Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ


     Ο άγιος πατήρ ημών Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846, στη Σηλυβρία της Θράκης, από γονείς φτωχούς, αλλά ευσεβείς χριστιανούς, τον Δήμο και τη Μαρία Κεφαλά. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Αναστάσιος και από μικρός έδειξε μεγάλη ευλάβεια και βαθιά αγάπη για τη μελέτη. Όταν η μητέρα του του μάθαινε τον 50ο ψαλμό, εκείνος αρεσκόταν να επαναλαμβάνει τον στίχο: «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου…» (Ψαλμ. 50, 15). Αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα του, στάλθηκε από τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του, εργαζόμενος ταυτόχρονα ως υπάλληλος σε κατάστημα. Το νεαρό αγόρι έμενε απερίσπαστο από την τύρβη του κόσμου και ενασχολούνταν μονάχα με το να οικοδομεί εντός του «τον κρυμμένο άνθρωπο της καρδιάς» (πρβλ. Α΄ Πέτρ. 3, 4) κατ’ εικόνα του Χριστού, με την προσευχή και την εμβάθυνση στα γραπτά των αγίων Πατέρων. Σε ηλικία είκοσι χρόνων άφησε την Κωνσταντινούπολη για να γίνει δημοδιδάσκαλος στη Χίο. Εκεί, ενθάρρυνε τη νεολαία και τους κατοίκους του χωριού προς την ευλάβεια και την εργασία των αρετών, όχι μόνον με τα λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του δικού του βίου, βίου ασκήσεως και προσευχής. Επιθυμώντας από παλαιά να ασπασθεί την ισάγγελη πολιτεία, έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος, στις 7 Νοεμβρίου 1876, στο περίφημο μοναστήρι της Νέας Μονής. Αναζητώντας μονάχα τα άνω, κατέστη ο ίδιος υπόδειγμα πραότητας και υπακοής, έγινε αγαπητός σε όλους τους αδελφούς και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος. Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευλαβούς κατοίκου της Χίου και εν συνεχεία με την προστασία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου, μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα και να λάβει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1885 έφθασε στην Αλεξάνδρεια, όπου σύντομα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, στη συνέχεια δε μητροπολίτης Πενταπόλεως (παλαιά επισκοπή που αντιστοιχεί στην άνω Λιβύη). Ορίσθηκε ιεροκήρυκας και γραμματέας του Πατριαρχείου, διετέλεσε επίσης και πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.


     Παρά τα αξιώματά του, ο απλός άνθρωπος του Θεού Νεκτάριος δεν έχασε τίποτα από την ταπεινοφροσύνη του και γνώριζε πώς να μεταδίδει στο πνευματικό ποίμνιό του τον ζήλο για τις ευαγγελικές αρετές. Η αγάπη όμως και ο θαυμασμός που του έδειχνε όλος ο λαός απέβησαν εις βάρος του. Με πειρασμό του διαβόλου, ορισμένα μέλη του Πατριαρχείου, φθονώντας τις επιτυχίες του, τον διέβαλαν λέγοντας πως ήθελε να κερδίσει την εύνοια του λαού, με σκοπό να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ο άγιος δεν ζήτησε να βρει το δίκιο του, αλλά εναπόθεσε την εμπιστοσύνη του στην επαγγελία του Χριστού, ο Οποίος είπε: «Είστε μακάριοι, όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε λόγο ψεύτικης κατηγορίας εξαιτίας Μου» (Ματθ. 5, 11). Εκδιώχθηκε έτσι από την έδρα του και έφυγε για την Αθήνα, όπου βρέθηκε μόνος, αγνοημένος, συκοφαντημένος, καταφρονημένος, στερούμενος ακόμη και τον επιούσιο άρτο, γιατί δεν ήξερε να φυλάξει τίποτε για τον εαυτό του, γιατί και τους πενιχρούς του πόρους τούς μοίραζε ολόψυχα στους φτωχούς. Εγκαταλείποντας το αρχικό του σχέδιο να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, ο πράος και ταπεινός μιμητής του Κυρίου Ιησού Χριστού προτίμησε να θυσιάσει την αγάπη του για την ησυχία, χάριν της σωτηρίας του πλησίον του. Παρέμεινε ιεροκήρυκας για λίγα χρόνια (1891–1894) και στη συνέχεια διορίσθηκε διευθυντής της Ριζαρείου εκκλησιαστικής σχολής, η οποία είχε σκοπό την εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων. Η βαθιά του γνώση των Γραφών, των αγίων Πατέρων, ακόμη και των θύραθεν επιστημών, και η ανάπλεη πραότητας αυθεντία του στην καθοδήγηση ανθρώπων, του επέτρεψαν να προσδώσει στο ίδρυμα τούτο μια υψηλή πνευματική και ηθική ποιότητα. Ο άγιος ιεράρχης επιφορτίσθηκε με τη διεύθυνση και τα μαθήματα της Ποιμαντικής, δίχως να διακόψει καν το ασκητικό του πρόγραμμα, τη μελέτη των Γραφών και την προσευχή, προσθέτοντας μάλιστα και τα υψηλά καθήκοντα του κηρύγματος και της τακτικής τέλεσης των ιερών Μυστηρίων εντός της σχολής, αλλά και στην περιοχή των Αθηνών.


     Παρά ταύτα, ο άγιος Νεκτάριος διατηρούσε στα βάθη της καρδιάς του τον διάπυρο πόθο της ησυχίας και της ειρήνης του μοναχικού βίου. Επωφελήθηκε έτσι από την επιθυμία που εξέφρασαν ορισμένες πνευματικές θυγατέρες του, για να ιδρύσει ένα γυναικείο μοναστήρι στη νήσο Αίγινα (μεταξύ 1904 και 1907), όπου και αποσύρθηκε κατά το 1908, αφού παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της εκκλησιαστικής σχολής. Παρά τις αναρίθμητες φροντίδες και δυσκολίες, ο άγιος μερίμνησε να διοργανώσει μια κοινοβιακή αδελφότητα, πιστή στο πνεύμα των αγίων Πατέρων. Δαπάνησε αφειδώς τις ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις στην ανέγερση κτηρίων, στην τέλεση ιερών ακολουθιών και στην πνευματική καθοδήγηση κάθε μαθήτριάς του ξεχωριστά. Τον έβλεπες συχνά να εργάζεται στον κήπο, φορώντας ένα τριμμένο ράσο ή να διορθώνει τα υποδήματα των μοναζουσών. Και όταν γινόταν άφαντος για ώρες πολλές, μάντευες τότε ότι ήταν κλεισμένος στο κελί του για να ανατείνει τον νου του προς τον Θεό, διά της νοεράς προσευχής. Παρ’ όλο που απομακρύνθηκε από κάθε επαφή με τον κόσμο και είχε αυστηρώς ρυθμίσει τις επισκέψεις στο μοναστήρι, η φήμη των αρετών και χαρισμάτων που αξιώθηκε από τον Θεό, εξαπλώθηκε στην περιοχή και οι πιστοί έρχονταν προς αυτόν, ελκόμενοι όπως το μέταλλο από τον μαγνήτη. Θεράπευε πολλούς λαϊκούς και μοναχές από τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν, έφερε τη βροχή στο νησί που υπέφερε από την ξηρασία, ανακούφιζε, παρηγορούσε, στήριζε… Ήταν «τα πάντα προς τους πάντες» (Α΄ Κορ. 9, 22), δυνάμενος τα πάντα διά του Χριστού που ενοικούσε σε αυτόν διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Είχε οικειότητα με τους αγίους και την Παναγία, που συχνά του φανερώνονταν κατά τη θεία Λειτουργία ή στο κελί του. Παρά τις δυσκολίες της περιόδου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απαγόρευε αυστηρά στις μοναχές του να αποθηκεύουν ο,τιδήποτε για την τροφή τους, αλλά διέταξε να μοιράζουν το πλεόνασμα στους φτωχούς, εναποθέτοντας τη μέριμνα της συντήρησης της μονής στην Πρόνοια του Θεού.


     Πέραν των άλλων καθηκόντων του, ο άγιος ιεράρχης Νεκτάριος βρήκε τον χρόνο να συντάξει πλήθος έργων θεολογίας, ηθικής και εκκλησιαστικής ιστορίας για τη στερέωση των τέκνων της Εκκλησίας της Ελλάδος επάνω στην πέτρα της ιεράς Παράδοσης των Πατέρων, η οποία αγνοούνταν τότε συχνά εξαιτίας δυτικών επιδράσεων. Ζώντας λοιπόν ως ένσαρκος άγγελος και αυγάζοντας γύρω του τις ακτίνες του ακτίστου φωτός της Χάριτος, ο μακάριος υπέστη και πάλι συκοφαντίες και άδικες κατηγορίες για το μοναστήρι του, από μέλη της ιεραρχίας. Υπέμεινε τις τελευταίες αυτές δοκιμασίες με την υπομονή του Χριστού: αγόγγυστα και δίχως να εξανίσταται. Τότε προσβλήθηκε από μία επώδυνη αρρώστια για περισσότερο από ενάμιση χρόνο. Ευχαρίστησε τον Θεό για τη δοκιμασία αυτή και προσπάθησε να κρατήσει μυστική την ασθένειά του μέχρι τις τελευταίες στιγμές του. Αφού πήγε να προσκυνήσει για τελευταία φορά την εικόνα της Θεοτόκου, που βρισκόταν όχι μακριά από το μοναστήρι, ανήγγειλε προφητικά στις μαθήτριές του την επικείμενη εκδημία του και μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου μετά από πενήντα ημέρες οδύνης, την οποία υπέμεινε με μια υπομονή που οικοδομούσε όλους όσοι τον πλησίαζαν, παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό, στις 8 Νοεμβρίου του 1920. Οι πιστοί της Αίγινας, οι μαθήτριές του και όλοι οι χριστιανοί που τον είχαν πλησιάσει, έκλαψαν για την απώλεια του πράου και σπλαχνικού μαθητή του Χριστού, που όλη του τη ζωή υπέστη διαβολικές διώξεις και άδικες κατηγορίες παίρνοντας ως τύπον και υπογραμμό του τα θεία Πάθη του Κυρίου. Ο Θεός όμως τον εδόξασε και από την ώρα της κοιμήσεώς του τα θαύματα περίσσευαν και περισσεύουν καθημερινά ως σήμερα για εκείνους που πλησιάζουν με πίστη τα λείψανά του ή εμπιστεύονται την ισχυρή του μεσιτεία.


     Το σώμα του αγίου παρέμεινε θαυματουργικά άφθαρτο περισσότερο από είκοσι χρόνια, αναδίδοντας ουράνια και λεπτή ευωδία. Στα 1953, όταν έλιωσε τελικά κατά τους φυσικούς νόμους, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του (η οποία μνημονεύεται στις 3 Σεπτεμβρίου) και διαπιστώθηκε τότε ότι αναδιδόταν έντονα η ίδια ευωδία. Δεν έπαψε έκτοτε να χαροποιεί τους πιστούς που πλησιάζουν τα τίμια αυτά λείψανα, δίνοντάς τους τη διαβεβαίωση ότι ο άγιος Νεκτάριος βρήκε τη θέση του κοντά στον Θεό, στις μονές των αγίων. Η τιμή του αναγνωρίσθηκε επισήμως το 1961 και η εξιστόρηση των θαυμάτων του δεν παύει να γράφεται καθημερινά. Ο τάφος του, στην Αίγινα, έγινε ένα από τα πιο πολυσύχναστα προσκυνήματα στην Ελλάδα.


ΕΠΙΜΥΘΙΟ
1. «Το πώς θα έχουμε τον Χριστό μέσα μας!
Αυτό έχει σημασία!»


     Όταν ο άγιος Νεκτάριος έβγαινε από τη Ριζάρειο σχολή –στην οποία, για 14 ολόκληρα χρόνια (1894–1908) διετέλεσε χαρισματικός και αλησμόνητος διευθυντής της–, σχεδόν πάντα κυκλοφορούσε ταπεινά και απλά ενδεδυμένος σαν ένας απλός ιερέας, χωρίς να τον ακολουθεί συνοδεία και χωρίς να φέρει πάνω του εγκόλπιο, το διακριτικό του βαθμού της αρχιερωσύνης.
     Κάποτε, κάπου εκεί κοντά στη Ριζάρειο, συνάντησε τον άγιο Νεκτάριο ο πατήρ Νικόδημος, μοναχός από τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Ο άγιος χαιρέτησε τον αγιορείτη μοναχό με τον πασίγνωστο αγιορείτικο χαιρετισμό «Ευλογείτε!», που ήταν –για τότε τουλάχιστον– εντελώς άγνωστος στους πολλούς. Όπως ήταν φυσικό, απόρησε ο μοναχός και ακολούθησε ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ τους:
     –Πώς γνωρίζετε, πάτερ, το «Ευλογείτε»;
     –Κι εγώ, Γέροντα, μοναχός είμαι!
     –Φαίνεστε ότι είστε και παπάς. Πού είστε εφημέριος;
     –Είμαι εδώ, στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου.
     –Ασφαλώς, τότε, θα είστε ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Γιατί γνωρίζω καλά ότι αυτός είναι εκεί εφημέριος. Γιατί δεν φέρετε το διακριτικό σας εξωτερικά;
     –Μέσα μας, Γέροντα!... Το πώς θα έχουμε τον Χριστό μέσα μας! Αυτό έχει σημασία! Τα εξωτερικά δεν είναι και τόσο απαραίτητα!…, απάντησε με γλυκύτητα και ταπεινοφροσύνη ο ιεράρχης του Χριστού.

2. «Είμαστε φτωχοί,
που κάνουμε όμως πολλούς να πλουτίσουν»
(πρβλ. Α΄ Κορ. 6, 10)


     Η αγάπη, η φιλαδελφία, η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, το δόσιμο και η θυσία του αγίου Νεκταρίου προς τον άνθρωπο –τον κάθε άνθρωπο– σε συνδυασμό με την εκούσια πτωχεία και την ακτημοσύνη του, ήταν κάτι το μοναδικό και το απίστευτο. Πολύ ενδεικτικά αναφέρουμε λίγα θαυμαστά περιστατικά που μας το φανερώνουν αυτό πολύ εύγλωττα.
     Κάποια μέρα, αρχές του μήνα, εμφανίστηκε στο γραφείο του αγίου ένας άγνωστος και ζητούσε 25 δραχμές για να ξοφλήσει ένα γραμμάτιο. Ο άγιος τού έδωσε τα χρήματα –ήταν όλα κι όλα όσα είχε– και στον συμπαρόντα και διαμαρτυρόμενο υποδιευθυντή της Ριζαρείου είπε «να μην απελπίζεται, γιατί ο Θεός θα τα οικονομήσει τα πράγματα»· όπως και πράγματι έγινε στη συνέχεια.
     Μια Κυριακή, μετά τη θεία Λειτουργία, στην εκκλησία της «Χρυσοσπηλιώτισσας» (Αιώλου 60), ο άγιος αντίκρισε έναν ιερέα με πολύ φθαρμένο το εξώρασό του. Αμέσως, βγάζει το δικό του και το ανταλλάσσει με εκείνο το φθαρμένο του φτωχού λευίτη.
     Άλλη φορά πάλι, ένας φτωχός που μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο, κατέφυγε στον Πενταπόλεως και ζητούσε χρήματα για ν’ αγοράσει φάρμακα. Ο άγιος, μη έχοντας να του δώσει, του πρόσφερε μια καινούργια φορεσιά εσώρουχα που του είχαν χαρίσει, ώστε πουλώντας τα με το αντίτιμό τους, να εξυπηρετηθεί.
     Και αυτό το γεγονός έμμεσα επιβεβαιώνεται από σημείωμα της 16ης Απριλίου του 1940, που βρέθηκε στο προσωπικό αρχείο του Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Σωφρονίου, το οποίο αναφέρει πως συνέβαινε ο άγιος να μην έχει ακόμη και δεύτερα εσώρουχα και έτσι να αναγκάζεται να μένει στο δωμάτιό του, ώσπου να πλυθούν και να στεγνώσουν τα υπάρχοντα. Ακόμα, διαπιστώνουμε από επιστολές του πως είχε μονάχα ένα επανωκαλύμμαυχο, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις που δεν είχε χρήματα ούτε να πληρώσει τα εισιτήριά του για να πάει στην Αίγινα…
     Τελικά, «ένας τέτοιος Αρχιερέας μάς χρειαζόταν! Που να είναι τόσο άγιος, τόσο άκακος και τόσο αψεγάδιαστος (με την αγάπη). Που, δίχως να έχει (καμία) σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, κατάφερε και ανέβηκε προς τα ουράνια» (πρβλ. Εβρ. 7, 26) με μια τέτοια θαυμαστή επίγεια πολιτεία. Και από «εκεί», τώρα και για πάντα, με άπλετη πατρική και ένστοργη αγάπη, να πρεσβεύει ακατάπαυστα στον Μέγα Αρχιερέα Χριστό για όλους εμάς.


[(1) «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
υπό Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου.
Τόμ. 3ος, σελ. 94–97.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Απρίλιος 20122.
(2) Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου:
«Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως,
Η πρώτη Αγία Μορφή των καιρών μας»
–Ιστορική Βιογραφία
βασισμένη σε αυθεντικές πηγές–
Κεφ. 24ο, σελ. 207–209,
Αθήνα 1998.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου