Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΤΡΕΛΛΟ ΝΕΡΟ

ΤΟ ΤΡΕΛΛΟ ΝΕΡΟ
(Παραμύθι μέσα από το σήμερα)

     Μια φορά ήτανε ένας σουλτάνος, γνωστικός και καλός, που αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο πού ’χε στην εξουσία του. Είχε κι έναν βεζίρη, σοφόν άνθρωπο, αστρολόγο, και δεν έκανε τίποτα ο σουλτάνος δίχως να πάρει τη γνώμη του.
     Μια μέρα, λέγει ο βεζίρης στον σουλτάνο: «Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο–τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελλό νερό, και πρέπει να το γνωρίζεις, για να κάνεις το χρέος σου από τώρα». «Και, τί είν’ αυτό το τρελλό νερό, βεζίρ–εφέντη;» τον ρώτησε ο σουλτάνος. «Αυτό το νερό», αποκρίθηκε ο βεζίρης, «λέγεται τρελλό νερό, επειδή όποιος το πιει, ή άνθρωπος ή ζωντανό, θα τρελλαίνεται και θα κάνει πράγματα παλαβά κι ανάποδα απ’ ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που τού ’δωσε ο Θεός, κι έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς, οι άρχοντές του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε, γιατί μηδέ ο Αλλάχ δεν μπορεί να κυβερνήσει τρελλούς ανθρώπους». «Το λοιπόν, τί θα κάνουμε βεζίρ–εφέντη;». «Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό που πίνουμε, και να το φυλάξουμε, για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες, ώστε να μην τρελλαθούμε κι εμείς μαζί με τους άλλους, και να τους κυβερνούμε καλά και με δικαιοσύνη, αφού ο Αλλάχ τούς κρέμασε στον λαιμό μας, και θα δώσουμε απολογία για την ζωή τους». Ο σουλτάνος το παραδέχθηκε, και πρόσταξε να μαζέψουν καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
     Στον διορισμένο καιρό που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα τρελλό νερό και, πίνοντάς το, τρελλαθήκανε άνθρωποι και ζωντανά, και βγήκανε από τα φρένα τους και τα βλέπανε όλα ανάποδα: το καλό, το λέγανε κακό· το γνωστικό, το λέγανε τρελλό· το τρελλό, το λέγανε σωστό· το δίκιο, άδικο· και το άδικο, δίκιο.
     Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, κι έτσι είχανε σωστά τα φρένα τους, και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελλό τον κόσμο.
     Μα ο κόσμος, ενώ αγαπούσε πρωτύτερα τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, με το στριμμένο μυαλό του, ένοιωθε το δίκιο για άδικο, και φώναζε καταπάνω τους, πως γινήκανε άδικοι και κακούργοι.
     Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε καταπάνω στον σουλτάνο.
     Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέγει: «Βεζίρ–εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε κι εμείς από το τρελλό νερό, να γίνουμε τρελλοί σαν κι αυτούς, και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ο Αλλάχ να μας συγχωρέσει που θα χαθεί η αλήθεια, μ’ αυτό που θα κάνουμε».
     Έτσι κ’ έγινε. Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης ήπιανε από το τρελλό νερό και τρελλαθήκανε, και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα, μα ο λαός τούς δόξαζε και τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες του και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
     Άραγε, εμείς που δεν ήπιαμε το τρελλό νερό που έχουνε πιει οι σημερινοί άνθρωποι, και γι’ αυτό μας έχουνε για τρελλούς, άραγε θα βαστάξουμε, ή θα το πιούμε κι εμείς στο τέλος, να τρελλαθούμε, για να μπορούμε να συννενοηθούμε με τους άλλους τρελλούς, μέσα σε τούτο το φρενοκομείο του σημερινού «πολιτισμού»;… 

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895–1965)


[Φώτη Κόντογλου «Έργα», τόμ. Στ΄, «Μυστικά Άνθη», σελ. 117118 και 309–310, Δ΄ έκδοση, «Αστήρ», Αθήνα, Σεπτέμβριος 1992.] 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου