Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

ΓΕΡΟ-ΣΥΜΕΩΝ Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΙΝΟΣ


ΓΕΡΟ-ΣΥΜΕΩΝ Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΙΝΟΣ


     Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Γερασίμου Πυλαρινός γεννήθηκε στο χωριό Ιλάριον της Κεφαλονιάς το 1893. Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Εργάσθηκε καπετάνιος στα πλοία, μηχανοδηγός στα τραίνα, γνώριζε αγγλικά και με τον κόπο του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ήλθε και σε γάμου κοινωνία. Από τον γάμο του απόκτησε έναν υιό που έγινε αξιωματικός και φονεύθηκε κατά την οπισθοχώρηση του αλβανικού μετώπου. Μετά τον θάνατο και της συζύγου του μοίρασε την περιουσία που είχε στη Θεσσαλονίκη σε συγγενείς κι έφυγε για το Περιβόλι της Παναγίας μας το 1958.

     Ερχόμενος στο Άγιον Όρος στην αρχή εργάσθηκε ως μισθωτός κηπουρός στη Μονή του Αγίου Παύλου και κατόπιν στη Μονή Ξενοφώντος. Όταν αποφάσισε να μονάσει, παρέδωσε στον τότε ηγούμενο Ευδόκιμο ένα ποσό λιρών που είχε φέρει από τον κόσμο. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός το 1958 κι έλαβε το όνομα Συμεών προς τιμήν του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Υπήρχε αγωνιστής και βιαστής μοναχός. Είχε κάποτε 14 έτη να εξέλθει της πύλης της Μονής. Διακόνησε ως αρχοντάρης, μάγειρας και κολλυβάς.

     Μία περίοδο τού είχε παρουσιασθεί κήλη, που τον καταταλαιπωρούσε και από τους πολλούς πόνους διπλωνόταν στα δύο. Βρισκόταν στο ψαρόσπιτο, ένα οίκημα σιμά στην είσοδο της Μονής, και παρακαλούσε την Παναγία να τον βοηθήσει. Του παρουσιάσθηκε η Παναγία μέσα σε νεφέλη να κατεβαίνει. «Όπως είναι», έλεγε, «σε μία εικόνα στο Βατοπέδι». Τον ευλόγησε και τον θεράπευσε. Μέσα στην απλότητα και τη χαρά του, φώναζε: «Μη φεύγεις!... Μη φεύγεις, Παναγία μου!...». Όλος ο χώρος ευωδίασε. Η Παναγία πάλι ανέβηκε και χάθηκε μέσα σ’ ένα φως δυνατό και διαφορετικό. Μετά την αναχώρηση έμεινε η λεπτή εκείνη ευωδία.


     Πάλι είδε μια φορά την Παναγία να έρχεται με καΐκι στην παραλία. Να της συμπαρίστανται οι άγιοι Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος (ο προστάτης της Μονής Ξενοφώντος) και Δημήτριος ο Μυροβλύτης, και να δορυφορείται από πλήθος αγγέλων. Εισήλθε στο Καθολικό της Μονής, το παλαιό και το νέο, στην τράπεζα και το μαγειρείο. Όλος ο τόπος έλαμπε. Την παρακαλούσε ο αγαθός Συμεών να μείνει. Εκείνη του έλεγε: «Έχω να πάω σε πολλά μέρη…». Άλλη μια φορά είδε σε όραμα την Παναγία, μαζί με τις άγιες Μαρίνα, Ευφημία και Αικατερίνη, ενώ ήταν στους κήπους και είχε ξαπλώσει στη γη από τους πολλούς πόνους.

     Του άρεσε να διηγείται στους νεώτερους τα της ζωής του. Τέσσερις φορές τον κάλεσαν στον στρατό. Στην πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή ήταν στη Σμύρνη. Με δάκρυα στα μάτια έλεγε πως δυστυχώς υπήρξε και ξεπεσμός στην πόλη. Οι στρατιώτες μας έκαναν και λάθη. «Γι’ αυτό επέτρεψε ο Θεός να τα χάσουμε όλα», έλεγε. Κλαίγοντας διηγείτο πως οι Άγγλοι στο λιμάνι της Σμύρνης υπερφόρτωσαν σε βάρκες τους Έλληνες και βυθίζονταν. Όσοι προλάβαιναν να σωθούν και γνώριζαν κολύμβηση, πήγαιναν στα καράβια ν’ ανέβουν και τους έκοβαν τα χέρια… Μια φορά, που τον κάλεσαν στον στρατό, θυμάται, είχε αναπαυθεί ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και όλοι μιλούσαν για τη μεγάλη του αγιότητα.


     Ήταν λίαν φιλακόλουθος. Πάντοτε ήταν πρώτος στο Καθολικό. Σηκωνόταν αρκετή ώρα πριν την αρχή του Μεσονυκτικού, για να ετοιμασθεί και να προσευχηθεί. Μια φορά, πηγαίνοντας για την ορθρινή ακολουθία, είδε τον διάδρομο της κόρδας που κατοικούσε κατάφωτο. Άγγελοι φεγγοβολούσαν τον τόπο κι έψαλλαν εξαίσια.

     Μία ημέρα δεν πρόλαβε την τράπεζα και, θέλοντας και μη, έμεινε νηστικός. Με παράπονο απευθύνθηκε στην αγία Ευφημία, που ήταν το παρεκκλήσι της εκεί στο αρχονταρίκι: «Εργάζομαι από το πρωί ως το βράδυ και δεν έχω ούτε λίγο ψωμί να φάω». Ξαφνικά, βρέθηκαν στα χέρια του δύο ζεστά πρόσφορα. «Γλυκύτερα και ωραιότερα», έλεγε, «δεν έφαγα ποτέ στη ζωή μου!».

     Ήταν πάντοτε αυστηρός στον εαυτό του. Συγκαταβατικός όμως προς τους άλλους. Μυστικός εργάτης των αρετών. Για να βγάλεις λόγο από το στόμα του, έπρεπε να κοπιάσεις. Είχε πάρα πολλές θείες εμπειρίες. Από ορισμένα περιστατικά φαίνεται ότι εκοσμείτο από το διορατικό χάρισμα. Όταν τον ρωτούσαν: «Πού το ξέρεις Γέροντα;», απαντούσε: «Μου το λέγει μια κρυφή ελπίδα στην καρδιά». Τους λαϊκούς που ζητούσαν τις συμβουλές του, τους έστελνε στους εξομολόγους. Απέφευγε συστηματικά τον ανθρώπινο έπαινο και την προβολή. Ένας αδελφός, που τον πλησίασε σε ώρα ακολουθίας, αισθάνθηκε άρρητη ευωδία. Στα τέλη του, σχεδόν έχασε το φως του· έβλεπε μόνο σκιές, αλλά συνέχιζε να πηγαίνει σιγά-σιγά στην εκκλησία, αρνούμενος να κρατήσει μπαστούνι. «Δεν επιτρέπεται άλλος με μπαστούνι, εκτός από τον ηγούμενο!», έλεγε. Συνεχώς κρατούσε το κομποσχοίνι του λέγοντας τη γλυκιά Ευχή του Ιησού (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»). Στη δύση του βίου του άκουγε ουράνιες ψαλμωδίες. Κατά μαρτυρία πολλών πατέρων στις αγρυπνίες το πρόσωπό του έλαμπε.

     Ευλαβέστατος πάντοτε ο ευλογημένος. Γέρος και άρρωστος έτρεχε με λαχτάρα παιδιού στο Καθολικό. Όταν είχε μεγάλη αδυναμία, διάβαζε στο κελί του κι έκανε κομποσχοίνι. Έκανε και μετάνοιες όσο μπορούσε. Στην αδυναμία του να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες, έκανε ως εκεί που έφθανε. Έβαζε μετάνοια και στους διακονητές που τον βοηθούσαν· στον γηροκόμο του, τον παπα-Πρόδρομο (πρώην Ξενοφωντινό ιερομόναχο και νυν Γέροντα στο Σιμωνοπετρίτικο Κελλί «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» στις Καρυές), που τον φρόντιζε με αγάπη, όσο πιο καλά μπορούσε. Τους ευχαριστούσε όλους με χαρά ψυχής μεγάλη. Είχε ένα αθώο βλέμμα σαν μικρό παιδί. Το πρόσωπό του έλαμπε από αγαλλίαση, όταν μεταλάμβανε των αχράντων Μυστηρίων. Κάποτε τον είδαν στη Λιτή του Καθολικού να υψώνει τα χέρια του ψηλά. «Τι κάνεις εκεί, Γερο-Συμεών;», τον ρώτησαν. Κι αυτός απάντησε με θεία απλότητα: «Καμιά φορά ξεχνάω και προσεύχομαι!...». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 12.11.1983. Στην ανακομιδή των λειψάνων του τα οστά του ήταν κατακίτρινα.


[ Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου:
«Μέγα Γεροντικό
εναρέτων Αγιορειτών του 20ου αιώνος»·
Τόμ. Β΄, βιογραφία 24η,
σελ. 1078–1082·
Εκδόσεις «Μυγδονία»,
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 20111.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


     Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118) ξέσπασε στην Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της Πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρείς αγίους Ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν τον Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον ενάρετο βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού, αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες επάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από την φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς. Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού στην ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευσε τον θείο λόγο και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων Διδασκάλων. Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

     Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτόν τον τρόπο τον έναν Πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και, αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων είχε λάβει το όνομα ενός εκ των σεπτών Ιεραρχών· έτσι λοιπόν ο λαός, εξαιτίας της σφοδρότητας του ζήλου του, είχε χωριστεί στους «Βασιλείτες», στους «Γρηγορίτες» και στους «Ιωαννίτες».


     Μια νύχτα, οι τρεις άγιοι Ιεράρχες παρουσιάσθηκαν σε ενύπνιο στον άγιο Ιωάννη Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων [5 Οκτ.], αρχικά ένας-ένας και ύστερα μαζί. Του είπαν με μια φωνή: «Καθώς βλέπεις, είμαστε και οι τρεις κοντά στον Θεό και δεν μας χωρίζει ούτε διαφωνία ούτε αντιπαλότητα. Ο καθένας από εμάς, ανάλογα με τις περιστάσεις και με την έμπνευση που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα, συνέγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος ανάμεσά μας· κι αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο. Μερίμνησε κατόπιν, να εορτάζεται η μνήμη και των τριών μας την ίδια ημέρα, συνθέτοντας την ακολουθία και τους ύμνους που θα αφιερώσεις στον καθένα μας, με την τέχνη και την γνώση που σου έδωσε ο Θεός, και παράδωσέ τα στους χριστιανούς με την εντολή να εορτάζουν την κοινή τιμή μας κάθε χρόνο. Εάν μας τιμήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ως όντες ένα εμείς κοντά στον Θεό και εν τω Θεώ, υποσχόμαστε ότι θα μεσιτεύουμε στην κοινή μας προσευχή για την σωτηρία τους». Με αυτά τα λόγια οι άγιοι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα σε άπλετο φως, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του.

     Χωρίς να αργοπορήσει ο άγιος Ιωάννης συγκέντρωσε τότε τον λαό και μετέφερε το μήνυμα των αγίων. Καθώς τον σέβονταν όλοι για την αρετή του και τον θαύμαζαν για την δύναμη του λόγου του, οι τρεις παρατάξεις ειρήνευσαν και όλοι τον παρακινούσαν να συνθέσει χωρίς χρονοτριβή την ακολουθία της κοινής εορτής. Με λεπτή διάκριση επέλεξε να αφιερώσει σε αυτόν τον εορτασμό την τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου, σφραγίζοντας έτσι τον μήνα εκείνο κατά τον οποίον εορτάζονται και τρεις χωριστά [1η: άγιος Βασίλειος· 25η: άγιος Γρηγόριος· 27η: ανακομιδή λειψάνων του αγίου Ιωάννου].


     Όπως αναφέρουν πολλά τροπάρια αυτής της θαυμαστής ακολουθίας, οι τρεις Ιεράρχες –«επίγεια τριάδα»– κατά το πρόσωπο διακριτοί αλλά ενωμένοι με την Χάρη του Θεού, μας δίδαξαν τόσο με τα γραπτά τους όσο και με τον βίο τους, να λατρεύουμε και να τιμούμε την Αγία Τριάδα, τον ένα Θεό σε τρία Πρόσωπα. Οι τρεις αυτοί φωστήρες της Εκκλησίας διέδωσαν σε όλη την γη το φως της αληθινής Πίστεως, αψηφώντας κινδύνους και διώξεις, και άφησαν σε μας τους απογόνους τους αυτή την ιερή κληρονομιά, μέσω της οποίας μπορούμε και εμείς να φθάσουμε στην μακαριότητα και την αιώνια ζωή του Θεού με όλους τους αγίους.

     Κλείνοντας τον μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τέτοιο τρόπο την μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους. Με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διά μέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι αυτοί νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αιώνια αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Βασίλειος ο Μέγας


     Καταγόταν από πολύ ευσεβή και εύπορη οικογένεια. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330. Έκανε σπουδές στην πατρίδα του, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
     Στην πατρίδα του γύρισε το 356 και δούλεψε για λίγο ως ρήτορας. Γρήγορα όμως αποτραβήχτηκε από τον κόσμο. Για να μπορέσει να εμβαθύνει στο πνεύμα του μοναχισμού επισκέφθηκε γνωστούς ασκητές στη Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Μεσοποταμία. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του αποσύρθηκε σ’ ένα πατρικό κτήμα στον Πόντο, όπου τον επισκέφθηκε ο Γρηγόριος και μόνασαν για ένα διάστημα μαζί. Σ’ αυτό το ησυχαστικό περιβάλλον εν προσευχή και ασκήσει συνέθεσαν την «Φιλοκαλία» από έργα του Ωριγένη, καθώς και τους περίφημους μοναστικούς κανόνες –κυρίως έργο του Μ. Βασιλείου– που αποτέλεσαν τη βάση για την οργάνωση της μοναχικής ζωής στον Πόντο και την Καππαδοκία αλλά και ολόκληρου του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Το 370 χειροτονήθηκε επίσκοπος Καισαρείας και με το πνευματικό του ανάστημα πρόσφερε μεγάλη βοήθεια στο κλυδωνιζόμενο σκάφος της Εκκλησίας από τα ποικίλα ρεύματα των αιρέσεων.
     Η εκκλησιαστική και κοινωνική προσφορά του μεγάλου αυτού ιεράρχη μέσω της γνωστής «Βασιλειάδας», των λόγων, των γραπτών του, αλλά κυρίως μέσω της ανυπέρβλητης αγιότητας του βίου του, υπήρξε τόσο σπουδαία και βαρυσήμαντη, ώστε και ενώ ζούσε ακόμη τον αποκαλούσαν «Μέγα». Εκοιμήθη το 379.
     Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου.


Γρηγόριος ο Θεολόγος


     Γεννήθηκε στην Αριανζό της Ναζιανζού στην Καππαδοκία το 329. Σπούδασε αρχικά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, κατόπιν στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον Μ. Βασίλειο. Με το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στη Ναζιανζό και μόνασε για ένα διάστημα με τον Βασίλειο στον Πόντο. Χειροτονήθηκε παρά τη θέλησή του (από δέος προς την μεγάλη πνευματική ευθύνη) πρεσβύτερος από τον πατέρα του, που ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Έφθασε μέχρι τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως με εντολή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
     Επειδή όμως από μία μερίδα επισκόπων δημιουργήθηκε θέμα για την εγκυρότητα της τοποθετήσεώς του και προμηνύονταν σάλος στους κόλπους της Εκκλησίας, προχωρεί στο ηρωικό διάβημα της παραιτήσεως, αυτός που είχε εκλεγεί από όλη την ιεραρχία της Ανατολής και που με την αρετή του είχε κατακτήσει λαό και άρχοντες. Μνημειώδεις είναι οι λόγοι του προ της παραιτήσεώς του. Καλεί τους ιεράρχες σε ομόνοια και τους ικετεύει ενώπιον της Αγίας Τριάδος να τακτοποιήσουν ειρηνικά τις υποθέσεις μεταξύ τους, λέγοντας: «Αν είμαι εγώ ο αίτιος της διαστάσεως –δεν είμαι σεβαστότερο πρόσωπο από τον Ιωνά– ρίξτε με στη θάλασσα για να σταματήσει η τρικυμία». Και από τον αυτοκράτορα, ο οποίος επέμενε να ανακαλέσει ο Γρηγόριος την παραίτησή του, του ζητεί σαν τελευταία χάρη να τη δεχτεί (την παραίτηση) για να ειρηνεύσουν οι επίσκοποι.
     Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε στην Αριανζό, ζώντας ασκητικά. Αυτό το διάστημα ασχολήθηκε κυρίως με το βαθυστόχαστο, ποιητικό και θεολογικό συγγραφικό του έργο. Εκοιμήθη το 390. Η Εκκλησία μας τον τίμησε απονέμοντάς του επάξια και δίκαια τον τίτλο «Θεολόγος» που σε τρεις αγίους μόνο τον επιφύλαξε: στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Γρηγόριο και τον Συμεών τον Νέο.
     Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Ιανουαρίου.


Ιωάννης ο Χρυσόστομος


     Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Ο πατέρας του ήταν διοικητής του στρατού της Ανατολής. Η ευσεβής μητέρα του Ανθούσα, η οποία έμεινε πολύ νέα χήρα, αφοσιώθηκε στην ανατροφή του Ιωάννη. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική. Ήδη από τον καιρό που ήταν με την μητέρα του ο Χρυσόστομος ζούσε ασκητική ζωή. Μετά τον θάνατό της εγκατέλειψε το σπίτι του και έζησε τέσσερα χρόνια μαζί με έναν Σύρο ερημίτη και άλλα δύο μόνος ως ερημίτης σε μια σπηλιά στα βουνά της Αντιόχειας. Τον καιρό αυτό εμβάθυνε στη Θεολογία. Αλλά η υγεία του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πόλη.
     Με εντολή του αυτοκράτορα Αρκαδίου το 397 υποχρεώθηκε να δεχθεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Σύντομα όμως λόγω της ευθύτητας του ακέραιου χαρακτήρα του ήρθε σε ρήξη με την αυτοκράτειρα Ευδοξία και οδηγήθηκε στην εξορία· αρχικά στην Κουκουσό της Αρμενίας και, με νέα εντολή, μετά από λίγο, τον έστειλαν στην ανατολική όχθη της Μαύρης Θάλασσας, αλλά καθ’ οδόν πέθανε από τις κακουχίες στα Κόμανα του Πόντου το 407.
     Ο ιερός Χρυσόστομος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς όχι μόνο από τον τεράστιο όγκο των γεμάτων ακατάλυτη θεοπνευστία έργων του αλλά πρωτίστως και κυρίως από την ακτινοβόλα πνευματική του παρουσία στον χώρο της Εκκλησίας αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης παιδείας και κοινωνίας.
     Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου.


— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —


Εμφάνιση των Τριών Ιεραρχών

Εισαγωγικά τινά
για τον π. Ιωαννίκιο Μορόϊ.

     Ο όσιος πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ (1859–1944) ήταν ο σπουδαιότερος ηγούμενος του μοναστηριού Συχάστρια της Ρουμανίας. Γεννήθηκε στην πόλη Ζαρχέστ της επαρχίας Μπρασόβ. Αρχικά παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά. Ύστερα όμως, με την επιθυμία ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, εισήλθε στον στίβο της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Μεταξύ των ετών 1890–1900 ασκήτευσε στην Ρουμανική Σκήτη, στο Άγιον Όρος. Κατόπιν επανήλθε στην χώρα του και έζησε στο Μοναστήρι Νεάμτς για 9 χρόνια. Το 1909 ανέλαβε ηγούμενος στο Μοναστήρι Συχάστρια, την οποία εποίμανε με σύνεση και φόβο Θεού επί 35 ολόκληρα χρόνια. Αναδιοργάνωσε εξ ολοκλήρου την μοναχική τάξη του κοινοβίου, συνάζοντας γύρω του σαράντα περίπου πατέρες. Ο πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ εκοιμήθη το φθινόπωρο του έτους 1944, στις 5 Σεπτεμβρίου.

Αφόρητο πνευματικό δίλημμα
και έντονος αγώνας νηστείας.

     Το έτος 1925, κατά την διόρθωση και αλλαγή του ημερολογίου, ο πατήρ Ιωαννίκιος βρισκόταν σε μεγάλη απορία και αφόρητο πνευματικό δίλημμα. Δεν γνώριζε τι να πράξει ο ίδιος με το νέο ημερολόγιο που επιβλήθηκε. Γι’ αυτό μπήκε στο κελί του και άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται μέχρις ότου ο Θεός να του δώσει ένα σημείο σχετικά με το ποιό ημερολόγιο ν’ αφήσει και ποιό ν’ ακολουθήσει. Μετά από 20 μέρες νηστείας, ο Γέροντας αδυνάτησε πάρα πολύ. Κατόπιν δυναμώθηκε με τα Άχραντα Μυστήρια, καθώς και με λίγη τροφή που πήρε.
     Και την δεύτερη μέρα είπε στα πνευματικά του παιδιά:
     –Πολλούς πειρασμούς δέχθηκα αυτές τις μέρες από τον διάβολο. Μερικές φορές με απείλησαν οι δαίμονες να με σκοτώσουν. Άλλοτε πάλι με κτυπούσαν με πύρινους δαυλούς.
     Έπειτα, είδα ένα πλήθος δαιμόνων να αλαλάζουν.
     Έλεγαν μεταξύ τους:
     –Άντε, να δέσουμε αυτόν τον γέροντα, γιατί θέλει τώρα να μας γίνει και «άγιος»!
     Κατόπιν, φώναζαν με οργή εναντίον μου:
     –Ποιός σου είπε εσένα ότι σήμερα γίνονται ακόμη άγιοι;
     –Αλλά και ποιός είπε εσάς ότι τώρα πλέον δεν γίνονται; τους ρωτούσα κι εγώ.
     Την άλλη μέρα μού είπαν οργισμένα:
     –Άδικα πια νηστεύεις! Γιατί οριστικά πλέον από εμάς εξαρτάται το αν θα ζήσεις ή όχι.
     Τότε εγώ τους είπα:
     –Εγώ ελπίζω στο έλεος του Θεού ότι θα με λυτρώσει από τα χέρια σας!...

Σωτήρια παρέμβαση των Τριών Ιεραρχών·
«Η υπακοή μεγαλύτερη από την θυσία».

     Μετά από περισσότερες μέρες νηστείας, είδα ψηλά πάνω μου, μετέωρους, τρεις αγίους ντυμένους αρχιερατικά που έμοιαζαν με τους Τρεις Ιεράρχες.
     Ο μεσαίος μού είπε με φωνή σάλπιγγος:
     –Ιωαννίκιε, γιατί αμφιβάλλεις και δεν κάνεις υπακοή (στην Εκκλησία); Δεν γνωρίζεις ότι η υπακοή είναι μεγαλύτερη από την θυσία; Λοιπόν, να υπακούς στους ανώτερους (σου), γιατί δεν έχεις εσύ την ευθύνη για την διόρθωση του ημερολογίου.
     Κατόπιν, αφού με ευλόγησαν και οι Τρεις Ιεράρχες ταυτόχρονα, ανέβηκαν ψηλά και εξαφανίστηκαν…




Ὁ Οἶκος. Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν.
     Τίς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαῤῥήσω· ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ’ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.

Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν
     Τῇ Λ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, καὶ οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
    Στίχ. Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἐωσφόρους,
           Φῶς τρισολαμπὲς πηγάσαντας ἐν βίῳ.
           Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
           Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
           Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία·
           Αἱ τρεῖς ἀηδόνες τῶν ψυχῶν ἔαρ.
           Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
           Τριάς γε μὴν αὕτη δὲ τὴν ὁρωμένην.
           Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
           Ἐξ Ἡλίου τε καὶ Σελήνης ἀφρόνως·
           Κάλλος γὰρ αὐτῶν, θαυμάσαντες καὶ τάχος.
           Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
           Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
           Ἡμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας·
           Κάλλει βίου γάρ, τῇ τε πειθοῖ τῶν λόγων,
           Πείθουσι πάντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
           Κτίσιν συνιστᾷ τὴν δε τὴν ὁρωμένην,
           Τὸ Πῦρ, Ἀήρ, Ὕδωρ τε, καὶ Γῆς ἡ φύσις·
           Οἱ δ’ αὖ συνιστῶντές τε κόσμον τὸν μέγαν,
           Τὴν πρὸς Θεόν τε Πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν,
           Στοιχειακῆς φέρουσι Τριάδος τύπον.
           Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων.
           Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
           Ὁ Γρήγορος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
           Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πάντας ἐκτρέχειν.
           Τοῖς λειποθυμήσασι δ’ ἐκ παθῶν πάλιν,
           Ἀναπνοή τις οἱ Βασιλείου λόγοι.
           Μιμούμενος δὲ τὴν ῥοὴν τῶν ὑδάτων,
           Ὁ καρδίαν τε καὶ στόμα χρυσοῦς μόνος,
           Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
           Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πᾶσαν φύσιν,
           Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.
           Λάμψει ἐνὶ τριακοστῇ χρυσοτρισήλιος αἴγλη.




—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄.
Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας
τῆς τρισηλίου Θεότητος,
τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι,
δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας,
τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν,
θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τὸν Μέγαν,
καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον,
σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ,
τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί,
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·
αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι,
ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς,
καὶ θεοφθόγγους κήρυκας,
τὴν κορυφήν,
τῶν Διδασκάλων Κύριε,
προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν,
τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν·
τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων
καὶ τὸν κάματον,
ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν,
ὁ μόνος δοξάζων
τοὺς Ἁγίους σου.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
ήτορες σοφίας θεοειδεῖς,
στῦλοι Ἐκκλησίας,
οὐρανίων μυσταγωγοί,
Βασίλειε Πάτερ,
Γρηγόριε θεόφρον,
καὶ θεῖε Ἰωάννη,
κόσμῳ ἐδείχθητε.


     Τῶν τριῶν τούτων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις κατάβαλε, καὶ ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ καὶ εἰρηνικῇ καταστάσει διαφύλαξον, καὶ τῆς οὐρανίου σου βασιλείας ἀξίωσον. Ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 


[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 352–354.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
(2) «Το Μέγα Γεροντικόν»
–Θεματική Συλλογή–·
Τόμ. Α΄ (Βιογραφικά Σημειώματα),
σελ. 444–447 και 453–454.
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα – Θεσσαλονίκης,
Απρίλιος, 19941.
(3) Ιερομονάχου
Ιωαννικίου Μπάλαν:
«Ρουμανικό Γεροντικό»·
σελ. 356 και 359–360.
Μετάφραση από τα Ρουμανικά:
Πατέρες Ι. Μ. Γρηγορίου
Αγίου Όρους.
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη, 19841.
(4) Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Β΄, σελ. 168–173.
Εκδόσεις «Δόμος»·
Αθήνα, 20052.
(5) «Μηναίον» Ιανουαρίου,
σελ. 574–578.
Έκδοση «Αποστολική Διακονία»·
Αθήνα, Δεκέμβριος 1991.
(6) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

ΡΙΞΕ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

ΡΙΞΕ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ


Ρίξε στην καρδιά μου
την αγάπη Σου, Χριστέ!
Γιατί μόνο με αυτή
μπορώ εγώ να Σε αγαπήσω αληθινά·
όπως θέλεις και όπως Σου πρέπει
και όπως δε νογάει
η ελαχιστότητά μου...

π. Δαμιανός





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΟΥ

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΟΥ


Αυτή, η πιο μεγάλη αδυναμία μου·
να αγνοώ και να μη κατανοώ
την αδυναμία σου!...
Δεν παλεύομαι με τίποτα, πια! ...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


     Ο άγιος πατήρ ημών Αθανάσιος, στύλος της Ορθοδοξίας και φωστήρ της Οικουμένης, γεννήθηκε από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς το 295, λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος διωγμός του Διοκλητιανού (303-313), στην κοσμόπολη της Αλεξάνδρειας, όπου συμβίωναν οι πιο διαφορετικοί λαοί και συμπλέκονταν κάθε λογής λατρείες και θρησκεύματα. Από μικρός δεν αρεσκόταν παρά στα του Θεού και της Εκκλησίας. Μια ημέρα, καθώς έπαιζε στην παραλία με τους συντρόφους του, αναπαριστάνοντας με την μεγαλύτερη σοβαρότητα τις εκκλησιαστικές τελετές, ο Αθανάσιος ετέλεσε, εν είδει επισκόπου, το βάπτισμα παιδιών που ακόμη δεν είχαν δεχθεί του βαπτίσματος. Ο επίσκοπος Αλέξανδρος [29 Μαΐου] το παρατήρησε με θαυμασμό, διακήρυξε την εγκυρότητα του βαπτίσματος και πήρε το παιδί υπό την προστασία του.

     Κατά την περίοδο των σπουδών του ο Αθανάσιος έδειξε μέτριο ενδιαφέρον για την θύραθεν γνώση. Προτιμούσε να υφαίνει εν σιωπή τον χιτώνα των αγίων αρετών μελετώντας την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και αποσύρθηκε για ένα διάστημα στην έρημο κοντά στον άγιο Αντώνιο, του οποίου υπήρξε σε όλη του την ζωή ένθερμος μαθητής. Κατόπιν, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, χειροτονήθηκε διάκονος και ξεκίνησε το θεολογικό και ποιμαντικό του έργο. Τότε συνέταξε τα δύο πρώτα έργα του: «Κατά Ελλήνων» και «Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου» (1). Αφού καταδίκασε το άτοπο των εθνικών φιλοσοφιών και δοξασιών, έδειξε ότι ο Λόγος του Πατρός δεν είναι μονάχα ο Δημιουργός του κόσμου, η Σοφία και η Πρόνοιά Του, αλλά ότι έγινε Σωτήρ των ανθρώπων που είχαν υποπέσει στην φθορά: «Αυτός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί» (2). Κοινωνώντας με τον Χριστό γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1, 4), γιατί ο Χριστός δεν είναι απλό δημιούργημα, αλλά κατά φύσιν Λόγος του Πατρός, Μονογενής Υιός του Θεού και Θεός, που έγινε άνθρωπος για να μας κάνει θετούς υιούς του Πατρός. Αυτή η απόλυτη πεποίθηση έγινε για τον άγιο σκοπός της ζωής και των αγώνων του. Ακλόνητος υπερασπιστής του δόγματος της θεότητας του Λόγου και της πίστεως προς την Αγία Τριάδα, υπήρξε ο κήρυκας της εν Χριστώ αγιότητος και θεώσεως.


     Την εποχή εκείνη, ένας πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας, ο Άρειος, άνθρωπος εριστικός που εμπιστευόταν πιο πολύ την ανθρώπινη λογική παρά την πίστη σε ζητήματα που αφορούν τα θεία Μυστήρια, άρχισε να διασπείρει την αμφιβολία στον λαό, διδάσκοντας ότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι αιώνιος, ότι δημιουργήθηκε εν χρόνω και κατά συνέπειαν ότι δεν μπορεί να ονομάζεται Υιός του Θεού παρά μεταφορικά. Εκδιώχθηκε από την Αλεξάνδρεια, κατέφυγε στην Καισάρεια και σκόρπισε γρήγορα την σύγχυση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, σε βαθμό που ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να συγκαλέσει μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια (325), για να διατυπώσει και να διακηρύξει με σαφήνεια την θεότητα του Λόγου. Ο άγιος Αθανάσιος, μέλος της συνοδείας του γηραιού επισκόπου Αλεξάνδρου, συμμετείχε στις εργασίες αυτής της Συνόδου και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο υπερασπιζόμενος την αλήθεια, προκαλώντας τον θαυμασμό των ορθοδόξων αλλά και το άσπονδο μίσος των αιρετικών. Έκτοτε για όλη του την ζωή ταυτίστηκε με την ομολογία της πλήρους ομοουσιότητος του Λόγου και του Πατρός. Το όνομα Αθανάσιος έγινε συνώνυμο του Δόγματος της Νικαίας, της Ορθοδόξου Πίστεως. Μετά τον θάνατο του αγίου Αλεξάνδρου, το 326, ο φλογερός Αθανάσιος εξελέγη ομόφωνα από τον λαό της Αλεξάνδρειας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, για να τον διαδεχθεί στον επισκοπικό θρόνο του αγίου Μάρκου. Πρώτη του ενέργεια ήταν να αποκαταστήσει την ενότητα και την ευταξία στην τεράστια επαρχία του, η οποία υπέφερε όχι μόνον από τους αιρετικούς του Αρείου, αλλά και από τους σχισματικούς του Μελιτίου (3) και από την διαφθορά των ηθών και της εκκλησιαστικής ζωής. Επί χρόνια περιόδευσε σε όλες τις επαρχίες της Αιγύπτου μέχρι τα αιθιοπικά σύνορα, κηρύττοντας και χειροτονώντας επισκόπους· απέκτησε έτσι την αγάπη του λαού, ο οποίος τον αισθανόταν σαν πατέρα του. Επισκεπτόταν επίσης τα αναρίθμητα μοναστήρια, την έρημο της Θηβαΐδας, και διέμενε στην Μονή των Ταβεννησιωτών, το μεγάλο μοναστικό συγκρότημα του αγίου Παχωμίου [15 Μαΐου].


     Κατά την απουσία του όμως από την Αλεξάνδρεια, οι οπαδοί του Μελιτίου διέδωσαν πλήθος συκοφαντίες εναντίον του και, όταν επέστρεψε, ο Αθανάσιος βρέθηκε να κατηγορείται ότι εξελέγη αντικανονικά, ότι είχε καταχρεώσει την επισκοπή του, ότι μεταχειριζόταν κάθε λογής βία εναντίον των αντιπάλων του και, ιδίως, ότι είχε αναποδογυρίσει και ποδοπατήσει το δισκοπότηρο ενός ιερέα του Μελιτίου. Κατηγορήθηκε επίσης ότι είχε στηρίξει οικονομικά συνωμότες που ραδιουργούσαν κατά του αυτοκράτορα. Ο αρχιεπίσκοπος μετέβη στην Νικομήδεια, όπου βρισκόταν ο αυτοκράτορας, και δεν δυσκολεύθηκε να αποδείξει την αθωότητά του. Μόλις όμως επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε τον οπαδό του Μελιτίου, επίσκοπο Ιψάλας Αρσένιο, και ότι χρησιμοποιούσε το κομμένο χέρι του σε τελετές μαγείας. Ο Αθανάσιος ανακάλυψε τον Αρσένιο στο μοναστήρι που κρυβόταν και η αθωότητά του έλαμψε στο δικαστήριο παρουσιάζοντας το υποτιθέμενο θύμα.


     Στο διάστημα αυτό ο Άρειος, που είχε εξορισθεί ύστερα από την Σύνοδο της Νικαίας, κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του αυτοκράτορα χάρη στον φίλο του Ευσέβιο Νικομηδείας, άνθρωπο της αυλής, πανούργο και δόλιο. Πέτυχε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου διέδιδε την διδασκαλία του στον λαό διά μέσου ασμάτων και αποφθεγμάτων. Ο Αθανάσιος ωστόσο δεν υπέκυπτε και αρνιόταν δυναμικά να δεχθεί τον αιρετικό σε κοινωνία. Το 335, με την ευκαιρία του εορτασμού της τριακονταετηρίδος της βασιλείας του, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε νέα Σύνοδο στην Τύρο της Παλαιστίνης για να αποκατασταθεί η τάξη. Οι περισσότεροι των παρισταμένων επισκόπων είχαν επιλεγεί μεταξύ των πλέον άσπονδων εχθρών του Αθανασίου. Και, όταν ο άγιος παρουσιάσθηκε με σαράντα Αιγύπτιους επισκόπους, απαγόρευσαν την είσοδο στην συνοδεία του και οι οπαδοί του Μελιτίου μπόρεσαν να εκθέσουν με άνεση τις συκοφαντικές τους κατηγορίες εναντίον του Αθανασίου, με κύριο επιχείρημα ότι είχε εμποδίσει τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με σιτάρι. Παρουσίασαν μάλιστα και μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι την είχε βιάσει. Ο Αθανάσιος είπε σ’ έναν φίλο του να πλησιάσει αντί γι’ αυτόν και πάραυτα η γυναίκα, που δεν είχε δει ποτέ της τον άγιο, διακήρυξε ότι αναγνώρισε τον βιαστή της, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την απάτη. Ήταν ολοφάνερο ότι οι αντίπαλοι μηχανεύονταν πάση θυσία την εξόντωσή του. Έξω το πλήθος, ερεθισμένο δολίως, κραύγαζε αποκαλώντας τον μάγο, άξεστο και ανάξιο. Ο Αθανάσιος επέλεξε την συνετότερη στάση: αναχώρησε κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ζήτησε δικαίωση από τον Κωνσταντίνο, σταματώντας τον την ώρα που εκείνος έκανε περίπατο με το άλογο. Παρά την υποστήριξη του λαού της Αλεξάνδρειας και τις επιστολές του αγίου Αντωνίου προς τον αυτοκράτορα, ο άγιος εξορίσθηκε (335-337) στα Τρέβηρα (σημ. Τρίερ στην Γερμανία), πρωτεύουσα της Γαλατίας. Αποκατέστησαν επίσημα τον Άρειο στην Εκκλησία και ο αυτοκράτορας επηρεασμένος από τον Ευσέβιο διέταξε να συλλειτουργήσει ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως με τον αιρετικό. Ο ασεβής Άρειος, όμως, χτυπήθηκε από την θεία δικαιοσύνη και πέθανε με ειδεχθή τρόπο, ακριβώς πριν την Λειτουργία, όταν τα εντόσθιά του χύθηκαν έξω, την στιγμή κατά την οποία είχε πάει για σωματική του ανάγκη.


     Δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνσταντίνος Β΄ επανέφερε τον άγιο από την εξορία και ο Αθανάσιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, περνώντας από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και την Αντιόχεια για να στερεώσει εκεί την Ορθόδοξη Πίστη. Η είσοδός του στην Αλεξάνδρεια (23 Νοεμβρίου 337), χαιρετήθηκε από σύσσωμο τον κλήρο και τον λαό. Όμως, ο Ευσέβειος Νικομηδείας και οι οπαδοί του Αρείου δεν παραιτήθηκαν. Ξανάρχισαν πάραυτα τις συκοφαντίες τους, χαρακτηρίζοντας αντικανονική την αποκατάσταση του Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο. Μία Σύνοδος των ομολογητών της Πίστεως που συνεκλήθη στην Αλεξάνδρεια (338), εξασφάλισε τον άγιο την ομόφωνη υποστήριξη όλων των επισκόπων της Αιγύπτου· ο άγιος Αντώνιος αποφάσισε να έλθει ο ίδιος από την μακρινή του έρημο στην Αλεξάνδρεια για να υποστηρίξει τον επίσκοπο, με την μαρτυρία του λόγου και των θαυμάτων του. Οι αρειανοί συνεκάλεσαν την δική τους σύνοδο στην Αντιόχεια και επιχείρησαν να εγκαταστήσουν με την βία στον θρόνο της Αλεξάνδρειας κάποιον Γρηγόριο Καππαδόκη και να αποσπάσουν τους ναούς από τους ορθοδόξους (339). Η πόλη ολόκληρη είχε γίνει θέατρο συμπλοκών και ταραχών, οπότε ο Αθανάσιος αποφάσισε να αποσυρθεί προσωρινά για να εμποδίσει την εξάπλωση του κακού και κατέφυγε στην Ρώμη, αφού προηγουμένως εμψύχωσε τους κληρικούς του και τους παρότρυνε να μείνουν ενωμένοι ενάντια στον εγκάθετο ιεράρχη.


     Ο πάπας Ιούλιος τον υποδέχθηκε εγκάρδια και παρείχε κάθε υποστήριξη σε εκείνον που δεν ήταν απλώς ένας εξόριστος επίσκοπος, αλλά είχε καταστεί υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Συνεκάλεσε Σύνοδο, η οποία τον ανακήρυξε μοναδικό νόμιμο επίσκοπο Αλεξανδρείας και αναγνώρισε την αθωότητά του έναντι των γελοίων κατηγοριών που είχαν εκτοξευθεί εναντίον του. Στην Ρώμη ο Αθανάσιος βρήκε και άλλους εξόριστους ομολογητές, όπως τον άγιο Παύλο Κωνσταντινουπόλεως [6 Νοεμ.]. Εξακολούθησε να διοικεί την επισκοπή του δι’ αλληλογραφίας και συνέβαλε τα μέγιστα στην άνθηση του Μοναχισμού στην Δύση, γνωστοποιώντας τον βίο του αγίου Αντωνίου και των ασκητών της Αιγύπτου.

     Το 343, οι δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιος (Ανατολή) και Κώνστας (Δύση) αποφάσισαν να συγκαλέσουν μια μεγάλη Σύνοδο στην Σαρδική (σημ. Σόφια) για να λυθεί το ζήτημα του θρόνου της Αλεξάνδρειας και να συμφωνηθεί μια ομολογία Πίστεως. Οι επίσκοποι της Ανατολής είχαν βέβαια απορρίψει τον Άρειο, αλλά επέμεναν να αρνούνται τον όρο «ομοούσιος». Χωρίς να λένε ανοικτά ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα, αρνούνταν ωστόσο να ομολογήσουν την πλήρη κατά φύσιν ταύτισή Του με τον Πατέρα. Όλη τους η αντίθεση εναντίον του δόγματος της Συνόδου της Νικαίας αποκρυσταλλωνόταν ουσιαστικά στο πρόσωπο του Αθανασίου: απαιτούσαν, ως προϋπόθεση για την σύγκληση της Συνόδου, να μην παρίσταται ο επίσκοπος Αλεξανδρείας, και εγκατέλειψαν επιδεικτικά την πόλη, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο αυτοκράτορας της Ανατολής Κωνστάντιος, καθώς είχε προσχωρήσει στους οπαδούς του Αρείου, παρεμπόδισε την αποκατάσταση των εξορίστων, επικύρωσε την ανάρρηση του Γρηγορίου στον θρόνο της Αλεξάνδρειας, καταδίωξε τους ορθοδόξους και σκόρπισε τον τρόμο σε όλη την αυτοκρατορία.


     Μετά τον θάνατο του Γρηγορίου, ο Κωνστάντιος πρότεινε επανειλημμένα στον άγιο που διέμενε στην Ακουηλία να αναλάβει εκ νέου τον θρόνο του. Τέλος, ύστερα από πιέσεις του Κώνστα, του πάπα και των αξιωματούχων της αυλής, ο Αθανάσιος δέχθηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, περνώντας από την Αντιόχεια, όπου ο αυτοκράτορας τον διαβεβαίωσε για την υποστήριξη και τον θαυμασμό του, την Καισάρεια και τα Ιεροσόλυμα. Μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, ύστερα από εξορία πλέον των έξι χρόνων, στις 21 Οκτωβρίου του 346, τον υποδέχθηκε μέγα πλήθος, που μαζεύτηκε σαν μελίσσι από όλες τις γωνιές της Αιγύπτου και τον επευφημούσε με βάγια, ύμνους και χορούς, όπως τον Χριστό όταν εισήλθε στα Ιεροσόλυμα. Στο πρόσωπο του Αθανασίου ήταν ο Ίδιος ο Χριστός παρών στην ειρηνευμένη Εκκλησία Του. Επί μία δωδεκαετία ο άγιος ιεράρχης μπόρεσε να αφοσιωθεί στο πνευματικό του ποίμνιο, στην ανάπτυξη του Μοναχισμού και στο ιεραποστολικό έργο σε πρόσφατα εκχριστιανισθείσες περιοχές, όπως η Αιθιοπία, όπου απέστειλε τον άγιο Φρουμέντιο [30 Νοεμ.].

     Δυστυχώς η νίκη αυτή της Ορθοδοξίας δεν κράτησε πολύ. Το 353, ο Κωνστάντιος ανέλαβε ως μόνος αυτοκράτορας και περιήλθε εκ νέου στην επιρροή των αρειανών οι οποίοι εξαπέλυσαν, με ακόμη μεγαλύτερο μίσος, επίθεση κατά της Συνόδου της Νικαίας και του προσώπου του Αθανασίου. Ο αυτοκράτορας καταδίκασε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και, απειλώντας με εξορία τους δυτικούς επισκόπους που έως τότε παρέμεναν πιστοί στην Ορθοδοξία, τους ανάγκασε να επικυρώσουν την καθαίρεση του αγίου (Μιλάνο 355). Ο πάπας Λιβέριος και ο Όσιος, επίσκοπος Κορδούης, ηλικίας εκατό ετών τότε, διαμαρτυρήθηκαν. Τους εξόρισαν χωρίς δισταγμό, καθώς και τον άγιο Ιλάριο Πικταβίου [13 Ιαν.]. Δεν έμεινε πια παρά να προβούν στην εκδίωξη του Αθανασίου τον οποίο προστάτευε ολόκληρος ο λαός στης Αλεξάνδρειας.


     Την νύχτα της 8ης Φεβρουαρίου του 356, ο διοικητής Συριανός, επικεφαλής περισσοτέρων των πέντε χιλιάδων στρατιωτών, περικύκλωσε τον ναό του αγίου Θεωνά, όπου πλήθος χριστιανών είχε συγκεντρωθεί για να τελέσει αγρυπνία. Εν μέσω κραυγών και αναστάτωσης ο Αθανάσιος παρέμενε ακλόνητος στην καθέδρα του και γύρω του οι πιστοί σε πυκνές σειρές, έτοιμοι να πεθάνουν για να υπερασπίσουν τον ποιμενάρχη τους. Τέλος, οι φίλοι του τον έσυραν -παρά την θέλησή του- έξω από τον ναό και τον έπεισαν να φύγει στην έρημο. Γρήγορα ξέσπασαν ταραχές εναντίον των αρχών σε ολόκληρη την πόλη. Οι στρατιώτες έσφαζαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ατίμαζαν αφιερωμένες παρθένες, λεηλατούσαν και βεβήλωναν τόπους λατρείας. Δόθηκε διαταγή να διωχθεί ο Αθανάσιος ως στασιαστής και να τιμωρείται αυστηρά όποιος του παρείχε άσυλο. Διωκόμενος συνεχώς, ο άγιος Αθανάσιος αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο κατοικίας. Την πιο σταθερή υποστήριξη και την πιο πρόθυμη φιλοξενία την βρήκε κυρίως κοντά στους μοναχούς. Έζησε έξι ολόκληρα χρόνια (356-362) ως φυγάς, στηρίζοντας την Ορθόδοξη Πίστη με δεκάδες θεολογικά συγγράμματα, εγκυκλίους και επιστολές στους επισκόπους όλου του κόσμου. Στην Αλεξάνδρεια είχε ενθρονισθεί ως επίσκοπος ο Γεώργιος Καππαδόκης, ένας άνθρωπος άπληστος, βίαιος και αδίστακτος, ο οποίος γρήγορα αιματοκύλησε όλη την Αίγυπτο για να καθυποτάξει τους ορθόδοξους. Εξόρισε επισκόπους, καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα όσους έρχονταν σε επαφή με τον Αθανάσιο, απαγόρευσε τις συνάξεις των πιστών, διέταξε να γδάρουν και να καύσουν ζωντανούς όλους όσοι δεν υποτάσσονταν. Μετά από έναν χρόνο θηριωδίας, ο λαός της Αλεξάνδρειας απηυδισμένος εξεγέρθηκε και τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή (358).


     Η κατάσταση της Εκκλησίας ήταν τότε περισσότερο τραγική από κάθε άλλη φορά. Όλες οι φωνές που μπόρεσαν να υψωθούν υπέρ της Ορθοδοξίας και εναντίον των αυτοκρατορικών παρεμβάσεων στα εκκλησιαστικά είχαν δυστυχώς σωπάσει. Οι επισκοπικές έδρες ήσαν κενές ή είχαν καταληφθεί από αιρετικούς. Καθώς απολάμβαναν της εύνοιας του αυτοκράτορα, οι αρειανοί αποθρασύνθηκαν και επιχείρησαν να επιβάλουν όρους πίστεως ακόμη πιο ακραίους, αρνούμενοι απολύτως την θεότητα του Υιού και κάθε ομοιότητά Του με τον Πατέρα (Αέτιος, Ευνόμιος). Οι επίσκοποι της Ανατολής ήσαν οι περισσότεροι μετριοπαθείς και απλώς ανησυχούσαν για τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των δύο Προσώπων που θα μπορούσε να φέρει ο όρος «ομοούσιος»· ευαισθητοποιήθηκαν και διακήρυξαν (Βασίλειος Αγκύρας) ότι ο Υιός είναι της ομοίας ουσίας («ομοιούσιος») με τον Πατέρα. Κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τον Κωνστάντιο, να τον πείσουν να καταδικάσει τους ακραίους αρειανόφρονες και να ανακαλέσει από την εξορία τον πάπα Λιβέριο. Ο άγιος Αθανάσιος και ο επίσκοπος Πικταβίου άγιος Ιλάριος επωφελήθηκαν αυτή την ανάπαυλα επιδιώκοντας την καταλλαγή. Συνεκλήθησαν δύο Σύνοδοι, στο Ρίμινι για την Δύση και στην Σελεύκεια για την Ανατολή (359), για να συμφωνήσουν σε μια κοινή διατύπωση Πίστεως, η οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους ορθοδόξους της Νικαίας και τους ομοιουσιανούς. Την επόμενη χρονιά όμως, στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, ο αυτοκράτορας επέβαλε πεισματικά και πάλι την διδασκαλία του Αρείου, καλυμμένη κάτω από μια αόριστη και δόλια διατύπωση («όμοιος») και την επέβαλε διά της βίας σε όλη την αυτοκρατορία. Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας [12 Φεβρ.] και όλοι οι ορθόδοξοι ιεράρχες εξορίσθηκαν. Η αίρεση θριάμβευσε παντού. «Η γη ολόκληρη οδυνόταν, ξαφνιασμένη που είχε γίνει αρειανή», έγραψε ο άγιος Ιερώνυμος [15 Ιουν.]. Όμως ο Κύριος αγρυπνεί για την Εκκλησία Του και κατασίγασε την καταιγίδα την στιγμή που η καταστροφή έμοιαζε αναπόφευκτη.

     Το 361, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης σφετερίσθηκε την εξουσία και αμέσως επέβαλε με διάταγμα την ανεξιθρησκία. Ο Αθανάσιος μπόρεσε τότε να εξέλθει από την έρημο και να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου συνεκάλεσε σε Σύνοδο όλους τους διασκορπισμένους για χρόνια Ομολογητές της Πίστεως. Κατά την Σύνοδο αυτή διακηρύχθηκε η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, που κι αυτήν με την σειρά της είχαν αρχίσει να προσβάλλουν οι αιρετικοί (4). Η ανεξιθρησκία όμως δεν κράτησε πολύ. Ο αυτοκράτορας έδειξε γρήγορα τις αληθινές του προθέσεις και εξαπέλυσε άγριο διωγμό με την ελπίδα να αποκαταστήσει την λατρεία των ειδώλων. Ακολουθώντας συμβουλές μάγων και μάντεων, ο Ιουλιανός έστειλε στρατό για να δολοφονήσει τον στύλο και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας, τον Αθανάσιο. Όμως, προστατευμένος από την Χάρη του Θεού, ο άγιος μπόρεσε για μια ακόμη φορά να διαφύγει από τον περικυκλωμένο ναό και να ανέβει με πλοίο τον Νείλο προς την Θηβαΐδα. Οι άνθρωποι του αυτοκράτορα τον καταδίωξαν· την στιγμή που φάνηκε στον ορίζοντα το πλοίο τους, ο Αθανάσιος πρόσταξε τον έκπληκτο καπετάνιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε, να ανακρούσει πρύμνα και να κινηθεί προς το μέρος τους. Όταν έφθασε κοντά τους, οι στρατιώτες τούς φώναξαν: «Μήπως είδατε τον Αθανάσιο;». Εκείνος αποκρίθηκε αλλάζοντας την φωνή του: «Ναι, μόλις τον συναντήσαμε. Βιαστείτε!». Και καθώς κωπηλατούσαν με δύναμη, ο άγιος μπόρεσε να συνεχίσει αλλάζοντας δρόμο. Έμεινε πάνω από έναν χρόνο στην Θηβαΐδα με την ήρεμη και παρηγορητική συναναστροφή των μοναχών του αγίου Παχωμίου, έως τον θάνατο του Παραβάτη (363).


     Μόλις ανέβηκε στον θρόνο ο ορθόδοξος Ιοβιανός, έλαβε μέτρα για να στηρίξει την Πίστη. Προσκάλεσε τον Αθανάσιο στην Αντιόχεια για να λύσει το πρόβλημα που αφορούσε αυτή την εκκλησιαστική έδρα. Ο πρόωρος θάνατός του όμως άφησε την θέση στον ασεβή Ουάλεντα, ο οποίος επανέφερε με μεγαλύτερη αγριότητα την πολιτική του Κωνστάντιου. Διέταξε να εξορισθούν πάλι όλοι οι αρχιερείς που είχε ανακαλέσει ο Ιοβιανός. Ο Αθανάσιος κρύφθηκε τότε για τέσσερις μήνες σ’ ένα κοιμητήριο στα προάστεια της Αλεξάνδρειας, για να ξεφύγει από την καταδίωξη του διοικητή της πόλης Τατιανού. Ο αυτοκράτορας τελικά ανέστειλε τον διωγμό και διέταξε την αποκατάσταση του μεγάλου ιεράρχη. Ο λαός χαρούμενος έτρεξε από παντού μέχρι το κρησφύγετο του αγίου για να τον μεταφέρει θριαμβευτικά στην έδρα του (1 Φεβρ. του 366) και ήταν στο εξής αποφασισμένος να φυλάξει πάση θυσία τον ποιμένα του. Ύστερα από τόσους διωγμούς, απειλές, εξορίες και θλίψεις, ο άγιος μπόρεσε να απολαύσει ήσυχα τα τελευταία χρόνια του βίου του, περιβαλλόμενος από την αγάπη των πιστών του και τον θαυμασμό όλου του κόσμου. Παρέδωσε το λάβαρο της Ορθοδοξίας στον Μέγα Βασίλειο, ώστε να συνεχίσει τον μεγάλο αγώνα για το Δόγμα της Αγίας Τριάδος, αγώνα που ήρθε σε πέρας με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (381).

     Ο άγιος Αθανάσιος παρέδωσε την μεγάλη αποστολική του ψυχή στις 2 Μαΐου του 373 σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, πεπεισμένος ότι έφερε σε πέρας τον καλόν αγώνα για την πίστη, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Εξορίστηκε πέντε φορές και, από τα σαράντα έξι χρόνια της αρχιερωσύνης του, δεκαέξι χρόνια βρισκόταν μακριά από το ποίμνιό του. Ποτέ όμως δεν έπαυσε να είναι ο «επίσκοπος», δηλαδή ο «επιβλέπων», ανεπίληπτος υπερασπιστής της Πίστεως και ζώσα εικόνα του Χριστού, του Μεγάλου Αρχιερέα της ημών αιωνίου σωτηρίας. Η σταθερότητα και η ανένδοτη δράση του σε δογματικά ζητήματα δεν εμπόδιζαν διόλου αυτόν τον γενναίο στρατιώτη του Χριστού να είναι ο ταπεινός, πράος και οικτίρμων ποιμήν των πνευματικών του προβάτων, ο φιλομόναχος, ο πατέρας των ορφανών, ο βοηθός των πτωχών. Με τον θείο Λόγο που ενοικούσε μέσα του, «γινόταν τα πάντα τοις πάσι» (Α΄ Κορ. 9, 22). Τιμήθηκε αμέσως από ολόκληρη την Εκκλησία, ισάξιος με τους Πατριάρχες, τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες.


     Την ίδια αυτή ημέρα, η αγία Εκκλησία συνδέει την μνήμη του αγίου Αθανασίου με εκείνην του διαδόχου του στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, του φλογερού αγίου Κυρίλλου (412-444). Όπως έλαμψε ο Αθανάσιος ως υπερασπιστής της θεότητος του Λόγου, έτσι κι αυτός ανάλωσε τις δυνάμεις του για να υποστηρίξει το χριστολογικό δόγμα, έναντι του ασεβούς Νεστορίου. Κατέδειξε ότι ο Λόγος του Θεού, ομοούσιος τω Πατρί, όπως ομολογήθηκε από τον Αθανάσιο, προσέλαβε αληθώς την ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπό Του ώστε να γίνει κοινωνός της θείας φύσεώς Του. Χάρη στον Αθανάσιο και τον Κύριλλο, μπορούμε να ομολογούμε την πίστη μας στον Ιησού Χριστό, Μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός, τον Ένα της Αγίας Τριάδος, ο οποίος έγινε άνθρωπος άνευ αλλοιώσεως, και γνωρίζεται, αγαπάται και λατρεύεται σε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, διά του Οποίου και εν τω Οποίω αγόμεθα προς τον Πατέρα, διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Στῦλος γέγονας, Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν, ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν, Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατῄσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
ργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
ς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.


—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν  αἱμάτων σου.
ρθοδοξίας φυτεύσας τὰ δόγματα, κακοδοξίας ἀκάνθας ἐξέτεμες, πληθύνας τὸν σπόρον τῆς Πίστεως, τῇ ἐπομβρίᾳ τοῦ Πνεύματος Ὅσιε· διὸ σὲ ὑμνοῦμεν Ἀθανάσιε.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
εράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τῆς Ὀρθοδοξίας σάλπιγξ χρυσῆ, ὤφθης Ἱεράρχα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, τὸν Υἱὸν κηρύττων, καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ, διὸ σε Ἀθανάσιε μεγαλύνομεν.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
νθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.


  Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο 

«Μαρτύρησε με τη συνείδηση»

     Είπε ο αββάς Αθανάσιος, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας: «Πολλές φορές λέει κάποιος από σας: “Πού υπάρχει διωγμός για να μαρτυρήσω;”. Μαρτύρησε με τη συνείδηση· πέθανε για την αμαρτία, απονέκρωσε ό,τι σε συνδέει με την αμαρτωλή κατάσταση (Κολ. 3, 5) και έχεις γίνει μάρτυς κατά την προαίρεση.
     Εκείνοι (οι Μάρτυρες) μάχονταν με βασιλείς και άρχοντες· έχεις κι εσύ αντίπαλο τον διάβολο, τον βασιλιά της αμαρτίας, και άρχοντες τους δαίμονες (Εφεσ. 6, 12). Και τότε βέβαια μπροστά στους μάρτυρες τοποθετούνταν βωμός και θυσιαστήριο και όλη η αηδία της ειδωλολατρίας· το ίδιο και τώρα νιώσε το ότι έχεις στημένο στην ψυχή σου αξιοκατάκριτο είδωλο.
     Υπάρχει και σήμερα βωμός και θυσιαστήριο και μεμπτό είδωλο, νοητό, μέσα στις ψυχές (μας). Βωμός, το πάθος της λαιμαργίας· θυσιαστήριο, η επιθυμία των ηδονών· είδωλο, το πνεύμα της επιθυμίας. Γιατί αυτός που είναι δούλος της πορνείας και παραδίνεται στις ηδονές, αρνήθηκε τον Ιησού και προσκυνεί είδωλο. Αυτός έχει μέσα του το άγαλμα της Αφροδίτης, την αισχρή δηλαδή σαρκική ηδονή.
     Όπως επίσης κι εκείνος που νικιέται από την οργή και τον θυμό και δεν ξεριζώνει τη μανία του πάθους αυτού, αρνήθηκε τον Χριστό και κρατάει μέσα του τον Άρη για Θεό· μπήκε δηλαδή στον ζυγό της οργής, που αυτό είναι είδωλο παραφροσύνης.
     Άλλος, που είναι φιλάργυρος και φιλήδονος, που κλείνει τα σπλάχνα του στις ανάγκες του αδελφού του και δεν βοηθάει τον πλησίον, αρνήθηκε τον Ιησού Χριστό και λατρεύει τα είδωλα· γιατί έχει μέσα του το είδωλο του Ερμή και, επί πλέον, λατρεύει την κτίση και όχι τον Κτίστη. Ρίζα βέβαια όλων των κακών είναι η φιλαργυρία (Α΄ Τιμ. 6, 10).
     Αν λοιπόν κυριαρχήσεις σ’ αυτά και προφυλαχθείς από τα παράλογα πάθη, πάτησες τα είδωλα και αρνήθηκες την δεισιδαιμονία. Έχεις γίνει κιόλας μάρτυς, αφού ομολόγησες την καλή ομολογία» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 6,12 και Ματθ. 10, 32).


—ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ—
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

στις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρὴ αὐτῷ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἣν εἰ μή τις σῴαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ἀπολεῖται. Πίστις δὲ καθολικὴ αὕτη ἐστίν, ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι καὶ Τριάδα ἐν μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τὰς ὑποστάσεις, μήτε τὴν οὐσίαν μερίζοντες· ἄλλη γὰρ ἐστιν ἡ τοῦ Πατρὸς ὑπόστασις, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀλλὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος μία ἐστί Θεότης, ἴση δόξα, συναΐδιος ἡ μεγαλειότης. Οἷος ὁ Πατήρ, τοιοῦτος καὶ ὁ Υἱός, τοιοῦτο καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατήρ, ἄκτιστος ὁ Υἱός, ἄκτιστον καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀκατάληπτος ὁ Πατήρ, ἀκατάληπτος ὁ Υἱός, ἀκατάληπτον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Αἰώνιος ὁ Πατήρ, αἰώνιος ὁ Υἱός, αἰώνιον καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν οὐ τρεῖς αἰώνιοι, ἀλλ’ εἷς αἰώνιος· ὥσπερ οὐδὲ τρεῖς ἄκτιστοι, οὐδὲ τρεῖς ἀκατάληπτοι, ἀλλ’ εἷς ἄκτιστος, καὶ εἷς ἀκατάληπτος. Ὁμοίως παντοκράτωρ ὁ Πατήρ, παντοκράτωρ ὁ Υἱός, παντοκράτωρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς παντοκράτορες, ἀλλ’ εἷς παντοκράτωρ. Οὕτω, Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς ὁ Υἱός, Θεὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς Θεοί, ἀλλ’ εἷς Θεός. Ὡσαύτως, Κύριος ὁ Πατήρ, Κύριος ὁ Υἱός, Κύριον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς Κύριοι, ἀλλ’ εἷς ἐστὶ Κύριος· ὅτι, ὥσπερ μοναδικῶς ἑκάστην ὑπόστασιν Θεὸν καὶ Κύριον ὁμολογεῖν χριστιανικῇ ἀληθείᾳ ἀναγκαζόμεθα, οὕτω τρεῖς Θεούς, ἢ τρεῖς Κυρίους λέγειν καθολικῇ εὐσεβείᾳ κωλυόμεθα. Ὁ Πατὴρ ἀπ’ οὐδενός ἐστι πεποιημένος, οὔτε δεδημιουργημένος, οὔτε γεγεννημένος· ὁ Υἱὸς ἀπὸ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐστιν, οὐ πεποιημένος, οὐδὲ δεδημιουργημένος, ἀλλὰ γεγεννημένος [ἐκ τοῦ Πατρός]· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρός, οὐ πεποιημένον, οὔτε δεδημιουργημένον, οὔτε γεγεννημένον, ἀλλ’ ἐκπορευτόν. Εἷς οὖν ἐστι Πατήρ, οὐ τρεῖς Πατέρες· εἷς Υἱός, οὐ τρεῖς Υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία Πνεύματα ἅγια· καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Τριάδι, οὐδὲν πρῶτον, ἢ ὕστερον, οὐδὲν μεῖζον, ἢ ἔλαττον, ἀλλ’ ὅλαι αἱ τρεῖς ὑποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι ἑαυταῖς εἰσὶ καὶ ἴσαι· ὥστε κατὰ πάντα, ὡς εἴρηται, καὶ Τριὰς ἐν μονάδι καὶ μονὰς ἐν Τριάδι λατρεύεται. Ὁ θέλων οὖν σωθῆναι, οὕτω περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος φρονείτω· πλὴν ἀναγκαῖον ἔτι ἐστί, πρὸς αἰώνιον σωτηρίαν, ὅπως καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀρθῶς πιστεύῃ. Ἔστιν οὖν πίστις ὀρθή, ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἐστι. Θεός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, πρὸς αἰώνων γεννηθείς, [καὶ ἄνθρωπός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τῆς Μητρός, ἐν χρόνῳ γεννηθείς]. Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ ἀνθρωπίνης σαρκὸς ὑποστάς· ἴσος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα· ἐλάττων τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα [εἰς θεότητα]· ὅς, εἰ καὶ Θεὸς ὑπάρχει καὶ ἄνθρωπος, ὅμως οὐ δύο, ἀλλ’ εἷς ἐστι Χριστός. Εἷς δέ, οὐ τροπῇ θεότητος εἰς σάρκα, ἀλλὰ προσλήψει ἀνθρωπότητος εἰς θεότητα· εἷς πάντως, οὐ συγχύσει φύσεων, ἀλλ’ ἑνώσει ὑποστάσεων· ὥσπερ γὰρ ψυχὴ λογικὴ καὶ σὰρξ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω Θεὸς καὶ ἄνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός, ὁ παθὼν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστὰς ἐν τῶν νεκρῶν, καὶ ἀνελθὼν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς τοῦ παντοκράτορος· ὅθεν ἐλεύσεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῇ παρουσίᾳ πάντες ἄνθρωποι ἀναστήσονται σὺν τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν, ἀποδώσοντες περὶ τῶν ἰδίων ἔργων λόγον· καὶ οἱ μὲν τὰ ἀγαθὰ πράξαντες πορεύσονται εἰς ζωὴν αἰώνιον· οἱ δὲ τὰ φαῦλα εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. Αὕτη ἐστίν ἡ καθολικὴ πίστις, ἣν εἰ μή τις πιστῶς τε καὶ βεβαίως πιστεύσῃ, σωθῆναι οὐ δυνήσεται.


«Επαινώντας τον Αθανάσιο, το δίχως άλλο αυτό σημαίνει ότι πρόκειται να επαινέσω την αρετή· γιατί, Αθανάσιος και αρετή, είναι το ίδιο πράγμα. Κι όταν λοιπόν αναφέρομαι εγώ σ’ αυτόν, επαινώ την ίδια την αρετή ακριβώς».
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
(ΒΕΠΕΣ, Λόγος ΚΑ΄, τ. 59, σ. 148.)


[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 191–200.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
(2) «Το Μέγα Γεροντικόν»,
Τόμ. Α΄, κεφ. Α΄, §5, σελ. 40–43.
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»·
Πανόραμα Θεσσαλονίκης,
Μάρτιος, 1994.
(3) «Ωρολόγιον το Μέγα»,
Έκδοσις «Αποστολικής Διακονίας».
Αθήναι, 199512
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]




 Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ  
   (1)  Πρβλ. ΕΠΕ 1, Θεσσαλονίκη 1973. Ορισμένοι ιστορικοί υποθέτουν ότι αυτά τα δύο θεμελιακά συγγράμματα συντάχθηκαν από τον άγιο Αθανάσιο όταν ήταν νέος επίσκοπος και ηθελημένα αποσιωπά την αρειανή έριδα, ώστε να δώσει μια πνευματική απάντηση, εδραιωμένη στην εμπειρία του περί θεώσεως του ανθρώπου, που είχε αποκτήσει στην επαφή του με τους μοναχούς.
   (2)  «Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου», 54.
   (3)  Υποστηρικτές του επισκόπου Μελιτίου Λυκοπόλεως που την εποχή του μεγάλου διωγμού εναντιώθηκε στην φιλάνθρωπη στάση του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας [24 Νοεμ.] απέναντι σε όσους συνθηκολόγησαν (lapsi), και ο οποίος χειροτόνησε ιερείς και επισκόπους συγκροτώντας ολόκληρη παράλληλη ιεραρχία και διαταράσσοντας με αυτόν τον τρόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκκλησιαστική ζωή στην Αίγυπτο.
   (4)  Ο ορισμός της θεότητας του Αγίου Πνεύματος κατέστη φλέγον ζήτημα με τον Μακεδόνιο. Και σε τούτο το θέμα ο άγιος Βασίλειος [1 Ιαν.] αποπεράτωσε το έργο του αγίου Αθανασίου.






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.