Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ


     Ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού Πολύκαρπος, ο οποίος σύμφωνα με τον μαθητή του, τον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου [23 Αυγ.], «υπήρξε μαθητής των Αποστόλων και οικείος με όσους είδαν τον Κύριο» [1], γεννήθηκε στην Έφεσο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Βεσπασιανού (70). Πριν μαρτυρήσουν οι άγιοι γονείς του, εμπιστεύθηκαν το παιδί τους σε μια ευσεβή και ευγενή γυναίκα, την Καλλίστη, η οποία το ανέθρεψε με φόβο Θεού και με αγάπη για τις θείες αρετές. Το παιδί γεμάτο συμπόνια, εφάρμοζε τόσο καλά την εντολή της ελεημοσύνης, ώστε δαπανούσε τα αποθέματα της θετής μητέρας του μοιράζοντάς τα στους φτωχούς. Εκείνα όμως αναπληρώνονταν θαυματουργικά και, έτσι, η Καλλίστη άλλαξε το όνομά του από Παγκράτιο σε Πολύκαρπο.

     Σε ώριμη ηλικία έγινε μαθητής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου [26 Σεπτ. και 8 Μαΐου], ο οποίος την εποχή εκείνη κήρυττε το Ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας μαζί με τον άγιο Βουκόλο [6 Φεβρ.] και τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο [20 Δεκ.]. Εμποτισμένος με την ουράνια και θεία διδασκαλία του αγίου Αποστόλου, μοιράστηκε πρόθυμα όλες τις περιπέτειες του αγαπημένου Μαθητού του Χριστού μέχρι την εξορία του στην Πάτμο (περί το 95). Ο άγιος Ιωάννης χειροτόνησε τότε τον Βουκόλο επίσκοπο της μεγάλης και επιφανούς πόλεως της Σμύρνης και του εμπιστεύθηκε τον Πολύκαρπο ως βοηθό και συνεργάτη του. Φθάνοντας στη Σμύρνη ο Πολύκαρπος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε τη φροντίδα των ορφανών έως την ημέρα που, προβλέποντας τον επικείμενο θάνατό του ο άγιος Βουκόλος, όρισε τον ταπεινό Πολύκαρπο διάδοχό του.

     Όταν, με θέλημα Θεού και πνευματικού πατρός, έγινε ποιμήν της Εκκλησίας της Σμύρνης, ο Πολύκαρπος επιδόθηκε στο έργο του μιμούμενος σε όλα την πολιτεία των Πατέρων του και επαναλαμβάνοντας πιστά τα δικά τους λόγια, όπως και όσα είχαν ταμιεύσει από το ίδιο το στόμα του Κυρίου. Από την εξορία του στην Πάτμο (κατά το 14ο έτος της βασιλείας του Δομετιανού), ο άγιος Ιωάννης απηύθυνε τα εγκώμιά του «προς τον άγγελο της εκκλησίας της Σμύρνης», ενθαρρύνοντάς τον να «μείνει πιστός μέχρι τον θάνατο για να του δοθεί το στεφάνι της νίκης, δηλαδή της αιώνιας ζωής» (βλ. Αποκ. 2, 8-10). Ενδεδυμένος τη θεία Χάρη, ο Πολύκαρπος επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων: έσβησε με την προσευχή του μια πυρκαγιά που απειλούσε τον τόπο επί επτά ημέρες, προκάλεσε ευεργετική βροχή μετά από μια μακρά ξηρασία, ελευθέρωσε δαιμονισμένους και θεράπευσε αρρώστους, με αποτέλεσμα, χάρη σ’ αυτόν να μεταστραφούν στην αληθινή Πίστη πολυάριθμοι ειδωλολάτρες.

     Όταν, προς την αρχή της επισκοπείας του Πολύκαρπου (περί το 101), ο άγιος Ιγνάτιος καταδικάστηκε σε θάνατο και εστάλη αλυσοδεμένος στη Ρώμη για να παραδοθεί στα θηρία, πέρασε από τη Σμύρνη και είχε την ευτυχία να ασπαστεί για τελευταία φορά τον άγιο επίσκοπο. Φθάνοντας στην Τρωάδα, του απηύθυνε επιστολή για να τον ευχαριστήσει για τη φιλοξενία, του ανέθεσε τη φροντίδα της Εκκλησίας της Αντιοχείας και του μετέδωσε θεόπνευστες συμβουλές για τα καθήκοντα του ποιμενάρχη: «Σε υπερτιμώ, αφού αξιώθηκα να δω το άμωμο πρόσωπό σου. Σε παρακαλώ, στο όνομα της Χάριτος που ενεδύθης, να συνεχίσεις τον δρόμο σου και να τους στηρίζεις όλους στην Πίστη ώστε να σωθούν. Φύλαγε την τιμή του αξιώματός σου με κάθε επιμέλεια σώματος και πνεύματος. Φρόντιζε για την ενότητα της Εκκλησίας, διότι τίποτε δεν υπάρχει ανώτερό της. Βάσταζε τους πάντες, όπως ακριβώς ο Κύριος βαστάζει εσένα. Αφοσιώσου στο “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι” (βλ. Α΄ Θεσ. 5, 17). Να υπομένεις με αγάπη τις ασθένειες όλων ως τέλειος αθλητής. Οι περιστάσεις σε αποζητούν, όπως αποζητά τον άνεμο ο κυβερνήτης του πλοίου και ο χειμαζόμενος το ασφαλές ορμητήριο, για να αξιωθείς να δεις τον Θεό» [2].


     Στη συνέχεια, ο άγιος Πολύκαρπος έγραψε προς τους χριστιανούς των Φιλίππων για να τους συγχαρεί που δέχθηκαν τον Ιγνάτιο και τους Μάρτυρες, «αυτά τα μιμήματα της αληθούς αγάπης, τους οποίους ξεπροβοδίσατε αξίως, τους αλυσοδεμένους με αγιόπρεπα δεσμά, τα οποία αποτελούν διαδήματα εκείνων που είναι αληθινά εκλεγμένοι από τον Θεό και Κύριό μας» [3]. Τους προτρέπει να προσκαρτερούν με την υπομονή εκείνη που είδαν στους ίδιους τους Μάρτυρες και τους εκθέτει τις αρχές μιας φιλάνθρωπης χριστιανικής κοινότητας: «Η Πίστη είναι η μητέρα όλων μας. Ακολουθεί κατόπιν η Ελπίδα, ενώ προπορεύεται η Αγάπη προς τον Χριστό και Θεό μας και προς τον πλησίον μας. Εάν κάποιος ζει με αυτές τις αρετές, εκπληρώνει την εντολή της θείας Δικαιοσύνης, διότι αυτός που έχει την Αγάπη, βρίσκεται μακριά από κάθε αμαρτία» [4].

     Με τον καθ’ όλα αποστολικό αυτό τρόπο κυβέρνησε την Εκκλησία του επί περισσότερα από πενήντα έτη. Περί το 160, γέροντας πλήρης ημερών, μετέβη στη Ρώμη για να συσκευθεί με τον πάπα Ανίκητο [17 Απρ.] γύρω από τη διαφορά που χώριζε τη Ρώμη από τις Εκκλησίες της Ασίας, όσον αφορά τον καθορισμό της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα, και για να υπερασπισθεί την ορθή Πίστη κατά των αιρέσεων. Η ακτινοβολία της αγιότητάς του και η θεόπνευστη διδασκαλία του, προκάλεσαν την αθρόα μεταστροφή πολλών ψυχών που είχαν παραπλανηθεί από τους αιρετικούς Μαρκίωνα και Ουαλεντίνο. Κατά την αναχώρησή του από τη Ρώμη, ο πάπας Ανίκητος από σεβασμό τού παραχώρησε το προνόμιο να προΐσταται της ευχαριστιακής Συνάξεως· αφού ασπάστηκαν αλλήλους, αποχωρίστηκαν με ειρήνη σεβόμενοι αμοιβαίως τις θεμιτές διαφορές μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών.

     Λίγο μετά την επιστροφή του στη Σμύρνη (165), ο ανθύπατος Στράτιος Κοδράτος εξαπέλυσε βίαιο διωγμό ο οποίος αναστάτωσε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας και κατά τον οποίο ο άγιος Πολύκαρπος, ηλικίας τότε ογδόντα έξι ετών, βρήκε μαζί με δώδεκα άλλους Μάρτυρες από τη Φιλαδέλφεια ένδοξο θάνατο, το Μεγάλο Σάββατο (23 Φεβρουαρίου 167), με τρόπο παρόμοιο με το Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού [5].

     Ενώ οι γενναίοι Μάρτυρες του Χριστού υφίσταντο κάθε είδους βασανιστήρια και παραδίδονταν στο τέλος τροφή στα θηρία, ο πανόσιος Πολύκαρπος διατηρούσε τη συνηθισμένη γαλήνη του και ήθελε μάλιστα να παραμείνει στην πόλη, για να μην εγκαταλείψει το πνευματικό του ποίμνιο. Με την επιμονή, όμως, των συντρόφων του που τον ικέτευαν να μην εκτεθεί πρόωρα στον θάνατο, αποσύρθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα κοντά στην πόλη και μέρα-νύκτα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους και για όλες τις Εκκλησίες του κόσμου. Τρεις ημέρες πριν τη σύλληψή του, ενώ προσευχόταν, είδε σε οπτασία το προσκέφαλό του να πιάνει φωτιά και να καίγεται. Στρεφόμενος προς τους ανθρώπους του, τους ανήγγειλε ήρεμα ότι έπρεπε να προσφέρει τη ζωή του για τον Χριστό στην πυρά.

     Αναγκασμένος ν’ αλλάξει κρησφύγετο, δεν πρόλαβε να φθάσει εκεί, όταν οπλισμένοι άνδρες που είχαν μάθει πού κρύβεται, βασανίζοντας έναν μικρό δούλο, εισέβαλαν στο σπίτι. Ο επίσκοπος αρνήθηκε να διαφύγει και τους δέχθηκε με πρόσωπο που έλαμπε, γεμάτο γλυκύτητα, τους κάλεσε να φάνε και να πιούνε όσο ήθελαν και το μόνο που ζήτησε ήταν να του δώσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. Εκείνοι δέχθηκαν και για δύο ώρες ο γέροντας στεκόταν όρθιος, πλήρης θείας Χάριτος, μνημονεύοντας όσους ανθρώπους είχε γνωρίσει, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και αφανείς, όπως και την ανά την οικουμένη καθολική Εκκλησία του Χριστού. Όταν έφθασε η ώρα να φύγουν, οι στρατιώτες, κυριευμένοι από μεγάλο φόβο και μετανοημένοι για το σκαιό και απάνθρωπο έργο που είχαν να εκτελέσουν, τον έβαλαν να καθίσει πάνω σε όνο για να τον οδηγήσουν στη Σμύρνη. Ο ειρήναρχος (αστυνόμος), που δικαίως ονομαζόταν Ηρώδης, εμφανίσθηκε μπροστά του και τον ανέβασε στην άμαξά του με σκοπό να τον πείσει να σώσει τη ζωή του θυσιάζοντας στον Καίσαρα. Όταν όμως κατάλαβε ότι ματαίως κοπίαζε, τον πέταξε κάτω στον δρόμο καθυβρίζοντάς τον. Πληγωμένος στο πόδι ο γέροντας Πολύκαρπος, συνέχισε παρά ταύτα χαρούμενος τον δρόμο του πεζός. Όταν μπήκε στο στάδιο, το οποίο ήταν γεμάτο από πλήθος που ούρλιαζε και διψούσε για αίμα, θεϊκή φωνή ακούστηκε από τους μοναδικούς χριστιανούς που βρίσκονταν στο κέντρο του πλήθους και έλεγε: «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου!». Ο ανθύπατος τον προέτρεψε να απαρνηθεί τον Χριστό λέγοντας: «Λυπήσου τα χρόνια σου!» και άλλα παρόμοια που συνηθίζουν οι διώκτες να λένε με αφροσύνη σε τέτοιες περιστάσεις. «Ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα και πες: “Αίρε τους αθέους!”», του φώναξε. Περιφέροντας τότε το πράο και γαλήνιο βλέμμα του πάνω στο πλήθος των ειδωλολατρών που γέμιζε το αμφιθέατρο, ο Πολύκαρπος αναστέναξε βαθιά και, στρέφοντας τα μάτια του προς τον Ουρανό, ωσάν να ευχόταν σιωπηλά προς τον Κύριό του, είπε: «Αίρε τους αθέους!». Στις δε πιέσεις που δεχόταν προκειμένου να λοιδορήσει τον Χριστό, αποκρίθηκε: «Πάνε ογδόντα έξι ολόκληρα χρόνια που Τον υπηρετώ και σε τίποτε Αυτός δεν με αδίκησε! Πώς μπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλιά μου, Αυτόν που μ’ έσωσε;».


     Ο ανθύπατος τού είπε: «Έχω θηρία και θα σε παραδώσω σε αυτά, αν δεν αλλάξεις γνώμη!». Ο Πολύκαρπος απάντησε: «Κάλεσέ τα, γιατί είναι αδύνατο για εμάς ν’ αλλάξουμε γνώμη και να περάσουμε από το καλύτερο στο χειρότερο· αντίθετα, είναι καλό ν’ αλλάζεις για να πας από το κακό προς το αγαθό και το δίκαιο». —«Θα σε κάψω στην πυρά, αφού περιφρονείς τα θηρία!», είπε ο δικαστής. Ο Πολύκαρπος τότε, γεμάτος θεία ορμή και χαρά, αποκρίθηκε: «Με απειλείς με το πυρ το οποίο καίει προσωρινά και ύστερα από λίγο σβήνει· διότι ασφαλώς αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως, που επιφυλάσσεται για τους ασεβείς. Αλλά γιατί αργοπορείς; Φέρε ό,τι θέλεις!».

     Ο κήρυκας τότε ανήγγειλε βροντερά τρεις φορές ότι ο Πολύκαρπος είχε ομολογήσει πως είναι χριστιανός. Το πλήθος, έξαλλο και μανιασμένο, απαίτησε να εξαπολύσουν εναντίον του ένα λιοντάρι· επειδή όμως οι θηριομαχίες είχαν τελειώσει, φώναξε: «Να καεί ζωντανός στην πυρά!». Και αμέσως, ειδωλολάτρες και Εβραίοι μαζί, πήγαν να μαζέψουν από τα γύρω εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα. Όταν όλα ήσαν έτοιμα στη μέση του σταδίου, ο Πολύκαρπος απέθεσε ο ίδιος τα ιμάτιά του, τόσο ήρεμα και γαλήνια, σαν να επρόκειτο να προσφέρει την Αγία Αναφορά, θέλησε μάλιστα να βγάλει και τα υποδήματα, πράγμα που δεν έκανε ποτέ, γιατί οι πιστοί έσπευδαν πάντα από υπέρμετρη και ασυγκράτητη αγάπη να του φιλήσουν τα πόδια. Όταν ετοιμάστηκαν να τον καρφώσουν πάνω σ’ ένα πάσαλο για να μείνει ακούνητος, είπε: «Αφήστε με, έτσι. Εκείνος, ο Οποίος μου δίνει τη δύναμη να υπομείνω τη φωτιά, θα με ικανώσει επίσης να παραμείνω ακίνητος, δίχως την ανάγκη των καρφιών». Όταν τον ανέβασαν πάνω στα ξύλα, σαν τον διαλεγμένο από το κοπάδι επίσημο κριό που προσφέρεται για ολοκαύτωμα, έστρεψε τα μάτια προς τον Ουρανό και, αναπέμποντας μια τελευταία προσευχή, ευχαρίστησε τον Θεό διότι τον αξίωσε, μαζί με όλους τους αγίους Μάρτυρες, να λάβει μέρος στο Ποτήριον του Χριστού «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου ψυχῆς τε καὶ σώματος ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου».

     Αφού ανέπεμψε το «Αμήν» και επλήρωσε την τελευταία ευχή του, ο δήμιος άναψε την πυρά. Μια τεράστια φλόγα αναπήδησε· αλλά —ω, του θαύματος!— η φλόγα σχημάτισε αίφνης μια τεράστια κόγχη, σαν ένα θεόρατο ιστίο που το φουσκώνει ο άνεμος, περιβάλλοντας σαν προστατευτικό τείχος το σώμα του Ιερομάρτυρος. Εκείνος έστεκε στο κέντρο, όχι ως σάρκα που καίγεται, αλλ’ ως άρτος που ψήνεται ή ως χρυσός και άργυρος που πυρώνεται μέσα στην κάμινο. Και η ευωδία ήταν τόσο δυνατή και διάχυτη, ώστε οι παρευρισκόμενοι νόμιζαν ότι καιγόταν λίβανος ή άλλο πολύτιμο άρωμα.

     Βλέποντας οι ασεβείς ότι το σώμα του αγίου δεν μπορούσε να καεί, φώναξαν τον δήμιο να τον αποτελειώσει με το ξίφος. Το αίμα τότε ξεπήδησε τόσο άφθονο, που έσβησε τη φωτιά, αφήνοντας άναυδο το πλήθος.

     Τα τίμια λείψανα του αγίου Ιερομάρτυρος του Χριστού αποτεφρώθηκαν με προτροπή των Εβραίων, αλλά οι πιστοί μπόρεσαν παρά ταύτα να μαζέψουν μερικά οστά τα οποία απέθεσαν σε κατάλληλο τόπο, όπου και συνάζονταν κάθε χρόνο για να εορτάσουν με χαρά τη γενέθλιο ημέρα του στον Ουρανό. Το ένδοξο μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου επισφράγισε, αν και προσωρινά, τον διωγμό κατά των Χριστιανών.



— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
  [1]  Αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου: «Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως» [Κατὰ Αἱρέσεων] Γ΄, 3, 4.
  [2]  Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον» Ι, ΙΙ. 1-2, ΕΠΕ, Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Τόμ. 4, 142-145, Θεσσαλονίκη 1995.
  [3] Αγίου Πολυκάρπου: «Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππησίους» 1, ΕΠΕ 4, 341.
  [4]  Ό.π., 3, 3, ΕΠΕ 4, 342.
  [5]  Συνοψίζουμε εδώ το «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου» (βλ. ΕΠΕ 4, 355-375· και καλύτερη μετάφραση στα: «Μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν», βλ. ΕΠΕ, 1978, 103-129), ένα από τα πρώτα αγιολογικά κείμενα, γραμμένο από αυτόπτη μάρτυρα που παραμένει εντυπωσιακό για το νηφάλιο όσο και υποβλητικό μεγαλείο του. Η μορφή του είναι ελαφρώς διαφορετική από εκείνην που παραδίδει ο Ευσέβιος Καισαρείας (βλ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 15).



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι’ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε· ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεὸν μεγαλύνοντες.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Φοῖνιξ ἀνεδείχθης καρποτελής, ὡς καρποφορίαν, περιφέρων θεουργικήν, τὴν τῶν Ἀποστόλων, ἀμέσως κοινωνίαν, δι’ ἧς ἐκτρέφεις κόσμον, Πάτερ Πολύκαρπε.



[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 235–240.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου