Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ


     Μπορούμε χωρίς υπερβολή να ονομάσουμε τη λειτουργία αυτή, μαζί με τα λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», γιατί πραγματικά αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ακολουθία αυτής της ιερής περιόδου. Είναι, δυστυχώς, αλήθεια ότι πολλοί από τους χριστιανούς αγνοούν τελείως την ύπαρξή της ή την ξέρουν μόνο από το όνομα ή και ελάχιστες φορές την έχουν παρακολουθήσει. Δεν πρόκειται να τους μεμφθούμε γι’ αυτό. Η λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται σήμερα στους ναούς μας το πρωί των καθημερινών της Τεσσαρακοστής, ημερών δηλαδή εργάσιμων και, γι’ αυτό, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που δεν δεσμεύονται κατά τις ώρες αυτές από τα επαγγέλματα ή την υπηρεσία τους. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πολύ επαινετή προσπάθεια αξιοποίησής της. Σε πολλούς ναούς τελείται κάθε Τετάρτη απόγευμα, σε ώρες που πολλοί, αν όχι όλοι οι πιστοί, έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν στην τέλεσή της.

     Το όνομά της η λειτουργία αυτή το πήρε από την ίδια τη φύση της. Είναι στην κυριολεξία λειτουργία «προηγιασμένων Δώρων». Δεν είναι δηλαδή όπως οι άλλες γνωστές λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου, στις οποίες έχουμε προσφορά και καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Τα Δώρα εδώ είναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, από άλλη λειτουργία που τελέσθηκε σε μια άλλη ημέρα. Τα προηγιασμένα Δώρα προτίθενται κατά τη λειτουργία των Προηγιασμένων για να κοινωνήσουν απ’ αυτά και να αγιασθούν οι πιστοί. Με άλλα λόγια η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μετάληψη, κοινωνία.


     Για να κατανοήσουμε τη γενεσιουργό αιτία της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία της. Οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαιότατη πράξη της Εκκλησίας μας. Σήμερα έχουμε τη συνήθεια να κοινωνούμε κατά αραιά διαστήματα. Στους πρώτους, όμως, αιώνες της ζωής της Εκκλησίας οι πιστοί κοινωνούσαν σε κάθε λειτουργία, και μόνο εκείνοι που είχαν υποπέσει σε διάφορα σοβαρά αμαρτήματα αποκλείονταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από τη μετάληψη των άγιων Μυστηρίων. Κοινωνούσαν δηλαδή οι πιστοί απαραίτητα κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο και ενδιάμεσα της εβδομάδας όσες φορές τελούνταν η θεία Λειτουργία, τακτικά ή έκτακτα στις εορτές που τύχαινε να συμπέσουν εντός της εβδομάδας. Ο Μέγας Βασίλειος (Επιστολή 93) μαρτυρεί ότι οι χριστιανοί της εποχής του κοινωνούσαν τακτικά τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή την Τετάρτη, Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή. Αν πάλι δεν ήταν δυνατό να τελεσθεί ενδιάμεσα της εβδομάδας η θεία Λειτουργία, τότε οι πιστοί κρατούσαν μερίδες από τη θεία Κοινωνία της Κυριακής και κοινωνούσαν μόνοι τους στα μέσα της εβδομάδας. Το έθιμο αυτό το επιδοκιμάζει και ο Μέγας Βασίλειος. Στα μοναστήρια και ιδιαίτερα στα ερημικά μέρη, όπου οι μοναχοί δεν είχαν τη δυνατότητα να παρευρεθούν σε άλλες λειτουργίες εκτός της Κυριακής, έκαναν ό,τι και οι κοσμικοί, οι πιστοί χριστιανοί εν τω κόσμω: κρατούσαν δηλαδή αγιασμένες μερίδες από την Κυριακή ή το Σάββατο και κοινωνούσαν κατ’ ιδίαν. Οι μοναχοί, όμως, αποτελούσαν μικρές ή μεγάλες ομάδες και όλοι έπρεπε να προσέλθουν και να κοινωνήσουν κατά τις ιδιωτικές αυτές κοινωνίες. Έτσι αρχίζει να διαμορφώνεται μια μικρή ακολουθία. Όλοι μαζί προσεύχονταν πριν τη θεία Κοινωνία και όλοι μαζί ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωσε να κοινωνήσουν. Αν υπήρχε μεταξύ τους και κάποιος ιερέας, αυτός τους προσέφερε τη θεία Κοινωνία. Αυτό γίνονταν μετά την ακολουθία του Εσπερινού ή της Θ΄ Ώρας (3 μ.μ.), γιατί οι μοναχοί έτρωγαν συνήθως μόνο μια φορά την ημέρα, μετά τον Εσπερινό. Σιγά-σιγά θέλησαν να εντάξουν την κοινωνία τους αυτή στα πλαίσια μιας ακολουθίας που να υπενθυμίζει τη θεία Λειτουργία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε η ακολουθία των Τυπικών (δηλαδή κατά τον τύπο της θείας Λειτουργίας), προς το τέλος της οποίας κοινωνούσαν. Αυτή είναι και η μητρική μορφή της Προηγιασμένης.


     Ας έρθουμε τώρα στην Τεσσαρακοστή. Η θεία Λειτουργία κατά την περίοδο αυτή τελούνταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Παλαιό έθιμο, επικυρωμένο από εκκλησιαστικούς κανόνες, απαγόρευε την τέλεση της θείας Λειτουργίας κατά τις ημέρες της εβδομάδας, γιατί αυτές ήταν ημέρες νηστείας και πένθους. Η τέλεση της θείας Λειτουργίας ήταν κάτι το ασυμβίβαστο προς τον χαρακτήρα των ημερών αυτών. Η Λειτουργία είναι πασχάλιο Μυστήριο που έχει έντονο τον πανηγυρικό, τον χαρμόσυνο και επινίκιο χαρακτήρα. Αυτό, όμως, γεννούσε ένα πρόβλημα. Οι χριστιανοί έπρεπε να κοινωνήσουν δύο φορές τουλάχιστον ακόμη κατά την εβδομάδα, το λιγότερο δηλαδή κατά τις δύο ενδιάμεσες ημέρες, την Τετάρτη και την Παρασκευή, που μνημονεύει και ο Μέγας Βασίλειος. Η λύση ήδη υπήρχε: Οι πιστοί θα κοινωνούσαν από προηγιασμένα Άγια. Οι μέρες αυτές ήταν μέρες νηστείας. Νηστεία την εποχή εκείνη σήμαινε πλήρη αποχή από την τροφή μέχρι τη δύση του ήλιου. Η Κοινωνία, λοιπόν, θα έπρεπε να κατακλείσει τη νηστεία, να γίνει δηλαδή μετά την ακολουθία του Εσπερινού.

     Στο σημείο αυτό συνδέεται η ιστορία με τη σημερινή πράξη. Η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι σήμερα ακολουθία Εσπερινού, στην οποία προστίθεται η παράθεση των Δώρων, οι προπαρασκευαστικές ευχές, η θεία Κοινωνία και η ευχαριστία ύστερα από αυτή. Η διαμόρφωσή της μέσα στο όλο πλαίσιο της Τεσσαρακοστής τής έδωσε ένα έντονο «πενθηρό», κατά τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, χαρακτήρα. Με τον Εσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οι ιερείς φέρουν πένθιμα άμφια, η αγία Τράπεζα και τα Τίμια Δώρα είναι σκεπασμένα με μαύρα καλύμματα, οι ευχές είναι γεμάτες ταπείνωση και συντριβή. «Μυστικωτέρα εἰς πᾶν ἡ τελετὴ γίνεται», κατά τον ίδιο Πατέρα.


     Καιρός, όμως, να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτή την ίδια τη λειτουργία των Προηγιασμένων, στη μορφή που, ύστερα από μακρά εξέλιξη αποκρυσταλλώθηκε, και κατά την οποία τελείται σήμερα στους ναούς μας. Ήδη επισημάναμε τα δύο λειτουργικά στοιχεία που την συνθέτουν: Το πρώτο μέρος της αποτελεί ο συνήθης Εσπερινός της Τεσσαρακοστής με μικρές μόνο τροποποιήσεις. Ο ιερεύς κατά τη ψαλμωδία της Θ΄ Ώρας ενδύεται την ιερατική του στολή και θυμιάζει. Η έναρξη γίνεται με το «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τον τύπο της θείας Λειτουργίας. Αναγινώσκεται ο «Προοιμιακός», ο 103ος δηλαδή ψαλμός που περιγράφει το δημιουργικό έργο του Θεού· «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· Κύριε, ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Είναι το προοίμιο του Εσπερινού, αλλά και όλης της ακολουθίας του νυχθημέρου που αρχίζει ως γνωστόν κατά τον εβραϊκό τρόπο, από την εσπέρα· πρώτο μέρος του εικοσιτετραώρου θεωρείται η νύχτα. Ύστερα ο διάκονος ή (στην απουσία του) ο ιερεύς, θέτει στο στόμα των πιστών τα αιτήματα της προσευχής· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», τα λεγόμενα «Εἰρηνικά». Ακολουθεί η ανάγνωση του ΙΗ΄ Καθίσματος του Ψαλτηρίου· «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119–133). Είναι το τμήμα του Ψαλτηρίου που έχει καθιερωθεί να διαβάζεται στους Εσπερινούς της Τεσσαρακοστής. Ο ιερεύς εν τω μεταξύ ετοιμάζει στην Πρόθεση τα προηγιασμένα από τη Λειτουργία του προηγούμενου Σαββάτου ή της Κυριακής Τίμια Δώρα. Αποθέτει τον άγιο Άρτο στο δισκάριο, κάμνει την ένωση του οίνου και του ύδατος στο άγιο Ποτήριο και τα καλύπτει. Ο Εσπερινός συνεχίζεται με τη ψαλμωδία των ψαλμών του «Λυχνικού» και των κατανυκτικών τροπαρίων των εκάστοτε ημερών που παρεμβάλλονται στους τελευταίους στίχους των ψαλμών αυτών και γίνεται η είσοδος. Διαβάζονται δύο αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη, ένα από τη Γένεση και ένα από το βιβλίο των Προφητών. Θα σταθούμε για λίγο στην κατανυκτική ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω», του δεύτερου στίχου του 140ου ψαλμού. Ψάλλεται μετά από τα αναγνώσματα έξι φορές, από τον ιερέα και τους χορούς, ενώ ο ιερεύς θυμιάζει την αγία Τράπεζα:
     «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου
     ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
     ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου
     θυσία ἑσπερινή…».

     Κατόπιν, γίνεται η «Ἐκτενής» δέηση υπέρ των τάξεων των μελών της Εκκλησίας, των κατηχουμένων, των ετοιμαζομένων διά το άγιο Βάπτισμα, «τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων», και των πιστών. Και μετά την απόλυση των κατηχουμένων, έρχεται το δεύτερο μέρος· η κοινωνία των Μυστηρίων.


     Τη μεταφορά των προηγιασμένων Δώρων από την Πρόθεση στο Θυσιαστήριο, που γίνεται με άκρα κατάνυξη, ενώ οι πιστοί προσπίπτουν «μέχρι εδάφους», συνοδεύει η ψαλμωδία του αρχαίου ύμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
     «Νῦν αἱ δυνάμεις
     τῶν οὐρανῶν
     σὺν ἡμῖν ἀοράτως
     λατρεύουσιν·
     ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται
     ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
     Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ
     τετελειωμένη δορυφορεῖται.
     Πίστει καὶ πόθῳ
     προσέλθωμεν,
     ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου
     γενώμεθα.
     Ἀλληλούϊα».

     Η προπαρασκευή για τη θεία Κοινωνία περιλαμβάνει την «Κυριακή Προσευχή» (το «Πάτερ ἡμῶν»)· ακολουθεί η κοινωνία και μετά από αυτή η ευχαριστία. Και η λειτουργία κλείνει με την κατανυκτική «Οπισθάμβωνα Ευχή». Είναι δέηση που συνδέει την τέλεση της κατανυκτικής αυτής λειτουργίας προς την όλη περίοδο των Νηστειών. Ο πνευματικός αγώνας της Τεσσαρακοστής είναι σκληρός, αλλά και η νίκη κατά των αόρατων εχθρών είναι βέβαιη γι’ αυτούς που αγωνίζονται τον καλό αγώνα. Η ανάσταση δεν είναι μακριά. Ας διαβάσουμε αυτή την ευχή, είναι από τα ωραιότερα λειτουργικά κείμενα:


     «Δέσποτα Παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διὰ τὴν ἄφατόν σου πρόνοιαν καὶ πολλὴν ἀγαθότητα ἀγαγὼν ἡμᾶς εἰς τὰς πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, πρὸς ἐγκράτειαν παθῶν, πρὸς ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τὰ θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καὶ ἡμῖν, ἀγαθέ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, τὸν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τὴν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλᾶσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καὶ ἀκατακρίτους φθάσαι προσκυνῆσαι καὶ τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν».

     Η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μία από τις ωραιότερες και κατανυκτικότερες ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Αλλά συγχρόνως και μία διαρκής πρόσκληση για τη συχνή κοινωνία των θείων Μυστηρίων. Μία φωνή από τα βάθη των αιώνων, από την αρχαία ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας· φωνή που λέγει ότι ο πιστός δεν μπορεί να ζει τη ζωή του Χριστού, αν δεν ανανεώνει διαρκώς την ένωσή του με την πηγή της ζωής, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Διότι ο Χριστός είναι «ἡ ζωὴ ἡμῶν» (Κολασ. 3, 4).

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)



[Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»,
κεφ. 6ο, σελ. 49–54.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19973.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ…

ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ…


     Στην υμνογραφία της Κυριακής της Τυροφάγου ή της Τυρινής, που είναι ένα είδος απαρχής των εορτών για τον χριστιανό, μια που αναφέρεται στο πρώτο γεγονός που έγινε όταν άρχισε η ζωή στη γη με την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο και την εξορία τους στη γη, περιγράφεται με τα κατανυκτικότερα τροπάρια το δράμα όλων των ανθρώπων της γης. Γιατί ο χωρισμός του Αδάμ από τον Θεό και από τον Παράδεισο δεν τελειώνει μόνο σ’ εκείνον. Η πτώση και η εξορία του Αδάμ μάς έριξε –όλους εμάς τους απογόνους του– στη γη των κόπων και των δακρύων, στην κοιλάδα της λύπης και του «κλαυθμώνος», στη χώρα όπου το βεβαιότερο και χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της είναι ο θάνατος. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε γνήσιοι κληρονόμοι όλων των συνεπειών της παράβασης και της παρακοής του Γενάρχη μας Αδάμ. Γι’ αυτό και στο δίπτυχο που βρίσκεται γραμμένο στο Συναξάρι «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ», τονίζεται πως πρέπει όλος ο κόσμος να θρηνήσει πικρά για την πτώση που έπαθαν οι γενάρχες, γιατί μαζί τους πέσαμε, αλίμονο, κι εμείς:
   «Κόσμος γενάρχαις
   πικρὰ συνθρηνησάτω,
   βρώσει γλυκείᾳ
   συμπεσὼν πεπτωκόσι».


     Για τη συνειδητοποίηση αυτού του δράματος που παίζεται μέσα μας, σαν μια απήχηση αιώνια της πικρής εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο της τρυφής, χρειάζεται, όχι απλώς να πάμε στην εκκλησία αυτές τις μέρες, μα και να θρηνήσουμε με τα ίδια εκείνα λόγια που βάζουν οι ιεροί υμνογράφοι στο στόμα του Αδάμ:
   «Ἐκάθισεν Ἀδάμ,
   ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου
   καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν
   θρηνῶν ὠδύρετο.
   Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ
   πεισθέντα καὶ κλαπέντα,
   καὶ δόξης μακρυνθέντα!
   Οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν,
   νῦν δὲ ἠπορημένον!
   Ἀλλ’ ὦ Παράδεισε,
   οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς
   ἀπολαύσω,
   οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον
   καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην·
   εἰς γῆν γὰρ ἀπελεύσομαι,
   ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην.
   Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον,
   βοῶ Σοι· ἐλέησόν με
   τὸν παραπεσόντα».


     Αυτό το τροπάρι που είναι το δοξαστικό του Εσπερινού και ψάλλεται στον θρηνητικό πλάγιο δεύτερο ήχο, μας θυμίζει ένα άλλο ομοιοτέλευτον που λέγεται μετά το κοντάκιο –την ώρα που διαβάζεται το Συναξάρι– και ονομάζεται «οίκος»:
   «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε,
   καὶ ἔκλαυσεν
   ἀπέναντι τῆς τρυφῆς
   τοῦ Παραδείσου,
   χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις,
   καὶ ἔλεγεν·
   Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με
   τὸν παραπεσόντα».

     Στη συνέχεια του ίδιου «οίκου» ο υμνογράφος βλέπει τον Αδάμ που αναστενάζει με φωνή μεγάλη, γιατί ο άγγελος τού κλείνει –για πάντα, αλίμονο!– την πόρτα του θείου κήπου της Εδέμ:
   «Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν ἄγγελον,
   ὠθήσαντα καὶ κλείσαντα
   τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν,
   ἀνεστέναξε μέγα,
   καὶ ἔλεγεν·
   Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με
   τὸν παραπεσόντα».

     Οι δύο τελευταίες στροφές αυτού του «οίκου», που θα τις ζήλευε και η πιο δύστροπη κριτική για μια αριστουργηματική ποιητική ανθολογία, παρουσιάζουν τον Αδάμ να παρακαλεί και να ικετεύει τον ίδιο τον Παράδεισο να μεσιτεύσει στον Θεό για να μην κλείσει για πάντα η θύρα του, χρησιμοποιώντας ως γλώσσα (ο Παράδεισος) τον ήχο που κάνουν τα φύλλα όταν τα κουνάει αγέρας, το λεπτό θρόισμα των φύλλων:
   «Συνάλγησον Παράδεισε,
   τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι,
   καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων,
   ἱκέτευσον τὸν Πλάστην,
   μὴ κλείσῃ σε…
   Παράδεισε πανάρετε,
   πανάγιε, πανόλβιε,
   ὁ δι’ Ἀδὰμ πεφυτευμένος,
   καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος,
   ἱκέτευσον Θεὸν
   διὰ τὸν παραπεσόντα.
   Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με
   τὸν παραπεσόντα».


     Δεν είναι ο τόπος να αναλύσουμε πλατύτερα την αμαρτία της παρακοής του Αδάμ στην εντολή του Θεού που τους είπε να φάνε απ’ όλους τους καρπούς όλων των δέντρων, εκτός από δύο: του δέντρου της ζωής και του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Ούτε μπορούμε τώρα να καταπιαστούμε με τα θέματα: πού βρισκότανε ο Παράδεισος, ποιο ακριβώς ήταν το δέντρο κ.λπ. Σημασία έχει για μας, πως ο Αδάμ δεν άκουσε την εντολή του Θεού και, ακούγοντας την προτροπή του σατανά, έπεσε στον πειρασμό και την αμαρτία, τρώγοντας τον καρπό απ’ το απαγορευμένο δέντρο του Παραδείσου. Και ότι, ευθύς αμέσως μετά την αμαρτία, έλαβε συναίσθηση της γυμνότητάς του. Ενώ πρώτα, ούτε εκείνος ούτε η Εύα ένιωθαν τη γυμνότητά τους. Ούτε –αυτό είναι το φοβερό στη συνέχεια– μετανόησαν, όταν τους το ζήτησε ο Θεός, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ομολογήσουν την αμαρτία της παρακοής τους. Μα, για να κρύψουν τη σωματική γύμνια τους, σκεπάστηκαν με φύλλα συκής και παρουσιάστηκαν τρέμοντας εμπρός στον Πλάστη τους. Αυτή η συναίσθηση της γύμνιας και της αμαρτίας, συνεχίζει να δέρνει όλους μας, ύστερα από κάθε παράβαση των εντολών του Θεού. Έχουμε κατασπιλώσει όλοι μας τη στολή του Θεού και την έχουμε ξεσκίσει, διαβαίνοντας συνέχεια μέσα από τα αγκάθια της αμαρτίας. Γι’ αυτό σκεπάζουμε κι εμείς, όπως ο Αδάμ, τη γύμνια μας με τα ενδύματά μας. Οι πολλοί, βέβαια, δεν εμβαθύνουν στην υπόθεση των ενδυμάτων. Οι περισσότεροι, μάλιστα, φροντίζουν νά ’ναι τα ρούχα τους ακριβά, καινούργια και φανταχτερά. Όμως, για τον ωριμασμένο –στο δράμα της έξωσης του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο– χριστιανό, δεν είναι τίποτε απλούστερο απ’ αυτό: βλέποντας τα ρούχα που φορά, να θυμάται πάντα μέσα του τον Παράδεισο που έχασε. Γι’ αυτό λέει και ο ιερός Χρυστόστομος: «Το ντύσιμο με τα ρούχα να σου γίνεται μια διαρκής υπόμνηση εκείνων των αγαθών που χάσαμε απ’ τον Παράδεισο και διδαχή για την τιμωρία που δέχθηκε όλο το ανθρώπινο γένος για την παρακοή» των πρωτοπλάστων.


     Οι άγιοι Πατέρες, με πολλή και εδώ σοφία, έβαλαν μπροστά στη θύρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής την ανάμνηση της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο. Πριν καλά-καλά αρχίσει η νηστεία, η Ορθόδοξος Εκκλησία μάς δείχνει την εικόνα του Αδάμ που, επειδή παρέβη τη θεία εντολή της νηστείας, διώχθηκε απ’ τον κήπο της Εδέμ. Ιδού, η αιτία του δράματος του Αδάμ: η παράβαση της εντολής της νηστείας. Και, αν η παράβαση της εντολής της νηστείας έβγαλε τον Αδάμ έξω απ’ τον Παράδεισο, σήμερα είναι επίσης σίγουρο πως η παράβαση της νηστείας –με όλα, φυσικά, τα επακόλουθα– μας ανοίγει την πόρτα της αιώνιας κόλασης. Γι’ αυτό και τα δάκρυα του Αδάμ μπορούν να γίνουν αιτία σωτηρίας για μας, όταν και εφόσον η αιτία της εξορίας του αντιμετωπισθεί από μας με θεοσέβεια και υπακοή προς την εντολή της νηστείας. «Επειδή σαν ανθρώπινο γένος πάθαμε τόσα πολλά από το να μη νηστεύσει μια φορά ο Αδάμ», λέει ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος, «γι’ αυτό το λόγο τίθεται η ανάμνηση αυτού του γεγονότος ήδη από την αρχή της Σαρακοστής, ώστε έχοντας εμείς υπόψη το τι κακό έγινε από το να αθετηθεί η νηστεία, να φροντίσουμε να υποδεχθούμε με χαρά τη νηστεία και να την εφαρμόσουμε στη ζωή μας. Και σ’ εκείνο ακριβώς που ο πρωτόπλαστος αστόχησε –στη θέωση δηλαδή–, εμείς να την κατορθώσουμε με προσωπικό πόνο, με νηστεία και με ταπείνωση, μέχρι να μας επισκεφθεί ο Θεός· γιατί δίχως αυτά τα πνευματικά μέσα δεν μας είναι καθόλου εύκολο να λάβουμε εκείνο που χάσαμε».


     Μα η νηστεία δεν είναι ένας τύπος μόνον, ένας θρησκευτικός τύπος που πρέπει αδιάφορα να τηρούν οι χριστιανοί· είναι ένας θεοσύστατος θεσμός –όπως πολύ καθαρά φαίνεται στην εξορία των πρωτοπλάστων– πολύ ωφέλιμος και αναγκαίος για τη σωτηρία μας. Πολλοί λόγοι είναι εκείνοι, που ακόμα και για τους αδιάφορους ανθρώπους, επιβάλλουν τη νηστεία ως απαραίτητη στον κάθε άνθρωπο. Αφήνουμε τους παιδαγωγικούς, οικονομικούς, υγιεινούς, κοινωνικούς και λοιπούς λόγους, για να πούμε δυο λόγια για τους πνευματικούς λόγους που επιβάλλουν την πραγματική νηστεία. Κι αυτό πρέπει να το έχει κάθε χριστιανός υπόψη του, πως η νηστεία δεν πρέπει να είναι μόνο σωματική, μα και πνευματική: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς· λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας». Η νηστεία έτσι, γίνεται ένας χαλινός που μας συγκρατεί από κάθε αμαρτία: όχι μονάχα σωματική, μα και πνευματική. Και είναι χαρακτηριστική η έξαρσηέμφαση την οποία δίδουν οι άγιοι Πατέρες στην πνευματική νηστεία, χωρίς την οποία η σωματική δεν έχει καμιά απολύτως αξία και μένει ένας υποκριτικός και φαρισαϊκός τύπος. Είναι επιγραμματική η φράση του αββά Υπερέχιου: «Καλύτερα να φάει κάποιος κρέας και να πιει κρασί, παρά να τρώει με τις καταλαλιές τη σάρκα των αδελφών» του. Η νηστεία –και αυτό το τονίζουν μαζί και οι άγιοι Πατέρες και η κατανυκτική υμνογραφία των ημερών αυτών– είναι η ατμόσφαιρα με το κατάλληλο κλίμα, όπου μπορούν να γίνουν πιο συστηματικά οι πνευματικοί αγώνες του χριστιανού για την κάθαρση των παθών και την απόκτηση των αρετών. «Τὸν τῆς νηστείας καιρὸν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες». «Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία».


     Τεράστιοι και φρικαλέοι φαίνονται οι λάκκοι που ανοίγονται για όσους δεν νηστεύουν και που, με τη βοήθεια της πολυφαγίας και του σατανά, πέφτουν καθημερινά μέσα σ’ αυτούς δίχως να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι της πολυφαγίας. Όποιος δεν νηστεύει, γεμίζει την καρδιά του με πορνικούς λογισμούς που σε λίγο θα τον οδηγήσουν στην ίδια την πορνεία· γίνεται σκληροκάρδιος· κοιμάται αχόρταγα, και εκεί σε αυτή την κατάσταση είναι που τον βρίσκουν σίγουρα οι γνωστές θυγατέρες της πολυφαγίας, όπως είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η ξετσιπωσιά, η ασχημολογία, η φλυαρία, η αντιλογία, η κακότητα, η υπεροψία, η αγριότητα, η φιλονικία, η τύφλωση και πολλά άλλα. Σ’ αυτούς τους λάκκους, όμως, δεν αφήνει η νηστεία να πέσει ο χριστιανός που νηστεύει τέλεια, δηλ. και σωματικά και πνευματικά. «Η νηστεία», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίκακος, «είναι μία βία, όπου την κάνει ο άνθρωπος θεληματικώς του, και στενοχωρά την φύσιν του και να πεινά και να διψά με κόπον στανικώς της, δια να καθαρισθή από ταις κακογνωμίαις της, και ένα σπαθί οπού κόπτει και εμποδίζει τον λαιμόν από τα γλυκά και νόστιμα φαγιά· ένα βότανον οπού σβήνει την σαρκικήν πύρωσιν και επιθυμίαν· οπού διώχνει τους κακούς λογισμούς από την ψυχήν και την ελευθερώνει από τα σιχαμερά όνειρα και μολυσμένα φαντάσματα· και την κάνει να στέκεται ήσυχη και ασύγχυστη εις την προσευχήν, και να φωτίζεται από τον Θεόν και να φυλάσση τον νουν της· και να έχει ανοικτά τα μάτια της και να κατανύγεται, και να αναστενάζη και να κλαίη με δάκρυα και ταπείνωσιν· και να συντρίβη πασίχαρη την καρδίαν, και να παύγη την πολυλολίαν, και να ησυχάζη με σιωπήν, και να φυλάσση την υπακοήν, και να μην πολυκοιμάται· και να κρατή ύγειον το κορμί, διότι (καθώς το βεβαιώνουν οι γιατροί) η νηστεία είναι μητέρα υγείας· προξενά την καθαρότητα, και διώχνει τας αμαρτίας και ανοίγει την πόρταν του Παραδείσου», από τον οποίον «εξεβλήθη» ο Αδάμ που δε νήστεψε.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ


[(1) Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
Κεφ. Γ΄, §Α΄:5, σελ. 137–142.
Εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήναι, 19874.
 (2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων
και απόδοση ενίων χωρίων:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΑΤΙΤΛΟ ΑΚΟΜΗ

ΑΤΙΤΛΟ ΑΚΟΜΗ


     Να μπαίνουμε στη θέση αυτών που εισέρχονται σ’ αυτόν τον κόσμο, να υποδεχόμαστε την ύπαρξή τους με όλη την αληθινή αδελφικότητα της προαίρεσής μας. Να επιτρέπουμε τη Χάρη του Θεού να μας διδάσκει αδιάκοπα και έτσι να φτιάχνουμε μέσα μας ωραίους βιωματικούς σταθμούς που προάγουν καλότατα το είναι μας. Τίποτε δεν στέκεται απόμακρο, βουβό και απειλητικό προς το πρόσωπό μας. Μόνο με την πράξη και ενέργεια της Προσευχής μπορούμε να λειτουργούμε εν Θεώ στις περισσότερες φάσεις του είναι και του συνείναι μας. Χρειάζεται ωστόσο μια βία και μια έξοδος από τη νάρκη που μας έχει συνεχώς καθηλωμένους. Ας μη φτάσουμε στο τελείως και τέρμα αργά, για να καταλάβουμε ότι μέσα στο σιρόπι της αδράνειας και της νωχελικότητάς μας βρίσκεται όλη η πραγματικότητα του θανάτου μας. Να συνοδεύουμε, να κατευοδώνουμε και να συμπορευόμαστε μαζί με αυτούς που είναι δίπλα μας, με αυτούς που έρχονται και παρέρχονται, με αυτούς που φεύγουν και εισέρχονται στη μυστηριώδη σφαίρα της αιωνιότητας. Κανείς δεν είναι μόνος, κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος, παρά τη δική του αναφαίρετη μοναδικότητα. Η τυχόν παρατεταμένη σιωπή του Θεού δεν είναι αφορισμός για την πτωτικότητά μας, δεν είναι έναυσμα λύπης και περισυλλογής για μας, αλλά πηγή εμφιλόσοφης χαράς, ειρηνικής σοφίας και δυνάμεως. Με την Ευχή, με το όνομα του Χριστού, περιπτύσσεις ευγενικά αυτό που αγνοείς. Και η άγνοια μπορεί ως ένα σημείο να είναι ένα «φυσικό» θλιβερό εμπόδιο που οπωσδήποτε προκαταλαμβάνει τις καρδιές και τις σχέσεις. Αλλά όσα ελαφρυντικά φαίνεται ότι έχουμε προς αυτήν, άλλο τόσο αδικαιολόγητοι είμαστε όσο διακατεχόμαστε από αυτήν. Η ψυχή όλα τα νικάει με τη δίψα της και την προσευχή της. Δεν είναι ανάγκη να «γνωρίζουμε» κάποιον για να αγαπήσουμε επιτέλους έμπρακτα και πειστικά το πρόσωπό του: αυτό υπάρχει ήδη μέσα μας. Να μη καθυστερούμε και να μην αργοπορούμε με την αγαπολογία. Να αγκαλιάζουμε με εύστοργη απάθεια αυτούς που παλεύουν, αυτούς που αγωνίζονται, αυτούς που παραιτούνται και καταρρέουν σιωπηλά και αμάρτυρα, αυτούς που μας αρνούνται και μας προδίδουν. Μοιάζουμε απόλυτα μαζί τους στην αδιόρθωτη αδυναμία μας αλλά και στη σφοδρή έφεση που έχουμε μέσα μας για το καλό, το αγαθό, τον Θεό. Όλα εν Χριστώ να τα ξέρουμε και στο τέλος να μη ξέρουμε τίποτα. Η θεία ταπείνωση ελευθερώνει και η θεία αγάπη γιγαντώνει. Ο Χριστός είναι η γέφυρα, η κοινωνία, η εκπλήρωση της ενότητας, η πράξη της κοινωνίας των προσώπων. Όλος ο εαυτός μας βρίσκεται εκεί –ή έστω επιθυμεί να βρίσκεται εκεί– μέσα σ’ αυτή την κοινωνία, όχι σαν ένα άσχετο, παρείσακτο, πιλοτικό στοιχείο, αλλά σαν ενεργό και εμπρόσωπο είναι. Τίποτα στη ζωή της θείας αγάπης δεν είναι τυπικό, ανεδαφικό, απρόσφορο, μάταιο και αλυσιτελές. Με την καλή προαίρεση και με μια ελάχιστη ανιδιοτέλεια η καρδιά μας εύκολα μπορεί να γνωρίσει την αγάπη του Θεού και, αν γίνει αυτό, τότε κάθε καλό θα το περιχωρεί μέσα της και σε όλα τα αγαθά θα περιχωρείται. Η ζωή αυτή δεν είναι μόνο ένας ψυχρός θάλαμος πικρών δοκιμασιών αλλά κάθε στιγμή της μπορεί να αποβεί ένας εκπληκτικός αναβαθμός προς τη γνώση και γεύση της θείας αγάπης, προς τη βαθειά γνωριμία του αδελφού, προς την αγάπη που νικά κάθε πόνο και θάνατο, που βαστά και συνέχει αρχοντικά όλο τον κόσμο και μαζί του και τον κάθε έναν από μας, όλους και όλα...

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


     Διηγείται ο πατήρ Στέφανος στο περίφημο βιβλίο του για την «Ευχή στον κόσμο» τα εξής:
     Ήρθε ένας κύριος, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, και μου είπε ότι είχε πολλά βάσανα και ότι θα ήθελε να κάνει προσευχή για να μπορέσει να τα αντιμετωπίζει οικογενειακώς, με περισσότερη καρτερία και υπομονή και, αν αυτό είναι δυνατό, χωρίς γογγυσμό. «Αλλά, μη μου πεις», έτσι μου ζήτησε, «να λέω όλο το βράδυ αυτό το “Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!…”. Πες μου έναν άλλον τρόπο, πιο πρακτικό...».
     Πώς μου ήρθε εκείνη τη στιγμή και του λέω:
     –Υπάρχει ένα βιβλίο στην Εκκλησία μας που λέγεται «Ωρολόγιο» (και του τό ’δειξα). Σ’ αυτό υπάρχουν όλα τα απολυτίκια των αγίων από την 1η Σεπτεμβρίου έως 31 Αυγούστου.
     –Δεν ξέρω να ψάλλω, μου είπε.
     –Να τα διαβάζεις. Όταν τελειώνουν τα απολυτίκια, παρακάτω έχει παρακλήσεις, πλήθος από ύμνους και ωδές πνευματικές. Πόση ώρα εσύ θες να κάνεις προσευχή; Διάβαζε από αυτά. Και τελειώνοντας το κάθε απολυτίκιο, να λες, π.χ.: «Άγιε Ευστράτιε, βοήθησε το σπίτι μας!», «Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με!», «Αγία μου Βαρβάρα, πρέσβευε υπέρ ημών!». Κάθε φορά που θα τελειώνεις το διάβασμα, λέγε και κάτι παρόμοιο. Στον Χριστό και στην Παναγία, θα λες: «ελέησον ημάς» ή «σώσε μας».


     Και από τότε, λοιπόν, άρχισε αυτός να τα διαβάζει. Την πρώτη μέρα έκατσε και διάβασε δυο ώρες. Τη δεύτερη μέρα διάβασε τρεις. Έφθασε στο σημείο να διαβάζει μέχρι και πέντε ώρες τα απολυτίκια των αγίων και τις διάφορες παρακλήσεις που υπάρχουν μέσα στο «Ωρολόγιο» (παρακλήσεις και κανόνες προς την Αγία Τριάδα, προς τον Ιησού Χριστό, προς την Παναγία μαζί με τους Χαιρετισμούς της, προς τον Φύλακα Άγγελο, προς τους Αγίους Πάντες κ.λπ.), κάνοντας υπακοή ακριβώς σ’ αυτό που τον προέτρεψα…

     Ύστερα από ένα μήνα περίπου, πήγε και εκκλησιάστηκε σ’ έναν ναό και την επόμενη ήρθε και με βρήκε λέγοντάς μου τα εξής:
     –Άσ’ τα, πάτερ Στέφανε! Τι έπαθα, τι έπαθα!... Τι φοβερό πράγμα έπαθα!...
     –Τι έπαθες; του λέω.
     –Να!... Άρχισα να διαβάζω, όπως μου είπες· και χθες πήγα και εκκλησιάστηκα στον Άγιο Νικόλαο, στον Πειραιά. Και, ενώ παρακολουθούσα τη Θεία Λειτουργία, ξαφνικά ένιωσα ότι όλοι οι χριστιανοί δίπλα μου δεν ήταν οι χριστιανοί, δεν ήταν δηλαδή οι άνδρες από εδώ – οι γυναίκες από εκεί, αλλά γέμισε όλη η εκκλησία από Αγίους!! Τους οποίους μάλιστα αναγνώριζα! Μα, εγώ δεν τους ήξερα. Πώς τους αναγνώριζα; Με τη ψυχή μου; Με την καρδιά μου; Με τον νου μου; Δεν γνωρίζω. Πω, πω! Πόσο χάρηκα! Γέμισε η ψυχή μου από ευτυχία!.... έλεγε και ξανάλεγε και ξανάλεγε. Έπεφτε κάτω, έβαζε μετάνοιες, ξανάβαζε μετάνοιες και ξανάβαζε, θέλοντας έτσι να μ’ ευχαριστήσει.

     Την επόμενη βδομάδα ξανάρθε, όμως λυπημένος αυτή τη φορά και μου είπε:
     –Αυτή την Κυριακή που πήγα εκκλησία, δεν ήρθε κανένας Άγιος!
     Και το είπε αυτό, γιατί νόμιζε ότι κάθε φορά που θα πηγαίνει στην εκκλησία θα γινόταν συνέχεια το ίδιο!
     –Εμ, του λέω, δεν είναι έτσι κάθε μέρα. Αυτό το ουράνιο γεγονός που είδες ήταν μια απάντηση των Αγίων, που σ’ ευχαρίστησαν επειδή τους διάβαζες κάθε βράδυ το απολυτίκιό τους.

     Πέρασαν τα χρόνια και ο εν λόγω χριστιανός άλλαξε κατοικία και χάθηκε. Πριν από λίγο καιρό όμως, εμφανίστηκε πάλι μπροστά μου. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα· είχε αλλάξει η μορφή του. Όμως τον θυμήθηκα, γιατί ήταν ο πρώτος που του συνέστησα να κάνει αυτού του είδους την προσευχή, σαν μια ευλογημένη συνήθεια από μέρους του. Βέβαια, αυτό το είδος της προσευχής δεν έχει τη δύναμη της Νοεράς Προσευχής, αλλά ωστόσο έχουν δύναμη οι επικλήσεις των Αγίων, ως πρεσβευτές μας στη Βασιλεία των Ουρανών.


     Μου είπε λοιπόν:
     –Α, πάτερ Στέφανε! Μια φορά έγινε αυτό!
     –Ε, μια φορά θα το δεις! του είπα. Για να καταλάβεις ότι οι Άγιοι είναι παρόντες. Κι όταν ψάλλουμε το απολυτίκιό τους ή ο,τιδήποτε άλλο, αυτοί μας προστατεύουν. Τη διατηρείς ακόμη αυτή την καλή συνήθεια;
     –Τη διατήρησα για λίγο καιρό. Ύστερα την άφησα, αφού δεν εμφανίστηκαν ξανά!...
     –Κακώς, πολύ κακώς, που άφησες την προσευχή σου, επειδή δεν σου ξαναεμφανίστηκαν οι Άγιοι! Με τις αδυναμίες και τα πάθη που έχεις, θα μπορούσε ο διάβολος με πολλή ευκολία να σου στήσει καμιά παγίδα, εμφανιζόμενος ο ίδιος ως άγγελος φωτός (πρβλ. Β΄ Κορ. 11, 14). Θα τον προσκυνούσες και θα δαιμονιζόσουν ή μπορεί να σ’ έριχνε σε πλάνες και να σε κόλαζε αιώνια. Ευτυχώς, που ο Θεός σε φύλαξε, αμείβοντας την πίστη και την απλότητά σου. Διότι ο σκοπός της οποιαδήποτε προσευχής δεν είναι για να βλέπουμε οράματα με αγίους ή και φώτα λαμπερά, αλλά για να ελκύσουμε το έλεος του Θεού, που θα διορθώσει την άτακτη ζωή μας και που θα μας φωτίσει και θα μας οδηγήσει στη σωτηρία της ψυχής μας. Αυτές τις συμβουλές σού τις είχα δώσει κι από την πρώτη κιόλας φορά που «διαμαρτυρήθηκες». Γι’ αυτό, θα προσεύχεσαι όπως πρώτα, θα νηστεύεις, θα συμμετέχεις στα πανάγια Μυστήρια με φόβο, με πίστη, με αγάπη και αληθινή μετάνοια. Θα τηρείς τις ευαγγελικές αρετές με πολλή υπομονή και όλα όσα μας διδάσκει η Ορθόδοξη Πίστη μας. Από τότε διορθώθηκε η στάση του στην προσευχή και μαζί με τα απολυτίκια λέει συνεχώς προφορικά και την Ευχούλα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ


[Πρωτοπρεσβυτέρου
Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου:
«Η Ευχή μέσα στον κόσμο»,
κεφ. 5ο, σελ. 181–184,
Πειραιάς, Οκτώβριος 20165.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Η ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΕΚΒΑΛΛΕΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΕΚΒΑΛΛΕΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ


     Ανάμεσα στις μυστηριώδεις και θαυμαστές ιδιότητες του Ονόματος του Ιησού Χριστού είναι η δύναμη και η ιδιότητα να εκβάλλει τους δαίμονες. Η ιδιότητα αυτή αποκαλύφθηκε από τον Ίδιο τον Κύριο. Είπε ο Κύριος πως όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν, «θα βγάζουν δαιμόνια με το Όνομά Του» (Μάρκ. 16, 17). Πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί αυτή η ιδιότητα του Ονόματος του Ιησού, γιατί έχει μεγίστη σπουδαιότητα για όσους εφαρμόζουν στη ζωή τους αυτή την Προσευχή.


     Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ειπωθούν λίγα λόγια για την ενοίκηση δαιμόνων μέσα στους ανθρώπους. Αυτή συμβαίνει με δύο τρόπους· ο ένας απ’ αυτούς μπορεί να ονομαστεί «σωματική» ενοίκηση και ο άλλος «ηθική», «πνευματική».

     Ο σατανάς ενοικεί σωματικά μέσα σ’ έναν άνθρωπο, όταν, σαν ύπαρξη, θέτει υπό την κατοχή του το σώμα του ανθρώπου βασανίζοντας το σώμα και τη ψυχή του. Μ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να ζει μέσα στον άνθρωπο ένας δαίμονας, όπως επίσης είναι δυνατό να ζουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο πολλοί δαίμονες. Τότε ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται «δαιμονόπληκτος» ή «δαιμονισμένος».


     Από το ιερό Ευαγγέλιο μαθαίνουμε πως ο Κύριός μας θεράπευσε ανθρώπους που ήταν δαιμονόπληκτοι. Το ίδιο έκαναν και οι μαθητές Του· έδιωχναν τους δαίμονες έξω από τους ανθρώπους με το Όνομα του Κυρίου. Ο σατανάς ενοικεί ηθικά μέσα σ’ έναν άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος αυτός πράττει το θέλημα του διαβόλου. Μ’ αυτό ακριβώς τον τρόπο ήταν που ο «σατανάς εισήλθε» μέσα στον Ιούδα τον Ισκαριώτη (Ιωάν. 13, 27)· έθεσε δηλαδή ο προδότης μαθητής κάτω από τον έλεγχο του αιώνιου εχθρού μας τη λογική και τη βούλησή του κι έγινε ένα μ’ αυτόν πνευματικά.


     Όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό, ήταν, είναι και θα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, όπως λέει ο άγιος Απόστολος Παύλος προς τους χριστιανούς που είχαν προσέλθει στον Χριστιανισμό από την ειδωλολατρία: «Ζούσατε κάποτε σύμφωνα με τις αξιώσεις αυτού εδώ του κόσμου, υπακούοντας στον άρχοντα των πονηρών δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, στο σατανικό πνεύμα που εξακολουθεί να εξουσιάζει όσους δεν υπακούν στον Θεό. Έτσι ζούσαμε σαν κι αυτούς κάποτε κι εμείς όλοι: ήμασταν δούλοι στις επιθυμίες μας και κάναμε ό,τι ήθελε το αμαρτωλό εγώ μας. Η αμαρτωλή μας φύση μάς οδηγούσε, όπως και τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε πράξεις που προκαλούσαν την οργή του Θεού» (Εφεσ. 2, 2–3). Λίγο-πολύ σ’ αυτή την κατάσταση βρίσκονται, ανάλογα βέβαια με το βαθμό της αμαρτωλότητάς τους, όσοι βαφτίστηκαν μεν «εις Χριστόν», αλλά αποξενώθηκαν απ’ Αυτόν με την αμαρτία. Έτσι αντιλαμβάνονται οι άγιοι Πατέρες τα λόγια του Χριστού που αναφέρονται στην επιστροφή του διαβόλου με συντροφιά άλλων εφτά πονηρών πνευμάτων στον ναό της ψυχής, απ’ όπου φυγαδεύτηκε το Πνεύμα το Άγιο (βλ. Ματθ. 12, 43–45). Όταν μπουν πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα στον άνθρωπο, μονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να εκβληθούν και πάλι· με την Προσευχή του Ιησού, η οποία ανθίζει στα χώματα μιας ζωής γεμάτης από αδιάκοπη και γρηγορούσα μετάνοια.


     Ας επιδοθούμε σ’ αυτό το παραμελημένο από πολλούς έργο της Ευχής· έργο, που είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένο με τη Σωτηρία μας. Ας κάνουμε ό,τι μας είναι δυνατό για να βγάλουμε από μέσα μας, με την Προσευχή του Ιησού, τους δαίμονες που μπήκαν στη ψυχή μας εξαιτίας της αμελείας μας. Η Προσευχή του Ιησού έχει την ιδιότητα να ζωοποιεί όσους νεκρώθηκαν με την αμαρτία και να εκβάλλει κυριολεκτικά τους δαίμονες. «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή», είπε ο Σωτήρας μας· «Κι αυτός που πιστεύει σε Μένα, ακόμα και να πεθάνει, θα ζήσει» (Ιωάν. 11, 25). «Να, και τα θαύματα που θα κάνουν όσοι θα πιστέψουν: με την επίκληση του Ονόματός Μου θα διώχνουν δαιμόνια» (Μάρκ. 16, 17). Η Προσευχή του Ιησού, από τη μία αποκαλύπτει την παρουσία των δαιμόνων μέσα στον άνθρωπο, και από την άλλη τους διώχνει έξω απ’ αυτόν. Εδώ συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι συνέβη όταν ο Κύριος εξέβαλε τον δαίμονα από τον δαιμονόπληκτο νεανία, ύστερα από τη θεία Του Μεταμόρφωση. Σαν είδε ο νεανίας τον Κύριο να έρχεται προς αυτόν, «το πονηρό πνεύμα αμέσως συντάραξε το παιδί κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς» (Μάρκ. 9, 20). Και μόλις το διέταξε ο Κύριος ν’ αφήσει το ταλαίπωρο θύμα του, τη στιγμή που έβγαινε το πνεύμα το πονηρό, κινούμενο από κακεντρέχεια και κακία, στρίγγλισε δυνατά και πολύ βίαια συγκλόνισε τον νέο, έτσι που φάνηκε σαν να είναι πεθαμένος.


     Η δύναμη του σατανά που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο σαν αποτέλεσμα της απρόσεκτης και ακόλαστης ζωής του, χωρίς καν να γίνεται αντιληπτή ή κατανοητή, ακούγοντας το Όνομα του Κυρίου Ιησού να το επικαλείται κάποιος σε προσευχή, ταράσσεται και συγχύζεται. Η δύναμη αυτή του σατανά συνδαυλίζει όλα τα πάθη και μ’ αυτά περιάγει ολόκληρο τον άνθρωπο σε μια τρομερή κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, γεννώντας μέσα στο σώμα διάφορες «παράξενες» αρρώστιες. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα είπε ένας μέγας ασκητής της ερήμου πως, «ένα μονάχα απομένει σ’ εμάς, τα αδύνατα πλάσματα· να καταφεύγουμε στο Όνομα του Ιησού, γιατί τα πάθη είναι δαίμονες που εξαφανίζονται με την επίκληση αυτού του Ονόματος». Αυτό σημαίνει πως η ενέργεια των παθών και των δαιμόνων είναι ενιαία· οι δαίμονες δρουν χρησιμοποιώντας πάντα σαν μέσο τους τα πάθη. Και όποτε βλέπουμε μια ιδιαίτερη ταραχή και αναστάτωση των παθών να συνοδεύει την Προσευχή του Ιησού, ας μην αποθαρρυνόμαστε κι ας μη σαστίζουμε γι’ αυτό. Αντίθετα, να παίρνουμε θάρρος και να προετοιμαζόμαστε στον αγώνα μας για μια πιο προσεκτική Προσευχή στο Όνομα του Ιησού, μια που πλέον είδαμε ένα καθαρό σημάδι πως η Προσευχή έχει αρχίσει να φέρνει το σωστό αποτέλεσμα μέσα μας.


     Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Η θύμηση του Ονόματος του Ιησού, διεγείρει τον εχθρό για μάχη. Γιατί μια ψυχή που ασκεί πίεση στον εαυτό της προκειμένου να εργαστεί την Προσευχή του Ιησού, μπορεί μ’ αυτή την Προσευχή να βρει οτιδήποτε: και αγαθό και πονηρό. Πρώτα η ψυχή είναι δυνατόν να δει το πονηρό στα μύχια της καρδιάς της και κατόπιν να δει το αγαθό. Η Προσευχή αυτή μπορεί να υποκινήσει τον όφη σε δράση, όπως και η ίδια αυτή Προσευχή μπορεί να τον συντρίψει· η Προσευχή αυτή μπορεί να ξεχώσει την αμαρτία που ζει μέσα μας και η ίδια αυτή Προσευχή μπορεί να την ξεριζώσει· η Προσευχή αυτή μπορεί να υποδαυλίσει στην καρδιά όλη τη δύναμη του εχθρού και πάλι αυτή η ίδια Προσευχή μπορεί να τον υποτάξει και, λίγο-λίγο, να τον βγάλει ολότελα από μέσα μας. Το Όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, κατεβαίνοντας προς τα βάθη της καρδιάς, θα καθυποτάξει τον όφη που διαφεντεύει τα λιβαδοτόπια της, θα σώσει και θα ζωοποιήσει τη ψυχή. Συνεχίστε σταθερά την Προσευχή στο Όνομα του Κυρίου Ιησού, έτσι που η καρδιά να αφομοιώσει μέσα της τον Κύριο και ο Κύριος να αφομοιώσει μέσα Του την καρδιά του ανθρώπου, έτσι που οι δυο τους –και εκείνη και Εκείνος– να γίνουν ένα. Αυτό, όμως, δεν πραγματοποιείται μέσα σε μια μέρα ή μέσα σε δυο μέρες, αλλά απαιτεί χρόνια πολλά και χρόνο πολύ. Χρειάζονται πολύς χρόνος και μόχθος για να διωχθεί ο εχθρός και να εγκατασταθεί ο Χριστός».


     Είναι φανερό πως εδώ περιγράφεται η δραστηριότητα εκείνη, για την οποία μιλά ο άγιος Μακάριος ο Μέγας, και προς την οποία καλεί τους ανθρώπους στον πρώτο του Λόγο (κεφ. 1ο, όχι από τις «Πνευματικές Ομιλίες»), με σαφή ένδειξη για το όπλο που θα χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό τον πνευματικό πόλεμο: «Όποιος και νά ’σαι, μπες με βία ανάμεσα από τις σκέψεις που ακατάπαυστα γεννιούνται και ορθώνονται μέσα σου· μπες μέχρι να φτάσεις εκείνον τον αιχμάλωτο του πολέμου και τον δούλο της αμαρτίας –δηλαδή τον εαυτό σου και τη ψυχή σου–, μπες και ρίξε ένα διεισδυτικό βλέμμα ως τα βάθη του νου σου και εξέτασε το βάθος των σκέψεών σου· θα δεις εκεί, στα πιο βαθιά μύχια της ψυχής σου, φωλιασμένο και σερνόμενο τον όφη (τον «βύθιο δράκοντα» [βλ. Ησ. 27, 1· Δαν. 7, 7· Αποκ. 12, 3. 7–9· και 13, 1. 7–9·]) που σε σκότωσε δηλητηριάζοντας όλα τα ζωτικά μέρη της ψυχής σου. Η καρδιά είναι μια ανεξερεύνητη άβυσσος (πρβλ. Ιερ. 17, 9). Αν σκοτώσεις τον όφη εκείνον, δόξα στην αγνότητά σου ενώπιον του Θεού! Αν όμως όχι, ταπείνωσε τον εαυτό σου σαν ένας άνθρωπος αδύνατος και αμαρτωλός και προσευχήσου στον Θεό να σου παράσχει την απελευθέρωση από τις κρυφές σου αμαρτίες». 


     Πάλι ο ίδιος αυτός μέγας του Θεού δούλος, ο άγιος Μακάριος, μας λέει: «Η βασιλεία του σκότους, δηλαδή ο κακός πρίγκιπας των πνευμάτων, αφού στην αρχή αιχμαλώτισε τον άνθρωπο, περιτύλιξε κι έντυσε τη ψυχή του με τη δύναμη του σκοταδιού. Ο κακός άρχοντας έντυσε τη ψυχή και όλη την ουσία της με την αμαρτία. Τη λέρωσε ολόκληρη και την αιχμαλώτισε στο βασίλειό του. Δεν άφησε ούτε ένα μέλος της ελεύθερο από τη σκλαβιά και από την κυριαρχία του –ούτε τις σκέψεις ούτε την αντίληψη ούτε το σώμα–, τα έντυσε όλα με τη (βλοσυρή και απαίσια) πορφύρα του σκοταδιού. Ο κακός αυτός εχθρός μόλυνε και παραμόρφωσε ολόκληρο τον άνθρωπο: και τη ψυχή και το σώμα. Έντυσε τον άνθρωπο με τον «παλαιό άνθρωπο» (Κολ. 3, 9), αυτόν τον μολυσμένο και ακάθαρτο, τον εχθρικό προς τον Θεό και τον ανυπότακτο στον Νόμο του Θεού (Ρωμ. 8, 7) άνθρωπο· τον έντυσε, δηλαδή, με την ίδια την αμαρτία, έτσι που ο άνθρωπος να μη βλέπει πια όπως (πρέπει να) θέλει (με ακέραιη την ελευθερία του και με φρόνημα ένθεο), μα για να βλέπει και ν’ ακούει μέσα από την αχλή των παθών του και νά ’χει πόδια γοργά μόνο για την επιτέλεση πονηρών πράξεων, τα χέρια εύκολα για κάθε αμαρτωλή πράξη και την καρδιά πάντοτε επιρρεπή σε σκέψεις πονηρές. Αλλά, ας ικετεύσουμε τον Θεό ν’ απομακρύνει από μας τούτο τον παλαιό (της αμαρτίας και της φθοράς) άνθρωπο, αφού μοναχά Εκείνος μπορεί να απομακρύνει από μας την αμαρτία. Γιατί εκείνοι (οι δαίμονες) που μας έχουν αιχμαλωτίσει στην αρπαγή τους και μας κρατούν δέσμιους στη βασιλεία τους, τελικά είναι πάρα πολύ δυνατοί για μας (για τα μέτρα της φύσης και των δυνάμεών μας). Εκείνος όμως (ο Χριστός), υποσχέθηκε να μας ελευθερώσει απ’ αυτή τη δουλεία» (Ομιλία 2, 1–2).


     Ας μη τρομάζουμε ούτε από τους ανέμους ούτε από τα κύματα, όσοι ασκούμαστε στην Προσευχή του Ιησού! Με τους «ανέμους» εννοώ τις διαβολικές σκέψεις και φαντασιώσεις· και με τα «κύματα» θέλω να πω για την ταραχή των παθών που συνδαυλίζονται από τις σκέψεις και τα ονειροπολήματα. Μέσα από την πιο μανιασμένη φουρτούνα, με επιμονή (γεμάτη ελπίδα), με θάρρος (πίστεως) και με κλάμα (ικεσίας αγάπης), κάλεσε τον Κύριο Ιησού Χριστό κι Εκείνος θα επιτιμήσει τους ανέμους και τα κύματα. Κι όταν, μέσα από την ίδια την πείρα, θα έχουμε μάθει και γευθεί την παντοδυναμία του Ιησού Χριστού, θα Του προσφέρουμε την οφειλόμενη λατρεία λέγοντας: «Αληθινά, Εσύ είσαι Γιος του Θεού!» (Ματθ. 14, 33).


     Αγωνιζόμαστε για τη Σωτηρία μας. Από τη νίκη μας ή από την ήττα μας εξαρτάται η αιώνια μοίρα μας. Πάνω σ’ αυτό μας επισημαίνει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τα παρακάτω σπουδαία ρήματα: «Τότε γίνεται πόλεμος προς τον άνθρωπο και με μεγάλη ταραχή οι πονηροί δαίμονες εναντιώνονται σ’ αυτόν και με το μέσο των παθών προξενούν σύγχυση και ζάλη μέσα στην καρδιά του. Όμως, με το Όνομα του Ιησού Χριστού, όλοι αυτοί αφανίζονται κι όλα λιώνουν όπως ακριβώς λιώνει το κερί στη φωτιά. Αλλά κι αφού ακόμη διωχθούν και βγουν έξω από την καρδιά, ωστόσο και πάλι δεν ησυχάζουν, αλλά ταράζουν με τις αισθήσεις τον νου· γι’ αυτό και πολύ γρήγορα προσέχει και δίνει σημασία ο νους σε όλη εκείνη τη γαλήνη και την ησυχία που λαμβάνει χώρα σ’ αυτόν, μια και δεν έχουν πια τη δύναμη τα δαιμόνια να προκαλέσουν ταραχή μέσα από το βάθος του νου, παρά μόνο εξωτερικά από την επιφάνειά του. Όμως, το να γλυτώσει ο άνθρωπος κι ο νους του οριστικά από αυτόν τον πόλεμο και το να παύσει να πολεμείται από τους δαίμονες, τούτο είναι αδύνατο. Επειδή αυτό είναι κατάσταση των τελείων καθώς επίσης και όλων εκείνων που, αφού χωριστούν τελείως απ’ όλα, αφοσιώνονται παντοτινά στην προσοχή της καρδιάς» («Περί των τριών τρόπων της προσευχής»).


     Στην αρχή, η άσκηση στην Προσευχή του Ιησού φαίνεται εξαιρετικά άγονη και δεν φαίνεται να υπόσχεται οποιουσδήποτε καρπούς. Ενώ ο νους αγωνίζεται να γίνει ένα με την καρδιά, συναντά στην αρχή ένα αδιαπέραστο ζόφο και σκοτάδι, μια ιδιαίτερη σκληρότητα και νέκρα της καρδιάς, η οποία δεν διεγείρεται εύκολα σε συντονισμό με τον νου. Αυτό δεν πρέπει να μας προκαλέσει αποθάρρυνση και δειλία· και αν αναφέρεται εδώ τούτο, είναι γιατί όποιος προειδοποιείται, οπλίζεται από πριν. Αυτός που θα δουλέψει με υπομονή και επιμέλεια, θα πετύχει οπωσδήποτε και θα παρηγορηθεί· θα ξεχειλίσει η καρδιά του από αγαλλίαση σαν καρποφορήσει πνευματικούς καρπούς που ούτε μπορεί να φανταστεί στη σαρκική και φυσική του κατάσταση.


     Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ενέργειας της Προσευχής του Ιησού. Στην αρχή η προσευχή αυτή ενεργεί μοναχά πάνω στον νου, οδηγώντας τον σε μια κατάσταση γαλήνης και προσοχής. Αργότερα, αρχίζει να εισχωρεί στην καρδιά, αφυπνίζοντάς την από τον ύπνο του θανάτου της και κάνοντας έκδηλη την αναζωογόνησή της με τη γέννηση αισθημάτων μετάνοιας και λύπης (το κατά Θεόν ιερό και νηπτικό πένθος) μέσα της. Όσο διεισδύει ακόμα βαθύτερα, αρχίζει λίγο-λίγο να ενεργεί σ’ όλα τα μέλη της ψυχής και του σώματος και ν’ αποδιώχνει την αμαρτία από παντού και να καταστρέφει την κυριαρχία, την επιρροή και το φαρμάκι των δαιμόνων. Γι’ αυτό το λόγο στις πρώτες ενέργειες της Προσευχής του Ιησού τον άνθρωπο τον καταλαμβάνει μια «ανείπωτη συντριβή» και ένας «ανέκφραστος πόνος ψυχής», όπως λέει και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Η ψυχή υποφέρει όπως υποφέρει ένας άνθρωπος άρρωστος ή όπως μια γυναίκα που κοιλοπονάει, όπως λέει η Γραφή (Εκκλ. 48, 21· Ωσ. 13, 13· πρβλ. Ιωάν. 16, 21–23). «Ζωντανός και δραστικός ο λόγος του Θεού, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει τη ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκαλο απ’ το μεδούλι και κρίνει όλους τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς» (Εβρ. 4, 12), ξεριζώνοντας την αμαρτωλότητα απ’ όλα τα μέρη της ψυχής και του σώματος.


     Όταν οι Εβδομήκοντα ελάσσονες Απόστολοι, που ο Κύριος εξαπόστειλε σε περιοδεία κηρύγματος (Λουκ. 10, 1–17), ήρθαν πίσω σ’ Αυτόν έπειτα από την επιτέλεση της διακονίας που τους είχε οριστεί, είπαν στον Κύριο με χαρά: «Κύριε, ακόμη και τα δαιμόνια μάς υποτάχθηκαν στο Όνομά Σου!» (Λουκ. 10, 17). Ω, πόσο η χαρά τους εκείνη ήταν δικαιολογημένη και πόσο εύλογη! Για περισσότερα από πέντε χιλιάδες χρόνια ο διάβολος είχε κυριαρχήσει στους ανθρώπους, κάνοντάς τους σκλάβους του και όμοιούς του μέσω της αμαρτίας. Και, τώρα, ακούει από χείλη ανθρώπων το Όνομα του Ιησού Χριστού και, εξαιτίας αυτού του Ονόματος, είναι υποταγμένος σε ανθρώπους, που ως τώρα ήταν αυτοί υποταγμένοι σ’ αυτόν· είναι δέσμιος στα χέρια εκείνων που κρατούσε δέσμιους και ποδοπατείται από εκείνους που ο ίδιος ποδοπατούσε ως τα τώρα. Απαντώντας στους μαθητές που, χαίρονταν γιατί είχαν κατανικήσει την εξουσία των δαιμόνων πάνω στους ανθρώπους και για το γεγονός ότι οι άνθρωποι είχαν αποκτήσει εξουσία πάνω στους δαίμονες, ο Κύριος είπε: «Σας δίνω την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σ’ όλη τη δύναμη του εχθρού και τίποτε πλέον να μη σας βλάψει» (Λουκ. 10, 19). Η εξουσία δόθηκε, αλλ’ επιφυλάχθηκε ωστόσο στον άνθρωπο να χρησιμοποιεί μέσα στην ελευθερία του αυτή την εξουσία και, ή να ποδοπατεί τους όφεις και τους σκορπιούς ή να περιφρονεί το χάρισμα και να υποτάσσεται θεληματικά γι’ αυτούς. Με τη λέξη «όφεις» είναι φανερό πως οι άγιοι Πατέρες εννοούν τα αμαρτωλά έργα και με τη λέξη «σκορπιοί» αντιλαμβάνονται πράγματα συγκαλυμμένα με μία εξωτερική εμφάνιση αθωότητας ή και ακόμα καλοσύνης.


     Η δύναμη που έδωσε ο Κύριος προς τους Εβδομήκοντα μαθητές Του δίνεται και σε όλους τους χριστιανούς (Μάρκ. 16, 17). Να τη χρησιμοποιείς τούτη τη δύναμη, χριστιανέ! Με το Όνομα του Ιησού απόκοβε τις κεφαλές του εχθρού, δηλαδή τις πρώτες ενδείξεις της αμαρτίας στις σκέψεις μας, τη διάθεσή μας, τη φαντασία μας και τα αισθήματά μας. Κατάστρεφε μέσα σου την εξουσία του διαβόλου επάνω σου, αφάνισε όλη του την επιρροή και απόκτησε πνευματική ελευθερία. Το θεμέλιο για τον αγώνα σου είναι η Χάρη του αγίου Βαπτίσματος και όπλο σου η Προσευχή του Ιησού.


     Αφού έδωσε στους μαθητές Του την εξουσία να ποδοπατούν όφεις και σκορπιούς, ο Κύριος πρόσθεσε: «Μη χαίρεστε, όμως, που σας υπακούν τα δαιμονικά πνεύματα· μάλλον να χαίρεστε που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον Ουρανό!» (Λουκ. 10, 20). «Χαρείτε», συμπληρώνει ο όσιος Θεοφύλακτος, «που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον Ουρανό, όχι με μελάνι, αλλά με τη θεία Χάρη και τη μνήμη του Θεού», δηλαδή μέσω της Προσευχής του Ιησού. Τέτοια λοιπόν ιδιότητα έχει η Προσευχή του Ιησού: οδηγεί εκείνον που ασκείται σ’ αυτή, από τη γη στον ουρανό, και τον εντάσσει ανάμεσα στους κατοίκους τ’ Ουρανού. Η εγκατοίκηση, με τον νου και την καρδιά, μέσα στον Ουρανό και στον Θεό είναι ο κυριότερος σκοπός της Προσευχής. Η απώθηση και η συντριβή των εχθρών που εναντιώνονται στην επίτευξη αυτού του σκοπού είναι δευτερεύον ζήτημα· δεν πρέπει αυτό να μας απασχολεί και να εκτρέπει όλη την προσοχή μας, μήπως η επίτευξη αυτής της νίκης γεννήσει ενδεχομένως μέσα μας την υπερηφάνεια και την αυτοπεποίθηση και υποστούμε συντριπτική ήττα με την ίδια μας τη νίκη.


     Λίγο πιο πέρα το Ευαγγέλιο λέει: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε του Ουρανού και της γης, γιατί αυτά που απέκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς τα φανέρωσες τώρα στους ταπεινούς. Ναι, Πατέρα Μου, αυτό έγινε γιατί έτσι το θέλησες. Ύστερα, στράφηκε προς τους μαθητές και είπε: “Όλα Μού έχουν παραδοθεί από τον Πατέρα Μου”» (Λουκ. 10, 21–22). Ο Κύριος αγάλλεται με ακατάληπτη θεία αγαλλίαση για τις επιτυχίες των ανθρώπων (οι οποίες οφείλονται και διεξάγονται αποκλειστικά με τη δική Του παντοδυναμία). Διακηρύττει ότι τα μυστήρια της χριστιανικής Πίστης αποκαλύπτονται, όχι στους σοφούς και στις υψηλές προσωπικότητες αυτού του κόσμου, αλλά σ’ εκείνους που είναι νήπια στις κοινωνικοπολιτικές υποθέσεις, έτσι όπως ήταν και οι μαθητές του Κυρίου, που τους πήρε Εκείνος από την τάξη των απλοϊκών ανθρώπων, των αμαθών και των αγραμμάτων αλιέων. Συνεπώς, για να γίνουμε μαθητές του Κυρίου πρέπει να γίνουμε νήπια και να δεχτούμε τη διδασκαλία Του με παιδική ελευθερία, απλότητα και αγάπη. Σ’ όσους έχουν γίνει μαθητές Του, ο Κύριος εξηγεί την πιο μυστική Του διδασκαλία· αποκαλύπτει πως ο Υιός, παρ’ όλο που ενανθρώπισε, παραμένει πέρα από την αντίληψη όλων των λογικών πλασμάτων. Πέρα από την κατανόησή τους είναι, επίσης, και το αγιότατο Όνομά Του. Με την απλότητα και με την εμπιστοσύνη που δείχνουν όλα τα νήπια, ας δεχτούμε τη διδασκαλία για την Προσευχή του Ιησού. Με απλότητα και πίστη παιδιού ας προσεγγίσουμε την άσκηση σ’ αυτή την Προσευχή. Ο Θεός που, μόνο Εκείνος ξέρει το μυστικό της, θα μας τη δώσει στο βαθμό που μας είναι προσιτός και εφικτός. Ας δώσουμε χαρά στον Θεό με τους αγώνες μας και την πρόοδό μας στην υπηρεσία που Εκείνος μας δίδαξε και για την οποία Εκείνος μας έδωσε εντολή.

ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ
(1807–1867)



[ Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ:
«Υιέ μου δος μοι σην καρδίαν…»·
Κεφ. 3ο, σελ. 100–111.
Μετάφραση:
Αρχιμ. Επιφανίου Χαρ. Ασσιώτη.
Έκδοση:
Ορθόδοξου Πνευματικού
Κέντρου Λεμεσού·
Λεμεσός, 19953.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
μερική διόρθωση, υπομνηματισμός,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.