Η ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ
ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
«Ὑπέπεσα τῇ
τῶν παθῶν ἀχθηδόνι
καὶ τῇ ἐνύλῳ φθορᾷ·
καὶ ἔνθεν νῦν ὁ ἐχθρὸς
καταπιέζει με».
«Λύγισα κάτω απ’ το βάρος των παθών
και κάτω απ’ το βάρος της φθοράς της ύλης.
Και να, που τώρα ο εχθρός
με πιέζει φοβερά».
Όταν έπεσε από τον ουρανό ο σατανάς –Εωσφόρος πρωτύτερα– μαζί με όλο του
το τάγμα (Λουκ. ι΄ 18), για την έπαρσή του, κοντά στ’ άλλα έχασε και τη
θεοδώρητη αγγελική δύναμή του, έγινε πιο αδύναμος κι από ένα κουνούπι. Η
παράβαση των Πρωτοπλάστων, όμως, τόσο πολύ τον δυνάμωσε, που για να νικηθεί και
ν’ αποδυναμωθεί πάλι, χρειάστηκε η παντοδύναμη επέμβαση του σαρκωμένου Θεού.
Μετά την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού, ο διάβολος και οι δαίμονές του, έχασαν
ξανά τη δύναμή τους. Και την έχασαν τόσο, που τους καταπατούν ακόμα και μικρά
παιδιά, με τη βοήθεια και τη χάρη του Κυρίου. «Σας έχω δώσει εξουσία να πατάτε
πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σ’ όλη τη δύναμη του
εχθρού», μας λέει ο Ίδιος ο Σωτήρας μας Χριστός (Λουκ. ι΄ 19).
Όταν, λοιπόν, οι δαίμονες μάς πολεμούν κατά θεία παραχώρηση, μοιάζουν με
μικρά και αδύναμα μυρμήγκια που τα βάζουν σε φοβερά και δυνατά λιοντάρια!
Ρίχνουν μέσα στο νου μας σαν «βέλη νηπίων» (Ψαλμ. ξγ΄ 8) τους πονηρούς
λογισμούς, τις προσβολές της αμαρτίας, που είναι ανυπόστατα νοήματα, αράχνης
υφάσματα. Αν εξαρχής κλείσουμε έξω από το νου μας τα πονηρά νοήματα, οι
δαίμονες υποχωρούν νικημένοι και ντροπιασμένοι, θρηνώντας για την ήττα τους,
ενώ εμείς και από τον παραπέρα σκληρό πόλεμο γλυτώνουμε και από τα δεσμά της
αμαρτίας μένουμε ελεύθεροι και τη χάρη του Θεού διατηρούμε. Αν, απεναντίας,
είτε από αμέλεια και απροσεξία είτε θεληματικά, δώσουμε προσοχή στις προσβολές
των δαιμόνων, εκείνοι, δυναμωμένοι από μας τους ίδιους, ορμούν καταπάνω μας σαν
άγριες σφήγκες και χτυπούν ανελέητα την καρδιά μας με τα φοβερά κέντρα της
επιθυμίας και του θυμού.
Τότε, είναι ανάγκη να κάνουμε πόλεμο μαζί τους, αφού ντυθούμε με την
πανοπλία του Θεού, αφού φορέσουμε σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και σαν περικεφαλαία
την ελπίδα της σωτηρίας, αφού αρπάξουμε στα χέρια σαν ασπίδα την πίστη και σαν
μάχαιρα την προσευχή (πρβλ. Εφεσ. στ΄ 13–18). Και αν μεν τους νικήσουμε, τότε
οι άγιοι άγγελοι, που παρακολουθούν αόρατα τον πόλεμο, μας χειροκροτούν μ’
ενθουσιασμό και ψάλλουν χαρμόσυνα επινίκιους ύμνους, δοξολογώντας τον νικοποιό
Κύριό μας. Αν, πάλι, νικηθούμε από την αφροσύνη μας, τότε –αλίμονο!– οι άγγελοι
φεύγουν σκυθρωποί, ενώ οι δαίμονες πανηγυρίζουν για την ελεεινή πτώση μας. Την
ίδια στιγμή μάς περνούν μιαν αθέατη θηλιά στο λαιμό και μας τραβούν σαν άβουλα
όντα στις μιαρές πράξεις της ανομίας.
Έτσι, μια φορά αν πέσουμε στην αμαρτία, οι ταλαίπωροι, αναγκαζόμαστε,
έστω κι αν δεν θέλουμε, αλλεπάλληλα να πέφτουμε και ποτέ να μην τη χορταίνουμε.
Αντίθετα, μάλιστα, όσο συχνότερα τη διαπράττουμε, τόσο ζωηρότερα την
επιθυμούμε. Εξομολογούμαστε στον Πνευματικό την ίδια αμαρτία πάλι και πάλι,
υποσχόμαστε κάθε φορά να μην την επαναλάβουμε, μα ύστερ’ από λίγο βρισκόμαστε μπλεγμένοι
γι’ άλλη μια φορά στα δίχτυα της. Το ίδιο κάνουμε σ’ όλη μας τη ζωή, ώσπου να
μας σταματήσει ο θάνατος.
Τι άθλιοι, τι δυστυχισμένοι που είμαστε! Τους πονηρούς δαίμονες, που
ήταν πρώτα αδύναμοι σαν μυρμήγκια, εμείς οι ίδιοι τους κάναμε δυνατούς σαν
λιοντάρια. Και ποιος μπορεί να νικήσει τέτοια λιοντάρια; Κανένας άλλος, βέβαια,
παρά μόνο ο παντοδύναμος Κύριος.
Σε παρακαλώ, λοιπόν, αδελφέ μου, αν δεν είσαι πιασμένος στα δίχτυα της
αμαρτίας, δόξασε τον πολυεύσπλαχνο Θεό, που σε φύλαξε, και πρόσεχε, όσο
μπορείς, να μην πιαστείς ποτέ. Αν, πάλι, είσαι πιασμένος και κάνεις σαν δούλος
τα θελήματα του πονηρού άρχοντα, πρόστρεχε ακατάπαυστα στον παντοδύναμο Κύριο
με θερμά δάκρυα,
ικετεύοντάς Τον να σε λυτρώσει από την τυραννία του νοητού
εχθρού, να σ’ απαλλάξει από το χαράτσι της αμαρτίας που του πληρώνεις
αναγκαστικά, για να μη σε προλάβει ο θάνατος απρόσμενα και βρεθείς στην άλλη
ζωή με τη δαιμονική θηλιά στο λαιμό. Γιατί τότε θα γίνεις σκλάβος του στην
αιωνιότητα…
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΛΙΝΔΙΟΣ (†1796)
※
[«Θησαυρός Μετανοίας»
–Κατανυκτική ερμηνεία
τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος
του αγίου Ανδρέου Κρήτης
από τον αρχιεπίσκοπο Μύρων
Ιωάννη τον Λίνδιο (†1796)–,
σελ. 139–142, κεφ. 43ο
(Β΄ ωδή – τροπάριο Ιστ΄),
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 20021.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου