Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

«ΓΙΑΤΙ ΘΡΗΝΕΙΣ ΕΤΣΙ;»

«ΓΙΑΤΙ ΘΡΗΝΕΙΣ ΕΤΣΙ;» 


      «Θυμούμαστε μία αξιόλογη επίσκεψη κάποιου ερημίτη μοναχού, προχωρημένης ηλικίας. Ζούσε σε μία χαράδρα κάποιου απομακρυσμένου δασώδους τόπου, κοντά σ’ έναν χείμαρρο. Είχε πρόσωπο βασανισμένο, άπλυτο από καιρό, ρυτιδιασμένο, χλωμό, γκρίζο. Ήταν ατημέλητος, με λευκά μαλλιά και γένια, βαθουλωμένα γκριζογάλανα μάτια.
     Κουβεντιάσαμε πολύ.
     Μου διηγήθηκε για τον εαυτό του, το εξής:
     “Πολλά χρόνια πονούσε η ψυχή μου από τον λογισμό, πως, να, εμείς οι μοναχοί, απαρνηθήκαμε τον κόσμο, αφήσαμε και συγγενείς και πατρίδα, εγκαταλείψαμε το παν –όσα συνήθως αποτελούν την ζωή των ανθρώπων. Δώσαμε υποσχέσεις ενώπιον Θεού και αγίων αγγέλων και ανθρώπων να ζούμε σύμφωνα με τον Νόμο του Χριστού. Απαρνηθήκαμε το θέλημά μας και περνάμε ουσιαστικά μία μαρτυρική ζωή και, παρ’ όλ’ αυτά, δεν ευδοκιμούμε στο καλό. Άραγε, είναι πολλοί από ’μας που σώζονται; Εγώ, πρώτος χάνομαι!
     Παρατηρώ και τους άλλους· τους κατέχουν τα πάθη. Όταν, όμως συναντώ τους κοσμικούς, βλέπω ότι αυτοί ζουν σε μεγάλη άγνοια και αμέλεια και δεν μετανοούν. Και να, που, σιγά-σιγά, χωρίς να καταλάβω πως, έμαθα να προσεύχομαι για τον κόσμο. Έχυσα πολλά δάκρυα με την σκέψη, ότι, αν εμείς οι μοναχοί που απαρνηθήκαμε τον κόσμο δεν σωζόμαστε, τότε, τί γίνεται γενικότερα στον κόσμο; Έτσι, βαθμηδόν, μεγάλωνε η θλίψη μου και άρχισα να χύνω δάκρυα απογνώσεως.
     Και, να! Πέρσι, ενώ βρισκόμουν στην απελπισία αυτή, εξαντλημένος από το κλάμα, ξαπλωμένος καταγής, εμφανίσθηκε ο Κύριος και με ρώτησε:
     –Γιατί θρηνείς έτσι;
     Εγώ σιώπησα, μη μπορώντας να ατενίσω Τον Εμφανισθέντα.
     –Δεν γνωρίζεις ότι Εγώ θα κρίνω τον κόσμο;
     Εγώ, πάλι, σιώπησα παραμένοντας πρηνής.
     Ο Κύριος, μου λέει:
     –Θα ελεήσω κάθε άνθρωπο που επικαλέσθηκε τον Θεό, έστω και για μια φορά στην ζωή του.
     Τότε, μου ήρθε η εξής σκέψη: Τότε, γιατί εμείς πάσχουμε έτσι καθημερινά;
     Ο Κύριος, στην κίνηση αυτή της σκέψεώς μου, απάντησε:
     –Εκείνοι που πάσχουν για την εντολή Μου, στην Βασιλεία των Ουρανών θα είναι φίλοι Μου· ενώ, τους άλλους, μόνον θα τους ελεήσω.
     Και, ο Κύριος, έφυγε….
     Αυτό συνέβη, ενώ αυτός ο ασκητής βρισκόταν σε εγρήγορση. Διηγήθηκε και δύο άλλες οράσεις που είχε, ενώ κοιμόταν ελαφρά μετά από περίλυπη προσευχή για όλο τον κόσμο.
     Τον ακούσαμε χωρίς την παραμικρή εκδήλωση της στάσεώς μας σχετικά με τα όσα ανέφερε, ακολουθώντας την αυστηρή υπόδειξη των Πατέρων του Άθω πως πρέπει να δείχνουμε ιδιαίτερη προσοχή όταν πρόκειται για οράσεις. Μπορεί, όμως, αυτή η αυστηρή μας στάση ή κάτι άλλο αδέξιο από μέρους μας, να λύπησε τον γέροντα–μοναχό. Πάντως, από τότε, δεν ξαναήρθε.
     Κατά τα χρόνια της επικοινωνίας μας με τους Πατέρες του Αγίου Όρους, συναντήσαμε εννιά ανθρώπους που αγαπούσαν να προσεύχονται για τον κόσμο και προσεύχονταν με δάκρυα αγάπης.
     Κάποτε, ακούσαμε την εξής συνομιλία δύο μοναχών.
     Ο ένας απ’ αυτούς, έλεγε:
     –Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Κύριος δεν δίνει την ειρήνη στον κόσμο, αν έστω και ένας άνθρωπος Τον εκλιπαρεί γι’ αυτό!...
     Ο άλλος, απάντησε:
     –Και, πώς είναι δυνατή η απόλυτη ειρήνη πάνω στην γη, αν μένει έστω και ένας άνθρωπος με πονηρή θέληση;».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993) 

[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», κεφ. ι΄ («Πνευματικές Δοκιμασίες»), σελ. 254–256, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003.] 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου