ΕΝΑΣ ΙΕΡΟΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΕΦΗΒΟΣ,
ΖΕΙ ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ...
Ανεξάντλητη θα μείνει στην μνήμη μου η
συνάντηση, στα χρόνια εκείνα της εφηβείας μου, με τον πασίγνωστο πατέρα Ιωάννη της
Κρονστάνδης (1829–1908). Να, πώς έγινε:
Τα καλοκαίρια, στις διακοπές των σπουδών
μου στο ιεραποστολικό τμήμα της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας του Καζάν, πήγαινα πάντα στο πατρικό μου σπίτι, στην Βιάτκα (το σημερινό Κύρωφ). Ένα τέτοιο καλοκαίρι
ήταν θλιβερά χρωματισμένο από την σοβαρή ασθένεια της μητέρας μου. Σύμφωνα με
την γνωμάτευση των γιατρών, ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος!
–Εμείς, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Τώρα την
αφήνουμε στα χέρια του Θεού…, είπε συγκινημένος ο γιατρός, καθώς μας είδε να
θρηνούμε. Η αγαπημένη μας μητέρα έλιωνε μπροστά στα μάτια μας. Η βαρειά νεφροπάθειά της, την οδήγησε σε κατάσταση κώματος. Δεν μπορούσε πια ούτε να κινηθεί ούτε να μιλήσει. Όλοι, περιμέναμε το μοιραίο…
Κι εγώ…, ω, πόσο υπέφερα! Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήρθε η ώρα να στερηθώ την λατρευτή μου μητέρα!...
Ολόκληρη η Βιάτκα ήταν αναστατωμένη περιμένοντας τον π.Ιωάννη. Αλλά και από τα περίχωρα, τις κοντινές κωμοπόλεις και τα χωριά, κατέφθαναν συνεχώς πλήθη ανθρώπων, για ν’ αντικρύσουν την αγία μορφή του. Όσο έβλεπα την κοσμοσυρροή, τόσο απογοητευόμουν· γιατί δεν θα είχα την δυνατότητα να τον πλησιάσω. Έπρεπε όμως να βρω μια λύση. Τί, να έκανα;…
Έτρεξα στον Επίσκοπο της Βιάτκα Φιλάρετο
και ζήτησα την βοήθειά του. Εκείνος, συναισθάνθηκε τον πόνο μου και μου
πρότεινε να μεταφέρω την μητέρα μου στον Ναό του Μοναστηριού, όπου θα πήγαινε
κάποια στιγμή ο π.Ιωάννης. Ωστόσο εκείνη ήταν τόσο αδύναμη, που δεν μπορούσε να
μετακινηθεί από το κρεβάτι της. Και τούτη η προσπάθειά μου δεν απέφερε καρπούς.
Με μαύρες σκέψεις και βαρειά καρδιά
επέστρεψα στο σπίτι, όταν μια άλλη ξαφνική ιδέα με γέμισε ελπίδες. Δεν ήταν
πολύς καιρός που είχε έρθει στην πόλη μας ένας νέος Αστυνομικός Διευθυντής, ο
Κ.Κορομπίτσιν, με φήμη καλοκάγαθου και πιστού ανθρώπου.
«Δεν
απευθύνομαι και σ’ αυτόν;», σκέφθηκα. «Στο
κάτω–κάτω, τί έχω να χάσω;». Και κατευθύνθηκα με γρήγορα βήματα στο Διοικητήριο
της Αστυνομίας. Ο Κορομπίτσιν, με δέχθηκε με πολλή καλωσύνη. Άκουσε το πρόβλημά μου με συμπάθεια και προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Ο π.Ιωάννης μάλιστα, όπως μου είπε, ήταν συγχωριανός του, από το Αρχάγγελσκ. Μου έδωσε μια προσωπική κάρτα του. Πάνω στην κάρτα έγραψε με το χέρι ένα σημείωμα για τους αστυνομικούς, ώστε να μου επιτρέπουν την είσοδο οπουδήποτε θα πήγαινε ο π.Ιωάννης. Τί ευλογία, Θεέ μου!
Έδειξα την κάρτα του Κορομπίτσιν και μου έδειξαν την αυλόπορτα. Χώθηκα μέσα και ανέβηκα, όπως μου έδειξαν, στον δεύτερο όροφο. Εκεί, σε μια μικρή αίθουσα, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στεκόταν ο π.Ιωάννης και έψελνε την παράκληση.
Συγκλονίστηκα από το θέαμα: Η μορφή του, ουράνια. Το βλέμμα του, καθαρό και αστραφτερό. Η φωνή, σταθερή και υποβλητική. Η προφορά, εξαίσια. Σε καθήλωνε η απερίγραπτη πνευματική δύναμη με την οποία έλεγε τις ευχές. Ακουγόταν σαν να συνομιλούσε απευθείας με τον Ίδιο τον Κύριο και την Θεοτόκο.
Όταν τελείωσε την παράκληση, οι παρευρισκόμενοι πλησίασαν για ν’ ασπαστούν τον Τίμιο Σταυρό. Έμεινα τελευταίος. Πλησίασα, ασπάστηκα τον Σταυρό και κοντοστάθηκα. Με σπασμένη φωνή και με δάκρυα που δύσκολα συγκρατούσα, μίλησα βιαστικά–βιαστικά για την ασθένεια της μητέρας μου. Εκείνος με ρώτησε τ’ όνομά της, σταυροκοπήθηκε και είπε σιγανά και σταθερά:
–Ο Θεός, θα της χαρίσει την υγεία!
–Δώστε το, σε παρακαλώ, στον π.Ιωάννη για να μας μνημονεύει, της είπα κι έφυγα.
Η μητέρα, όμως, δεν συνήλθε. Η νύχτα εκείνη, μου φάνηκε πιο μαύρη απ’ όλες τις άλλες. Περίμενα πώς και πώς να ξημερώσει για να τρέξω να συναντήσω πάλι τον άνθρωπο, στον οποίο είχα κρεμάσει όλες μου τις ελπίδες.
Το άλλο πρωί, πήρα τον δρόμο για τον Οίκο Φιλανθρωπίας της Βιάτκα. Στο παρεκκλήσι του θα λειτουργούσε, καθώς είχα πληροφορηθεί, ο π.Ιωάννης. Πάλι, οι χώροι γύρω από τον Οίκο, ήταν κατάμεστοι από ανθρώπους που τον περίμεναν. Πέρασα πολύ δύσκολα μέσα στην αυλή κι έφτασα στο Ναό. Ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Χώθηκα μέσα με χίλια ζόρια, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες, και στάθηκα σ’ ένα κεντρικό σημείο. Από ’κει κάπου θα περνούσε ο παππούλης.
Το βλέμμα του, με συνέλαβε. Με αναγνώρισε αμέσως. Έριξε πάνω μου μια πρόσχαρη ματιά και είπε:
–Εδώ κι εσύ; Πώς είναι η μητέρα σου;
Τα μάτια μου, βούρκωσαν.
–Στην ίδια κατάσταση… χωρίς ελπίδες… αποκρίθηκα με λυγμούς.
Τ’ αστραφτερά του μάτια καρφώθηκαν στα δικά μου. Η φωνή του ήταν δυνατή και σταθερή, όταν είπε:
–Θα παρακαλέσουμε θερμά τον Θεό να της χαρίσει την υγεία. Εκείνος, θα εισακούσει τις προσευχές μας και θα την σώσει!...
Σε λίγο άρχισε η θεία Λειτουργία.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς μια Λειτουργία του π.Ιωάννου· την μεταρσιωτική της δύναμη, την κατανυκτική της ατμόσφαιρα!…
Μέσα σε τόση λαοθάλασσα, η τέλεση της αναίμακτης θυσίας από τα χέρια του π.Ιωάννου κατέβαζε τον ουρανό στην γη. Η θεία Λειτουργία ήταν, από την αρχή μέχρι το τέλος, μια δυνατή φλόγα προσευχής που κατάκαιγε τις καρδιές όλων των πιστών.
Έφυγα συγκλονισμένος για το σπίτι μου.
Την επόμενη μέρα ο π.Ιωάννης λειτούργησε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Περιττό να πω, πως έτρεξα από τους πρώτους εκεί. Είχαν φέρει πολλούς αρρώστους και δαιμονισμένους. Κάτω από τους θόλους του Ναού ακούγονταν σπαρακτικοί στεναγμοί, ανατριχιαστικές κραυγές, αλλά και συγκινητικές ικεσίες ασθενών που προσδοκούσαν την θεραπεία τους από τον «μπάτουσκα» (παππούλη).
Πριν τελειώσει η ακολουθία, έφυγα για το σπίτι. Μ’ έτρωγε η αγωνία, πως η μητέρα μου θα μπορούσε να είχε ήδη πεθάνει. Την βρήκα όμως στην ίδια κατάσταση… Τί, να έκανα; Καθόμουν σ’ αναμμένα κάρβουνα! Στο τέλος, δεν άντεξα. Πήρα μιαν άμαξα με γρήγορα άλογα, και ξεκίνησα για το σπίτι όπου έμενε ο π.Ιωάννης.
Δεν είχα προλάβει να στρίψω στην γωνία του δρόμου μας και, τί να δω! Μια ατελείωτη σειρά από άμαξες κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Στην πρώτη άμαξα, καθόταν η γρια–Ματρώνα Μπεντβέντεβα, με μερικούς ιερείς. Με είδε, κούνησε πέρα–δώθε και τα δυο της χέρια και φώναξε:
–Από πού θα πάμε σπίτι σου; Σ’ εσάς έρχεται ο π.Ιωάννης!
Κέρωσα!… Ο π.Ιωάννης, στο σπίτι μου!... Απίστευτο!... Δόξα Σοι, Κύριε!...
Ξετρελαμένος, γύρισα σαν αστραπή στο σπίτι και ειδοποίησα τον πατέρα και την γιαγιά μου για την σπουδαία αυτή επίσκεψη. Τους είπα να υποδεχθούν όπως έπρεπε τον παππούλη, κι εγώ ετοίμασα γρήγορα στο σαλόνι ό,τι χρειαζόταν για να τελεστεί αγιασμός: ένα τραπεζάκι με καθαρό κάλυμμα, μια ασημένια λεκάνη με νερό, δυο κεριά, ένα Σταυρό κι ένα μικρό Ευαγγέλιο.
Μεταφέραμε την μητέρα με το κρεβάτι μέσα
στην ευρύχωρη σάλα. Στο μεταξύ, πλήθη πιστών είχαν κατακλύσει όχι μόνο το σπίτι
και την αυλή, μα και τους γύρω δρόμους.
–Πού είναι η άρρωστή σας; ακούστηκε
ξαφνικά η φωνή του π.Ιωάννου, καθώς έμπαινε μέσα. Πήραμε όλοι την ευχή του και του δείξαμε την μητέρα. Εκείνος, στράφηκε σε μένα.
–Να, βλέπεις; Ήρθα στην μητέρα σου! Θα προσευχηθούμε και ο Κύριος θα την γιατρεύσει!...
Μ’ αυτά τα λόγια πλησίασε στο κρεβάτι με την άρρωστη, που δεν επικοινωνούσε πια, την χάϊδεψε απαλά στο μέτωπο και ψιθύρισε:
–Καημένη μου, άρρωστη Αντωνίνα!...
Έπειτα, την σταύρωσε στο κεφάλι με τον Σταυρό που είχε μαζί του, της διάβασε μια ευχή και ζήτησε απ’ όλους μας να προσευχηθούμε για την θεραπεία της. Στάθηκε ύστερα μπροστά στο τραπεζάκι που είχα ετοιμάσει, κι έκανε αγιασμό και παράκληση. Στο τέλος της παρακλήσεως, γονάτισε και άρχισε να παρακαλεί μεγαλόφωνα τον Θεό για την θεραπεία της μητέρας μου.
–Για χάρη των παιδιών της, Κύριε, δείξε το μέγα Σου έλεος! Λυπήσου την δούλη Σου Αντωνίνα. Δώσ’ της ζωή και δύναμη. Συγχώρεσε όλα της τα πταίσματα, εκούσια και ακούσια. Εσύ, Κύριε, είπες «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε» (Ματθ. ζ΄ 7). Εισάκουσε λοιπόν κι εμάς που καταφεύγουμε στην ευσπλαχνία Σου, και χάρισε την υγεία στην Αντωνίνα Σου!
–Να φωνάξετε αμέσως έναν ιερέα, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει την άρρωστη! Με την βοήθεια του Θεού θα γίνει καλά!...
Καθώς μας αποχαιρετούσε, έκανε στον πατέρα δυο–τρεις ερωτήσεις γύρω από την οικογένειά μας και την ζωή μας, μας έδωσε την ευχή του και βγήκε έξω. Διέσχισε με κόπο την κατάμεστη από κόσμο αυλή και ανέβηκε με δυσκολία την άμαξα, που τον περίμενε στην αυλόπορτα. Μερικοί αγωνίζονταν ν’ αγγίξουν έστω και μιαν ακρούλα του ράσου του χαρισματούχου παππούλη. Άλλοι, πάλι, έριχναν μέσα στην άμαξα γράμματα, χρήματα, χαρτιά με ονόματα για μνημόνευση.
Εμείς, όμως, δεν είχαμε την υπομονή να δούμε τί θ’ απογίνει. Μόλις ξεπροβοδίσαμε τον π.Ιωάννη, επιστρέψαμε μέσα για να δούμε την κατάσταση της μητέρας.
Οι καρδιές όλων μας σπαρτάρησαν και κραυγές χαράς βγήκαν από τα χείλη μας, καθώς την είδαμε να έχει συνέλθει και να κάθεται στο κρεβάτι. Το θαύμα, είχε γίνει! Στο χλωμό και σκελετωμένο πρόσωπό της είχε λάμψει μια ακτίνα ζωής.
Έριξε πάνω μας ένα κουρασμένο βλέμμα, και με φωνή που μόλις ακουγόταν ψέλλισε παρακλητικά:
–Αφήστε με μόνη…
Σεβαστήκαμε την επιθυμία της και βγήκαμε έξω. Καλέσαμε τον εφημέριο της ενορίας, όπως μας είχε πει ο π.Ιωάννης. Δεν άργησε να έρθει. Την εξομολόγησε και την κοινώνησε. Όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιο, ήταν καθισμένη στο κρεβάτι, αλλ’ αμέσως σηκώθηκε αργά–αργά και στάθηκε στα πόδια της. Ήταν η αρχή του τέλους της δοκιμασίας της. Από την άλλη μέρα, άρχισε να συνέρχεται με γοργό ρυθμό. Σύντομα, έγινε τελείως καλά. Και ο Θεός ευδόκησε να ζήσει τριαντατέσσερα χρόνια ακόμα!
Ποιός άπιστος και με ποιά ορθολογιστικά επιχειρήματα θα μπορούσε ποτέ να κλονίσει την πίστη μου, την στιγμή που έζησα ένα τέτοιο ζωντανό θαύμα;…
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΡΟΒΟΓΚΡΑΝΤ & ΝΙΚΟΛΑΕΦ
ΝΕΣΤΩΡ ΑΝΙΣΙΜΩΦ (1885–1962)
[Μητροπολίτου Νέστορος: «Αναμνήσεις από την Καμτσάτκα», κεφ. 2ο, («Τα νεανικά μου χρόνια»), σελ. 30–37, 2η έκδοση, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1995.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου