Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ


ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ
Ο μυστικός αετός της Ηπείρου
(1870–1960)


     Από το χωριό Βοδινό Αργυροκάστρου της Βορείου Ηπείρου, όπου γεννήθηκε ο κατά κόσμον Ευάγγελος Βαλοδήμος το έτος 1870, πορεύθηκε κατόπιν έφηβος προς την Κωνσταντινούπολη όπου εργάσθηκε ως μικροπωλητής· και, από εκεί, ήλθε στο Άγιον Όρος. Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό φροντιστήριο της οσιότητας και η μετέπειτα εκεί χειροτονία του, του έδωσε δύναμη να αρχίσει «έργον ευαγγελιστού» (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4, 5) στην πονεμένη Πατρίδα του.

     Σαν άλλος νέος άγιος Κοσμάς Αιτωλός (1714–1779), προσπάθησε να διατηρήσει την ελληνικότητα των τόπων του που είχαν καταπατήσει Τουρκαλβανοί. Για τους αγώνες του αυτούς δυο φορές αποφάσισαν, ημέτεροι και ξένοι, να τον φονεύσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Η ζωή του κυλούσε μέσα από αλλεπάλληλα θαύματα. Δοσμένος όλος στον Θεό, δεν βαστούσε τίποτα για τον εαυτό του. Από μικρός αγάπησε θερμά την πενία. Ήξερε παντού, όπου κι αν βρισκόταν, να στήνει το άγιο θυσιαστήριο των θεοπειθών προσευχών του.

     Το μοναστηράκι του Προφήτη Ηλία στο Μονοδένδρι, εκεί στα Ζαγοροχώρια, έγινε ισόβια η κρυψώνα και το ορμητήριό του. Απέκτησε φήμη αγίου Πνευματικού. Έλεγε ιδιαίτερα προς τους νέους τις ακόλουθες πνευματικότατες παραινέσεις: «Να εξομολογείσθε παστρικά! Γιατί τα φίδια που βγαίνουν έξω από τις τρύπες τους τα σκοτώνουν και τα φίδια που κάθονται μέσα παχαίνουν. Έτσι ακριβώς και τα αμαρτήματα· όταν τα εξομολογηθούμε, βγαίνουν από μέσα μας και εξαλείφονται. Όταν όμως τα κρύβουμε, μένουν μέσα μας και μεγαλώνουν». Συνήθιζε να επαναλαμβάνει με πόνο βαθύ, κάτι που έλεγαν παρόμοια και πολλοί άλλοι αγιορείτες Πατέρες: «Πολλοί εξομολογούνται, αλλά λίγοι μετανοούν»!

     Και συνέχιζε τον θεοφώτιστο λόγο του ο ταπεινός λευίτης του Θεού: «Είδατε πώς ο τσομπάνης κυνηγάει και πιάνει το αρνί που ξέκοψε απ’ το κοπάδι; Έτσι και ο Καλός ο Τσομπάνος, ο Χριστός μας· εξαπολύει το έλεός Του και μας κυνηγάει και μας πιάνει και μας γλυτώνει από το μαχαίρι και από τον λύκο. Μόνο ένα να κοιτάξουμε· να μη ζητάμε να φύγουμε, όταν μας πιάνει. Να μένουμε στα χέρια Του. Να μένουμε στην αγάπη Του. Να βλέπουμε τα κρίματά μας, να τα εξομολογούμαστε με πόνο και ειλικρίνεια. Έτσι, παιδιά μου!...».


     Διωγμοί και θλίψεις δεν τον λύγισαν ποτέ. Σαν τον διώχνουν από τον τόπο του, δεν έχει να πάρει τίποτε υλικό μαζί του, αφού ποτέ δεν απόκτησε κάτι δικό του. Γυρίζει ακούραστος στα χωριά της Ηπείρου και διδάσκει στον φτωχό και διψασμένο λαό τον λόγο του Θεού με τη ζωντάνια του παραδείγματός του και με την απλή γλώσσα του που περνά εύκολα στις καρδιές των απλών ανθρώπων. Ήταν θεοφώτιστος και θεορρήμων, ήρεμος, ήπιος, γαλήνιος, πράος, προσηνής και πολύ ταπεινός.

     Όταν στην Ιταλική Κατοχή τού πήραν ένα ζώο που είχε, να τι είπε: «Ο Θεός μού το πήρε, γιατί είχα προσκόλληση μ’ αυτό. Η καρδιά δεν πρέπει να προσκολλάται σε τίποτε γήϊνο εδώ κάτω!». Είχε δώσει την καρδιά του στον Χριστό κι έλεγε χαρακτηριστικά: «Με αγαπά και μου έχει δώσει το θάρρος να Του ζητήσω χάρες· θα μ’ ακούσει!». Μπροστά του και οι φονιάδες ακόμη, καθώς εξομολογούνταν τα κρίματά τους, αναγνώριζαν την αρετή του. «Την ώρα εκείνη δεν βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν παπαδάκο, αλλά μπροστά στον Ίδιο τον Άγιο και Παντοκράτορα Θεό!», έλεγαν χαρακτηριστικά.

     Ιδιαίτερα έντονη ήταν και η εθνική του δράση, εξαιτίας της οποίας κινδύνευσε πολλές φορές από τους Τουρκαλβανούς, με τον Θεό όμως να επεμβαίνει θαυματουργικά διασώζοντάς τον την τελευταία στιγμή. Την περίοδο εκείνη οι Τουρκαλβανοί πίεζαν αφόρητα τους Έλληνες να δηλώσουν αλβανική υπηκοότητα με σκοπό να αλλοιώσουν εθνολογικά την Βόρειο Ήπειρο. Ο τότε Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος (Παπαχρήστου· 1858–1936), έδωσε εντολή στους ιερείς της επαρχίας του να στηρίξουν παντοιοτρόπως το ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο. Οι Τούρκοι, για να τους τρομοκρατήσουν, αποφάσισαν να εκτελέσουν δύο ιερείς, τον π. Ιάκωβο και έναν άλλον ακόμη, και έστειλαν γι’ αυτό απόσπασμα να τον συλλάβει. Ο π. Ιάκωβος, ανύποπτος, κατέβαινε από την Πέπελη, όπου ήταν εφημέριος (που ήταν το διπλανό χωριό στο Βοδινό απ’ όπου καταγόταν). Στον δρόμο συναντά το απόσπασμα, το οποίο τον ρώτησε από ποιο χωριό είναι. Αυτός, απονήρευτα τούς έδειξε το χωριό της καταγωγής του, το Βοδινό, και όχι το χωριό στο οποίο υπηρετούσε ως εφημέριος. Αυτοί θεώρησαν ότι δεν είναι ο καταζητούμενός τους και τον άφησαν ελεύθερο να φύγει. Όταν έφτασαν στο χωριό και πληροφορήθηκαν ότι ο π. Ιάκωβος ήταν εκείνος που συνάντησαν καθ’ οδόν, δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς έχασαν μέσ’ από τα χέρια τους τον ιερέα.


     Σε μια δεύτερη περίπτωση, ένοπλοι Αλβανοί περικύκλωσαν το σπίτι του χωρίς να έχει κανένα περιθώριο διαφυγής. Μη έχοντας κάπου να κρυφτεί στο λιτό και μοναδικό δωμάτιο που διέμενε, σκαρφάλωσε στο μαδέρι που στήριζε τη σκεπή (το δωμάτιο δεν είχε ταβάνι). Γεμάτος αγωνία, αγκάλιασε το μαδέρι και παρέμεινε εκεί σιωπηλός σαν κουλουριασμένο φίδι, προσευχόμενος νοερά να μην τον δουν. Οι ένοπλοι μπαίνουν στο σπίτι, ερευνούν παντού, κάθονται για δέκα λεπτά τρώγοντας λίγα καρύδια που είχε μέσα σ’ ένα σεντούκι, αλλά ο Θεός τούς «τυφλώνει» κυριολεκτικά και δεν σηκώνουν καν τα μάτια τους για να δουν τον π. Ιάκωβο που κρεμόταν σχεδόν λίγα εκατοστά πιο πάνω από τις κάννες των όπλων τους.

     Όχι μόνον στην Κατοχή, αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο διέτρεξε πάμπολλους κινδύνους, αλλά ο Θεός τον διαφύλαξε με θαυμαστό τρόπο. Ταξιδεύοντας βράδυ από τα Ιωάννινα στο Μονοδένδρι, κατά την Κατοχή, έφθασε στη θέση «Καρυές». Συνάντησε εκεί Γερμανική περίπολο, η οποία με νεύματα τον υποχρέωσε να σταματήσει. Ο π. Ιάκωβος δεν κατάλαβε, ούτε και είδε την περίπολο, γιατί ήταν απορροφημένος στην προσευχή του και δεν σταμάτησε. Αμέσως, δέχθηκε ριπή αυτόματου όπλου, αλλά κατά θαυμαστό τρόπο δεν έπαθε απολύτως τίποτε. Απλώς σταμάτησε, όταν άκουσε τις σφαίρες να σφυρίζουν πλάι του· και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, συνέχισε την προσευχή του. Οι Γερμανοί στρατιώτες έμειναν έκθαμβοι, όταν τον είδαν σώο και αβλαβή και πάλι με νεύματα τού έδειξαν τον δρόμο για να φύγει σώος και αβλαβής.

     Κάποια μέρα επέστρεφε από το χωριό Σουδενά, όπου λειτούργησε, στο ταπεινό μοναστηράκι του, που απείχε δύο ώρες περίπου με τα πόδια. Στον ερημικό εκείνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερά, όπως συνήθιζε πάντοτε. Άνδρες του Εθνικού Στρατού ναρκοθέτησαν ένα σημείο του δρόμου. Κατέλαβαν ακολούθως το ύψωμα και παρακολουθούσαν μήπως τυχόν περάσει κανένας αντάρτης. Ξαφνικά, βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ο π. Ιάκωβος στο ναρκοθετημένο σημείο του δρόμου. Βάζουν με τρόμο δυνατά τις φωνές για να τον προλάβουν: «Παππούλη!… Παππούλη!…». Αλλά ώσπου ν’ ακούσει ο π. Ιάκωβος, που ήταν βαθιά προσηλωμένος στην προσευχή του, πάτησε τη νάρκη και αυτή εξερράγη αμέσως. «Πάει ο φουκαράς ο Παππούλης!», λένε σαστισμένοι οι στρατιώτες και τρέχουν έντρομοι στον τόπο του δυστυχήματος. Βλέπουν τότε έκπληκτοι τον π. Ιάκωβο, άσπρο από τη σκόνη, να τινάζει τα ράσα του χωρίς να έχει πάθει απολύτως τίποτε! Δεν μπορούν να συνέλθουν από την έκπληξή τους!
     –Δεν έπαθες Παππούλη, τίποτε! είπαν με θαυμασμό.
     –Πώς να πάθω, παιδιά μου; Αφήνει ο Θεός να πάθουμε τίποτε; Αφού έλεγα την προσευχή μου. Κι εσάς· δεν θα σας αφήσει ο Θεός να πάθετε τίποτε, θα σας φυλάξει να γυρίσετε στα σπίτια σας. Μονάχα να πηγαίνετε με τον δρόμο του Θεού. Να καθίσω, παιδιά μου, να εξομολογηθείτε και μεθαύριο να σας λειτουργήσω να κοινωνήσετε;
     –Ναι, Παππούλη! απάντησαν όλοι τους μ’ ένα στόμα, συνεπαρμένοι από το θαύμα που έζησαν.


     Την αδιάλειπτη «Ευχή» του Ιησού, που είχε μάθει στον ιερό Άθωνα, δεν την άφηνε όπου κι αν βρισκόταν. Ήταν τα βόλια της νίκης κατά των εχθρών της Αληθείας. Ποτέ δεν άφηνε τις ιερές ακολουθίες του. Στον ντορβά του, παντού και πάντοτε, κουβαλούσε τα λειτουργικά βιβλία. Αγαπούσε τις νυκτερινές ακολουθίες και με συνέκδημο την τυφλή μοναχή αδελφή του, λειτουργούσε σχεδόν καθημερινά, για να μεταλαμβάνουν και οι δυο τους το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Τις ώρες της προσευχής δεν βιαζόταν καθόλου. Ώρες, μέρες και νύχτες, μόνοι, μέσα σ’ εκκλησιές μακρινές και λησμονημένες, πάνω στα ψηλά βουνά, με μόνο τον Θεό συντροφιά. Ο Γέροντας, αν και κουρασμένος και κυρτωμένος, δεν άφηνε τις αναίμακτες θείες Ιερουργίες. «Για να πάρω λίγη δύναμη!», έλεγε. Όλη νύχτα έμενε άγρυπνος, «παλεύοντας» με τον ζώντα Χριστό. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, «η φωνή του, ήταν γλυκιά, ταπεινή, μια φωνή εγκάρδιας ικεσίας. Οι αιτήσεις και οι ευχές του απλά έδειχναν εκείνο το παιδί που μιλάει με σεβασμό και εμπιστοσύνη στον Πατέρα του».

     Είχε δοθεί όλος στον Κύριο. Του δόθηκε κι Εκείνος. Είχε το προορατικό χάρισμα, καθώς πολλοί διηγούνται. Πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, σε ηλικία 85 ετών, ήλθε στο Άγιον Όρος που πάντα αγαπούσε και που με την ανάμνησή του ζούσε και ανέπνεε. Είχε προγνωρίσει τον θάνατο του, επί σαράντα χρόνια ασκητεύοντος εκεί μοναχού, αδελφού του. Τώρα, ξεκίνησε με σκοπό να τον προλάβει και να κάνει ο ίδιος τη θανή του. Πράγματι, αυτός τον περίμενε, μέχρι που τον είδε, μιλήσανε, χαιρετιστήκανε, και κατόπιν ξεψύχησε στην αγκαλιά του.


     Το πρόσωπο του παπα–Ιακώβου στις προσευχές του και στις Θείες Λειτουργίες του, ήταν πάντα φωτεινό σαν ένας τερπνός και γλυκύς ήλιος. Ο ήλιος αυτός έδυσε οσιακά στις 15–2–1960 στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων, διατηρώντας μέχρι τέλους τη διαύγεια του αγαθού πνεύματός του. Είχε αφήσει εντολή να ταφεί στο μοναστηράκι του, στο Μονοδένδρι· και, παρά το γεγονός ότι τα Ζαγόρια ήταν αποκλεισμένα τότε από τα πολλά τα χιόνια, τα πνευματικά του παιδιά βρήκαν μπουλντόζα, άνοιξαν τον δρόμο κι έθαψαν το σκήνωμά του στη μονή του, όπως αυτός επιθυμούσε. Σήμερα, τα οστά του βρίσκονται στο οστεοφυλάκιο του ιερού Ναού Προφήτου Ηλία στη Ζίτσα Ιωαννίνων. «Αφού έγινε κατά πάντα ευάρεστος στον Θεό» (Σοφ. Σολ. 4, 10), αγαπήθηκε από Αυτόν και μετατέθηκε στα επουράνια σκηνώματα της ατέρμονης ειρήνης και αγαλλιάσεως της αγίας δόξης Του. Την ευχή του να έχουμε όλοι μας. Αμήν, γένοιτο.


Πηγές και Σημειώσεις:
(1) Περιοδικό «Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία», τεύχ. 62–63, Ιούλ.–Δεκ. 1995, σελ. 3–18· ωραιότατο βιογραφικό άρθρο (παρμένο εξολοκλήρου από το βιβλίο του μακαριστού Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου (1910–1982): «Ένας σύγχρονος άγιος», Γ΄ έκδοση, Αθήνα 1992), διανθισμένο με πολλές κατανυκτικές λεπτομέρειες. (2) Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952–2014): «Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του 20ου Αιώνος», τόμ. β΄, σελ. 631–633, εκδόσεις «Μυγδονία», Σεπτέμβριος 2011. (3) Διαδικτυακή «Πεμπτουσία» (Θρησκεία/Μορφές), άρθρο με τίτλο: «Ένας σύγχρονος άγιος», στις 22/10/2013. (4) Παρόμοια και στον ιστότοπο της «Σ.Φ.Ε.Β.Α.». (5) Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Βίτσας χτίστηκε αρχικά το 1632, στη θέση που ήταν ένα παλιό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και το 1688 έγινε επέκταση. Σήμερα τα κελιά του μοναστηριού είναι σχεδόν κατεστραμμένα· ενώ το Καθολικό σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ήταν μία από τις πλουσιότερες Μονές του Ζαγορίου. Στη Μονή διέμειναν και έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα στο Κρυφό Σχολειό, που λειτουργούσε τότε εκεί, ο Μάρκος Μπότσαρης (1790–1823), ο μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γεννάδιος (1784–1854), ο Ραφαήλ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως (1720), οι Τιτουλάριοι Τύρριος και Λεόντιος και πολλοί άλλοι. (βλ. σχετικά «Βικιπαιδεια»). (6) Στη φωτογραφία: Το φαράγγι στο Μονοδένδρι (από το «Snowreport»). (7) Επιμέλεια ανάρτησης (πρώτη παρ’ ημών δημοσίευση στο Fb: Πέμπτη 10 Απριλίου 2014): π. Δαμιανός.






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου