Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ

     Ενώ κάποιοι αδελφοί συζητούσαν γενικά για την «αγάπη», ο αββάς Ιωσήφ, πήρε τον λόγο και είπε: «Πατέρες· εμείς, δεν ξέρουμε ‘‘τί’’ είναι αγάπη!». Και, πρόσθεσε και την παρακάτω θαυμαστή διήγηση:
     «Κάποτε, ο αββάς Αγάθων, είχε ένα μικρό κλαδευτήρι. Και, μια φορά που τον επισκέφθηκε ένας αδελφός, το είδε αυτό, του άρεσε και το επαίνεσε. Ε! Από ’κει και πέρα, ο αββάς, δεν τον άφησε να φύγει, παρά μόνον αφού τον έπεισε να το πάρει μαζί του φεύγοντας».
     Έλεγε ο αββάς Αγάθων για τον εαυτό του:
     «Αν γινότανε να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να πάρω εγώ το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα. Γιατί, αυτή είναι η τέλεια αγάπη».
     Κάποτε ήρθε στην κοντινή πόλη για να πουλήσει διάφορα αντικείμενα που έφτιαχνε, σαν εργόχειρο. Πλάϊ στον δρόμο, βρίσκει έναν άγνωστό του λεπρό. Τον ρωτάει ο λεπρός: «Πού πηγαίνεις;». Ο αββάς, του απάντησε: «Πάω στην πόλη να πουλήσω πράγματα». Του λέει ο λεπρός: «Δείξε αγάπη και πήγαινέ με κι εμένα εκεί». Τον σήκωσε στους ώμους του, ο αββάς, και τον έφερε στην πόλη που πήγαινε. Του λέει, πάλι, ο λεπρός: «Όπου πουλάς αυτά που έφερες μαζί σου, εκεί δίπλα, βάλε κι εμένα».
     Ο Αγάθων, έκανε όπως του ζήτησε. Στην συνέχεια, όταν συνέβαινε να πουλήσει κάτι, εκείνος τον ρωτούσε: «Αυτό, πόσο το πούλησες;». Του απαντούσε, ο αββάς: «Τόσο». Του έλεγε τότε, ο παρακαθήμενος λεπρός: «Πήγαινε κι αγόρασέ μου λιχουδιές να φάω!»· και ο αββάς πήγαινε και του αγόραζε. Πάλι, όταν κατάφερνε να πουλήσει κάτι άλλο, τον ρωτούσε: «Αυτό, τώρα, πόσο το πούλησες;». Του απαντούσε, ο καλός αββάς: «Τόσο». Πάλι ο ιδιότροπος και απαιτητικός λεπρός, του έλεγε: «Αγόρασέ μου το τάδε πράγμα!»· και πάλι, ο αββάς, πήγαινε και του το έπαιρνε.
     Όταν, πια, ο αββάς Αγάθων πούλησε όλα όσα είχε για πούλημα και επρόκειτο να φύγει πίσω στην έρημο, τον ρωτάει ο λεπρός: «Φεύγεις;». «Ναι», του απαντά. «Δείξε πάλι αγάπη», του λέει ο λεπρός, «και πήγαινέ με πάλι εκεί όπου με βρήκες». Τον σήκωσε λοιπόν πάλι στους ώμους του και τον έφερε σηκωτό στον τόπο του. Και τότε ο άγνωστος λεπρός, γυρίζει και του λέει: «Ω, Αγάθων! Ευλογημένος είσαι από τον Κύριο και στον ουρανό και στην γη!».
     Σήκωσε ο αγαθός Γέροντας τα μάτια του και δεν είδε κανέναν. Ο άγνωστος λεπρός, δεν ήταν άλλος παρά Άγγελος Κυρίου που είχε έλθει για να τον δοκιμάσει. Αυτόν, και την αγάπη του…

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Το Μέγα Γεροντικό», τόμ. δ΄, κεφ. ιζ΄, §6, §7, §10, α΄ έκδ., Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1999.] 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου