Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ «ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗΣ»



ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ «ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗΣ» 





     Μεταξύ δύο συζύγων, κάπου στην Χαλκιδική, οι σχέσεις οξύνθηκαν υπερβολικά. Ο σύζυγος, δεν εννοούσε να συμμορφωθεί. Ζούσε κατά τρόπο περίεργο, σκοτεινό. Το πρόσωπό του, είχε μια έκφραση αποκρουστική. Από την Εκκλησία, είχε ξεκόψει. Ούτε ν’ ακούσει ήθελε για εκκλησιασμό και, μάλιστα, για μυστηριακή ζωή. Η καημένη η γυναίκα του! Τί, δεν έκανε για να τον φέρει στον δρόμο του Θεού! Αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. Στο τέλος κατάλαβε ότι χρειαζόταν μια άλλη, πιο σκληρή αντιμετώπιση.

     –Άκου εδώ! Μου έχεις κάνει την ζωή ανυπόφορη! Αν το Πάσχα που έρχεται δεν κοινωνήσεις, θ’ αναγκαστώ να σε χωρίσω. Η συμβίωσή μας, γίνεται πλέον αδύνατη. Στην δική μας την οικογένεια, θέλω να βασιλεύει ο Χριστός.

     Η επιμονή, η πίεση, η απειλή, οι εκ βαθέων προσευχές της καλής αυτής χριστιανής, δεν έμειναν άκαρπα. Ο σύζυγος έβλεπε πως με την συμπεριφορά του κινδύνευε να καταστρέψει ανεπανόρθωτα την οικογενειακή του εστία, την ζωή του, το μέλλον του, το μέλλον των παιδιών του. Ένιωσε μέσα του ένα τράνταγμα. Έτσι, δεν άργησε να πάρει την μεγάλη απόφαση: Να πλησιάσει προς το φως!

     Δεν ήταν και λίγο το σκοτάδι που κρυβόταν μέσα του: Ο δυστυχής, είχε καταντήσει να συνεργάζεται με τους δαίμονες. Εξασκούσε την μαγική τέχνη. Και τούτο ήταν που τον κρατούσε με πείσμα μακρυά από την Εκκλησία. Το αντιλαμβανόταν και ο ίδιος πως πρώτα απ’ όλα είχε ανάγκη Πνευματικού. Το Άγιον Όρος, δεν απείχε πολύ. Εκεί, αναζητώντας το κατάλληλο πρόσωπο, βρήκε αυτόν που χρειαζόταν: τον περιβόητο για την αρετή, την άσκηση και την διάκρισή του, παπα–Σάββα τον Πνευματικό (1821–1908).

     Πώς ξεκίνησε για την Καλύβη του Πνευματικού και πώς γύρισε! Τί ανακαινίσεις έγιναν μέσα του! Μέσα από την σύγχυση, το χάος και το σκοτάδι, πρόβαλε ένας καινούργιος αναγεννημένος κόσμος. Η ανακαίνιση και τα δάκρυα χαράς έλαμπαν στην όψη του καθώς τελείωνε την εξομολόγηση. Πόσο ειρηνικός και ανάλαφρος ένιωθε! Αλλά είχε και κάτι άλλο ακόμη να διώξει από πάνω του. Απλώνει το χέρι του κρατώντας κάποιο βιβλίο.

     –Πάρε, Πνευματικέ μου, και το βιβλίο αυτό. Αυτό, που υπήρξε η αιτία της καταστροφής μου.

     Ήταν μια «Σολομωνική»: το απαραίτητο αλλά και ολέθριο εγχειρίδιο καθενός που επιδίδεται απερίσκεπτα στην μαγεία.

     –Τί, μου το δίνεις σ’ εμένα το βιβλίο αυτό; Αυτό θέλει κάψιμο! Κράτησέ το και, κάπου πιο πέρα, πας και το καις.

     Πράγματι, αναχωρώντας και κατευθυνόμενος προς την Σκήτη της Αγίας Άννης, στον δρόμο δεξιά, είδε ένα μεγάλο κοίλωμα βράχου. Στην σπηλιά αυτή σε λίγο η «Σολομωνική» είχε γίνει στάχτη. Για παρόμοια περιστατικά ο Απόστολος Λουκάς έγραψε στις «Πράξεις των Αποστόλων»: «Αρκετοί από εκείνους που είχαν ασχοληθεί με μαγείες, έφερναν μαζί τους τα μαγικά βιβλία και τα έκαιγαν…» (Πράξ. ιθ΄ 19). Θα ήταν ευχής έργον, χαρά των αγγέλων και πληγή των δαιμόνων, να άναβαν κάθε τόσο φωτιές σαν κι αυτές. Πόσα τέτοια βιβλία επιζήμια, ψυχοβλαβή, σκοτεινά και δυσώδη, δεν υπάρχουν και δεν κυκλοφορούν γύρω μας και ανάμεσά μας;!

     Ακόμη πιο ξαλαφρωμένος, τώρα, ο άνθρωπος συνέχιζε τον δρόμο του. Συνέβη τότε να συναντήσει τον π.Ιλαρίωνα, τον υποτακτικό του παπα–Σάββα:

     –Να διαβιβάσεις στον Πνευματικό τα σέβη μου και την απέραντη ευγνωμοσύνη μου. Και να του πεις ότι το βιβλίο το έκαψα, λίγο πιο πάνω στην σπηλιά.

     Ο π.Ιλαρίων, βάδιζε αμέριμνος προς την Καλύβη τους. Φθάνοντας, όμως, κοντά στην σπηλιά –Θεέ μου! Τί, τρόμος ήταν αυτός!– ριπές από μεγάλες πέτρες πέρασαν δίπλα του, που βουΐζοντας και κατρακυλώντας με πάταγο, σκόρπιζαν τον πανικό! Τρομοκρατημένος έφθασε στην Καλύβη και διηγήθηκε στον Γέροντά του, τον παπα–Σάββα, τα καθέκαστα.

     –Σατανική ενέργεια, παιδί μου!

     Αφού συνήλθε από τον φόβο, θυμήθηκε να μεταφέρει τα λόγια του ανθρώπου εκείνου που συνάντησε καθ’ οδόν. Θυμήθηκε και για το κάψιμο του βιβλίου. Και όταν ο παπα–Σάββας τού εξήγησε τί άνθρωπος ήταν αυτός που συνάντησε στο διάβα του και τί βιβλίο ήταν αυτό που κάηκε μέσα στην σπηλιά, αμέσως μπήκε στο νόημα.

     Δεν έμελλε όμως να γευθεί τον λιθοβολισμό μόνο ο π.Ιλαρίων. Καθένας που περνούσε από εκεί, δοκίμαζε την ίδια τύχη. Στο τέλος, κατέληξε να γίνει όλη εκείνη η περιοχή άβατη, γιατί κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει.

     Ανήσυχοι, οι Πατέρες, ζήτησαν την σωτήρια επέμβαση του παπα-Σάββα. Εκείνος νήστεψε, προσευχήθηκε, έκανε αγιασμό, ράντισε την σπηλιά και το κακό υποχώρησε. Στο τέλος, συμβούλευσε τους Πατέρες να τοποθετήσουν εκεί την Εικόνα της Παναγίας με την κανδήλα Της. Έτσι, το μονοπάτι γαλήνεψε όπως πρώτα.

     Σήμερα, όσοι περνούν από εκεί, νιώθουν την ανάγκη να καθίσουν δίπλα στο χτισμένο Προσκυνητάρι και να ψάλλουν από καρδιάς ένα «Ἀξιόν ἐστιν» στην Υπεραγία Θεοτόκο, χωρίς φυσικά να διατρέχουν κανέναν απολύτως κίνδυνο. Ορισμένες όμως φορές, όπως μας το επιβεβαίωσαν αρκετοί Πατέρες, παρουσιάζονται στην περιοχή αυτή δαιμονικές ενέργειες. Κυρίως δε, όταν περνά κάποιος μοναχός που παραβίασε κάποιον πνευματικό όρο της ζωής του (είτε της υπακοής είτε της ακτημοσύνης είτε της παρθενίας του) ή κάποιος προσκυνητής που να έχει δώσει απρόσεκτα, εκούσια ή ακούσια, με την ζωή του, σοβαρά δικαιώματα στον αιώνιο πειραστή και εχθρό των ψυχών μας…



****  ****  ****  ****  ****  ****  ****  ****  ****  ****  ****  ****



     Ο πατήρ Ανδρέας Θεοφιλόπουλος (1915–2004), στο περίφημο «Γεροντικό» του, αναφέρει και δυο-τρία ακόμη περιστατικά που έχουν σχέση με τις εκδηλώσεις του πειρασμού που βρήκε «καταφύγιο» στο σπήλαιο μέσα στο οποίο κάηκε η «Σολομωνική».

     [1]  Ο μοναχός Αρσένιος, υποτακτικός του Γέροντα Αυξεντίου από την Καλύβα του Αγίου Γεωργίου (η οποία, τώρα πια είναι ερειπωμένη), έφυγε από την Καλύβη του χωρίς την ευλογία του Γέροντά του. Με την φυγή του, άφησε καταστεναχωρημένο τον Γέροντα Αυξέντιο και, συγχυσμένος καθώς ήταν, έφθασε στον δρόμο που πηγαίνει για την Μικρή Αγία Άννα. Εκεί, ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου, όπου σήμερα βρίσκεται καρφωμένος ένας ξύλινος σταυρός. Αυτόν τον σταυρό, τον προσκυνούν με ευλάβεια οι διερχόμενοι μοναχοί ή οι προσκυνητές. Στο σημείο αυτό, κάθισε λίγο και συλλογίστηκε πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό και, προς στιγμήν, είπε να γυρίσει πίσω στον Γέροντά του αλλά, τελικά, νίκησε μέσα του ο εγωισμός και απερίσκεπτα προχώρησε. Όταν όμως έφθασε μπροστά στην σπηλιά που είναι σήμερα το Προσκυνητάρι, άκουσε μεγάλη οχλοβοή και τόση αναταραχή, που νόμιζε ότι τον κυνηγούσαν δαίμονες να τον πιάσουν. Από τον φόβο του, γύρισε αμέσως πίσω και τότε άκουσε φωνές στον αέρα να του λένε: «Τί, να σου κάνουμε;! Έχε χάρη στον Γέροντά σου!...». Από τον τρόμο του, ούτε που κατάλαβε πώς και πότε έφθασε πίσω στην Καλύβη. Εκεί, βρήκε τον Γέροντά του να προσεύχεται με δάκρυα και να παρακαλεί με πατρική αγωνία τον Θεό γι’ αυτόν. Του έβαλε μετάνοια και έλαβε συγχώρεση και ειρήνευσε τελείως.

     [2]  Άλλοτε πάλι, όταν ήταν νέος ο μακαριστός π.Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης ο θεσπέσιος Υμνογράφος της Εκκλησίας μας (1905–1991), περνούσε από εκεί με τον μακαριστό υποτακτικό του, τον πατέρα Διονύσιο τον Πνευματικό (1930–1998), ο οποίος, ήταν τότε δόκιμος με το όνομα Θεοδόσιος. Και οι δύο, ξεκίνησαν για την Σκήτη της Αγίας Άννας έχοντας στα χέρια τους κομποσχοίνι και λέγοντας τους «Χαιρετισμούς» της Παναγίας. Μπροστά από την σπηλιά, είδαν να κάθονται τρεις τράγοι, ο ένας μεγάλος και οι άλλοι δύο μικρότεροι. Οι τράγοι τούς κοίταξαν με άγριο βλέμμα, αλλά δεν κουνήθηκαν από την θέση τους. Οι μοναχοί, έκαναν τον σταυρό τους και, μόλις προχώρησαν λίγα βήματα μπροστά, οι τράγοι έγιναν άφαντοι. Νικημένοι από την αήτητη προσευχή των «Χαιρετισμών», οι τραγόσχημοι δαίμονες, δεν μπόρεσαν να αντέξουν την χάρη της Κυρίας Θεοτόκου.

     [3]  Άλλοτε πάλι ο μοναχός Μελέτιος των Δανιηλαίων μετέφερε έναν ντορβά λεμόνια από την Αγία Άννα. Και όταν περνούσε έξω από την σπηλιά, έγινε τέτοια ταραχή και σύγχυση, που από τον φόβο του παραπάτησε, έπεσε κάτω και χύθηκαν όλα τα λεμόνια κάτω. Άλλο, όμως, δεν μπόρεσε να τον πειράξει ο πειρασμός γιατί έλεγε καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής του την Ευχή, το: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!»...

     Ο παπα–Σάββας, όμως, με την Χάρη του Θεού και με την δύναμη των οσιακών του ευχών και επικλήσεων, μπόρεσε και έθεσε ένα αίσιο τέλος σε κάθε πειρασμική ενέργεια που κρυβόταν σε αυτό το σπήλαιο της Αθωνικής ερήμου…



[(1) Αρχιμ. Χερουβείμ (Καράμπελα· 1920–1979): «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές (Νο 6) – Σάββας ο Πνευματικός», σελ. 80–83, έκδοσις θ΄, Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1996· (2) Ανδρέου Θεοφιλόπουλου, Αγιορείτου Μοναχού (1915–2004): «Γεροντικό του Αγίου Όρους», τόμ. α΄, σελ. 75–77, έκδοσις δ΄, Θεσσαλονίκη 1992.] 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου