Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Η ΠΙΟ ΑΣΤΕΙΑ ΠΡΟΡΡΗΣΗ

Η ΠΙΟ ΑΣΤΕΙΑ ΠΡΟΡΡΗΣΗ



     Τον πρώτο χρόνο μετά τη βάπτισή μου, φιλοξενούμουν στην ενορία στους καινούργιους φίλους μου, τον π. Ραφαήλ και τον π. Νικήτα. Αν και εκείνη την περίοδο (του νεοφώτιστου) είχα αρχίσει να πηγαίνω συχνά στο μοναστήρι, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον μοναχισμό. Αντίθετα, σκεφτόμουν σοβαρά να παντρευτώ. Η μνηστή μου, ήταν μάλλον η ομορφότερη κοπέλα στη Μόσχα. Εν πάση περιπτώσει, πολλοί είχαν αυτή την άποψη κι εμένα φυσικά αυτό με κολάκευε. Η υπόθεση πήγαινε για γάμο. Έτσι, δεν χαιρόμουν μόνο από τις νέες εντυπώσεις της πνευματικής ζωής που μου αποκαλύφθηκε (ως νεοφώτιστος), αλλά ονειρευόμουν και τη μέλλουσα ευτυχία (ως μελλόνυμφος).


     Πήγαινα για ψάρεμα, στέγνωνα στον ήλιο το ψάρι που έπιανα, λιαζόμουν κι εγώ και περίμενα ότι, πολύ σύντομα, θα αρχίσει μια νέα ζωή· η οικογενειακή. Εκτός αυτού, τι ωραία που θα ήταν να κάθεσαι το φθινόπωρο κάπου στο Ζαμοσκβορέτσιε, να τρως μαζί με τους φίλους σου το ψαράκι που έχεις πιάσει και στεγνώσει με τα ίδια σου τα χέρια και να το συνοδεύεις με μια μπυρίτσα! Με αυτά τα όνειρα περνούσαν η μία μετά την άλλη οι μέρες του καλοκαιριού.


     Κάποτε ο π. Ραφαήλ και ο π. Νικήτας ετοιμάστηκαν να πάνε επίσκεψη στον γέροντα Νικόλαο στο νησί Ζαλίτ. Ο γέροντας ήταν, πια, σχεδόν 80 ετών και, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, διακονούσε στο ψαράδικο νησί της λίμνης του Πσκωφ. Αποφάσισα να πάω κι εγώ μαζί τους, αν και όχι χωρίς κάποιο φόβο: στο κάτω–κάτω, ήταν «διορατικός γέροντας» και μπορεί να ήξερε τα πάντα για σένα!

     Όμως μέσα στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας με τον π. Νικόλαο, οι φόβοι διαλύθηκαν. Ο παππούλης αποδείχθηκε εξαιρετικά καλός και φιλικός. Μας υποδέχθηκε με φροντίδα στο φτωχό σπιτάκι του κοντά στον ναό. Μας σέρβιρε τσάι, μας κέρασε κάτι. Οι πατέρες απομονώθηκαν μαζί του για συζήτηση και συμβουλές, αλλά εγώ δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να τον ρωτήσω.



     Όταν τον αποχαιρετούσαμε, περάσαμε να πάρουμε ευλογία και έδινε σε όλους με αγάπη συμβουλές. Όταν ήρθε η σειρά μου, ο π. Νικόλαος με άρπαξε αναπάντεχα από το τσουλούφι κι άρχισε, μισοαστεία–μισοσοβαρά, να με σέρνει από το μαλλί και να λέει:
     «Μην πίνεις, μην πίνεις! Δεν κάνει να πίνεις!».

     Πρέπει να ομολογήσω ότι εκείνα τα χρόνια και, μάλιστα, όταν ήμουν με καλή παρέα φίλων, δε δίσταζα να πιω. Πάντως, ήταν απολύτως αδύνατο να μαντέψει κανείς κάτι τέτοιο από την όψη μου: έδειχνα πολύ νεότερος από τα χρόνια μου. Παρ’ όλ’ αυτά, ο γέροντας συνέχιζε. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι μου από το τσουλούφι και με κοίταξε προσεκτικά στα μάτια.
     «Είσαι μοναχός; Όχι, ακόμα; Καλά θα ήσουν στο μοναστήρι!».


     «Στο μοναστήρι»;! Δεν κρατήθηκα και έσκασα απλά στα γέλια μπροστά του! Μα, τι λέει ο γέρος; Εγώ γρήγορα θα κάνω γάμο! Θα ήθελα να του το πω, αλλά ο π. Νικόλαος μού έκλεισε το στόμα με το χέρι, σαν να ήξερε κάθε μου λέξη.
     «Σώπα, σώπα! Καλά θα ήσουν στο μοναστήρι!».
     Εγώ, γέλασα πάλι.
     «Μα όχι!...», άρχισα.
     Αλλά ο γέροντας πάλι δεν με άφησε να πω τίποτα.
     «Κοίτα, Γιωργάκη, όταν θα είσαι στο μοναστήρι, θα σου συμβεί πειρασμός. Αλλά εσύ μην απελπιστείς!».
     Κι άρχισε να μου διηγείται λεπτομερώς για «έναν πειρασμό» που συνέβη σε «κάποιον μοναχό» που σχετιζόταν με τη διοίκηση του μοναχισμού. Μόνο μετά από δέκα χρόνια κατάλαβα ότι μιλούσε για μένα. Τότε, όμως, μόλις που καταδέχτηκα να ακούσω τα παράξενα λόγια του π. Νικολάου. Δεν τα δέχτηκα σαν κάτι άλλο, παρά σαν γεροντικές παραξενιές. Τέλος, ο π. Νικόλαος με ευλόγησε και με απέλυσε εν ειρήνη.


     Μας ξεπροβόδισε ως την αποβάθρα. Όταν η βάρκα μας απομακρυνόταν, ο γέροντας φώναξε πίσω μου:
     «Γιωργάκη! Να έχεις περίσσεια αγάπης!».
     Αυτή η ασυνήθιστη φράση που, σπάνια χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, χαράχτηκε στη μνήμη μου μαζί με την εικόνα του γέροντα να στέκει στην όχθη, με τα γκρίζα του μαλλιά να κυματίζουν στον άνεμο και με το χέρι του να σχηματίζει στον αέρα το σημείο του σταυρού, ευλογώντας μας.


     Ο π. Ραφαήλ με συμβούλεψε να σκεφτώ σοβαρά τα λόγια του π. Νικολάου, αλλά εγώ σε απάντηση απλώς χαμογέλασα. Απώθησα το όλο γεγονός στη λήθη, ως κάτι ακατανόητο για μένα.

     Όμως στη Μόσχα οι σχέσεις μου με τη μνηστή μου άρχισαν από μόνες τους να χαλάνε κάπως. Ψυχρανθήκαμε και κατόπιν διακόψαμε. Κι ήμασταν μάλιστα αμφότεροι χαρούμενοι γι’ αυτό! Μέσα μου άρχισε, όλο και συχνότερα, όλο και δυνατότερα, να γεννιέται η ανάγκη να πηγαίνω στο μοναστήρι, να βρίσκομαι εκεί, να προσεύχομαι, να ζω εκεί. Λίγους μήνες μετά, το ήξερα με ακρίβεια: τίποτα δεν με ενδιέφερε σ’ αυτή τη ζωή, εκτός από το μοναστήρι και τη διακονία του Θεού. Με κατάπληξη θυμόμουν τα λόγια του π. Νικολάου, προς τον οποίον κατόπιν, ο Κύριος με οδήγησε πολλές φορές ακόμη…


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
π. ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ



[π. Τύχωνος Σεβκούνωφ:
«Σχεδόν Άγιοι»
–Πνευματικές διηγήσεις
από τη Ρωσία του χθες και του σήμερα–
κεφ. 39ο, σελ. 333–336,
εκδόσεις «Ἐν πλῷ», Μάιος 20121.]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου