη δίψα που είπαμε και ο ανυποχώρητος πόθος της καρδιάς μας για το Πρόσωπό Του, για την Παρουσία Του, για το Λόγο Του, για τη Ζωή Του, για όλ’ αυτά όπως και για τόσα αναρίθμητα άλλα, τα οποία αποτελούν παντοτινά και ακατάπαυστα τη ζωή της ζωής μας, την υπαρκτική καταξίωση, το κάλλος, τη δύναμη και τη χαρά μας. Όταν δούμε τη φτώχεια της άγνοιας και της αγνωσίας μας, τότε θα αρχίσουμε να αισθανόμαστε και να γνωρίζουμε χωρίς τελειωμό, Αυτόν που γνωρίζεται αγνώστως, πέρα από το λόγο και τη νόηση. Κατά κάποιο τρόπο, λες κι ο Θεός «υπάρχει» πανερωτικά και αποκλειστικά για τον άνθρωπο, τη μοναδική εικόνα Του επάνω στη γη, και όλη η έννοια της παναγάπης Του είναι οπωσδήποτε η αδαπάνητη σωτηρία που προσφέρει προς αυτόν, μέσα από ανεξάντλητους τρόπους και θαυμαστές ευκαιρίες κατά το ανθρώπινο διάβα, κατά την πορεία του καθενός.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.