Ο Γερο–Δαβίδ ο Αγιοπαυλίτης, είχε πολεμήσει στην Μικρασιατική Εκστρατεία μαζί με τον κατά σάρκα πατέρα του τωρινού Ηγουμένου της Μονής Αγίου Παύλου, Παρθενίου. Εκεί, του δόθηκε η ψυχόλεθρη «ευκαιρία» να αμαρτήσει με κάτι απροστάτευτες Τουρκάλες, αλλά αρνήθηκε. Όταν τον ρώτησαν πώς αντιστάθηκε στον πειρασμό, με «τί» λογισμό, είπε: «Αν αυτές ήταν αδελφές μου, εγώ δεν θα ήθελα να τις τύχει τέτοιο κακό. Τις είδα σαν αδελφές μου κι ας ήταν αλλόπιστες».
[2] Το ολοκαίνουργιο κουστούμι
Όταν ήταν με τον Στρατό στην Κωνσταντινούπολη, πήρε μία άδεια ένα Σαββατοκύριακο και, ταυτόχρονα, έλαβε ένα ολοκαίνουργιο κουστούμι από τους γονείς του. Τους το είχε παραγγείλει και το περίμενε πώς και πώς. Μόλις το πήρε από το Ταχυδρομείο και το είχε στα χέρια του να το φορέσει, έρχεται μία Τουρκάλα και του ζήτησε ελεημοσύνη. Αμέσως, της δίνει το αφόρετο κουστούμι που μόλις έλαβε. Έλεγε έπειτα, αυτή η Τουρκάλα, δείχνοντας προς τον ουρανό: «Αλλάχ, Αλλάχ!». Δηλαδή, να τον θυμηθεί ο Θεός για το καλό που της έκανε.
[3] «Άσε το παιδί! Έχει καλύτερο πράγμα απ’ αυτό;»
Μόλις γύρισε από τον πόλεμο, είπε στους γονείς του ότι θα πάει για καλόγηρος. Ο πατέρας του, διαφώνησε. Αλλά η μητέρα του τον υπερασπίστηκε: «Άσε το παιδί! Έχει καλύτερο πράγμα απ’ αυτό;». […]
[4] Οι γόπες που «έκαναν φτερά»!
Μια φορά, εκεί στο Κάθισμα του Αγίου Σπυρίδωνος όπου ήταν, του έφεραν κάποιοι ψαράδες 4–5 ψάρια, γόπες μεγάλες. Τις καθάρισε με χαρά κι ετοιμαζόταν να τις τηγανίσει. Εκείνη την ώρα, ήρθε ένας φίλος του αστυνομικός από την Δάφνη, χτύπησε την πόρτα, αλλά ο κακός λογισμός της φιλαυτίας και αφιλοξενίας νίκησε τον Γερο–Δαβίδ κι έκρυψε τις γόπες. Τις έβαλε μέσα σ’ ένα ντουλάπι στην κουζίνα κι έβαλε μάλιστα κι ένα λουκέτο, μην τυχόν και το ανοίξει κατά λάθος. Αν και ο ίδιος ήταν πολύ ελεήμων και ακτήμων, εκείνη την στιγμή, τον σκότισε ο πειρασμός. Μπήκε ο αστυνομικός και περίμενε όρθιος. Δεν του είπε να καθίσει να φάνε μαζί παρέα, αν και ήταν μεσημέρι και ήταν φίλοι. Έτσι, έφυγε ο επισκέπτης. Έπειτα, πάει ο Γερο–Δαβίδ, ανοίγει το λουκέτο, ανοίγει και το ντουλάπι, άφαντες οι γόπες! Δεν υπήρχαν! «Είχαν κάνει φτερά»!
[5] «Παναγία μου! Αυτήν την ευωδία Σου νά ’χουμε και στον Παράδεισο!»
Μια φορά που έκανε προσευχή στο Κελλί του, μπήκε ο διάβολος μέσα, σαν «σκύλος» μεγάλος, με κάτι κόκκινα μάτια, κι η γλώσσα του ήταν έξω κρεμασμένη και κατακόκκινη. Τα μάτια του, πετούσαν σπίθες και βρωμούσε πάρα πολύ. Πήγε ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του Γερο–Δαβίδ και δεν κουνιόταν από ’κει. Εν τω μεταξύ, ταράχθηκε ο Γερο–Δαβίδ που τον είδε και δεν ήξερε τί να κάνει. Από την βρώμα που έβγαζε ο «σκύλος», τού ήρθε δυσφορία και κόντεψε να σκάσει. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μήπως και ανακουφιστεί. «Και το δέρμα μου θα έβγαζα!», έλεγε αργότερα. Έλεγε την ευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!…», αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, ο «σκύλος», δεν έφευγε.
Και εκεί μέσα στην απόγνωση, την απελπισία και τον πανικό του, αισθάνθηκε μέσα στα χέρια του κάτι τυλιγμένο σαν «αυγό». Ήταν μία κορδέλα χάρτινη τυλιγμένη, που την ξετύλιξε και είχε γραμμένους μέσα τους «Χαιρετισμούς» της Παναγίας. Άρχισε να τους διαβάζει και με το που άκουσε ο πειρασμός «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει…», –παααφ!!– Πετάχθηκε έξω. Δεν άντεξε. «Και ’κείνη την ώρα, μου ήρθε μία ευωδία!... Παναγία μου!... Να!... Αυτήν την ευωδία Σου, νά ’χουμε και στον Παράδεισο!...», είπε με τον απλό και χωριάτικο τρόπο του. […]
[6] «Ήρθα, είδα, και απέρχομαι!»
Τις δύο τελευταίες μέρες της ζωής του, είχε το Κελλί του μία λεπτή ευωδία καθώς και ένα απαλό φως που σε ηρεμούσε. Ένιωθες μία ηρεμία όταν έμπαινες μέσα, και μία μεγάλη αγάπη. «Έκαιγε» η καρδιά σου από αγάπη. Με το που διέσχιζες την πόρτα του ταπεινού Κελλιού του, έμπαινες σε μία άλλη ατμόσφαιρα πνευματική. Σε έναν αδελφό είπε την προηγούμενη μέρα της κοιμήσεώς του: «Ήρθα, είδα, και απέρχομαι!». Και, όντως! Την επομένη, εκοιμήθη ειρηνικά, ήσυχα και αθόρυβα, για να προστεθεί στους κεκοιμημένους καλούς και οσίους Πατέρες.
[«Από την
Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», 3ο μέρος («Αποφθέγματα», στο «Δ»),
σελ. 496–500, Άγιον Όρος 20111.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου