Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΥ

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΥ 


     Στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των Καυσοκαλυβίων και της Μονής Μεγίστης Λαύρας, ζούσε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ένα ταπεινό γεροντάκι, ο πατήρ Πανάρετος. Αυτός κάποτε επιθύμησε για τις ανάγκες του να δημιουργήσει ένα μικρό λαχανόκηπο κάπου έξω από το φτωχικό του Καλύβι.

     Μια μέρα, καθώς έσκαβε το πετρώδες εκείνο μέρος, ο κασμάς του χτύπησε σε μια πέτρινη μεγάλη πλάκα. Ανασηκώνοντας ο Γέροντας την πλάκα, παρατήρησε έκθαμβος ότι αυτή κάλυπτε έναν τάφο, μέσα στον οποίον υπήρχε μία ασκητική σορός η οποία ήταν ενδεδυμένη με ιερατικά άμφια. Η όλη εμφάνιση καθώς και η άρρητη ευωδία που αναδυόταν από τον αθέατο τάφο, πρόδιδε ότι ο κάτοικός του είχε όντως οσιακή βιοτή και ότι είχε ενταφιαστεί πρόσφατα.

     Τότε ο γερο–Πανάρετος, ζώντας σε εκείνο τον έρημο και απαράκλητο τόπο για δεκαετίες και, μη έχοντας ακούσει ή να θυμάται ποτέ του να διηγούνται για κάποιον μεγάλο ασκητή που να έζησε ή να ενταφιάστηκε εκεί στη γύρω περιοχή, αφού ξεπέρασε την πρώτη έκπληξη, άρχισε να προσεύχεται κλαίγοντας προς τον άγνωστο άγιο: «Άγιε του Θεού, σ’ ευχαριστώ που φανέρωσες, αν και ανάξιο, σ’ εμένα την αγιοσύνη σου! Πες μου, σε παρακαλώ, ποιος είσαι και πόσα χρόνια έζησες σ’ αυτήν εδώ την έρημο;».

     Αγρυπνώντας έτσι ο ευλαβέστατος εκείνος Γέροντας στην προσευχή, είχε έντονο λογισμό να αναφέρει το περιστατικό αυτό προς την κυρίαρχη Μονή (στην οποία ανήκε διοικητικά η Καλύβη του), τη Μεγίστη Λαύρα. Κατά το πρωί όμως που έπεσε και αποκοιμήθηκε λίγο, βλέπει στον ύπνο του τον άγνωστο όσιο, που με αυστηρότητα του είπε:
     –Τι σκέφτεσαι, Πάτερ, να κάνεις; Μήπως μαζί τους κάναμε τους ασκητικούς αγώνες και θέλησες τώρα και να ρυθμίσεις τα κατ’ εμέ και να μετακομίσεις το λείψανό μου; Εγώ αγωνίσθηκα εδώ πέρα πενήντα χρόνια και περισσότερα. Βάλε με πίσω στον τόπο της αναπαύσεώς μου και, όσο ζεις, να μη φανερώσεις τίποτε απολύτως σε κανέναν!

     Τότε, αφού ξύπνησε ο γέρων Πανάρετος, κάλυψε με την πέτρινη πλάκα τον τάφο του πραγματικά ακενόδοξου οσίου και έκτοτε ησύχαζε, προσευχόμενος στον ανώνυμο άγιο του μικρού και ταπεινού του κήπου. Αργότερα, φθάνοντας ο ίδιος σε βαθιά γηρατειά, ήλθε να γηροκομηθεί στα Καυσοκαλύβια, όπου πριν το τέλος της επί γης ζωής του, γνωστοποίησε στους Πατέρες το θαυμαστό αυτό εύρημα του δικού του βίου, χωρίς ωστόσο να τους δώσει άλλες κατατοπιστικές λεπτομέρειες... 






[(1) Παταπίου Μοναχού Καυσοκαλυβίτου:
«Αγιασμένες μορφές των Καυσοκαλυβίων»,
μέρος 3ο, κεφ. 33ο, σελ. 269–270,
έκδοση Ιεράς Καλύβης Αγίου Ακακίου,
Άγιον Όρος, Νοέμβριος 20071.
(2) Αρχιμανδρίτου Ιωαννικίου Κοτσώνη:
«Αθωνικόν Γεροντικόν»,
κεφ. 3ο, σελ. 39–40,
έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά,
Κουφάλια Θεσ/νίκης 19922.]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου