Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

ΘΕΛΗΣΑ ΚΑΠΟΤΕ Ν’ ΑΓΑΠΗΣΩ

ΘΕΛΗΣΑ ΚΑΠΟΤΕ Ν’ ΑΓΑΠΗΣΩ


     Θέλησα κάποτε ν’ αγαπήσω κι εγώ μια φορά, έτσι απλά και ελαφρά, όπως όλος ο ντουνιάς. Δίχως ορισμούς, εντολές και συνταγές. Δίχως κατευθύνσεις και οδηγίες. Τα βαρέθηκα όλα και τα καταδίκαζα συλλήβδην. Δεν ήθελα αντίλογο, γιατί δεν μπορούσα τον διάλογο. Σάρωσα ηθικές και παραινέσεις, γιατί μου έφταιγε η ανεξήγητη ανελευθερία μου. Στ’ όνομα της «αγάπης» ήθελα εμένα πάντοτε κυρίαρχο. Στο διάβα μου χαιρόμουν μεθυστικά για τη ψευδονίκη της αυτονομίας μου. Γέμιζα από ’κείνη τη χαρά που δε με γέμιζε ποτέ. Από ’κείνη την έμπικρη χαρά που ήταν τελικά το ισόβιο κώνειό μου. Συνέπαιρνα και τους άλλους μαζί μου, στο έγκλημα της αυταπάτης μου. Γινόταν μια φιέστα τρελή, αμαυρωμένη από τα προσωπεία όλων μας. Ήμασταν τάχα αντισυστημικοί, ανομολόγητα αλύτρωτοι και σίγουρα ανεύθυνοι. Όχι ότι ο Θεός βρίσκεται στο σάπιο και απάνθρωπο σύστημα, αλλά ότι εμάς μας συνέφερε πολύ που διαλέγαμε τόσο ανεύθυνα την ευκολία της πλάνης μας. Και το θέμα προχωράει. Το κουβάρι εδώ δεν ξετυλίγεται ποτέ· αυτή η ευκολία και η ανετίλα μάς έφερνε το εγκόσμιο και προσωπικό ψέμα πλάι μας, οδηγό και ουραγό μας. Κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι τίποτα, γιατί δεν ήθελε, γιατί δεν μπορούσε και γιατί αυτό αποκλειότανε. Θεωρητικά ήμασταν εποπτικά γνώστες και εμβριθώς υποψιασμένοι για όλους και για όλα. Καπάτσοι, εύστροφοι, έξυπνοι, φιλοσοφημένοι, τόσο αθεράπευτα σαγηνευμένοι από την αυτοθέωσή μας. Όλες οι ψυχοκτονίες μας είχαν θεμέλιο την εξυπνάδα μας. Το πιο άμοχθο και άκοπο πράγμα στον κόσμο είναι ν’ αγαπάς άνευ Θεού. Έτσι, η περίσσεια τόλμη μας έγινε το εγχειρίδιο της ασκεφτιάς και της ματαιοπονίας μας. Δεν υπήρχε κοινωνία μεταξύ μας, γιατί δεν υπήρχε θάνατος του εγώ μας. Δεν υπήρχε απόσταση και ησυχία, γιατί δεν υπήρχε αποκάλυψη του θείου στα φυλλοκάρδια μας, διάκριση στον τρόπο μας, πνευματική καλλιέργεια, ευαισθησία και σεβασμός στα χνώτα της ζωής του άλλου. Δεν υπήρχε καν μέθεξη και βίωμα, γιατί η αναλγησία των φρονημάτων μας προσήλωνε το σκεβρωμένο είναι μας στην υπέρτατη μοναξιά μας. Ζούσαμε μια ενδοϋπαρκτική φάρσα, ένα ψυχικό φιάσκο, που το προτείναμε σαν πνιγηρή σοβαρότητα. Σαν πρόχειρη λύση στο τέλμα που το παράτεινε και το διόγκωνε όμως περισσότερο. Όλοι εξαφανίζονταν μπροστά στο εγώ του καθενός, στο εγώ το δικό σου και στο εγώ το δικό μου· όλοι αναδύονταν αγέρωχοι και άκαμπτοι ξανά για χάρη του. Δε λέγαμε ποτέ «σε μισώ!» ή «σε αντιπαθώ!» ή «φύγε, δε σε θέλω!», μονάχα «σε αγαπώ!» ή «συγχώρεσε κι αγάπησε τον εαυτό σου!», αγάπησε και ασπάσου τη σκουριά σου δηλαδή. Το παίζαμε σε όλους αβροί και ανώδυνοι γκουρού, αγγελοποιημένοι τύποι, όταν τα έγκατά μας έμοιαζαν και μοιάζουν μ’ έναν ξεχασμένο και παραγεμισμένο βόθρο. Στην προβαλλόμενη «αγάπη» ήταν ριζωμένος ο κάλπικος εαυτός μας, ο εαυτός σου και ο εαυτός μου. Κοιτάζω γύρω μου, κανείς! Κοιτάζουν κι αυτοί, πουθενά κι εγώ! Δεν ήταν μαζί μου και μέσα μου Εκείνος, δεν ήταν και μέσα σ’ αυτήν την αυτοσχέδια αγάπη μου η θεία Χάρη Του. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα γι’ Αυτόν και γι’ Αυτήν και στο βάθος πραγματικά δεν ήθελα να έχω. Η θρησκεία μ’ εκνεύριζε κι όλα τα δήθεν πνευματικά με απωθούσαν. Άδειασα την καρδιά μου και το είναι μου από την Ταπείνωση κι από την Προσευχή. Είχα το δικό μου ισχυρό, ατσάλινο και θωρακισμένο «πιστεύω»: μόνος μου ν’ αγαπήσω, ενάντια σε κάθε θείο και θεό, ενάντια σ’ έναν Θεό που δε μου ήταν και τόσο εξυπηρετικός όποτε το ήθελα· ενάντια στον πλησίον που δε με καταλάβαινε, μόνο μου πήγαινε επανειλημμένως κόντρα. Αηδίασα κι αντέδρασα κι έφτιαξα μιαν άλλη θρησκεία στα μπερδεμένα σωθικά μου. Υπάκουσα στη φωνή των πληγών και των τραυμάτων μου κι έχτισα τη σπασμωδική μαγκιά μου πάνω σε όλα και για όλα, που έγινε στο τέλος η αψίδα του εγώ μου. Ήθελα με μίσος, με πονηρία και με κάθε ποταπότητα την «αγάπη». Κι άρχισα να χωλαίνω στη σκέψη. Μου ήταν αδύνατον να αισθανθώ εκ βαθέων κάποιον ή κάτι. Μου ήταν ανέφικτο να διακρίνω αφίλαυτα, φιλόθεα, φιλάδελφα και επομένως ορθά. Ήμουν εσωτερικά δέσμιος των τοξικών λογισμών μου. Περήφανος και τραγικός ακόλουθος της τροχιάς των παθών και των πλανών μου. «Αγάπη ο Θεός», ο Θεός που πάντοτε βολεύει και συγκαλύπτει, ο Θεός που δε θέλουμε και που δε θέλω. Μα, ο Θεός είναι ολότελα Κρυμμένος στην Προσευχή της Καρδιάς, στην Προσευχή που δε στέργουμε. Η δε Προσευχή, είν’ η Κυρά της ψυχής μας· η μόνη που φέρνει φωτισμό, συντριβή, μετάνοια, κλαυθμό, ισορροπία, τάξη, δύναμη, χαρά και ουράνια ευπρέπεια μέσα μας· καθώς και όλη την ατόφια θεία Αγάπη που σπάνια αγαπήσαμε, που σπάνια αγαπάμε αληθινά...

π. Δαμιανός







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου