Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ


ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, 
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ


     Πυρσός ακτινοβολών άκτιστο φως, ο εν αγίοις πατήρ ημών Αμβρόσιος –το όνομα του οποίου υπενθυμίζει τη θεϊκή αθανασία!–, ήταν γόνος αρχοντικής και ισχυρής οικογένειας Ρωμαίων που είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Γεννήθηκε το 339 στα Τρέβηρα (σημ. Τριέρ, στη Γερμανία), όπου ο πατέρας του κατείχε το υψηλό αξίωμα του επάρχου της Γαλατίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του επέστρεψε στη Ρώμη μαζί με τα τρία ανήλικα παιδιά της, Αμβρόσιο, Μαρκελλίνα και Σάτυρο, που επρόκειτο να τιμηθούν και τα τρία ως άγιοι της Εκκλησίας. Μία ημέρα, όταν ο Αμβρόσιος ήταν ακόμη βρέφος στην κούνια του, ένα σμήνος μέλισσες τον τριγύρισε και μπήκε μέσα στο στόμα του πριν ανεβεί στον ουρανό, προλέγοντας έτσι με αυτό το παράδοξο γεγονός την ουράνια και θεόσδοτη ευφράδειά του. Ο νεαρός Αμβρόσιος διδάχθηκε από τους καλύτερους διδασκάλους και απέκτησε λαμπρή μόρφωση· είχε ιδιαίτερη επίδοση στις επιστήμες, αλλά όλοι τον θαύμαζαν για τα ρητορικά του χαρίσματα. Μόλις ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του, ο αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α΄ (+375) τον διόρισε διοικητή της επαρχίας της Λιγουρίας-Αιμιλίας, που είχε πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο) (370). Ο έπαρχος Πρόβος τού είπε τότε: «Να διοικείς σαν επίσκοπος μάλλον παρά σαν δικαστής!»· επρόκειτο ασφαλώς για παραίνεση που απλά τόνιζε την ανάγκη συμπόνιας και φιλανθρωπίας στην άσκηση της εξουσίας, αποδείχθηκε όμως στη συνέχεια άκρως προφητική. Πράγματι, με τη φρόνηση και τις αρετές του, ο νεαρός Αμβρόσιος γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση του λαού.

     Την εποχή εκείνη, παρά τους μακρόχρονους αγώνες μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), η αίρεση του Αρείου ήταν ακόμη ισχυρή και διαιρούσε σκληρά την Εκκλησία, κυρίως την Ανατολή, όπου είχε την υποστήριξη του νέου αυτοκράτορα Ουάλη (364-378). Μετά τον θάνατο του αρειανού επισκόπου Μεδιολάνων, Αυξεντίου (373), έγινε συνέλευση στον καθεδρικό ναό για να εκλεγεί νέος επίσκοπος, αλλά ο κόσμος είχε χωρισθεί σε δύο παρατάξεις, τους ορθόδοξους και τους αρειανούς, και δεν υπήρχε προοπτική και δυνατότητα συμφωνίας. Κάλεσαν τότε τον Αμβρόσιο να μεσολαβήσει ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να σταματήσουν οι ταραχές. Ο λόγος του διοικητή, η πραότητα, η πειθώ και το ειρηνοποιό πνεύμα του, προκάλεσαν τόση εντύπωση, ώστε ξαφνικά όλοι οι πιστοί με ένα στόμα επαναλάμβαναν το ηχηρό σύνθημα ενός παιδιού που φώναξε: «Αμβρόσιος επίσκοπος!». Εξεπλάγη και φοβήθηκε ο Αμβρόσιος και πρόβαλε αντίρρηση ότι ήταν ακόμη κατηχούμενος –ήταν διαδεδομένη τότε η συνήθεια να καθυστερεί το άγιο Βάπτισμα ώστε να μην κηλιδωθεί από κατοπινά αμαρτήματα του βίου– και κατέφυγε στο ανάκτορό του ακολουθούμενος από το πλήθος που επαναλάμβανε την ίδια κραυγή. Τη νύχτα, ο Αμβρόσιος πήρε το άλογό του και προσπάθησε να διαφύγει· έχασε όμως τον δρόμο του και τα χαράματα ξαναβρέθηκε εκεί που είχε ξεκινήσει. Προσπάθησε να αποφύγει το επισκοπικό αξίωμα συντάσσοντας μια επιστολή προς τον αυτοκράτορα· εκείνος όμως, αν και γενικά αδιάφορος ως προς τα εκκλησιαστικά ζητήματα, στην παρούσα κατάσταση υποστήριξε ένθερμα την εκλογή του Αμβροσίου. Υποτάχθηκε τέλος ο Αμβρόσιος στη βούληση του Θεού και, σε ηλικία μόλις τριάντα τεσσάρων ετών, ο εξαίρετος αυτός ρήτορας και ικανός κρατικός λειτουργός χειροτονήθηκε επίσκοπος, οκτώ μόλις ημέρες μετά το βάπτισμά του, προς ικανοποίηση και των δύο παρατάξεων (7 Δεκεμβρίου 374).


     Ο Αμβρόσιος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο ουράνιο λειτούργημά του, αποποιήθηκε όλα του τα πλούτη και υπάρχοντα και απέρριψε κάθε εγκόσμια ηδονή. Μοίρασε τα χρήματά του στους πτωχούς και δώρισε τα απέραντα κτήματά του στην Εκκλησία. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του· περνούσε σχεδόν όλη την εβδομάδα σε αυστηρότατη νηστεία, αφιέρωνε τις νύχτες του στην προσευχή και στη μελέτη της αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων, ενώ την ημέρα ασχολείτο με τις υποθέσεις της Εκκλησίας και με την καθοδήγηση του πνευματικού ποιμνίου του. Με την καθοδήγηση του ιερέα Σιμπλικιανού, απέκτησε βαθειά γνώση της φιλοσοφίας και των Ελλήνων Πατέρων (ιδίως του Ωριγένη) και ανέλαβε την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας με τέτοιο ζήλο που έφερε σε μεγάλη αμηχανία τους αρειανούς, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει αρχικά στην εκλογή του πρώην μετριοπαθούς επάρχου ευελπιστώντας ότι έτσι θα τον έκαναν υποχείριό τους. Στα συγγράμματά του και στις ομιλίες ο άγιος Αμβρόσιος απεδείχθη επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια ο πλέον ακατάβλητος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας στη Δύση, μετά τον άγιο Ιλάριο [13 Ιαν.]. Ανέδειξε τα Μεδιόλανα, όπου από το 381 και εξής διέμενε ο αυτοκράτορας της δυτικής αυτοκρατορίας, μητροπολιτικό κέντρο όπου λαμβάνονταν σημαντικές αποφάσεις για όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις των επισκοπικών περιφερειών της Ιταλίας: της Παννονίας (σημ. Ουγγαρία), Δακίας (σημ. Ρουμανία) και Μακεδονίας. Με σθένος αντιτάχθηκε στην αυτοκράτειρα Ιουστίνα και στο περιβάλλον του νεαρού διαδόχου Ουαλεντινιανού Β΄, που είχαν ασπασθεί την αίρεση του Αρείου, και κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού (375-383), χάρις στην υποστήριξη του οποίου συγκάλεσε τη Σύνοδο του Σιρμίου (Ιούλιος 378), η οποία εξέδωσε διατάγματα που απαγόρευαν τον αρειανισμό. Μετά τον θάνατο του Ουάλη (379), ανήλθε στον θρόνο της Ανατολικής αυτοκρατορίας ο ευλαβής Θεοδόσιος [17 Ιαν.], ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη και σεβασμό για το πρόσωπο του σεπτού ιεράρχη. Βαθύτατα ορθόδοξος ο νέος αυτοκράτορας, συγκάλεσε τη Μεγάλη και Αγία Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (Β΄ Οικουμενική Σύνοδος) τον Ιούλιο του 381, ενώ ο Γρατιανός, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αμβροσίου, συγκάλεσε τη Σύνοδο της Ακουιλείας που σφράγισε το τέλος του αρειανισμού στη Δύση. Ωστόσο, οι φιλίες του αυτές με τους δυνατούς του κόσμου δεν έκαναν τον άγιο Αμβρόσιο να παραβλέπει τη διαχρονική αρχή της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας από την κοσμική εξουσία. Παρακινούμενος από την αρειόφρονα μητέρα του Ιουστίνα, ο νεαρός Ουελεντινιανός Β΄, διέταξε τον ιεράρχη να παραδώσει σε αυτόν την εκκλησία του. «Πηγαίνετε και πείτε τον κύριό σας», είπε τότε αποφασιστικά ο Αμβρόσιος προς τους αποσταλμένους του αυτοκράτορα, «ότι ο επίσκοπος ποτέ δεν παραδίδει τον ναό του Κυρίου!». Κλείσθηκε στον ναό μαζί με πολύ κόσμο, αποφασισμένο να πεθάνει μαζί με τον ποιμενάρχη του· με μόνο όπλο το φλογερό κήρυγμα του επισκόπου, τις ψαλμωδίες και τους ύμνους, από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, αντιστάθηκαν στους στρατιώτες του αυτοκράτορα που είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον ναό.


     Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Θεοδόσιος βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, κατέστειλε με απίστευτη σκληρότητα μια εξέγερση που ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη, σφαγιάζοντας περισσότερους από επτά χιλιάδες ανθρώπους (390). Η θλιβερή είδηση έφθασε στα Μεδιόλανα και όταν, κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην ιταλική μεγαλούπολη, παρουσιάσθηκε ο Θεοδόσιος στην πύλη του καθεδρικού ναού για να παρακολουθήσει την θεία Λειτουργία, ο άγιος ιεράρχης, όργανο της πανδίκαιης μήνιος του Θεού, δεν δίστασε να του απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και να τον αφορίσει για περισσότερο από οκτώ μήνες. Σεβόμενος τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας ο ηγεμόνας, μπροστά στον οποίο έτρεμε όλη η οικουμένη, αποσύρθηκε οδυρόμενος στο ανάκτορό του και υπέστη με ταπεινότητα τη δημόσια μετάνοια. Την ημέρα των Χριστουγέννων πήγε ξανά στον ναό, έκανε εδαφιαία μετάνοια μπροστά στα πόδια του αγίου Αμβροσίου, ποτίζοντας το δάπεδο με τα δάκρυά του και ικέτευσε να κριθεί εκ νέου άξιος της μεταλήψεως των αγίων Μυστηρίων. Αφού έλαβε συγχώρεση από τον επίσκοπο, την ώρα της θείας μετάληψης, εισήλθε στο ιερό Βήμα, για να μεταλάβει μαζί με τους κληρικούς, όπως ήταν το έθιμο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αμβρόσιος όμως στράφηκε προς το μέρος του και τον ταπείνωσε και πάλι δημοσίως, λέγοντάς του τα εξής: «Βγες και στάσου στη θέση της τάξεως των λαϊκών, γιατί η αλουργίδα (το πορφυρό ένδυμα των αυτοκρατόρων κατά τους βυζαντινούς χρόνους) δεν χρίει ιερείς αλλά βασιλείς!». Δίχως καν ν’ απαντήσει ο Θεοδόσιος, βγήκε αδιαμαρτύρητα από το ιερό και πήρε τη θέση του μεταξύ των μετανοούντων· τόσο μεγάλος ήταν ο σεβασμός του για τον άγιο Αμβρόσιο! Και όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ποτέ ξανά δεν τόλμησε να εισέλθει στο ιερό Βήμα για να μεταλάβει.

     Οικείος των ισχυρών του κόσμου, ο άγιος Αμβρόσιος έδειχνε την πατρική στοργή του ακόμα και προς τον ελαχιστότερο των πιστών. Όταν κάποιος αμαρτωλός πήγαινε να εξομολογηθεί, τον αγκάλιαζε και τον έλουζε με τα δάκρυά του. Διάπυρος υπέρμαχος της Πίστεως, απέσπασε πολλούς ειδωλολάτρες από τον ζόφο της πλάνης και τους κατήχησε στα μυστήρια του Χριστιανισμού είτε με δημόσιες ομιλίες είτε με κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Ο πλέον ονομαστός μαθητής του ήταν ο ιερός Αυγουστίνος [15 Ιουν.], ο οποίος χάρις στον επίσκοπο Μεδιολάνων μεταστράφηκε από τον μανιχαϊσμό, προσήλθε στην Εκκλησία του Χριστού και διέλαμψε υπηρετώντας Την. Χάρις επίσης στον άγιο Αμβρόσιο η βασίλισσα των Μακρομάνων, ενός γερμανικού φύλου, βαπτίσθηκε και έφερε στην αγία και αληθή Πίστη τους υπηκόους της.


     Παρά τις πολυσχιδείς δραστηριότητές του, ο μέγας αυτός ποιμενάρχης βρήκε τον χρόνο να συντάξει πολλά συγγράμματα, ερμηνευτικής και ηθικής κυρίως φύσεως, που αντανακλούν την ευρύτατη μόρφωσή του στα ιερά γράμματα και στη θύραθεν παιδεία και που συνέβαλαν τα μέγιστα στη διάδοση των δογμάτων των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας στη Δύση. Πέρα από το ρητορικό έργο του, ο άγιος Αμβρόσιος συνέθεσε εξαίρετους λειτουργικούς ύμνους, που προορίζονταν να ψάλλονται από το εκκλησίασμα σε δύο αντιφωνικούς χωρούς, και οι οποίοι επί πολλούς αιώνες αποτέλεσαν τον λειτουργικό και πνευματικό πλούτο της Δυτικής Εκκλησίας.

     Ο άγιος Αμβρόσιος εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω στις 4 Απριλίου του 397, χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου, δυο χρόνια μετά την εκδημία του αυτοκράτορα, φίλου και μαθητή του Θεοδοσίου, στην κηδεία του οποίου εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Το σκήνωμά του κατατέθηκε και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου (Ντουόμο).


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε Ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τὴν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τοὺς σὲ γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι περιαστράπτων, ὡς φωστὴρ ἐξέλαμψας, τῇ οἰκουμένῃ ἐκ Δυσμῶν, καταφωτίζων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Πατέρων τὸ κλέος Ἀμβρόσιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στῦλος ὄντως ὁ θεαυγής· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστολέκτα, Ἀμβρόσιε τρισμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.




[ «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
υπό Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου·
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 71–76.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου