Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ


     Μπορούμε χωρίς υπερβολή να ονομάσουμε τη λειτουργία αυτή, μαζί με τα λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», γιατί πραγματικά αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ακολουθία αυτής της ιερής περιόδου. Είναι, δυστυχώς, αλήθεια ότι πολλοί από τους χριστιανούς αγνοούν τελείως την ύπαρξή της ή την ξέρουν μόνο από το όνομα ή και ελάχιστες φορές την έχουν παρακολουθήσει. Δεν πρόκειται να τους μεμφθούμε γι’ αυτό. Η λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται σήμερα στους ναούς μας το πρωί των καθημερινών της Τεσσαρακοστής, ημερών δηλαδή εργάσιμων και, γι’ αυτό, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που δεν δεσμεύονται κατά τις ώρες αυτές από τα επαγγέλματα ή την υπηρεσία τους. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πολύ επαινετή προσπάθεια αξιοποίησής της. Σε πολλούς ναούς τελείται κάθε Τετάρτη απόγευμα, σε ώρες που πολλοί, αν όχι όλοι οι πιστοί, έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν στην τέλεσή της.

     Το όνομά της η λειτουργία αυτή το πήρε από την ίδια τη φύση της. Είναι στην κυριολεξία λειτουργία «προηγιασμένων Δώρων». Δεν είναι δηλαδή όπως οι άλλες γνωστές λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου, στις οποίες έχουμε προσφορά και καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Τα Δώρα εδώ είναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, από άλλη λειτουργία που τελέσθηκε σε μια άλλη ημέρα. Τα προηγιασμένα Δώρα προτίθενται κατά τη λειτουργία των Προηγιασμένων για να κοινωνήσουν απ’ αυτά και να αγιασθούν οι πιστοί. Με άλλα λόγια η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μετάληψη, κοινωνία.


     Για να κατανοήσουμε τη γενεσιουργό αιτία της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία της. Οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαιότατη πράξη της Εκκλησίας μας. Σήμερα έχουμε τη συνήθεια να κοινωνούμε κατά αραιά διαστήματα. Στους πρώτους, όμως, αιώνες της ζωής της Εκκλησίας οι πιστοί κοινωνούσαν σε κάθε λειτουργία, και μόνο εκείνοι που είχαν υποπέσει σε διάφορα σοβαρά αμαρτήματα αποκλείονταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από τη μετάληψη των άγιων Μυστηρίων. Κοινωνούσαν δηλαδή οι πιστοί απαραίτητα κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο και ενδιάμεσα της εβδομάδας όσες φορές τελούνταν η θεία Λειτουργία, τακτικά ή έκτακτα στις εορτές που τύχαινε να συμπέσουν εντός της εβδομάδας. Ο Μέγας Βασίλειος (Επιστολή 93) μαρτυρεί ότι οι χριστιανοί της εποχής του κοινωνούσαν τακτικά τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή την Τετάρτη, Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή. Αν πάλι δεν ήταν δυνατό να τελεσθεί ενδιάμεσα της εβδομάδας η θεία Λειτουργία, τότε οι πιστοί κρατούσαν μερίδες από τη θεία Κοινωνία της Κυριακής και κοινωνούσαν μόνοι τους στα μέσα της εβδομάδας. Το έθιμο αυτό το επιδοκιμάζει και ο Μέγας Βασίλειος. Στα μοναστήρια και ιδιαίτερα στα ερημικά μέρη, όπου οι μοναχοί δεν είχαν τη δυνατότητα να παρευρεθούν σε άλλες λειτουργίες εκτός της Κυριακής, έκαναν ό,τι και οι κοσμικοί, οι πιστοί χριστιανοί εν τω κόσμω: κρατούσαν δηλαδή αγιασμένες μερίδες από την Κυριακή ή το Σάββατο και κοινωνούσαν κατ’ ιδίαν. Οι μοναχοί, όμως, αποτελούσαν μικρές ή μεγάλες ομάδες και όλοι έπρεπε να προσέλθουν και να κοινωνήσουν κατά τις ιδιωτικές αυτές κοινωνίες. Έτσι αρχίζει να διαμορφώνεται μια μικρή ακολουθία. Όλοι μαζί προσεύχονταν πριν τη θεία Κοινωνία και όλοι μαζί ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωσε να κοινωνήσουν. Αν υπήρχε μεταξύ τους και κάποιος ιερέας, αυτός τους προσέφερε τη θεία Κοινωνία. Αυτό γίνονταν μετά την ακολουθία του Εσπερινού ή της Θ΄ Ώρας (3 μ.μ.), γιατί οι μοναχοί έτρωγαν συνήθως μόνο μια φορά την ημέρα, μετά τον Εσπερινό. Σιγά-σιγά θέλησαν να εντάξουν την κοινωνία τους αυτή στα πλαίσια μιας ακολουθίας που να υπενθυμίζει τη θεία Λειτουργία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε η ακολουθία των Τυπικών (δηλαδή κατά τον τύπο της θείας Λειτουργίας), προς το τέλος της οποίας κοινωνούσαν. Αυτή είναι και η μητρική μορφή της Προηγιασμένης.


     Ας έρθουμε τώρα στην Τεσσαρακοστή. Η θεία Λειτουργία κατά την περίοδο αυτή τελούνταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Παλαιό έθιμο, επικυρωμένο από εκκλησιαστικούς κανόνες, απαγόρευε την τέλεση της θείας Λειτουργίας κατά τις ημέρες της εβδομάδας, γιατί αυτές ήταν ημέρες νηστείας και πένθους. Η τέλεση της θείας Λειτουργίας ήταν κάτι το ασυμβίβαστο προς τον χαρακτήρα των ημερών αυτών. Η Λειτουργία είναι πασχάλιο Μυστήριο που έχει έντονο τον πανηγυρικό, τον χαρμόσυνο και επινίκιο χαρακτήρα. Αυτό, όμως, γεννούσε ένα πρόβλημα. Οι χριστιανοί έπρεπε να κοινωνήσουν δύο φορές τουλάχιστον ακόμη κατά την εβδομάδα, το λιγότερο δηλαδή κατά τις δύο ενδιάμεσες ημέρες, την Τετάρτη και την Παρασκευή, που μνημονεύει και ο Μέγας Βασίλειος. Η λύση ήδη υπήρχε: Οι πιστοί θα κοινωνούσαν από προηγιασμένα Άγια. Οι μέρες αυτές ήταν μέρες νηστείας. Νηστεία την εποχή εκείνη σήμαινε πλήρη αποχή από την τροφή μέχρι τη δύση του ήλιου. Η Κοινωνία, λοιπόν, θα έπρεπε να κατακλείσει τη νηστεία, να γίνει δηλαδή μετά την ακολουθία του Εσπερινού.

     Στο σημείο αυτό συνδέεται η ιστορία με τη σημερινή πράξη. Η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι σήμερα ακολουθία Εσπερινού, στην οποία προστίθεται η παράθεση των Δώρων, οι προπαρασκευαστικές ευχές, η θεία Κοινωνία και η ευχαριστία ύστερα από αυτή. Η διαμόρφωσή της μέσα στο όλο πλαίσιο της Τεσσαρακοστής τής έδωσε ένα έντονο «πενθηρό», κατά τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, χαρακτήρα. Με τον Εσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οι ιερείς φέρουν πένθιμα άμφια, η αγία Τράπεζα και τα Τίμια Δώρα είναι σκεπασμένα με μαύρα καλύμματα, οι ευχές είναι γεμάτες ταπείνωση και συντριβή. «Μυστικωτέρα εἰς πᾶν ἡ τελετὴ γίνεται», κατά τον ίδιο Πατέρα.


     Καιρός, όμως, να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτή την ίδια τη λειτουργία των Προηγιασμένων, στη μορφή που, ύστερα από μακρά εξέλιξη αποκρυσταλλώθηκε, και κατά την οποία τελείται σήμερα στους ναούς μας. Ήδη επισημάναμε τα δύο λειτουργικά στοιχεία που την συνθέτουν: Το πρώτο μέρος της αποτελεί ο συνήθης Εσπερινός της Τεσσαρακοστής με μικρές μόνο τροποποιήσεις. Ο ιερεύς κατά τη ψαλμωδία της Θ΄ Ώρας ενδύεται την ιερατική του στολή και θυμιάζει. Η έναρξη γίνεται με το «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τον τύπο της θείας Λειτουργίας. Αναγινώσκεται ο «Προοιμιακός», ο 103ος δηλαδή ψαλμός που περιγράφει το δημιουργικό έργο του Θεού· «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· Κύριε, ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Είναι το προοίμιο του Εσπερινού, αλλά και όλης της ακολουθίας του νυχθημέρου που αρχίζει ως γνωστόν κατά τον εβραϊκό τρόπο, από την εσπέρα· πρώτο μέρος του εικοσιτετραώρου θεωρείται η νύχτα. Ύστερα ο διάκονος ή (στην απουσία του) ο ιερεύς, θέτει στο στόμα των πιστών τα αιτήματα της προσευχής· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», τα λεγόμενα «Εἰρηνικά». Ακολουθεί η ανάγνωση του ΙΗ΄ Καθίσματος του Ψαλτηρίου· «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119–133). Είναι το τμήμα του Ψαλτηρίου που έχει καθιερωθεί να διαβάζεται στους Εσπερινούς της Τεσσαρακοστής. Ο ιερεύς εν τω μεταξύ ετοιμάζει στην Πρόθεση τα προηγιασμένα από τη Λειτουργία του προηγούμενου Σαββάτου ή της Κυριακής Τίμια Δώρα. Αποθέτει τον άγιο Άρτο στο δισκάριο, κάμνει την ένωση του οίνου και του ύδατος στο άγιο Ποτήριο και τα καλύπτει. Ο Εσπερινός συνεχίζεται με τη ψαλμωδία των ψαλμών του «Λυχνικού» και των κατανυκτικών τροπαρίων των εκάστοτε ημερών που παρεμβάλλονται στους τελευταίους στίχους των ψαλμών αυτών και γίνεται η είσοδος. Διαβάζονται δύο αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη, ένα από τη Γένεση και ένα από το βιβλίο των Προφητών. Θα σταθούμε για λίγο στην κατανυκτική ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω», του δεύτερου στίχου του 140ου ψαλμού. Ψάλλεται μετά από τα αναγνώσματα έξι φορές, από τον ιερέα και τους χορούς, ενώ ο ιερεύς θυμιάζει την αγία Τράπεζα:
     «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου
     ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
     ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου
     θυσία ἑσπερινή…».

     Κατόπιν, γίνεται η «Ἐκτενής» δέηση υπέρ των τάξεων των μελών της Εκκλησίας, των κατηχουμένων, των ετοιμαζομένων διά το άγιο Βάπτισμα, «τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων», και των πιστών. Και μετά την απόλυση των κατηχουμένων, έρχεται το δεύτερο μέρος· η κοινωνία των Μυστηρίων.


     Τη μεταφορά των προηγιασμένων Δώρων από την Πρόθεση στο Θυσιαστήριο, που γίνεται με άκρα κατάνυξη, ενώ οι πιστοί προσπίπτουν «μέχρι εδάφους», συνοδεύει η ψαλμωδία του αρχαίου ύμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
     «Νῦν αἱ δυνάμεις
     τῶν οὐρανῶν
     σὺν ἡμῖν ἀοράτως
     λατρεύουσιν·
     ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται
     ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
     Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ
     τετελειωμένη δορυφορεῖται.
     Πίστει καὶ πόθῳ
     προσέλθωμεν,
     ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου
     γενώμεθα.
     Ἀλληλούϊα».

     Η προπαρασκευή για τη θεία Κοινωνία περιλαμβάνει την «Κυριακή Προσευχή» (το «Πάτερ ἡμῶν»)· ακολουθεί η κοινωνία και μετά από αυτή η ευχαριστία. Και η λειτουργία κλείνει με την κατανυκτική «Οπισθάμβωνα Ευχή». Είναι δέηση που συνδέει την τέλεση της κατανυκτικής αυτής λειτουργίας προς την όλη περίοδο των Νηστειών. Ο πνευματικός αγώνας της Τεσσαρακοστής είναι σκληρός, αλλά και η νίκη κατά των αόρατων εχθρών είναι βέβαιη γι’ αυτούς που αγωνίζονται τον καλό αγώνα. Η ανάσταση δεν είναι μακριά. Ας διαβάσουμε αυτή την ευχή, είναι από τα ωραιότερα λειτουργικά κείμενα:


     «Δέσποτα Παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διὰ τὴν ἄφατόν σου πρόνοιαν καὶ πολλὴν ἀγαθότητα ἀγαγὼν ἡμᾶς εἰς τὰς πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, πρὸς ἐγκράτειαν παθῶν, πρὸς ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τὰ θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καὶ ἡμῖν, ἀγαθέ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, τὸν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τὴν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλᾶσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καὶ ἀκατακρίτους φθάσαι προσκυνῆσαι καὶ τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν».

     Η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μία από τις ωραιότερες και κατανυκτικότερες ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Αλλά συγχρόνως και μία διαρκής πρόσκληση για τη συχνή κοινωνία των θείων Μυστηρίων. Μία φωνή από τα βάθη των αιώνων, από την αρχαία ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας· φωνή που λέγει ότι ο πιστός δεν μπορεί να ζει τη ζωή του Χριστού, αν δεν ανανεώνει διαρκώς την ένωσή του με την πηγή της ζωής, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Διότι ο Χριστός είναι «ἡ ζωὴ ἡμῶν» (Κολασ. 3, 4).

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)



[Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»,
κεφ. 6ο, σελ. 49–54.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19973.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου