Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


     Ο άγιος πατήρ ημών Αθανάσιος, στύλος της Ορθοδοξίας και φωστήρ της Οικουμένης, γεννήθηκε από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς το 295, λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος διωγμός του Διοκλητιανού (303-313), στην κοσμόπολη της Αλεξάνδρειας, όπου συμβίωναν οι πιο διαφορετικοί λαοί και συμπλέκονταν κάθε λογής λατρείες και θρησκεύματα. Από μικρός δεν αρεσκόταν παρά στα του Θεού και της Εκκλησίας. Μια ημέρα, καθώς έπαιζε στην παραλία με τους συντρόφους του, αναπαριστάνοντας με την μεγαλύτερη σοβαρότητα τις εκκλησιαστικές τελετές, ο Αθανάσιος ετέλεσε, εν είδει επισκόπου, το βάπτισμα παιδιών που ακόμη δεν είχαν δεχθεί του βαπτίσματος. Ο επίσκοπος Αλέξανδρος [29 Μαΐου] το παρατήρησε με θαυμασμό, διακήρυξε την εγκυρότητα του βαπτίσματος και πήρε το παιδί υπό την προστασία του.

     Κατά την περίοδο των σπουδών του ο Αθανάσιος έδειξε μέτριο ενδιαφέρον για την θύραθεν γνώση. Προτιμούσε να υφαίνει εν σιωπή τον χιτώνα των αγίων αρετών μελετώντας την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και αποσύρθηκε για ένα διάστημα στην έρημο κοντά στον άγιο Αντώνιο, του οποίου υπήρξε σε όλη του την ζωή ένθερμος μαθητής. Κατόπιν, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, χειροτονήθηκε διάκονος και ξεκίνησε το θεολογικό και ποιμαντικό του έργο. Τότε συνέταξε τα δύο πρώτα έργα του: «Κατά Ελλήνων» και «Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου» (1). Αφού καταδίκασε το άτοπο των εθνικών φιλοσοφιών και δοξασιών, έδειξε ότι ο Λόγος του Πατρός δεν είναι μονάχα ο Δημιουργός του κόσμου, η Σοφία και η Πρόνοιά Του, αλλά ότι έγινε Σωτήρ των ανθρώπων που είχαν υποπέσει στην φθορά: «Αυτός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί» (2). Κοινωνώντας με τον Χριστό γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1, 4), γιατί ο Χριστός δεν είναι απλό δημιούργημα, αλλά κατά φύσιν Λόγος του Πατρός, Μονογενής Υιός του Θεού και Θεός, που έγινε άνθρωπος για να μας κάνει θετούς υιούς του Πατρός. Αυτή η απόλυτη πεποίθηση έγινε για τον άγιο σκοπός της ζωής και των αγώνων του. Ακλόνητος υπερασπιστής του δόγματος της θεότητας του Λόγου και της πίστεως προς την Αγία Τριάδα, υπήρξε ο κήρυκας της εν Χριστώ αγιότητος και θεώσεως.


     Την εποχή εκείνη, ένας πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας, ο Άρειος, άνθρωπος εριστικός που εμπιστευόταν πιο πολύ την ανθρώπινη λογική παρά την πίστη σε ζητήματα που αφορούν τα θεία Μυστήρια, άρχισε να διασπείρει την αμφιβολία στον λαό, διδάσκοντας ότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι αιώνιος, ότι δημιουργήθηκε εν χρόνω και κατά συνέπειαν ότι δεν μπορεί να ονομάζεται Υιός του Θεού παρά μεταφορικά. Εκδιώχθηκε από την Αλεξάνδρεια, κατέφυγε στην Καισάρεια και σκόρπισε γρήγορα την σύγχυση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, σε βαθμό που ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να συγκαλέσει μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια (325), για να διατυπώσει και να διακηρύξει με σαφήνεια την θεότητα του Λόγου. Ο άγιος Αθανάσιος, μέλος της συνοδείας του γηραιού επισκόπου Αλεξάνδρου, συμμετείχε στις εργασίες αυτής της Συνόδου και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο υπερασπιζόμενος την αλήθεια, προκαλώντας τον θαυμασμό των ορθοδόξων αλλά και το άσπονδο μίσος των αιρετικών. Έκτοτε για όλη του την ζωή ταυτίστηκε με την ομολογία της πλήρους ομοουσιότητος του Λόγου και του Πατρός. Το όνομα Αθανάσιος έγινε συνώνυμο του Δόγματος της Νικαίας, της Ορθοδόξου Πίστεως. Μετά τον θάνατο του αγίου Αλεξάνδρου, το 326, ο φλογερός Αθανάσιος εξελέγη ομόφωνα από τον λαό της Αλεξάνδρειας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, για να τον διαδεχθεί στον επισκοπικό θρόνο του αγίου Μάρκου. Πρώτη του ενέργεια ήταν να αποκαταστήσει την ενότητα και την ευταξία στην τεράστια επαρχία του, η οποία υπέφερε όχι μόνον από τους αιρετικούς του Αρείου, αλλά και από τους σχισματικούς του Μελιτίου (3) και από την διαφθορά των ηθών και της εκκλησιαστικής ζωής. Επί χρόνια περιόδευσε σε όλες τις επαρχίες της Αιγύπτου μέχρι τα αιθιοπικά σύνορα, κηρύττοντας και χειροτονώντας επισκόπους· απέκτησε έτσι την αγάπη του λαού, ο οποίος τον αισθανόταν σαν πατέρα του. Επισκεπτόταν επίσης τα αναρίθμητα μοναστήρια, την έρημο της Θηβαΐδας, και διέμενε στην Μονή των Ταβεννησιωτών, το μεγάλο μοναστικό συγκρότημα του αγίου Παχωμίου [15 Μαΐου].


     Κατά την απουσία του όμως από την Αλεξάνδρεια, οι οπαδοί του Μελιτίου διέδωσαν πλήθος συκοφαντίες εναντίον του και, όταν επέστρεψε, ο Αθανάσιος βρέθηκε να κατηγορείται ότι εξελέγη αντικανονικά, ότι είχε καταχρεώσει την επισκοπή του, ότι μεταχειριζόταν κάθε λογής βία εναντίον των αντιπάλων του και, ιδίως, ότι είχε αναποδογυρίσει και ποδοπατήσει το δισκοπότηρο ενός ιερέα του Μελιτίου. Κατηγορήθηκε επίσης ότι είχε στηρίξει οικονομικά συνωμότες που ραδιουργούσαν κατά του αυτοκράτορα. Ο αρχιεπίσκοπος μετέβη στην Νικομήδεια, όπου βρισκόταν ο αυτοκράτορας, και δεν δυσκολεύθηκε να αποδείξει την αθωότητά του. Μόλις όμως επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε τον οπαδό του Μελιτίου, επίσκοπο Ιψάλας Αρσένιο, και ότι χρησιμοποιούσε το κομμένο χέρι του σε τελετές μαγείας. Ο Αθανάσιος ανακάλυψε τον Αρσένιο στο μοναστήρι που κρυβόταν και η αθωότητά του έλαμψε στο δικαστήριο παρουσιάζοντας το υποτιθέμενο θύμα.


     Στο διάστημα αυτό ο Άρειος, που είχε εξορισθεί ύστερα από την Σύνοδο της Νικαίας, κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του αυτοκράτορα χάρη στον φίλο του Ευσέβιο Νικομηδείας, άνθρωπο της αυλής, πανούργο και δόλιο. Πέτυχε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου διέδιδε την διδασκαλία του στον λαό διά μέσου ασμάτων και αποφθεγμάτων. Ο Αθανάσιος ωστόσο δεν υπέκυπτε και αρνιόταν δυναμικά να δεχθεί τον αιρετικό σε κοινωνία. Το 335, με την ευκαιρία του εορτασμού της τριακονταετηρίδος της βασιλείας του, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε νέα Σύνοδο στην Τύρο της Παλαιστίνης για να αποκατασταθεί η τάξη. Οι περισσότεροι των παρισταμένων επισκόπων είχαν επιλεγεί μεταξύ των πλέον άσπονδων εχθρών του Αθανασίου. Και, όταν ο άγιος παρουσιάσθηκε με σαράντα Αιγύπτιους επισκόπους, απαγόρευσαν την είσοδο στην συνοδεία του και οι οπαδοί του Μελιτίου μπόρεσαν να εκθέσουν με άνεση τις συκοφαντικές τους κατηγορίες εναντίον του Αθανασίου, με κύριο επιχείρημα ότι είχε εμποδίσει τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με σιτάρι. Παρουσίασαν μάλιστα και μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι την είχε βιάσει. Ο Αθανάσιος είπε σ’ έναν φίλο του να πλησιάσει αντί γι’ αυτόν και πάραυτα η γυναίκα, που δεν είχε δει ποτέ της τον άγιο, διακήρυξε ότι αναγνώρισε τον βιαστή της, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την απάτη. Ήταν ολοφάνερο ότι οι αντίπαλοι μηχανεύονταν πάση θυσία την εξόντωσή του. Έξω το πλήθος, ερεθισμένο δολίως, κραύγαζε αποκαλώντας τον μάγο, άξεστο και ανάξιο. Ο Αθανάσιος επέλεξε την συνετότερη στάση: αναχώρησε κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ζήτησε δικαίωση από τον Κωνσταντίνο, σταματώντας τον την ώρα που εκείνος έκανε περίπατο με το άλογο. Παρά την υποστήριξη του λαού της Αλεξάνδρειας και τις επιστολές του αγίου Αντωνίου προς τον αυτοκράτορα, ο άγιος εξορίσθηκε (335-337) στα Τρέβηρα (σημ. Τρίερ στην Γερμανία), πρωτεύουσα της Γαλατίας. Αποκατέστησαν επίσημα τον Άρειο στην Εκκλησία και ο αυτοκράτορας επηρεασμένος από τον Ευσέβιο διέταξε να συλλειτουργήσει ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως με τον αιρετικό. Ο ασεβής Άρειος, όμως, χτυπήθηκε από την θεία δικαιοσύνη και πέθανε με ειδεχθή τρόπο, ακριβώς πριν την Λειτουργία, όταν τα εντόσθιά του χύθηκαν έξω, την στιγμή κατά την οποία είχε πάει για σωματική του ανάγκη.


     Δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνσταντίνος Β΄ επανέφερε τον άγιο από την εξορία και ο Αθανάσιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, περνώντας από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και την Αντιόχεια για να στερεώσει εκεί την Ορθόδοξη Πίστη. Η είσοδός του στην Αλεξάνδρεια (23 Νοεμβρίου 337), χαιρετήθηκε από σύσσωμο τον κλήρο και τον λαό. Όμως, ο Ευσέβειος Νικομηδείας και οι οπαδοί του Αρείου δεν παραιτήθηκαν. Ξανάρχισαν πάραυτα τις συκοφαντίες τους, χαρακτηρίζοντας αντικανονική την αποκατάσταση του Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο. Μία Σύνοδος των ομολογητών της Πίστεως που συνεκλήθη στην Αλεξάνδρεια (338), εξασφάλισε τον άγιο την ομόφωνη υποστήριξη όλων των επισκόπων της Αιγύπτου· ο άγιος Αντώνιος αποφάσισε να έλθει ο ίδιος από την μακρινή του έρημο στην Αλεξάνδρεια για να υποστηρίξει τον επίσκοπο, με την μαρτυρία του λόγου και των θαυμάτων του. Οι αρειανοί συνεκάλεσαν την δική τους σύνοδο στην Αντιόχεια και επιχείρησαν να εγκαταστήσουν με την βία στον θρόνο της Αλεξάνδρειας κάποιον Γρηγόριο Καππαδόκη και να αποσπάσουν τους ναούς από τους ορθοδόξους (339). Η πόλη ολόκληρη είχε γίνει θέατρο συμπλοκών και ταραχών, οπότε ο Αθανάσιος αποφάσισε να αποσυρθεί προσωρινά για να εμποδίσει την εξάπλωση του κακού και κατέφυγε στην Ρώμη, αφού προηγουμένως εμψύχωσε τους κληρικούς του και τους παρότρυνε να μείνουν ενωμένοι ενάντια στον εγκάθετο ιεράρχη.


     Ο πάπας Ιούλιος τον υποδέχθηκε εγκάρδια και παρείχε κάθε υποστήριξη σε εκείνον που δεν ήταν απλώς ένας εξόριστος επίσκοπος, αλλά είχε καταστεί υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Συνεκάλεσε Σύνοδο, η οποία τον ανακήρυξε μοναδικό νόμιμο επίσκοπο Αλεξανδρείας και αναγνώρισε την αθωότητά του έναντι των γελοίων κατηγοριών που είχαν εκτοξευθεί εναντίον του. Στην Ρώμη ο Αθανάσιος βρήκε και άλλους εξόριστους ομολογητές, όπως τον άγιο Παύλο Κωνσταντινουπόλεως [6 Νοεμ.]. Εξακολούθησε να διοικεί την επισκοπή του δι’ αλληλογραφίας και συνέβαλε τα μέγιστα στην άνθηση του Μοναχισμού στην Δύση, γνωστοποιώντας τον βίο του αγίου Αντωνίου και των ασκητών της Αιγύπτου.

     Το 343, οι δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιος (Ανατολή) και Κώνστας (Δύση) αποφάσισαν να συγκαλέσουν μια μεγάλη Σύνοδο στην Σαρδική (σημ. Σόφια) για να λυθεί το ζήτημα του θρόνου της Αλεξάνδρειας και να συμφωνηθεί μια ομολογία Πίστεως. Οι επίσκοποι της Ανατολής είχαν βέβαια απορρίψει τον Άρειο, αλλά επέμεναν να αρνούνται τον όρο «ομοούσιος». Χωρίς να λένε ανοικτά ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα, αρνούνταν ωστόσο να ομολογήσουν την πλήρη κατά φύσιν ταύτισή Του με τον Πατέρα. Όλη τους η αντίθεση εναντίον του δόγματος της Συνόδου της Νικαίας αποκρυσταλλωνόταν ουσιαστικά στο πρόσωπο του Αθανασίου: απαιτούσαν, ως προϋπόθεση για την σύγκληση της Συνόδου, να μην παρίσταται ο επίσκοπος Αλεξανδρείας, και εγκατέλειψαν επιδεικτικά την πόλη, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο αυτοκράτορας της Ανατολής Κωνστάντιος, καθώς είχε προσχωρήσει στους οπαδούς του Αρείου, παρεμπόδισε την αποκατάσταση των εξορίστων, επικύρωσε την ανάρρηση του Γρηγορίου στον θρόνο της Αλεξάνδρειας, καταδίωξε τους ορθοδόξους και σκόρπισε τον τρόμο σε όλη την αυτοκρατορία.


     Μετά τον θάνατο του Γρηγορίου, ο Κωνστάντιος πρότεινε επανειλημμένα στον άγιο που διέμενε στην Ακουηλία να αναλάβει εκ νέου τον θρόνο του. Τέλος, ύστερα από πιέσεις του Κώνστα, του πάπα και των αξιωματούχων της αυλής, ο Αθανάσιος δέχθηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, περνώντας από την Αντιόχεια, όπου ο αυτοκράτορας τον διαβεβαίωσε για την υποστήριξη και τον θαυμασμό του, την Καισάρεια και τα Ιεροσόλυμα. Μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, ύστερα από εξορία πλέον των έξι χρόνων, στις 21 Οκτωβρίου του 346, τον υποδέχθηκε μέγα πλήθος, που μαζεύτηκε σαν μελίσσι από όλες τις γωνιές της Αιγύπτου και τον επευφημούσε με βάγια, ύμνους και χορούς, όπως τον Χριστό όταν εισήλθε στα Ιεροσόλυμα. Στο πρόσωπο του Αθανασίου ήταν ο Ίδιος ο Χριστός παρών στην ειρηνευμένη Εκκλησία Του. Επί μία δωδεκαετία ο άγιος ιεράρχης μπόρεσε να αφοσιωθεί στο πνευματικό του ποίμνιο, στην ανάπτυξη του Μοναχισμού και στο ιεραποστολικό έργο σε πρόσφατα εκχριστιανισθείσες περιοχές, όπως η Αιθιοπία, όπου απέστειλε τον άγιο Φρουμέντιο [30 Νοεμ.].

     Δυστυχώς η νίκη αυτή της Ορθοδοξίας δεν κράτησε πολύ. Το 353, ο Κωνστάντιος ανέλαβε ως μόνος αυτοκράτορας και περιήλθε εκ νέου στην επιρροή των αρειανών οι οποίοι εξαπέλυσαν, με ακόμη μεγαλύτερο μίσος, επίθεση κατά της Συνόδου της Νικαίας και του προσώπου του Αθανασίου. Ο αυτοκράτορας καταδίκασε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και, απειλώντας με εξορία τους δυτικούς επισκόπους που έως τότε παρέμεναν πιστοί στην Ορθοδοξία, τους ανάγκασε να επικυρώσουν την καθαίρεση του αγίου (Μιλάνο 355). Ο πάπας Λιβέριος και ο Όσιος, επίσκοπος Κορδούης, ηλικίας εκατό ετών τότε, διαμαρτυρήθηκαν. Τους εξόρισαν χωρίς δισταγμό, καθώς και τον άγιο Ιλάριο Πικταβίου [13 Ιαν.]. Δεν έμεινε πια παρά να προβούν στην εκδίωξη του Αθανασίου τον οποίο προστάτευε ολόκληρος ο λαός στης Αλεξάνδρειας.


     Την νύχτα της 8ης Φεβρουαρίου του 356, ο διοικητής Συριανός, επικεφαλής περισσοτέρων των πέντε χιλιάδων στρατιωτών, περικύκλωσε τον ναό του αγίου Θεωνά, όπου πλήθος χριστιανών είχε συγκεντρωθεί για να τελέσει αγρυπνία. Εν μέσω κραυγών και αναστάτωσης ο Αθανάσιος παρέμενε ακλόνητος στην καθέδρα του και γύρω του οι πιστοί σε πυκνές σειρές, έτοιμοι να πεθάνουν για να υπερασπίσουν τον ποιμενάρχη τους. Τέλος, οι φίλοι του τον έσυραν -παρά την θέλησή του- έξω από τον ναό και τον έπεισαν να φύγει στην έρημο. Γρήγορα ξέσπασαν ταραχές εναντίον των αρχών σε ολόκληρη την πόλη. Οι στρατιώτες έσφαζαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ατίμαζαν αφιερωμένες παρθένες, λεηλατούσαν και βεβήλωναν τόπους λατρείας. Δόθηκε διαταγή να διωχθεί ο Αθανάσιος ως στασιαστής και να τιμωρείται αυστηρά όποιος του παρείχε άσυλο. Διωκόμενος συνεχώς, ο άγιος Αθανάσιος αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο κατοικίας. Την πιο σταθερή υποστήριξη και την πιο πρόθυμη φιλοξενία την βρήκε κυρίως κοντά στους μοναχούς. Έζησε έξι ολόκληρα χρόνια (356-362) ως φυγάς, στηρίζοντας την Ορθόδοξη Πίστη με δεκάδες θεολογικά συγγράμματα, εγκυκλίους και επιστολές στους επισκόπους όλου του κόσμου. Στην Αλεξάνδρεια είχε ενθρονισθεί ως επίσκοπος ο Γεώργιος Καππαδόκης, ένας άνθρωπος άπληστος, βίαιος και αδίστακτος, ο οποίος γρήγορα αιματοκύλησε όλη την Αίγυπτο για να καθυποτάξει τους ορθόδοξους. Εξόρισε επισκόπους, καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα όσους έρχονταν σε επαφή με τον Αθανάσιο, απαγόρευσε τις συνάξεις των πιστών, διέταξε να γδάρουν και να καύσουν ζωντανούς όλους όσοι δεν υποτάσσονταν. Μετά από έναν χρόνο θηριωδίας, ο λαός της Αλεξάνδρειας απηυδισμένος εξεγέρθηκε και τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή (358).


     Η κατάσταση της Εκκλησίας ήταν τότε περισσότερο τραγική από κάθε άλλη φορά. Όλες οι φωνές που μπόρεσαν να υψωθούν υπέρ της Ορθοδοξίας και εναντίον των αυτοκρατορικών παρεμβάσεων στα εκκλησιαστικά είχαν δυστυχώς σωπάσει. Οι επισκοπικές έδρες ήσαν κενές ή είχαν καταληφθεί από αιρετικούς. Καθώς απολάμβαναν της εύνοιας του αυτοκράτορα, οι αρειανοί αποθρασύνθηκαν και επιχείρησαν να επιβάλουν όρους πίστεως ακόμη πιο ακραίους, αρνούμενοι απολύτως την θεότητα του Υιού και κάθε ομοιότητά Του με τον Πατέρα (Αέτιος, Ευνόμιος). Οι επίσκοποι της Ανατολής ήσαν οι περισσότεροι μετριοπαθείς και απλώς ανησυχούσαν για τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των δύο Προσώπων που θα μπορούσε να φέρει ο όρος «ομοούσιος»· ευαισθητοποιήθηκαν και διακήρυξαν (Βασίλειος Αγκύρας) ότι ο Υιός είναι της ομοίας ουσίας («ομοιούσιος») με τον Πατέρα. Κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τον Κωνστάντιο, να τον πείσουν να καταδικάσει τους ακραίους αρειανόφρονες και να ανακαλέσει από την εξορία τον πάπα Λιβέριο. Ο άγιος Αθανάσιος και ο επίσκοπος Πικταβίου άγιος Ιλάριος επωφελήθηκαν αυτή την ανάπαυλα επιδιώκοντας την καταλλαγή. Συνεκλήθησαν δύο Σύνοδοι, στο Ρίμινι για την Δύση και στην Σελεύκεια για την Ανατολή (359), για να συμφωνήσουν σε μια κοινή διατύπωση Πίστεως, η οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους ορθοδόξους της Νικαίας και τους ομοιουσιανούς. Την επόμενη χρονιά όμως, στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, ο αυτοκράτορας επέβαλε πεισματικά και πάλι την διδασκαλία του Αρείου, καλυμμένη κάτω από μια αόριστη και δόλια διατύπωση («όμοιος») και την επέβαλε διά της βίας σε όλη την αυτοκρατορία. Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας [12 Φεβρ.] και όλοι οι ορθόδοξοι ιεράρχες εξορίσθηκαν. Η αίρεση θριάμβευσε παντού. «Η γη ολόκληρη οδυνόταν, ξαφνιασμένη που είχε γίνει αρειανή», έγραψε ο άγιος Ιερώνυμος [15 Ιουν.]. Όμως ο Κύριος αγρυπνεί για την Εκκλησία Του και κατασίγασε την καταιγίδα την στιγμή που η καταστροφή έμοιαζε αναπόφευκτη.

     Το 361, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης σφετερίσθηκε την εξουσία και αμέσως επέβαλε με διάταγμα την ανεξιθρησκία. Ο Αθανάσιος μπόρεσε τότε να εξέλθει από την έρημο και να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου συνεκάλεσε σε Σύνοδο όλους τους διασκορπισμένους για χρόνια Ομολογητές της Πίστεως. Κατά την Σύνοδο αυτή διακηρύχθηκε η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, που κι αυτήν με την σειρά της είχαν αρχίσει να προσβάλλουν οι αιρετικοί (4). Η ανεξιθρησκία όμως δεν κράτησε πολύ. Ο αυτοκράτορας έδειξε γρήγορα τις αληθινές του προθέσεις και εξαπέλυσε άγριο διωγμό με την ελπίδα να αποκαταστήσει την λατρεία των ειδώλων. Ακολουθώντας συμβουλές μάγων και μάντεων, ο Ιουλιανός έστειλε στρατό για να δολοφονήσει τον στύλο και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας, τον Αθανάσιο. Όμως, προστατευμένος από την Χάρη του Θεού, ο άγιος μπόρεσε για μια ακόμη φορά να διαφύγει από τον περικυκλωμένο ναό και να ανέβει με πλοίο τον Νείλο προς την Θηβαΐδα. Οι άνθρωποι του αυτοκράτορα τον καταδίωξαν· την στιγμή που φάνηκε στον ορίζοντα το πλοίο τους, ο Αθανάσιος πρόσταξε τον έκπληκτο καπετάνιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε, να ανακρούσει πρύμνα και να κινηθεί προς το μέρος τους. Όταν έφθασε κοντά τους, οι στρατιώτες τούς φώναξαν: «Μήπως είδατε τον Αθανάσιο;». Εκείνος αποκρίθηκε αλλάζοντας την φωνή του: «Ναι, μόλις τον συναντήσαμε. Βιαστείτε!». Και καθώς κωπηλατούσαν με δύναμη, ο άγιος μπόρεσε να συνεχίσει αλλάζοντας δρόμο. Έμεινε πάνω από έναν χρόνο στην Θηβαΐδα με την ήρεμη και παρηγορητική συναναστροφή των μοναχών του αγίου Παχωμίου, έως τον θάνατο του Παραβάτη (363).


     Μόλις ανέβηκε στον θρόνο ο ορθόδοξος Ιοβιανός, έλαβε μέτρα για να στηρίξει την Πίστη. Προσκάλεσε τον Αθανάσιο στην Αντιόχεια για να λύσει το πρόβλημα που αφορούσε αυτή την εκκλησιαστική έδρα. Ο πρόωρος θάνατός του όμως άφησε την θέση στον ασεβή Ουάλεντα, ο οποίος επανέφερε με μεγαλύτερη αγριότητα την πολιτική του Κωνστάντιου. Διέταξε να εξορισθούν πάλι όλοι οι αρχιερείς που είχε ανακαλέσει ο Ιοβιανός. Ο Αθανάσιος κρύφθηκε τότε για τέσσερις μήνες σ’ ένα κοιμητήριο στα προάστεια της Αλεξάνδρειας, για να ξεφύγει από την καταδίωξη του διοικητή της πόλης Τατιανού. Ο αυτοκράτορας τελικά ανέστειλε τον διωγμό και διέταξε την αποκατάσταση του μεγάλου ιεράρχη. Ο λαός χαρούμενος έτρεξε από παντού μέχρι το κρησφύγετο του αγίου για να τον μεταφέρει θριαμβευτικά στην έδρα του (1 Φεβρ. του 366) και ήταν στο εξής αποφασισμένος να φυλάξει πάση θυσία τον ποιμένα του. Ύστερα από τόσους διωγμούς, απειλές, εξορίες και θλίψεις, ο άγιος μπόρεσε να απολαύσει ήσυχα τα τελευταία χρόνια του βίου του, περιβαλλόμενος από την αγάπη των πιστών του και τον θαυμασμό όλου του κόσμου. Παρέδωσε το λάβαρο της Ορθοδοξίας στον Μέγα Βασίλειο, ώστε να συνεχίσει τον μεγάλο αγώνα για το Δόγμα της Αγίας Τριάδος, αγώνα που ήρθε σε πέρας με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (381).

     Ο άγιος Αθανάσιος παρέδωσε την μεγάλη αποστολική του ψυχή στις 2 Μαΐου του 373 σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, πεπεισμένος ότι έφερε σε πέρας τον καλόν αγώνα για την πίστη, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Εξορίστηκε πέντε φορές και, από τα σαράντα έξι χρόνια της αρχιερωσύνης του, δεκαέξι χρόνια βρισκόταν μακριά από το ποίμνιό του. Ποτέ όμως δεν έπαυσε να είναι ο «επίσκοπος», δηλαδή ο «επιβλέπων», ανεπίληπτος υπερασπιστής της Πίστεως και ζώσα εικόνα του Χριστού, του Μεγάλου Αρχιερέα της ημών αιωνίου σωτηρίας. Η σταθερότητα και η ανένδοτη δράση του σε δογματικά ζητήματα δεν εμπόδιζαν διόλου αυτόν τον γενναίο στρατιώτη του Χριστού να είναι ο ταπεινός, πράος και οικτίρμων ποιμήν των πνευματικών του προβάτων, ο φιλομόναχος, ο πατέρας των ορφανών, ο βοηθός των πτωχών. Με τον θείο Λόγο που ενοικούσε μέσα του, «γινόταν τα πάντα τοις πάσι» (Α΄ Κορ. 9, 22). Τιμήθηκε αμέσως από ολόκληρη την Εκκλησία, ισάξιος με τους Πατριάρχες, τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες.


     Την ίδια αυτή ημέρα, η αγία Εκκλησία συνδέει την μνήμη του αγίου Αθανασίου με εκείνην του διαδόχου του στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, του φλογερού αγίου Κυρίλλου (412-444). Όπως έλαμψε ο Αθανάσιος ως υπερασπιστής της θεότητος του Λόγου, έτσι κι αυτός ανάλωσε τις δυνάμεις του για να υποστηρίξει το χριστολογικό δόγμα, έναντι του ασεβούς Νεστορίου. Κατέδειξε ότι ο Λόγος του Θεού, ομοούσιος τω Πατρί, όπως ομολογήθηκε από τον Αθανάσιο, προσέλαβε αληθώς την ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπό Του ώστε να γίνει κοινωνός της θείας φύσεώς Του. Χάρη στον Αθανάσιο και τον Κύριλλο, μπορούμε να ομολογούμε την πίστη μας στον Ιησού Χριστό, Μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός, τον Ένα της Αγίας Τριάδος, ο οποίος έγινε άνθρωπος άνευ αλλοιώσεως, και γνωρίζεται, αγαπάται και λατρεύεται σε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, διά του Οποίου και εν τω Οποίω αγόμεθα προς τον Πατέρα, διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Στῦλος γέγονας, Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν, ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν, Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατῄσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
ργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
ς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.


—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν  αἱμάτων σου.
ρθοδοξίας φυτεύσας τὰ δόγματα, κακοδοξίας ἀκάνθας ἐξέτεμες, πληθύνας τὸν σπόρον τῆς Πίστεως, τῇ ἐπομβρίᾳ τοῦ Πνεύματος Ὅσιε· διὸ σὲ ὑμνοῦμεν Ἀθανάσιε.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
εράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τῆς Ὀρθοδοξίας σάλπιγξ χρυσῆ, ὤφθης Ἱεράρχα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, τὸν Υἱὸν κηρύττων, καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ, διὸ σε Ἀθανάσιε μεγαλύνομεν.

Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμοῦ.
νθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.


  Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο 

«Μαρτύρησε με τη συνείδηση»

     Είπε ο αββάς Αθανάσιος, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας: «Πολλές φορές λέει κάποιος από σας: “Πού υπάρχει διωγμός για να μαρτυρήσω;”. Μαρτύρησε με τη συνείδηση· πέθανε για την αμαρτία, απονέκρωσε ό,τι σε συνδέει με την αμαρτωλή κατάσταση (Κολ. 3, 5) και έχεις γίνει μάρτυς κατά την προαίρεση.
     Εκείνοι (οι Μάρτυρες) μάχονταν με βασιλείς και άρχοντες· έχεις κι εσύ αντίπαλο τον διάβολο, τον βασιλιά της αμαρτίας, και άρχοντες τους δαίμονες (Εφεσ. 6, 12). Και τότε βέβαια μπροστά στους μάρτυρες τοποθετούνταν βωμός και θυσιαστήριο και όλη η αηδία της ειδωλολατρίας· το ίδιο και τώρα νιώσε το ότι έχεις στημένο στην ψυχή σου αξιοκατάκριτο είδωλο.
     Υπάρχει και σήμερα βωμός και θυσιαστήριο και μεμπτό είδωλο, νοητό, μέσα στις ψυχές (μας). Βωμός, το πάθος της λαιμαργίας· θυσιαστήριο, η επιθυμία των ηδονών· είδωλο, το πνεύμα της επιθυμίας. Γιατί αυτός που είναι δούλος της πορνείας και παραδίνεται στις ηδονές, αρνήθηκε τον Ιησού και προσκυνεί είδωλο. Αυτός έχει μέσα του το άγαλμα της Αφροδίτης, την αισχρή δηλαδή σαρκική ηδονή.
     Όπως επίσης κι εκείνος που νικιέται από την οργή και τον θυμό και δεν ξεριζώνει τη μανία του πάθους αυτού, αρνήθηκε τον Χριστό και κρατάει μέσα του τον Άρη για Θεό· μπήκε δηλαδή στον ζυγό της οργής, που αυτό είναι είδωλο παραφροσύνης.
     Άλλος, που είναι φιλάργυρος και φιλήδονος, που κλείνει τα σπλάχνα του στις ανάγκες του αδελφού του και δεν βοηθάει τον πλησίον, αρνήθηκε τον Ιησού Χριστό και λατρεύει τα είδωλα· γιατί έχει μέσα του το είδωλο του Ερμή και, επί πλέον, λατρεύει την κτίση και όχι τον Κτίστη. Ρίζα βέβαια όλων των κακών είναι η φιλαργυρία (Α΄ Τιμ. 6, 10).
     Αν λοιπόν κυριαρχήσεις σ’ αυτά και προφυλαχθείς από τα παράλογα πάθη, πάτησες τα είδωλα και αρνήθηκες την δεισιδαιμονία. Έχεις γίνει κιόλας μάρτυς, αφού ομολόγησες την καλή ομολογία» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 6,12 και Ματθ. 10, 32).


—ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ—
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

στις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρὴ αὐτῷ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἣν εἰ μή τις σῴαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ἀπολεῖται. Πίστις δὲ καθολικὴ αὕτη ἐστίν, ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι καὶ Τριάδα ἐν μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τὰς ὑποστάσεις, μήτε τὴν οὐσίαν μερίζοντες· ἄλλη γὰρ ἐστιν ἡ τοῦ Πατρὸς ὑπόστασις, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀλλὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος μία ἐστί Θεότης, ἴση δόξα, συναΐδιος ἡ μεγαλειότης. Οἷος ὁ Πατήρ, τοιοῦτος καὶ ὁ Υἱός, τοιοῦτο καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατήρ, ἄκτιστος ὁ Υἱός, ἄκτιστον καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀκατάληπτος ὁ Πατήρ, ἀκατάληπτος ὁ Υἱός, ἀκατάληπτον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Αἰώνιος ὁ Πατήρ, αἰώνιος ὁ Υἱός, αἰώνιον καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν οὐ τρεῖς αἰώνιοι, ἀλλ’ εἷς αἰώνιος· ὥσπερ οὐδὲ τρεῖς ἄκτιστοι, οὐδὲ τρεῖς ἀκατάληπτοι, ἀλλ’ εἷς ἄκτιστος, καὶ εἷς ἀκατάληπτος. Ὁμοίως παντοκράτωρ ὁ Πατήρ, παντοκράτωρ ὁ Υἱός, παντοκράτωρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς παντοκράτορες, ἀλλ’ εἷς παντοκράτωρ. Οὕτω, Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς ὁ Υἱός, Θεὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς Θεοί, ἀλλ’ εἷς Θεός. Ὡσαύτως, Κύριος ὁ Πατήρ, Κύριος ὁ Υἱός, Κύριον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· πλὴν οὐ τρεῖς Κύριοι, ἀλλ’ εἷς ἐστὶ Κύριος· ὅτι, ὥσπερ μοναδικῶς ἑκάστην ὑπόστασιν Θεὸν καὶ Κύριον ὁμολογεῖν χριστιανικῇ ἀληθείᾳ ἀναγκαζόμεθα, οὕτω τρεῖς Θεούς, ἢ τρεῖς Κυρίους λέγειν καθολικῇ εὐσεβείᾳ κωλυόμεθα. Ὁ Πατὴρ ἀπ’ οὐδενός ἐστι πεποιημένος, οὔτε δεδημιουργημένος, οὔτε γεγεννημένος· ὁ Υἱὸς ἀπὸ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐστιν, οὐ πεποιημένος, οὐδὲ δεδημιουργημένος, ἀλλὰ γεγεννημένος [ἐκ τοῦ Πατρός]· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρός, οὐ πεποιημένον, οὔτε δεδημιουργημένον, οὔτε γεγεννημένον, ἀλλ’ ἐκπορευτόν. Εἷς οὖν ἐστι Πατήρ, οὐ τρεῖς Πατέρες· εἷς Υἱός, οὐ τρεῖς Υἱοί· ἓν Πνεῦμα ἅγιον, οὐ τρία Πνεύματα ἅγια· καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Τριάδι, οὐδὲν πρῶτον, ἢ ὕστερον, οὐδὲν μεῖζον, ἢ ἔλαττον, ἀλλ’ ὅλαι αἱ τρεῖς ὑποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι ἑαυταῖς εἰσὶ καὶ ἴσαι· ὥστε κατὰ πάντα, ὡς εἴρηται, καὶ Τριὰς ἐν μονάδι καὶ μονὰς ἐν Τριάδι λατρεύεται. Ὁ θέλων οὖν σωθῆναι, οὕτω περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος φρονείτω· πλὴν ἀναγκαῖον ἔτι ἐστί, πρὸς αἰώνιον σωτηρίαν, ὅπως καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀρθῶς πιστεύῃ. Ἔστιν οὖν πίστις ὀρθή, ἵνα πιστεύωμεν καὶ ὁμολογῶμεν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἐστι. Θεός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, πρὸς αἰώνων γεννηθείς, [καὶ ἄνθρωπός ἐστιν ἐκ τῆς οὐσίας τῆς Μητρός, ἐν χρόνῳ γεννηθείς]. Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ ἀνθρωπίνης σαρκὸς ὑποστάς· ἴσος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα· ἐλάττων τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα [εἰς θεότητα]· ὅς, εἰ καὶ Θεὸς ὑπάρχει καὶ ἄνθρωπος, ὅμως οὐ δύο, ἀλλ’ εἷς ἐστι Χριστός. Εἷς δέ, οὐ τροπῇ θεότητος εἰς σάρκα, ἀλλὰ προσλήψει ἀνθρωπότητος εἰς θεότητα· εἷς πάντως, οὐ συγχύσει φύσεων, ἀλλ’ ἑνώσει ὑποστάσεων· ὥσπερ γὰρ ψυχὴ λογικὴ καὶ σὰρξ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω Θεὸς καὶ ἄνθρωπος εἷς ἐστι Χριστός, ὁ παθὼν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστὰς ἐν τῶν νεκρῶν, καὶ ἀνελθὼν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς τοῦ παντοκράτορος· ὅθεν ἐλεύσεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῇ παρουσίᾳ πάντες ἄνθρωποι ἀναστήσονται σὺν τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν, ἀποδώσοντες περὶ τῶν ἰδίων ἔργων λόγον· καὶ οἱ μὲν τὰ ἀγαθὰ πράξαντες πορεύσονται εἰς ζωὴν αἰώνιον· οἱ δὲ τὰ φαῦλα εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. Αὕτη ἐστίν ἡ καθολικὴ πίστις, ἣν εἰ μή τις πιστῶς τε καὶ βεβαίως πιστεύσῃ, σωθῆναι οὐ δυνήσεται.


«Επαινώντας τον Αθανάσιο, το δίχως άλλο αυτό σημαίνει ότι πρόκειται να επαινέσω την αρετή· γιατί, Αθανάσιος και αρετή, είναι το ίδιο πράγμα. Κι όταν λοιπόν αναφέρομαι εγώ σ’ αυτόν, επαινώ την ίδια την αρετή ακριβώς».
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
(ΒΕΠΕΣ, Λόγος ΚΑ΄, τ. 59, σ. 148.)


[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 191–200.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
(2) «Το Μέγα Γεροντικόν»,
Τόμ. Α΄, κεφ. Α΄, §5, σελ. 40–43.
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»·
Πανόραμα Θεσσαλονίκης,
Μάρτιος, 1994.
(3) «Ωρολόγιον το Μέγα»,
Έκδοσις «Αποστολικής Διακονίας».
Αθήναι, 199512
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]




 Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ  
   (1)  Πρβλ. ΕΠΕ 1, Θεσσαλονίκη 1973. Ορισμένοι ιστορικοί υποθέτουν ότι αυτά τα δύο θεμελιακά συγγράμματα συντάχθηκαν από τον άγιο Αθανάσιο όταν ήταν νέος επίσκοπος και ηθελημένα αποσιωπά την αρειανή έριδα, ώστε να δώσει μια πνευματική απάντηση, εδραιωμένη στην εμπειρία του περί θεώσεως του ανθρώπου, που είχε αποκτήσει στην επαφή του με τους μοναχούς.
   (2)  «Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου», 54.
   (3)  Υποστηρικτές του επισκόπου Μελιτίου Λυκοπόλεως που την εποχή του μεγάλου διωγμού εναντιώθηκε στην φιλάνθρωπη στάση του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας [24 Νοεμ.] απέναντι σε όσους συνθηκολόγησαν (lapsi), και ο οποίος χειροτόνησε ιερείς και επισκόπους συγκροτώντας ολόκληρη παράλληλη ιεραρχία και διαταράσσοντας με αυτόν τον τρόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκκλησιαστική ζωή στην Αίγυπτο.
   (4)  Ο ορισμός της θεότητας του Αγίου Πνεύματος κατέστη φλέγον ζήτημα με τον Μακεδόνιο. Και σε τούτο το θέμα ο άγιος Βασίλειος [1 Ιαν.] αποπεράτωσε το έργο του αγίου Αθανασίου.






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου