Ο ΠΑΤΗΡ
ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ
Όταν συμπλήρωσα τη μοναχική μου «δοκιμή» το σωτήριο έτος 1911, η ιερή μετάνοιά μου, η Μονή Διονυσίου, έστειλε τη λέμβο της στο Μετόχι του
«Μονοξυλίτη», όπου βρισκόμουν, για να με παραλάβει, ώστε τη μεθεπόμενη Παρασκευή της Ε΄ εβδομάδας
των Νηστειών –κατά την οποία, σημειωτέον, συνέπιπτε εκείνη τη χρονιά και η γιορτή του
Ευαγγελισμού–, να λάβω το ποθεινότατο σε μένα αγγελικό Σχήμα.
Με πολλή συγκίνηση αποχαιρέτησα τους
αδελφούς και συνδοκίμους μου και, αφού πήρα τη συγχώρεση απ’ αυτούς, κατέβηκα
αυθημερόν στην ακρογιαλιά του Μετοχίου· και, έχοντας ευνοϊκό τον καιρό, φτάσαμε
ιστιοπλοϊκώς στην ιερά Μονή του Ξενοφώντος. Από εκεί, όμως, αντιστράφηκε ο άνεμος και με πολύ κόπο μπήκαμε το βράδυ στο λιμενίσκο της ιεράς Μονής του Ρωσικού.
Αφού αποφασίσαμε την εκεί αναγκαστική μας
διανυκτέρευση, πήρα ευλογία από τους υπόλοιπους λεμβούχους πατέρες να μπω μέσα στη Μονή του
Ρωσικού με σκοπό και την Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος ν’ ακούσω, αλλά και να γνωρίσω
από κοντά τον φημισμένο για την αρετή και για τη μεγάλη του ταπείνωση Έλληνα Τυπικάρη, τον πάτερ Γερόντιο.
Μπαίνοντας σ’ αυτή τη μεγαλοπρεπή Μονή,
έμεινα στην αρχή άφωνος από τις τεράστιες οικοδομές της που υπήρχαν μέσα σε αυτήν, αλλά και από την
άμεμπτη φιλοκαλία και καθαρότητά της. Συνηθισμένος όμως όπως ήμουν εγώ στο ερημητήριο
του «Μονοξυλίτη», απαρεσκόμουν κάπως στο πολύβουο και πολυάνθρωπο περιβάλλον αυτής
της Μονής, η αδελφότητα της οποίας αριθμούσε τότε πάνω από χίλιους μοναχούς, καθώς και
εκατοντάδες ξένους φτωχούς και γηραλέους ανθρώπους που περιέθαλπε. Σίγουρα θα
επέστρεφα πίσω στη λέμβο, αν φυσικά υπήρχε χώρος σ’ αυτή για να διανυκτερεύσω.
Κατά καλή, για μένα, συγκυρία, η ορθρινή Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος αρχίζει σ’ αυτό το Μοναστήρι το βράδυ, ας πούμε σαν ένα
είδος Αγρυπνίας· ενώ στις άλλες Μονές γίνεται «Βαθύς Όρθρος». Έτσι λοιπόν, αφού
χτύπησαν τα σήμαντρα, έσπευσα και κατέλαβα το πρώτο στασίδι «των αρχαρίων», που
ήταν στο δεξί κλίτος του Ναού, ώστε από εκεί να μπορώ να παρακολουθώ απευθείας την τάξη της Ακολουθίας, αλλά και τον αγαπητό σε μένα πατέρα Γερόντιο, η θέση του οποίου, όπως είχα
πληροφορηθεί, ήταν στο στασίδι δίπλα στον Ηγούμενο.
Μετά από λίγο άρχισε η ιερή Ακολουθία μέσα σε άκρα σιγή και με την παροιμιώδη ευταξία και ακινησία των Ρώσων μοναχών.
Και όταν, μετά τον «Εξάψαλμο» και τα «Τριαδικά» τροπάρια, άρχισε ο ασπρομάλλης
και σεβάσμιος Γέρων να λέει το: «Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν
(“Βοηθός και σκεπαστής έγινε σε μένα ο Θεός για να μου προσφέρει τη Σωτηρία”)», ευφράνθηκε η
καρδιά μου και μέχρι το μεδούλι της ύπαρξής μου πλημμύρισα από κατάνυξη από τη γλυκύτατη ψαλμωδία του και από
την πολλή του κατάνυξη. Κι έβλεπα, σα σε όραμα, τον σεβαστό αυτόν πρεσβύτη μοναχό να σκουπίζει
τα δάκρυά του καθώς έψελνε: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου
πράξεις; (“Πότε, επιτέλους, θ’ αρχίσω κι εγώ να θρηνώ τις πράξεις της αθλίας μου ζωής;”)»· όταν δε έψαλλε το ακροτελεύτιο Θεοτοκίο της Α΄ ωδής του Κανόνος, τόσο πολύ πυρακτώθηκε από την
κατάνυξη η καρδιά του, που σήκωσε τα χέρια του προς την εικόνα της Παντάνασσας
και προσβλέποντας με άκρα ευλάβεια στο αγγελικό της πρόσωπο, με δάκρυα πολλά, αλλά και με υιική οικειότητα, έψαλλε· «Παναγία, ἡ ἐλπὶς τῶν σὲ ἐκ πόθου
παρακαλούντων, ἄρον τὸν κλοιὸν ἀπ’ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας (“Παναγία,
εσύ που είσαι η ελπίδα όσων με πόθο σε παρακαλούν, πάρε από μένα τον βαρύ κλοιό
της αμαρτίας”)». Τις άλλες ωδές του Κανόνος τις έψαλλαν εκ
περιτροπής κι άλλοι πατέρες, ανά μία ο καθένας, όπως συνηθίζεται άλλωστε στο Άγιον Όρος.
Όταν, μετά το «Συναξάριον» του Όρθρου, έμελλε
να γίνει η ανάγνωση του καθιερωμένου Βίου της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας,
παρατήρησα μια αναταραχή στο μέχρι τότε ακίνητο πλήθος των μοναχών, καθώς και μια
μετακίνηση των γεροντότερων απ’ αυτών ιδιαίτερα προς το δισκέλι της ανάγνωσης του πατρός Γεροντίου.
Αυτόν τον Βίο, για το άκρως κατανυκτικό και
για το θεματικά επίκαιρό του, τον διαβάζει στα κοινόβια ο Ηγούμενος. Μη γνωρίζοντας, όμως, ο Ηγούμενος σ’ εκείνο στο Μοναστήρι την Ελληνική επειδή ήταν Ρώσος και, επιπλέον, επειδή
οι πρώτες και επίσημες αναγνώσεις σ’ αυτή τη Μονή γίνονται κατά κανόνα
στην Ελληνική, ανέλαβε την ανάγνωση του βίου, ο πρώτος στην τάξη μεταξύ των
Ελλήνων μοναχών, ο Γέρων Γερόντιος.
Στη ζωή μου άκουσα πολλούς καλούς και ρητορικούς
αναγνώστες. Ομολογώ όμως ότι, ακόμη και μέχρι σήμερα, δεν βρήκα άλλον εφάμιλλο διαβαστή όσο αφορά την κατανυκτική απόδοση του κειμένου με το ύφος και με την απαγγελία του μακαριστού
Γέροντος Γεροντίου. Και ήταν μοναδικό το θέαμα και αλησμόνητη η σκηνή, να
βλέπει κανείς περισσότερο από πενήντα ηλικιωμένους μοναχούς και, μάλιστα,
ξενόγλωσσους Ρώσους, όλοι αυτοί να συνωστίζονται γύρω από το δισκέλι της
ανάγνωσης του διαβαστή Γεροντίου, και άλλοι απ’ αυτούς να είναι γονατισμένοι και κάποιοι άλλοι –οι υπέργηροι–
να κάθονται οκλαδόν και, δίχως να κουνούν τα βλέφαρά τους, ν’ ατενίζουν και να κρέμονται κυριολεκτικά από τα χείλη
του γηραιού Τυπικάρη, μη καταλαβαίνοντας βέβαια τα περισσότερα λόγια, όπως
νομίζω, αλλά ωστόσο να συναρπάζονται από τον κατανυκτικό τόνο και γενικά από
την υπέροχη ανάγνωσή του!
Κι όσο προχωρούσε αυτή η ανάγνωση, η
απαράμιλλη σε συγκίνηση, τόσο θερμαινόταν κι η φωνή του Γέροντος και ήταν, πια, έκδηλη και φανερή η εσωτερική του πνευματική συντριβή· ο οποίος Γέροντας σταματούσε για λίγο το διάβασμα, τάχα για να καθαρίσει τη φωνή του μ’ έναν υπόκωφο
βήχα. Όταν όμως έφτασε στη σπαρακτική εκείνη στιχομυθία μεταξύ του Αββά Ζωσιμά
και της Οσίας Μαρίας, κατά την οποία τη ρωτάει ο Αββάς: «Πές μου, Οσία του
Θεού!» κι αυτή πάλι αποκρίνεται προς αυτόν: «Αββά Ζωσιμά μου!», δεν μπόρεσε ο
γλυκύς Γέροντας Γερόντιος να συγκρατήσει τον εαυτό του από τη συγκίνηση και ξέσπασε
η καρδιά κι η φωνή του σε λυγμούς και σε ακατάσχετα δάκρυα, που μετέφεραν τη
συγκίνηση σ’ όλο το εκκλησίασμα. Έτρεξε αμέσως προς αυτόν ο σεβάσμιος Καθηγούμενος
και, αφού τον πήρε από το μπράτσο, τον οδήγησε προς το στασίδι του.
Ήμουν 22 χρονών τότε· και η τρυφερή μου καρδιά
καιγόταν από τη γλυκιά χαρμολύπη και από την κατάνυξη. Και νόμιζα ότι έβλεπα και
άκουγα αυτόν τον ίδιο τον Αββά Ζωσιμά να μιλάει απευθυνόμενος προς την
μακαριότατη Οσία Μαρία. Επειδή όμως δεν ήμουν και τελείως αμέτοχος της πονηρής κρίσης,
σκεφτόμουν μέσα μου ότι η τόση κατάνυξη του Γέροντος Γεροντίου μπορεί να προερχόταν απλώς και μόνο από τα κατανυκτικότατα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα και από τον βίο της Οσίας. Όμως,
ρώτησα και έμαθα ότι, ο οσιότατος αυτός Γέρων Γερόντιος είχε την Οσία Μαρία την
Αιγυπτία σύντροφο και προστάτιδα στη μοναχική του ζωή. Εξαιτίας του διακονήματός του βρισκόταν
νύχτα–μέρα μέσα στον ναό και, κατά τις ώρες της παύσης των ακολουθιών, αυτός καθόταν
στο νάρθηκα και με το αριστερό του χέρι «τραβούσε» κομποσχοίνι, ενώ με το δεξί
του σκούπιζε τα δάκρυά του μ’ ένα κομμάτι πανί που το κρατούσε ειδικά γι’
αυτό το λόγο. Αυτό το κομμάτι πανί, όταν κατέβαινε κάτω στην παραλία, το έπλενε στη
θάλασσα θεωρώντας το, όπως εγώ νομίζω, νά ’ναι ήδη βαπτισμένο στο λουτρό της
παλιγγενεσίας που είναι τα δάκρυα σύμφωνα με τον Μέγα Αρσένιο.
Γι’ αυτόν τον όσιο άνθρωπο έμαθα από έναν γέρο συμπολίτη του μοναχό ότι, όταν αυτός ήταν νέος έξω στον κόσμο και φρόντιζε τα κτήματά του τα οποία βρισκόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας,
ένας βάρβαρος Τούρκος ή μάλλον Τάταρος, που είχε έρθει πρόσφυγας από τη Ρωσία μετά
τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αυτός επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς σε μια μικρή παιδούλα που
ήταν εκεί και μάζευε χόρτα για το φαγητό της. Έτρεξε λοιπόν ο Γερόντιος για να σώσει αυτή την ομόφυλη και ομόθρησκη κόρη και στη μεταξύ τους πάλη που ακολούθησε με τον αγαρηνό,
φονεύθηκε ο δεύτερος. Κι έτσι, αυτός ο καλός ζηλωτής, ο κατά κόσμον Γεώργιος, εκών άκων
αναχώρησε για το Άγιον Όρος και για καλύτερη ασφάλεια προσήλθε στη Μονή του
Ρωσικού, όπου έγινε μοναχός και μετονομάσθηκε Γερόντιος.
Όπως αφηγούνται από τους επιζήσαντες
συμμοναστές του και όσοι τον γνώρισαν, για μια ολόκληρη 50ετία έζησε σ’ αυτή τη
Μονή του Ρωσικού, ήσυχα και πιο άκακα κι από ένα αρνί. Δεν αναμίχθηκε καθόλου
στις μεταξύ των Ελλήνων και Ρώσων έριδες και, όταν επικράτησαν οι τελευταίοι, οι Έλληνες μοναχοί έφευγαν για να ζήσουν κάπου αλλού στο Άγιον Όρος, παίρνοντας
μάλιστα γι’ αυτή τους τη φυγή σεβαστό χρηματικό ποσό από τους Ρώσους, αυτός ο
μακάριος δεν έδωσε καμία σημασία σ’ αυτόν το δελεασμό, αλλά παρέμεινε στη
μετάνοιά του πιστός λειτουργός και τέλειος ζηλωτής της μητρικής του γλώσσας και
της εκκλησιαστικής τάξης. Έζησε συνολικά 87 έτη και εκοιμήθη εν Κυρίω το 1918,
αφήνοντας αλησμόνητη μνήμη οσίου μοναχού και ακραιφνούς Έλληνα...
ΑΡΧΙΜ.
ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1886–1983)
※
[ (1) Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου:
«Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους»,
μέρος α΄, κεφ. 18ο, σελ. 60–65,
έκδοσις Ιεράς Μονής Διονυσίου,
Άγιον Όρος, Αύγουστος 20022·
(2) «Από τον κήπο του Παππού»
–Αγιορειτικές Διηγήσεις
Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου–,
μέρος β΄, κεφ. 1ο, σελ. 47–51,
εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 19941·
(3) Για τον Μέγα Αρσένιο:
«Το Μέγα Γεροντικόν»,
τόμ. α΄, κεφ. γ΄, §2, σελ. 306–307,
έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 19941·
(4) Ο «Μονοξυλίτης»·
πρόκειται για εύφορο αμπελικό Μετόχι
που ανήκει στη Μονή Διονυσίου
και το οποίο βρίσκεται 10 χλμ.
από την οριοθετική
γραμμή του Αγίου Όρους,
κοντά στη «Θηβαΐδα» και τη Μονή Ζωγράφου.
Παλαιότερα, υπήρχαν εκεί δύο μονές:
η «Μονοξυλίτου» και η «Αγίων Αναργύρων».
Στα
1083 παραχωρήθηκε από τη Σύναξη
και τον Πρώτο στη Μονή Ξενοφώντος.
Αργότερα γίνεται κτήμα της Λαύρας
και στα μέσα του 17ου αι. περνάει
στην κυριαρχία της Μονής Διονυσίου.
Το έδαφος της περιοχής είναι αμμουδερό,
πολύ κατάλληλο για την καλλιέργεια αμπελιών
(βλ. Δωροθέου Μοναχού:
«Άγιον Όρος· Μύηση στην ιστορία
και τη ζωή του»,
τόμ. α΄, μέρος β΄, κεφ. vi, σελ. 305,
εκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 19861)·
(5) Για τη «σπαρακτική στιχομυθία»
μεταξύ αββά Ζωσιμά και οσίας Μαρίας,
βλ. «Βίος Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας»,
§ιστ΄ και §κη΄, σελ. 54 και 70:
«Εἶπέ μοι πάντα διὰ τὸν Κύριον…»,
έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,
Άγιον Όρος 19964·
(6) Για το οδυνηρό φαινόμενο
του πανσλαβισμού στο Άθωνα,
βλ. Δωροθέου Μοναχού:
όπ. π., τόμ. α΄, μέρος α΄,
κεφ. xxv, σελ. 183–191·
(7) «Βαθύς όρθρος»:
Η ακολουθία του όρθρου
κατά τις εορτάσιμες μέρες.
Αρχίζει νωρίτερα από τις καθημερινές,
έχει πλουσιότερο τυπικό
και πανηγυρικότερο τόνο.
(8) «Το δισκέλι(ιον) της ανάγνωσης»:
Πτυσσόμενο αναλόγιο
όπου τοποθετείται το βιβλίο,
όπου τοποθετείται το βιβλίο,
από το οποίο ο διατεταγμένος μοναχός
διαβάζει κάποιο πατερικό κείμενο ή βίο αγίου
κατά τη διάρκεια της ακολουθίας
ή του γεύματος.
ή του γεύματος.
(9) Η μεταφορά του κειμένου
στην απλή δημοτική,
στην απλή δημοτική,
αποτελεί δικό μας εγχείρημα
με τα όποια τυχόν λάθη του
στο τελικό αποτέλεσμα.
Ζητούμε γι’ αυτό εκ προοιμίου
την επιείκεια του επισκέπτη–αναγνώστη.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή κειμένου και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή κειμένου και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή
προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου