Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


     Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118) ξέσπασε στην Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της Πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρείς αγίους Ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν τον Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον ενάρετο βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού, αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες επάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από την φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς. Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού στην ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευσε τον θείο λόγο και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων Διδασκάλων. Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

     Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτόν τον τρόπο τον έναν Πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και, αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων είχε λάβει το όνομα ενός εκ των σεπτών Ιεραρχών· έτσι λοιπόν ο λαός, εξαιτίας της σφοδρότητας του ζήλου του, είχε χωριστεί στους «Βασιλείτες», στους «Γρηγορίτες» και στους «Ιωαννίτες».


     Μια νύχτα, οι τρεις άγιοι Ιεράρχες παρουσιάσθηκαν σε ενύπνιο στον άγιο Ιωάννη Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων [5 Οκτ.], αρχικά ένας-ένας και ύστερα μαζί. Του είπαν με μια φωνή: «Καθώς βλέπεις, είμαστε και οι τρεις κοντά στον Θεό και δεν μας χωρίζει ούτε διαφωνία ούτε αντιπαλότητα. Ο καθένας από εμάς, ανάλογα με τις περιστάσεις και με την έμπνευση που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα, συνέγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος ανάμεσά μας· κι αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο. Μερίμνησε κατόπιν, να εορτάζεται η μνήμη και των τριών μας την ίδια ημέρα, συνθέτοντας την ακολουθία και τους ύμνους που θα αφιερώσεις στον καθένα μας, με την τέχνη και την γνώση που σου έδωσε ο Θεός, και παράδωσέ τα στους χριστιανούς με την εντολή να εορτάζουν την κοινή τιμή μας κάθε χρόνο. Εάν μας τιμήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ως όντες ένα εμείς κοντά στον Θεό και εν τω Θεώ, υποσχόμαστε ότι θα μεσιτεύουμε στην κοινή μας προσευχή για την σωτηρία τους». Με αυτά τα λόγια οι άγιοι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα σε άπλετο φως, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του.

     Χωρίς να αργοπορήσει ο άγιος Ιωάννης συγκέντρωσε τότε τον λαό και μετέφερε το μήνυμα των αγίων. Καθώς τον σέβονταν όλοι για την αρετή του και τον θαύμαζαν για την δύναμη του λόγου του, οι τρεις παρατάξεις ειρήνευσαν και όλοι τον παρακινούσαν να συνθέσει χωρίς χρονοτριβή την ακολουθία της κοινής εορτής. Με λεπτή διάκριση επέλεξε να αφιερώσει σε αυτόν τον εορτασμό την τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου, σφραγίζοντας έτσι τον μήνα εκείνο κατά τον οποίον εορτάζονται και τρεις χωριστά [1η: άγιος Βασίλειος· 25η: άγιος Γρηγόριος· 27η: ανακομιδή λειψάνων του αγίου Ιωάννου].


     Όπως αναφέρουν πολλά τροπάρια αυτής της θαυμαστής ακολουθίας, οι τρεις Ιεράρχες –«επίγεια τριάδα»– κατά το πρόσωπο διακριτοί αλλά ενωμένοι με την Χάρη του Θεού, μας δίδαξαν τόσο με τα γραπτά τους όσο και με τον βίο τους, να λατρεύουμε και να τιμούμε την Αγία Τριάδα, τον ένα Θεό σε τρία Πρόσωπα. Οι τρεις αυτοί φωστήρες της Εκκλησίας διέδωσαν σε όλη την γη το φως της αληθινής Πίστεως, αψηφώντας κινδύνους και διώξεις, και άφησαν σε μας τους απογόνους τους αυτή την ιερή κληρονομιά, μέσω της οποίας μπορούμε και εμείς να φθάσουμε στην μακαριότητα και την αιώνια ζωή του Θεού με όλους τους αγίους.

     Κλείνοντας τον μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τέτοιο τρόπο την μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους. Με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διά μέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι αυτοί νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αιώνια αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Βασίλειος ο Μέγας


     Καταγόταν από πολύ ευσεβή και εύπορη οικογένεια. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330. Έκανε σπουδές στην πατρίδα του, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
     Στην πατρίδα του γύρισε το 356 και δούλεψε για λίγο ως ρήτορας. Γρήγορα όμως αποτραβήχτηκε από τον κόσμο. Για να μπορέσει να εμβαθύνει στο πνεύμα του μοναχισμού επισκέφθηκε γνωστούς ασκητές στη Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Μεσοποταμία. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του αποσύρθηκε σ’ ένα πατρικό κτήμα στον Πόντο, όπου τον επισκέφθηκε ο Γρηγόριος και μόνασαν για ένα διάστημα μαζί. Σ’ αυτό το ησυχαστικό περιβάλλον εν προσευχή και ασκήσει συνέθεσαν την «Φιλοκαλία» από έργα του Ωριγένη, καθώς και τους περίφημους μοναστικούς κανόνες –κυρίως έργο του Μ. Βασιλείου– που αποτέλεσαν τη βάση για την οργάνωση της μοναχικής ζωής στον Πόντο και την Καππαδοκία αλλά και ολόκληρου του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Το 370 χειροτονήθηκε επίσκοπος Καισαρείας και με το πνευματικό του ανάστημα πρόσφερε μεγάλη βοήθεια στο κλυδωνιζόμενο σκάφος της Εκκλησίας από τα ποικίλα ρεύματα των αιρέσεων.
     Η εκκλησιαστική και κοινωνική προσφορά του μεγάλου αυτού ιεράρχη μέσω της γνωστής «Βασιλειάδας», των λόγων, των γραπτών του, αλλά κυρίως μέσω της ανυπέρβλητης αγιότητας του βίου του, υπήρξε τόσο σπουδαία και βαρυσήμαντη, ώστε και ενώ ζούσε ακόμη τον αποκαλούσαν «Μέγα». Εκοιμήθη το 379.
     Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου.


Γρηγόριος ο Θεολόγος


     Γεννήθηκε στην Αριανζό της Ναζιανζού στην Καππαδοκία το 329. Σπούδασε αρχικά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, κατόπιν στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον Μ. Βασίλειο. Με το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στη Ναζιανζό και μόνασε για ένα διάστημα με τον Βασίλειο στον Πόντο. Χειροτονήθηκε παρά τη θέλησή του (από δέος προς την μεγάλη πνευματική ευθύνη) πρεσβύτερος από τον πατέρα του, που ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Έφθασε μέχρι τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως με εντολή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
     Επειδή όμως από μία μερίδα επισκόπων δημιουργήθηκε θέμα για την εγκυρότητα της τοποθετήσεώς του και προμηνύονταν σάλος στους κόλπους της Εκκλησίας, προχωρεί στο ηρωικό διάβημα της παραιτήσεως, αυτός που είχε εκλεγεί από όλη την ιεραρχία της Ανατολής και που με την αρετή του είχε κατακτήσει λαό και άρχοντες. Μνημειώδεις είναι οι λόγοι του προ της παραιτήσεώς του. Καλεί τους ιεράρχες σε ομόνοια και τους ικετεύει ενώπιον της Αγίας Τριάδος να τακτοποιήσουν ειρηνικά τις υποθέσεις μεταξύ τους, λέγοντας: «Αν είμαι εγώ ο αίτιος της διαστάσεως –δεν είμαι σεβαστότερο πρόσωπο από τον Ιωνά– ρίξτε με στη θάλασσα για να σταματήσει η τρικυμία». Και από τον αυτοκράτορα, ο οποίος επέμενε να ανακαλέσει ο Γρηγόριος την παραίτησή του, του ζητεί σαν τελευταία χάρη να τη δεχτεί (την παραίτηση) για να ειρηνεύσουν οι επίσκοποι.
     Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε στην Αριανζό, ζώντας ασκητικά. Αυτό το διάστημα ασχολήθηκε κυρίως με το βαθυστόχαστο, ποιητικό και θεολογικό συγγραφικό του έργο. Εκοιμήθη το 390. Η Εκκλησία μας τον τίμησε απονέμοντάς του επάξια και δίκαια τον τίτλο «Θεολόγος» που σε τρεις αγίους μόνο τον επιφύλαξε: στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Γρηγόριο και τον Συμεών τον Νέο.
     Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Ιανουαρίου.


Ιωάννης ο Χρυσόστομος


     Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Ο πατέρας του ήταν διοικητής του στρατού της Ανατολής. Η ευσεβής μητέρα του Ανθούσα, η οποία έμεινε πολύ νέα χήρα, αφοσιώθηκε στην ανατροφή του Ιωάννη. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική. Ήδη από τον καιρό που ήταν με την μητέρα του ο Χρυσόστομος ζούσε ασκητική ζωή. Μετά τον θάνατό της εγκατέλειψε το σπίτι του και έζησε τέσσερα χρόνια μαζί με έναν Σύρο ερημίτη και άλλα δύο μόνος ως ερημίτης σε μια σπηλιά στα βουνά της Αντιόχειας. Τον καιρό αυτό εμβάθυνε στη Θεολογία. Αλλά η υγεία του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πόλη.
     Με εντολή του αυτοκράτορα Αρκαδίου το 397 υποχρεώθηκε να δεχθεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Σύντομα όμως λόγω της ευθύτητας του ακέραιου χαρακτήρα του ήρθε σε ρήξη με την αυτοκράτειρα Ευδοξία και οδηγήθηκε στην εξορία· αρχικά στην Κουκουσό της Αρμενίας και, με νέα εντολή, μετά από λίγο, τον έστειλαν στην ανατολική όχθη της Μαύρης Θάλασσας, αλλά καθ’ οδόν πέθανε από τις κακουχίες στα Κόμανα του Πόντου το 407.
     Ο ιερός Χρυσόστομος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς όχι μόνο από τον τεράστιο όγκο των γεμάτων ακατάλυτη θεοπνευστία έργων του αλλά πρωτίστως και κυρίως από την ακτινοβόλα πνευματική του παρουσία στον χώρο της Εκκλησίας αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης παιδείας και κοινωνίας.
     Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου.


— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —


Εμφάνιση των Τριών Ιεραρχών

Εισαγωγικά τινά
για τον π. Ιωαννίκιο Μορόϊ.

     Ο όσιος πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ (1859–1944) ήταν ο σπουδαιότερος ηγούμενος του μοναστηριού Συχάστρια της Ρουμανίας. Γεννήθηκε στην πόλη Ζαρχέστ της επαρχίας Μπρασόβ. Αρχικά παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά. Ύστερα όμως, με την επιθυμία ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, εισήλθε στον στίβο της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Μεταξύ των ετών 1890–1900 ασκήτευσε στην Ρουμανική Σκήτη, στο Άγιον Όρος. Κατόπιν επανήλθε στην χώρα του και έζησε στο Μοναστήρι Νεάμτς για 9 χρόνια. Το 1909 ανέλαβε ηγούμενος στο Μοναστήρι Συχάστρια, την οποία εποίμανε με σύνεση και φόβο Θεού επί 35 ολόκληρα χρόνια. Αναδιοργάνωσε εξ ολοκλήρου την μοναχική τάξη του κοινοβίου, συνάζοντας γύρω του σαράντα περίπου πατέρες. Ο πατήρ Ιωαννίκιος Μορόϊ εκοιμήθη το φθινόπωρο του έτους 1944, στις 5 Σεπτεμβρίου.

Αφόρητο πνευματικό δίλημμα
και έντονος αγώνας νηστείας.

     Το έτος 1925, κατά την διόρθωση και αλλαγή του ημερολογίου, ο πατήρ Ιωαννίκιος βρισκόταν σε μεγάλη απορία και αφόρητο πνευματικό δίλημμα. Δεν γνώριζε τι να πράξει ο ίδιος με το νέο ημερολόγιο που επιβλήθηκε. Γι’ αυτό μπήκε στο κελί του και άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται μέχρις ότου ο Θεός να του δώσει ένα σημείο σχετικά με το ποιό ημερολόγιο ν’ αφήσει και ποιό ν’ ακολουθήσει. Μετά από 20 μέρες νηστείας, ο Γέροντας αδυνάτησε πάρα πολύ. Κατόπιν δυναμώθηκε με τα Άχραντα Μυστήρια, καθώς και με λίγη τροφή που πήρε.
     Και την δεύτερη μέρα είπε στα πνευματικά του παιδιά:
     –Πολλούς πειρασμούς δέχθηκα αυτές τις μέρες από τον διάβολο. Μερικές φορές με απείλησαν οι δαίμονες να με σκοτώσουν. Άλλοτε πάλι με κτυπούσαν με πύρινους δαυλούς.
     Έπειτα, είδα ένα πλήθος δαιμόνων να αλαλάζουν.
     Έλεγαν μεταξύ τους:
     –Άντε, να δέσουμε αυτόν τον γέροντα, γιατί θέλει τώρα να μας γίνει και «άγιος»!
     Κατόπιν, φώναζαν με οργή εναντίον μου:
     –Ποιός σου είπε εσένα ότι σήμερα γίνονται ακόμη άγιοι;
     –Αλλά και ποιός είπε εσάς ότι τώρα πλέον δεν γίνονται; τους ρωτούσα κι εγώ.
     Την άλλη μέρα μού είπαν οργισμένα:
     –Άδικα πια νηστεύεις! Γιατί οριστικά πλέον από εμάς εξαρτάται το αν θα ζήσεις ή όχι.
     Τότε εγώ τους είπα:
     –Εγώ ελπίζω στο έλεος του Θεού ότι θα με λυτρώσει από τα χέρια σας!...

Σωτήρια παρέμβαση των Τριών Ιεραρχών·
«Η υπακοή μεγαλύτερη από την θυσία».

     Μετά από περισσότερες μέρες νηστείας, είδα ψηλά πάνω μου, μετέωρους, τρεις αγίους ντυμένους αρχιερατικά που έμοιαζαν με τους Τρεις Ιεράρχες.
     Ο μεσαίος μού είπε με φωνή σάλπιγγος:
     –Ιωαννίκιε, γιατί αμφιβάλλεις και δεν κάνεις υπακοή (στην Εκκλησία); Δεν γνωρίζεις ότι η υπακοή είναι μεγαλύτερη από την θυσία; Λοιπόν, να υπακούς στους ανώτερους (σου), γιατί δεν έχεις εσύ την ευθύνη για την διόρθωση του ημερολογίου.
     Κατόπιν, αφού με ευλόγησαν και οι Τρεις Ιεράρχες ταυτόχρονα, ανέβηκαν ψηλά και εξαφανίστηκαν…




Ὁ Οἶκος. Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν.
     Τίς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαῤῥήσω· ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ’ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.

Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν
     Τῇ Λ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, καὶ οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
    Στίχ. Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἐωσφόρους,
           Φῶς τρισολαμπὲς πηγάσαντας ἐν βίῳ.
           Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
           Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
           Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία·
           Αἱ τρεῖς ἀηδόνες τῶν ψυχῶν ἔαρ.
           Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
           Τριάς γε μὴν αὕτη δὲ τὴν ὁρωμένην.
           Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
           Ἐξ Ἡλίου τε καὶ Σελήνης ἀφρόνως·
           Κάλλος γὰρ αὐτῶν, θαυμάσαντες καὶ τάχος.
           Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
           Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
           Ἡμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας·
           Κάλλει βίου γάρ, τῇ τε πειθοῖ τῶν λόγων,
           Πείθουσι πάντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
           Κτίσιν συνιστᾷ τὴν δε τὴν ὁρωμένην,
           Τὸ Πῦρ, Ἀήρ, Ὕδωρ τε, καὶ Γῆς ἡ φύσις·
           Οἱ δ’ αὖ συνιστῶντές τε κόσμον τὸν μέγαν,
           Τὴν πρὸς Θεόν τε Πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν,
           Στοιχειακῆς φέρουσι Τριάδος τύπον.
           Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων.
           Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
           Ὁ Γρήγορος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
           Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πάντας ἐκτρέχειν.
           Τοῖς λειποθυμήσασι δ’ ἐκ παθῶν πάλιν,
           Ἀναπνοή τις οἱ Βασιλείου λόγοι.
           Μιμούμενος δὲ τὴν ῥοὴν τῶν ὑδάτων,
           Ὁ καρδίαν τε καὶ στόμα χρυσοῦς μόνος,
           Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
           Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πᾶσαν φύσιν,
           Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.
           Λάμψει ἐνὶ τριακοστῇ χρυσοτρισήλιος αἴγλη.




—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄.
Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας
τῆς τρισηλίου Θεότητος,
τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι,
δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας,
τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν,
θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τὸν Μέγαν,
καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον,
σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ,
τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί,
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·
αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι,
ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς,
καὶ θεοφθόγγους κήρυκας,
τὴν κορυφήν,
τῶν Διδασκάλων Κύριε,
προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν,
τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν·
τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων
καὶ τὸν κάματον,
ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν,
ὁ μόνος δοξάζων
τοὺς Ἁγίους σου.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
ήτορες σοφίας θεοειδεῖς,
στῦλοι Ἐκκλησίας,
οὐρανίων μυσταγωγοί,
Βασίλειε Πάτερ,
Γρηγόριε θεόφρον,
καὶ θεῖε Ἰωάννη,
κόσμῳ ἐδείχθητε.


     Τῶν τριῶν τούτων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις κατάβαλε, καὶ ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ καὶ εἰρηνικῇ καταστάσει διαφύλαξον, καὶ τῆς οὐρανίου σου βασιλείας ἀξίωσον. Ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 


[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 352–354.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
(2) «Το Μέγα Γεροντικόν»
–Θεματική Συλλογή–·
Τόμ. Α΄ (Βιογραφικά Σημειώματα),
σελ. 444–447 και 453–454.
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα – Θεσσαλονίκης,
Απρίλιος, 19941.
(3) Ιερομονάχου
Ιωαννικίου Μπάλαν:
«Ρουμανικό Γεροντικό»·
σελ. 356 και 359–360.
Μετάφραση από τα Ρουμανικά:
Πατέρες Ι. Μ. Γρηγορίου
Αγίου Όρους.
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη, 19841.
(4) Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Β΄, σελ. 168–173.
Εκδόσεις «Δόμος»·
Αθήνα, 20052.
(5) «Μηναίον» Ιανουαρίου,
σελ. 574–578.
Έκδοση «Αποστολική Διακονία»·
Αθήνα, Δεκέμβριος 1991.
(6) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου