Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

ΘΕΙΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

ΘΕΙΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ 


     Ο Θεός στις κρίσιμες ώρες δεν άφηνε τον Γέροντα Εφραίμ τον «Κατουνακιώτη» (1912–1998). Κάποτε, στο δάσος των «Κρύων Νερών» αγωνιζόταν μόνος του να βγάλει στο κεντρικό μονοπάτι τα κούτσουρα των λεύκων για τις σφραγίδες που ο ίδιος έφτιαχνε για εργόχειρο. Από την δυσκολία, τον έπιασε η μέση. Τότε, εμφανίστηκε στο μονοπάτι ένας νέος. Τον βοήθησε, έβγαλαν τα κούτσουρα εκεί που μπορούσε να τα πάρει ο αγωγιάτης με τα μουλάρια και, κατόπιν, παραδόξως και αποτόμως εξαφανίστηκε. Κάποια στιγμή είχε πει το όνομά του: Θεόδωρος. «Ποιός από τους δύο να ήταν», σκεφτόταν μετά ο Γέροντας, «ο Τήρων, ή ο Στρατηλάτης;».

     Άλλοτε πάλι πήγαινε για υπακοή στην Σκήτη Ξενοφώντος. Ξεκίνησε με τα πόδια από την Δάφνη και σκεφτόταν τί θα κάνει που δεν ξέρει τον τόπο. Καθ’ οδόν όμως συνάντησε έναν παπά, γείτονά του στα Κατουνάκια, ο οποίος, πήγαινε κι αυτός επίσης προς την Σκήτη και διατεινόταν ότι γνωρίζει τα μονοπάτια. Πράγματι, έφθασαν κάποτε εκεί, αλλά τον οδηγό παπά, τον κατάπιε η γη. Παραξενεύτηκε ο Γέροντας Εφραίμ, αλλά στο τέλος είπε: «Δόξα τῷ Θεῷ!».

     Ο Γέροντας είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον άγιο Νεκτάριο. Συχνά τον έβαζε στην Θεία Λειτουργία, ανάβοντας κεράκια στην εικόνα του. Πήγαινε και προσκυνούσε το ευωδιάζον λείψανό του στην συνοδία του π. Γεράσιμου του Υμνογράφου στην Μικρή Αγία Άννα και, όταν είχε μεγάλη ανάγκη, παρακαλούσε τους Πατέρες και του τό ’φερναν στα Κατουνάκια για ευλογία.
Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο μεγάλος άγιος, ο άγιος Νεκτάριος, απαντούσε: «Διότι ακόμη και σήμερα συκοφαντείται».
Κάποτε, παρατήρησε ότι το σιτάρι που είχε αποθηκευμένο, επρόκειτο να καταστραφεί εξαιτίας της πολλής ψείρας που έπιασε. Τότε, ήταν μόνος του με άρρωστο τον Γέροντά του, τον παπα–Νικηφόρο, και ήταν πολύ δύσκολο να το αντικαταστήσει. Προσευχήθηκε στον άγιο Νεκτάριο, σταύρωσε ένα βαμβάκι πάνω στο λείψανό του, το έβαλε μέσα στο σιτάρι και αμερίμνησε. Μετά από καιρό, όταν χρειάστηκε σιτάρι για να ζυμώσει ψωμί, το σιτάρι ήταν πεντακάθαρο. Ο άγιος Νεκτάριος, είχε κάνει το θαύμα του!

     Ο γερο–Ραφαήλ (ο γείτονας του Γέροντος εκεί στα Κατουνάκια) ζούσε μόνος του στην αυστηρή μοναχική ζωή του, σ’ ένα μικρό σπιτάκι που ήταν η προέκταση μιας σπηλιάς, πολύ κοντά στο Ησυχαστήριο του Γέροντος Εφραίμ. Συχνά τον επισκεπτόταν ο Γέροντας, για να τελέσει ιερατικά καθήκοντα. Κάποτε που τελούσαν μαζί το Μυστήριο του Ευχελαίου, ο Γέροντας άκουσε φωνή μέσα από την εικόνα των Αρχαγγέλων που του έλεγε: «Εμείς σε περιμένουμε πότε θα έρθεις κοντά μας!». Καταχάρηκε ο Γέροντας Εφραίμ από την αίσθηση της Χάριτος. Όταν αργότερα ανέφερε το γεγονός αυτό στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, άκουσε από αυτόν την εξής ερμηνεία του γεγονότος που έζησε: «Όχι, ότι μίλησε η εικόνα παιδί μου, αλλά ότι η Χάρις σχηματίζεται έτσι».

     Ήταν πολύ ευαίσθητος στα ταξίδια, κυρίως στα θαλασσινά. Η ναυτία τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Απέφευγε να ταξιδέψει, ιδίως αν είχε λειτουργήσει προηγουμένως, γιατί φοβόταν μήπως κάνει εμετό. Και είναι αμαρτία μετά την Θεία Λειτουργία, αυτό. Κάποτε, βρισκόταν στην Νέα Σκήτη και λειτούργησε. Η θάλασσα φαινόταν ήσυχη και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, μπήκε στο μικρό καΐκι για να επιστρέψει στα Καρούλια–Κατουνάκια. Η απόσταση ήταν μικρή, αλλά καθώς πέρασαν το ακρωτήριο της «Πίννας», συνάντησαν θαλασσοταραχή που συνεχιζόταν, όσο πλησίαζαν στα Καρούλια. Ο καπετάνιος φοβόταν να «πιάσει» και σκόπευε να συνεχίσει. Ο Γέροντας βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ναυτίας και είχε τάση εμετού. Πλησίασε τον καπετάνιο και με τον ορμητικό του τρόπο τού είπε επιτακτικά: «Ιορδάνη, θα πιάσεις στα Καρούλια!». Ο καπετάνιος πιεζόμενος υποχώρησε και εκνευρισμένος γύρισε το τιμόνι προς το μουράγιο των Καρουλίων, λέγοντας με αγανάκτηση: «Θα πιάσω, κι ας σπάσω το καΐκι!». Σε χρόνο μηδέν, η θάλασσα έγινε μπουνάτσα. Έπιασαν στο μουράγιο, κατέβηκε ο Γέροντας και οι άλλοι Πατέρες, ξεφόρτωσαν και ένα σωρό πράγματα με την άνεσή τους, ενώ ο καπετάνιος ομολογούσε με θαυμασμό: «Μεγάλο άγιο έχεις, παπά, εσύ!». 


Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», μέρος 1ο, κεφ. δ΄, σελ. 81–84, α΄ έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου