Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ 


     Ο Μέγας Αρσένιος (354–444) είχε πολύ μεγάλη μόρφωση· και κοσμική και χριστιανική. Και ξεπερνούσε, μπορούμε να πούμε, όλους τους ανθρώπους της εποχής του στην πολυμάθεια και την αρετή, γι’ αυτό και από όλους διάλεξε αυτόν ο βασιλιάς Θεοδόσιος για παιδαγωγό των γιων του, του Ονωρίου και του Αρκαδίου. Η μόρφωσή του και η αρετή του είχαν επιβληθεί ευρύτερα στον χώρο των ανακτόρων, ώστε όχι μόνον τον άκουγαν όλοι και τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, αλλά τον αποκαλούσαν «βασιλοπάτορα».
     Ο Όσιος έλαβε από τον Θεό σπάνια και ιδιαίτερη πληροφορία για την αναχωρητική ζωή. Μια φορά που προσευχόταν παρακαλώντας τον Θεό να πραγματοποιηθεί ο πόθος του για ησυχία λέγοντας: «Κύριε, οδήγησέ πώς να σωθώ;», ακούστηκε από ψηλά κάποια φωνή που του έλεγε: «Αρσένιε, φεύγε τους θορύβους και θα σωθείς!». Αφού έφυγε από τον κόσμο και έγινε μοναχός, πάλι προσευχήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια. Και άκουσε ξανά την ίδια φωνή να του λέει: «Αρσένιε! Να φεύγεις, να σιωπάς και να ησυχάζεις· γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας». Εκείνος, όταν το άκουσε αυτό, πήγε στην Σκήτη (περίπου το 394) και συγκαταριθμήθηκε σαν ένας από τους ασκητές της, τους οποίους και, πολύ σύντομα, τους ξεπέρασε πραγματικά, αφού έλαβε τα πνευματικά πρωτεία και όλοι τον θεωρούσαν δάσκαλο και ο καθένας τον ρωτούσε για ό,τι είχε ανάγκη και δεχόταν πρόθυμα τα λόγια του. Η διαμονή του στην Σκήτη κράτησε ως το 434. Ενδιάμεσα, με την λεηλασία της Σκήτης από βαρβάρους το 407, έφυγε για λίγο διάστημα στον Κάνωπο της Αλεξανδρείας. Και το 434 φεύγει πάλι εξαιτίας νέας επιδρομής βαρβάρων και πηγαίνει στην Τρώα (ή, Τρύη) όπου μένει μέχρι το 444.

     Ο αββάς Αρσένιος συνήθιζε να επαναλαμβάνει συνεχώς στον εαυτό του την φράση: «Ἀρσένιε, μέμνησο διὸ ἐξῆλθες». Δηλαδή: Θυμήσου τον σκοπό για τον οποίο απομακρύνθηκες από τον κόσμο. Και ποιός είναι αυτός; Οπωσδήποτε το να γίνεις αρεστός στον Θεό κάνοντας εκείνα που αρέσουν σε Αυτόν.
     Εκτός από αυτό, κάτι άλλο που συνήθιζε να επαναλαμβάνει συνεχώς, ήταν το εξής: «Πολλές φορές μετάνιωσα γιατί μίλησα· ποτέ, όμως, γιατί σιώπησα». Γι’ αυτόν τον λόγο και απέφευγε τις συναναστροφές με τους ανθρώπους, εκτός βέβαια αν έκρινε ότι η συνάντηση ήταν αναγκαία και θεάρεστη.
     Στην ερώτηση του αββά Μάρκου «Γιατί μας αποφεύγεις;… (αφού) μας ωφελείς σε μεγάλο βαθμό!...», αυτός αποκρίθηκε: «Ο Θεός γνωρίζει ότι σας αγαπώ και μάλιστα πάρα πολύ. Αλλά, τί να κάνω; Δεν μπορώ να μοιράσω τον εαυτό μου στον Θεό και στους ανθρώπους, γιατί είναι πιο εύκολο να είμαι αρεστός σε Αυτόν, παρά σε εκείνους. Οι χιλιάδες και οι μυριάδες των Αγγέλων, έχουν ένα σκοπό και ένα θέλημα: να υμνούν τον Θεό και να υπηρετούν τα προστάγματά Του. Ενώ οι άνθρωποι έχουν, ο καθένας τους, άλλα θελήματα και διαφορετικούς σκοπούς. Γι’ αυτό και είναι πιο δύσκολο να γίνεσαι αρεστός σε αυτούς, απ’ ό,τι στον Θεό».
     Ωστόσο, αν και ήταν τόσο μορφωμένος, έχοντας ασκητεύσει πολύν καιρό στη Σκήτη και έχοντας αποκτήσει άφθονη θεϊκή γνώση, είχε μέσα του τόση ταπείνωση, ώστε δεν ντρεπόταν να ρωτά και τους πιο άξεστους και να ωφελείται όσο γινόταν από αυτούς.
     Κάποτε τον είδε κάποιος να ρωτά έναν Αιγύπτιο μοναχό και να τον συμβουλεύεται σχετικά με το θέμα των λογισμών. Αυτό, του φάνηκε πολύ παράξενο και ζήτησε να μάθει την αιτία. Ο Αρσένιος αποκρίθηκε: «Δεν το αρνούμαι ότι έχω αξιόλογη μόρφωση. Ομολογώ όμως ότι την “αλφαβήτα” αυτού του 
άξεστου δεν την έμαθα ακόμη!». Με αυτό που είπε, εννοούσε την θεάρεστη πράξη και γνώση.

     Όταν έγινε βασιλιάς ο Αρκάδιος που είχε μικρός παιδαγωγό τον Μέγα Αρσένιο, έστειλε μία επιστολή προς τον περιβόητο αββά, γραμμένη με πολύ σεβασμό και μετριοφροσύνη, με την οποία τον χαιρετούσε και του ζητούσε να τον βοηθά με τις προσευχές του στην άσκηση της εξουσίας, ώστε να κυβερνά όπως θέλει ο Θεός. Επιπλέον, του πρότεινε και μια πλουσιοπάροχη δωρεά: να του δώσει όλους τους φόρους της Αιγύπτου για να τους μοιράσει αυτός σε φτωχούς και σε ιερά μοναστήρια που είχαν ανάγκη. Ο Μέγας Αρσένιος, όταν πήρε αυτήν επιστολή, προτίμησε να μην γράψει απαντητική επιστολή, αλλά μονάχα μήνυσε προφορικά στον βασιλιά λέγοντας: «Εμένα, δεν μου ταιριάζει καθόλου να μοιράζω χρήματα, αφού πλέον έχω πεθάνει για τον κόσμο· και ο νεκρός, δεν μπορεί να “κάνει” τίποτε!».
     Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν ένας μαγιστριανός τού έφερε από την Ρώμη την διαθήκη ενός συγγενή του συγκλητικού, ο οποίος, πεθαίνοντας, του άφησε μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Ο αββάς πήρε την διαθήκη και μόλις την διάβασε, πήγε να την σχίσει λέγοντας: «Εγώ πέθανα πριν από εκείνον και τώρα με τραβούν να κληρονομήσω αυτόν που πέθανε πριν από λίγο;». Και, με τα λόγια αυτά, έστειλε πίσω την διαθήκη χωρίς να δεχτεί τίποτε από αυτήν.
     Τόσο πολύ αποστράφηκε τα πράγματα του κόσμου και τα θεωρούσε ότι δεν είναι τίποτε απολύτως, ώστε δεν ανεχόταν να βλέπει κάτι από τα κοσμικά. Ή μάλλον, για να ξεπληρώσει και να αντισταθμίσει την πολυτέλεια της προηγούμενης ζωής του και τις στολές που φορούσε όταν έμενε στο παλάτι, χρησιμοποιούσε πολύ φτωχικά ρούχα, τόσο που καθόλου δεν ξεχώριζε, ως προς αυτά, από έναν πάμφτωχο χωρικό που φορά σχισμένα και σάπια κουρέλια. Εκείνον όμως αυτά, τα φτωχικά και για πέταμα ενδύματα, τον ευχαριστούσαν περισσότερο και καμάρωνε με αυτά, επειδή φρόντιζε συνεχώς για τον εσωτερικό και κρυφό στολισμό και επειδή ήθελε πιο πολύ να στολίζει την ψυχή του παρά το σώμα του.

     Κάποια άλλη φορά ο αξιοθαύμαστος Αρσένιος, πήγε στον ποταμό για να ταξιδέψει με το πλοίο, και κάποια Αιθιόπισσα τον έπιασε από την μηλωτή του. Αυτός την μάλωσε πολύ αυστηρά, και εκείνη του απάντησε: «Αν είσαι μοναχός, Αρσένιε, τότε, να πας στο βουνό!». Αυτά της τα λόγια, φάνηκαν ωφέλιμα στον Αρσένιο.
     Διηγούνταν οι Γέροντες ότι δόθηκαν κάποτε στην Σκήτη λίγα ξηρά σύκα για διανομή, και επειδή θεώρησαν ότι αυτά ήταν κάτι «μηδαμινό», δεν έστειλαν από αυτά στον αββά Αρσένιο, για να μην το θεωρήσει «προσβολή». Ο Γέροντας το έμαθε και δεν πήγε στην εκκλησία, λέγοντας: «Με χωρίσατε από εσάς με το να μη μου δώσετε από την ευλογία που έστειλε ο Θεός στους αδελφούς, την οποία δεν ήμουν άξιος να λάβω». Όταν το άκουσαν αυτό, όλοι ωφελήθηκαν από την ταπείνωση του Γέροντα. Πήγε τότε ο ιερέας της Σκήτης, του έδωσε από τα σύκα και τον έφερε στην εκκλησία με χαρά.

     Λεγόταν για τον αββά Αρσένιο αλλά και μαζί με αυτόν και για τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι μισούσε την ανθρώπινη δόξα όσο κανένας άλλος. Γι’ αυτό και δεν συναντούσε εύκολα άνθρωπο.
     Όσοι έμεναν κοντά του, ήθελαν πολύ να τον βλέπουν και ωφελούσε πολύ αυτούς που τον επισκέπτονταν. Εκτός όμως από αυτούς, έρχονταν πολλοί από μακριά με την σφοδρή επιθυμία να αντικρίσουν το πρόσωπό του και να τραφούν πνευματικά με τα λόγια του. Η φήμη της αρετής του είχε απλωθεί παντού και την είχαν ακούσει όλοι. Για τον λόγο αυτό, πήγαιναν και πολλοί από την Αλεξάνδρεια, σε σημείο που και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος να το θεωρήσει αυτό πολύ σημαντικό και να αψηφήσει τους κόπους του ταξιδιού, προκειμένου να πάει μαζί με τον άρχοντα της πόλης και να του ζητήσει την ωφέλιμη διδασκαλία του.
     Ο άγιος, μετά από λίγη σιωπή, τους ρώτησε: «Αν σας πω κάτι, μου υπόσχεστε ότι θα το τηρήσετε;». Εκείνοι αμέσως συμφώνησαν, και αυτός συνέχισε: «Να τηρήσετε το εξής: να μη θελήσετε ποτέ να πάτε εκεί, όπου ακούσετε να βρίσκεται ο Αρσένιος!». Ωστόσο αυτός του ο λόγος δεν τους λύπησε, αλλά μάλλον τους ευχαρίστησε πολύ, γιατί από αυτόν κατάλαβαν όλη του την μετριοφροσύνη και την αγάπη του για την ησυχία. Μετά από αυτό το γεγονός ο αρχιεπίσκοπος θέλησε, μια άλλη φορά, να τον επισκεφθεί. Τον ρώτησε λοιπόν με κάποιον, αν θα του ανοίξει, σε περίπτωση που πάει. Ο άγιος, απάντησε: «Αν έρθεις, θα σου ανοίξω. Αν όμως ανοίξω σ’ εσένα, είναι φανερό ότι θα ανοίξω και σε πολλούς άλλους. Αυτό λοιπόν που μένει τότε για μένα, είναι να φύγω μακριά από εδώ». Όταν το άκουσε αυτό ο αρχιεπίσκοπος, δεν του ξαναζήτησε ποτέ κάτι τέτοιο.

     Πάλι ο αββάς Μάρκος πήγε και ρώτησε τον αββά Αρσένιο: «Γιατί υπάρχουν κάποιοι καλοί άνθρωποι που, πεθαίνοντας, χωρίζονται από το σώμα με πολλή ταλαιπωρία και μεγάλους σωματικούς πόνους;». Ο Γέροντας, απάντησε: «Για να “αλατιστούν”, θα λέγαμε, εδώ και να πάνε καθαροί εκεί».
     Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αν ζητήσουμε τον Θεό, θα μας εμφανιστεί· και αν Τον κρατήσουμε, θα μείνει μαζί μας».
     Ο αββάς Δανιήλ διηγούνταν σχετικά με τον αββά Αρσένιο και έλεγε: «Τόσα χρόνια έμενε μαζί μας ο αββάς και του δίναμε μόνο ένα καλάθι σιτάρι για τις ανάγκες όλες της χρονιάς. Και όταν τον επισκεπτόμασταν, τρώγαμε και εμείς από εκείνο». Είπε άλλοτε πάλι ο αββάς Δανιήλ: «Με κάλεσε κάποτε ο αββάς Αρσένιος και μου είπε: “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».
     Σύμφωνα πάλι με τον αββά Δανιήλ, «ο αββάς Αρσένιος, ποτέ δεν ήθελε να μιλήσει για κάποιο θέμα από την Γραφή, παρά το ότι είχε την μοναδική ικανότητα να μιλήσει, αν ήθελε· αλλά ούτε και επιστολή έγραφε εύκολα. Και όταν ερχόταν στην εκκλησία κατά διαστήματα, καθόταν πίσω από τον στύλο, για να μην δει κανείς το πρόσωπό του, ούτε και ο ίδιος να δει άλλον».
     Κάποτε επιτέθηκαν οι δαίμονες στον αββά Αρσένιο μέσα στο κελλί του και τον ταλαιπωρούσαν. Όταν ήρθαν οι διακονητές του και στάθηκαν έξω από το κελλί, τον άκουσαν να κράζει δυνατά στον Θεό και να λέει: «Θεέ μου, μη με αφήνεις! Κανένα καλό δεν έκανα μπροστά σου· βοήθησέ με, όμως, σύμφωνα με την καλωσύνη σου να βάλω αρχή μετανοίας».
     Μια άλλη φορά, κάποιος αδελφός πήγε στο κελλί του και κοιτώντας από το παράθυρο είδε τον αββά όρθιο να προσεύχεται και να είναι όλος σαν την φωτιά –ήταν βέβαια και ο αδελφός άξιος να δει κάτι τέτοιο. Χτύπησε την πόρτα και βγήκε έξω ο αββάς, ο οποίος, βλέποντας τον αδελφό κατάπληκτο, τον ρώτησε: «Έχεις πολλή ώρα που χτυπάς την πόρτα; Μην τυχόν είδες τίποτα;». «Όχι», απάντησε εκείνος. Και ο αββάς, αφού του μίλησε, τον έστειλε στο καλό.

     Κάποτε ο αββάς αρρώστησε στην Σκήτη και του χρειαζόταν λυχνάρι. Καθώς δεν είχε τρόπο να το αγοράσει, δέχτηκε από κάποιον ελεημοσύνη και είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, γιατί με αξίωσες να λάβω ελεημοσύνη για το όνομά σου!».
Επίσης, τότε που αρρώστησε, ο πρεσβύτερος της Σκήτης τον έβαλε να ξαπλώσει σε ένα στρωσίδι με ένα μικρό μαξιλάρι στο κεφάλι. Εκεί, ήρθε κάποιος από τους γέροντες να τον επισκεφθεί και μόλις τον είδε πλαγιασμένο στο στρωσίδι και με μαξιλάρι στο κεφάλι, σκανδαλίστηκε μέσα του και είπε ειρωνικά: «Αυτός λοιπόν είναι ο “αββάς Αρσένιος” και πλαγιάζει (επάνω) σε τέτοια (στρωσίδια);!». Ο πρεσβύτερος της Σκήτης τον πήρε ιδιαιτέρως και του είπε: «Τί δουλειά έκανες στο χωριό σου;». «Ήμουν βοσκός», απάντησε. «Πώς περνούσες την ζωή σου;», τον ρώτησε πάλι. «Με πολύ κόπο», είπε εκείνος. Και ο πρεσβύτερος, συνέχισε: «Και τώρα, πώς περνάς στο κελλί σου;». «Μάλλον, με ανάπαυση», απάντησε ο ευσκανδάλιστος γέροντας. Του είπε, τότε, ο συνετός πρεσβύτερος: «Βλέπεις αυτόν τον αββά Αρσένιο; Αυτός, όταν κάποτε ζούσε στον κόσμο, ήταν παιδαγωγός βασιλιάδων· είχε στην υπηρεσία του χίλιους δούλους με χρυσές ζώνες και μεταξωτές στολές και κοιμόταν επάνω σε πολύτιμα στρώματα. Εσύ, καθώς ήσουν βοσκός, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση που έχεις τώρα· ενώ αυτός την καλοπέραση που είχε στον κόσμο, εδώ πέρα στην έρημο, δεν την έχει πια. Όπως βλέπεις, εσύ αναπαύεσαι και αυτός ταλαιπωρείται!». Ακούγοντας αυτά τα τόσο ακριβοδίκαια λόγια ο γέροντας, ένιωσε μέσα του κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, αββά, αμάρτησα! Πραγματικά, αυτός είναι ο αληθινός δρόμος (του Θεού)! Γιατί αυτός ήρθε με ταπείνωση, εδώ· ενώ, εγώ, ήρθα σε ανάπαυση».

     Κατά την ώρα του θανάτου του ο Μεγάλος Αρσένιος έδωσε την πιο καινοφανή εντολή στους μαθητές του: «Μην φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνη για χάρη μου! Γιατί, αν έκανα εγώ για τον εαυτό μου κανένα έργο αγάπης, αυτό και θα βρω (πηγαίνοντας τώρα στο Κριτήριο του Θεού)». Βλέποντας οι μαθητές του ότι σε λίγο θα πεθάνει, ταράχτηκαν (από την λύπη τους). Αυτός όμως τους είπε: «Δεν ήρθε ακόμη η ώρα· όταν έρθει, θα σας το πω!». Ακόμη και τότε, την ύστατη ώρα, η ακενοδοξία του ή μάλλον η μισοδοξία του ήταν αμείωτη και χαρακτήριζε την μεγάλη φιλοθεΐα του, καθώς και το βαθύ ασκητικό του φρόνημα: «Να ξέρετε ότι θα αντιδικήσω μ’ εσάς μπροστά στον Χριστό την ώρα του φοβερού δικαστηρίου, αν δώσετε σε κανέναν το λείψανό μου!», τους είπε. «Και, τί λοιπόν να κάνουμε αββά, που δεν ξέρουμε πώς γίνεται η ταφή (με σένα);» τον ρώτησαν εκείνοι. Και αυτός, απάντησε: «Μα, δεν ξέρετε να δέσετε ένα σχοινί στο πόδι μου και να με σύρετε πέρα στο βουνό;».

     Όταν ο αββάς Αρσένιος ήταν πια στα τελευταία του και κατέφθασε οριστικά η ώρα του θανάτου του, τον είδαν οι παρακαθήμενοι αδελφοί να κλαίει και τον ρώτησαν: «Κι εσύ φοβάσαι, πάτερ;!». Και εκείνος, απάντησε: «Αλήθεια σας λέω· αυτός ο φόβος που έχω και νιώθω τώρα, ποτέ δεν με άφησε! Και είναι μέσα μου από τότε που έγινα μοναχός». Και λέγοντας αυτόν τον εξαίσιο λόγο, ξεψύχησε.
Έλεγαν για τον Μέγα Αρσένιο, ότι «κανείς δεν μπόρεσε να φτάσει τον τρόπο της ασκητικής του ζωής». Ακριβώς, γιατί αυτός ήταν όντως «Μέγας»!...
Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Μαΐου.

[(1) «Ευεργετινός»: Τόμ. Α΄, υπόθ. ε΄, λη΄, λθ΄, με΄, μθ΄, σελ. 61, 355–356, 362, 464–465, 429, Θεσ/νίκη 2001· Τόμ. Β΄, υπόθ. β΄, ιστ΄, σελ. 41, 141, Θεσ/νίκη 2003· Τόμ. Γ΄, υπόθ. ιθ΄, κστ΄, κζ΄, σελ. 155–156, 196, 201–202, Θεσ/νίκη 2006· Τόμ. Δ΄, υπόθ. α΄, ε΄, ι΄, ιζ΄, κδ΄, λζ΄, μστ΄, σελ. 23, 59–63, 67, 152, 189, 253, 335–336, 388–389, Θεσ/νίκη 2010. (2) «Το Γεροντικό (Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων)», τόμ. Α΄, §2 και §45, σελ. 29 και 45, Θεσ/νίκη 2013· Εκδόσεις: «Το Περιβόλι της Παναγίας». (3) «Το Μέγα Γεροντικόν», τόμ. Α΄, Βιογραφικά Σημειώματα, σελ. 443–444, Α΄ έκδοση, Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1994.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου