ΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ – ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
«Αυτός που θέλει να μιλά για την αγάπη,
είναι σαν να επιχειρεί να μιλά για τον Ίδιο τον Θεό. Η ανάπτυξη όμως της
ομιλίας περί Θεού, είναι πράγμα επισφαλές σε όσους δεν προσέχουν στην ζωή τους.
Για την αγάπη, γνωρίζουν να μιλούν οι
Άγγελοι, αλλά κι αυτοί, πάλι, ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους.
Αγάπη, είναι ο Θεός. Και όποιος προσπαθεί να δώσει κάποιον ορισμό του Θεού,
μοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.
Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της, είναι ομοίωση με τον Θεό –όσο, βέβαια, είναι
δυνατόν αυτή η ομοίωση να συμβεί
στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, είναι μέθη ψυχής. Και, ως προς τις ιδιότητές της, είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα
ταπεινώσεως.
Κυρίως, η αγάπη είναι, απόρριψη κάθε
εχθρικής και αντίθετης σκέψης, εφ’ όσον ‘‘ἡ
ἀγάπη, οὐ λογίζεται τὸ κακόν’’ (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5).
Η αγάπη, η απάθεια και η πνευματική, η
κατά Χάριν υιοθεσία, μόνο στην ονομασία, τελικά, διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η
ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει
και σ’ αυτές.
Όσο ποσό θείας αγάπης λείπει απ’ τον
άνθρωπο, τόσο ποσό θείου φόβου υπάρχει μέσα του. Και, όποιος δεν έχει θείο φόβο
μέσα του, αυτός, ή είναι γεμάτος αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.
Δεν είναι απρεπές, εάν από τα ανθρώπινα
πράγματα πάρουμε και χρησιμοποιήσουμε κάποια παραδείγματα για τον πόθο και τον
έρωτα του Θεού.
Μακάριος εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο
προς τον Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.
Μακάριος εκείνος που έδειξε τόση ζήλια για
τις θείες αρετές, όση έχουν εκείνοι οι σύζυγοι που προσέχουν συνεχώς και τόσο ζηλότυπα
τις γυναίκες τους.
Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο
βρέφος που θηλάζει, όσο εκείνος ο υιός της αγάπης στον Κύριο.
Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στο
μυαλό του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή.
Αυτός, ποτέ, –ούτε και στον ύπνο του–, δεν μπορεί να ησυχάσει. Αλλά, και εκεί
ακόμη, –μέσα στον ύπνο του–, βλέπει το πρόσωπο που ποθεί και συνομιλεί μαζί
του.
Έτσι, συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Αλλά,
έτσι, συμβαίνει επίσης και σ’ αυτούς που, αν και έχουν σώμα, παρ’ όλα αυτά,
είναι ασώματοι, έχοντας, ζώντας και ασκώντας τον πνευματικό, τον θείο έρωτα.
Κάποιος που χτυπήθηκε από αυτό το βέλος
του θείου έρωτος, έλεγε για τον εαυτό του –πράγμα που, εμένα τουλάχιστον, με
κάνει πραγματικά να θαυμάζω–: ‘‘Ἐγὼ
καθεύδω’’ από την ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως, ‘‘ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ’’ από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα
ε΄ 2) που έχω και που ζω μέσα μου.
Πρέπει να σημειώσεις κι αυτό, αφοσιωμένε
μου φίλε, ότι, αφού η ψυχή, σαν άλλη μία ψαλμική έλαφος, εξοντώσει τα
δηλητηριώδη ερπετά των παθών της, τότε, ‘‘ἐπιποθεῖ
καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον’’ (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), γιατί πληγώνεται, σαν με
δηλητήριο, από το πυρ της θείας αγάπης.
Εάν το γήϊνο πρόσωπο που αγαπούμε τόσο γνήσια,
μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του, και μας κάνει φαιδρούς και
χαρωπούς και χωρίς λύπη, και τί δεν θα προξενεί άραγε το άφθαρτο πρόσωπο του
Δεσπότου Χριστού, όταν Αυτός επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;…».
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ «ΚΛΙΜΑΚΑΣ»
[Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: «Κλῖμαξ», Λόγος
Λ΄ («ἐλαφρῶς παρ’ ἡμῖν διασκευασμένος
κατὰ τὴν φράσιν»), «Περὶ ἀγάπης,
πίστεως καὶ ἐλπίδος», §2–§10, σελ. 374–375, έκδοσις 8η, Ιερά Μονή
Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1999.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου