ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ Ή
ΑΓΑΠΗ;
Πόσο
εύκολα φεύγει από μας και πόσο γρήγορα από τον κόσμο μας η ζωή! Πόσο πιο εύκολα
εξανεμίζεται το μοναδικό της μυστήριο· η αγάπη! Όλα είναι μια λεπτή και
ευαίσθητη ισορροπία. Ή την χάνεις ή την βρίσκεις. Ή την κρατάς ή την απωθείς. Κάθε
ώρα και λεπτό δίνουμε ασυναίσθητα ιδιότυπες εξετάσεις: με θέμα και χωρίς θέμα, σε γραπτό, σε προφορικό,
κυρίως δε, σε έμπρακτο λόγο. Όλα τα χάνουμε, όλα τα βρίσκουμε, όλα τα αρπάζουμε και όλα τα αποκτούμε. Όλα
κερδίζονται και όλα διακυβεύονται. Όλα τα διεκδικεί η έμπνευση και όλα τα εγκαταλείπει το δεδομένο. Όλα είναι ελεύθερα και όλα καθοριστικά. Καθοριστικά, εμπροϋπόθετα, ρυθμιστικά και καταλυτικά: Μια βία στο νεύμα που εκτοξεύουμε αμήχανα. Μια βέβαιη
στοργή στον φευγαλέο υπαινιγμό. Μια βαριά στιγμή ελαφράς αδιαφορίας. Μια
καρδιακή πελώρια αγκαλιά δίχως σαρκικό εγκλεισμό και εγωική κράτηση. Μια αδιόρατη κίνηση αποστροφής, απόρριψης
και χλευασμού. Μια σύντομη φορά γεμάτη αναζήτηση και νοιάξιμο. Ένας αιφνίδιος
τρόπος γεμάτος μολυβένια αυθάδεια και αβάσταχτο ψέμα. Μια ποθητή αλήθεια
βουτηγμένη στην αναπάντεχη στοργή. Ένα μικρότατο διάνυσμα μιας μεγάλης αποδοχής και κατάφασης. Μια εσωτερικότητα που διεκδικούν χίλιες εξωστρέφειες. Ένας καρδιοστάλακτος ψίθυρος που ύφαναν αμέτρητες αμάραντες σιωπές.
Δεν αγαπάμε που δεν αγαπάμε, ποιος ο λόγος να μη το παραδεχτούμε; Μήπως δεν το νιώθουμε ότι δεν αγαπάμε; Ή μήπως δεν το νιώθουν μαζί με μας και οι άλλοι γύρω μας; Ποιος ο λόγος να δανειζόμαστε συνέχεια υπεκφυγές και αντιρρήσεις για να αυξάνουμε το μέσα μας κενό; Το κενό που είμαστε εμείς οι ίδιοι και που βαρέθηκε να λουφάζει μέσα μας; Χρειάζεται να παίζουμε παιχνίδια με τον εαυτό μας και με τους άλλους; Ακόμη και με τον ίδιο τον Θεό που έκπληκτοι Τον ανακαλύπτουμε Κρυμμένο στα πρόσωπα των άλλων παρά στους στοχασμούς της διανοίας μας;
Το ναρκισσιακό Luna Park της μοναξιάς μας, με τα έντονα καταθλιπτικά του χρώματα και φώτα, μας προδίδει και μας εκθέτει συνέχεια: Όλοι όσοι το επισκέφτηκαν, δεν χάρηκαν! Γιατί η καρδιά έχει τα δικά της φίλτρα· γνωρίζει πολύ καλά πότε και πώς και με ποιους μπορεί ελεύθερα να χαίρεται. Και έμεινε η άσοφη σοφία μας να μουχλιάζει ανάδελφη στη ξέφρενη μωρία της αγαπολογίας της! Αγαπολογία, που αν τολμήσει να την αισθανθεί, να την αρνηθεί και να την στηλιτεύσει κάποιος, πάραυτα ετικεττάρεται σαν μεμψίμοιρος και άχαρος· ενώ -αλίμονο!- οι νοσηροί και πάσχοντες είμαστε μονάχα εμείς. Στερούμαστε τελικά πολύ την αγάπη. Και την στερούμαστε όσο δεν προσχωρούμε προς αυτήν. Η απουσία και η στέρησή της, μας κάνουν σπασμωδικά κουτούς και αυτάρεσκα άσχημους: θελήσαμε να φτιάξουμε περίτεχνα την καρικατούρα της γι’ αυτό και μετατρέψαμε αυτήν την αγάπη που μας λείπει και που δεν κατορθώσαμε στη ζωή μας σε μια αέναη αγαπολογία.
Δεν αγαπάμε που δεν αγαπάμε, ποιος ο λόγος να μη το παραδεχτούμε; Μήπως δεν το νιώθουμε ότι δεν αγαπάμε; Ή μήπως δεν το νιώθουν μαζί με μας και οι άλλοι γύρω μας; Ποιος ο λόγος να δανειζόμαστε συνέχεια υπεκφυγές και αντιρρήσεις για να αυξάνουμε το μέσα μας κενό; Το κενό που είμαστε εμείς οι ίδιοι και που βαρέθηκε να λουφάζει μέσα μας; Χρειάζεται να παίζουμε παιχνίδια με τον εαυτό μας και με τους άλλους; Ακόμη και με τον ίδιο τον Θεό που έκπληκτοι Τον ανακαλύπτουμε Κρυμμένο στα πρόσωπα των άλλων παρά στους στοχασμούς της διανοίας μας;
Το ναρκισσιακό Luna Park της μοναξιάς μας, με τα έντονα καταθλιπτικά του χρώματα και φώτα, μας προδίδει και μας εκθέτει συνέχεια: Όλοι όσοι το επισκέφτηκαν, δεν χάρηκαν! Γιατί η καρδιά έχει τα δικά της φίλτρα· γνωρίζει πολύ καλά πότε και πώς και με ποιους μπορεί ελεύθερα να χαίρεται. Και έμεινε η άσοφη σοφία μας να μουχλιάζει ανάδελφη στη ξέφρενη μωρία της αγαπολογίας της! Αγαπολογία, που αν τολμήσει να την αισθανθεί, να την αρνηθεί και να την στηλιτεύσει κάποιος, πάραυτα ετικεττάρεται σαν μεμψίμοιρος και άχαρος· ενώ -αλίμονο!- οι νοσηροί και πάσχοντες είμαστε μονάχα εμείς. Στερούμαστε τελικά πολύ την αγάπη. Και την στερούμαστε όσο δεν προσχωρούμε προς αυτήν. Η απουσία και η στέρησή της, μας κάνουν σπασμωδικά κουτούς και αυτάρεσκα άσχημους: θελήσαμε να φτιάξουμε περίτεχνα την καρικατούρα της γι’ αυτό και μετατρέψαμε αυτήν την αγάπη που μας λείπει και που δεν κατορθώσαμε στη ζωή μας σε μια αέναη αγαπολογία.
Αγαπολογία:
το εισιτήριο της απάτης που χρειάζεται η φιλαυτία μας. Το εισιτήριο για να μπει
κανείς απατηλά στις ανυποψίαστες ή άσοφες καρδιές. Πάντως, μια φορά, καρδιές. Να
γεμίσει ο αέρας κι ολόκληρος ο κόσμος λόγια, λόγια, λόγια, πάλι λόγια, παντού λόγια και πάντα λόγια! Πετάξαμε τις
πράξεις πέρα, στον βαθύ καιάδα της ανομολόγητης αδυναμίας μας. Οι προθέσεις, είναι ακόμη στο μεταίχμιο. Σε λίγο θα εξοστρακιστούν κι
αυτές. Και θα μείνουν οι εκθειάσεις, οι κολακείες, τα εγκώμια, οι υπερβολές του συρμού, οι φούσκες των υπερθεματίσεων, η ωδή στο τίποτα, το κενό στον θρόνο του λόγου μας, η στυφή ανεγκάρδια παρατεταμένη ευγένεια, η απαίσια πολυεφαρμοσμένη αβρότητα που δεν πληροφορεί τον έσω άνθρωπο, η τραγωδία της ελαφρότητας, οι εκφράσεις για την ανεδαφικότητα, τα ατέρμονα κτητικά
και τα γλοιώδη υποκοριστικά, οι καρδούλες και τα θηλυπρεπή «φιλάκια», «ματάκια»,
«χαντράκια» κλπ, –η γύμνια μας όλη, η πείνα μας και η στέρησή μας μέσα σε «αστειάκια» και «λογάκια»· όλα, συνταιριασμένα με τον λούστρο του κάθε λογής υπερθετικού.
Αγαπολογικός χριστιανισμός, αγαπολογική αδελφοσύνη, αγαπολογική μάστιγα! Αγαπολογικό κενό, αγαπολογικό πάθος, αγαπολογικό πένθος! Η αγαπολογία, ως ψευδοαναγκαίο αυτοντοπάρισμα, ως ενδόψυχος δυναμίτης μας, ως δεκανίκι στην αναπηρική προσφορά μας: ίσαμε να μη νιώσει κανείς μόνος, να μη βρεθεί ποτέ αντικριστά και συντροφιά με τον εαυτό του. Να μη σοβαρευτεί χαρούμενα. Να μην ελευθερωθεί υπεύθυνα. Να μη παύσει να μισεί με το φλύαρο εγκώμιο. Να μην αρχίσει να μιλάει με τη σιωπή. Να μη σιγήσει κάτω από τους στεντόρειους φθόγγους της ψυχής του. Να μην εμψυχωθεί με πράξεις. Να μη πραγματώσει σε κανένα έργο την ευχή. Να μην ευχηθεί με προσωπικό λόγο. Να μη λογοποιήσει το πρόσωπο. Να μην αγαπήσει τη θέα του πλησίον. Να μη δει τον άλλον μέσα του. Να μη δει τον εαυτό του στον συνάνθρωπο. Να μη μπει μέσα στον εσώψυχο κόσμο του αδελφού, με την αγαπητική έξοδο και την κένωση της θυσίας. Να μη κατευθυνθεί αποφασιστικά προς το «εμείς», αφήνοντας μόνο κι έρημο το επάρατο «εγώ». Προτιμούμε τόσο πολύ να κρυβόμαστε οι περισσότεροι πίσω από την ενδόμυχη αμαρτία μας και να αγαπάμε μυθοποιημένα, με τα λέπια του ευγενούς ψεύδους, της ανομολόγητης απάτης, της θωπείας της αυτομωρίας μας, του βαυκαλισμού που θεωρούμε απαραίτητο και πολύτιμο αντί για τοξικό, ανωφελή και ζημιογόνο. Απαρεσκόμαστε σαν τους σκληροπυρηνικούς, απαρνούμαστε σαν τους αυταρχικούς να αγαπάμε εγκάρδια, ειλικρινά, ανυπόκριτα, απλά, λιτά, όμορφα, σταράτα και απομυθοποιημένα. Μεταλλάξαμε, κατά το συμφερότερο και δυνατότερο, την αγάπη με την αγαπολογία, αποστέργοντας το αυθεντικό του παλμού με τον χτύπο του χάλκινου μηδενός· και το άπεφθο της ζωής με τον γδούπο του ευφάνταστου λήρου. Γιατί προφανώς μας είναι το μόνο εύκολο. Γιατί βεβαίως μας είναι το μόνο ευχάριστο.
Μια επιταγή του σήμερα, μια αμαρτία που λέγεται «βλακεία», ένα σκέρτσο φιλοδοξίας, ένα κόλπο κενοδοξίας, μια ματιά ιδιοτέλειας, ένα ολίσθημα φιλοκοσμίας, ένα βάθρο γοητείας, όλα αυτά και πολλά άλλα, κάτω από μια πλουμιστή ανοιχτή ομπρέλα που τα σκεπάζει όλα στοργικά και αδερφικά και που λέγεται «αγαπολογία». Μη φοβάστε! Όλοι οι αγαπολογούντες και αγαπολουγούμενοι στηριχτείτε επάνω της. Επάνω στα ύψη της τα πλάνα, τα αβέβαια και φρούδα. Άλλωστε, όλη η βάση της μεγάλης πτώσης μας, εκεί βρίσκεται ριζωμένη: στα πλάνα ύψη. Άλλωστε, δεν υπάρχει «αγαπολογία» που να μην καταρρέει, να μη ξεφτίζει και να μη χάνεται στο τέλος, σε κάθε τέλος, για όποιο τέλος. Γιατί δεν έχει αλήθεια μέσα της για να σταθεί και να στηρίζει, να άρχει και να υπάρχει, να μεταδίδει ύπαρξη στην ύπαρξη. Γι’ αυτό και τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται με την ατόφια αγάπη και με την ατόφια ζωή. Και ακόμη περισσότερο: με την ζωή της ζωής μας·
Αγαπολογικός χριστιανισμός, αγαπολογική αδελφοσύνη, αγαπολογική μάστιγα! Αγαπολογικό κενό, αγαπολογικό πάθος, αγαπολογικό πένθος! Η αγαπολογία, ως ψευδοαναγκαίο αυτοντοπάρισμα, ως ενδόψυχος δυναμίτης μας, ως δεκανίκι στην αναπηρική προσφορά μας: ίσαμε να μη νιώσει κανείς μόνος, να μη βρεθεί ποτέ αντικριστά και συντροφιά με τον εαυτό του. Να μη σοβαρευτεί χαρούμενα. Να μην ελευθερωθεί υπεύθυνα. Να μη παύσει να μισεί με το φλύαρο εγκώμιο. Να μην αρχίσει να μιλάει με τη σιωπή. Να μη σιγήσει κάτω από τους στεντόρειους φθόγγους της ψυχής του. Να μην εμψυχωθεί με πράξεις. Να μη πραγματώσει σε κανένα έργο την ευχή. Να μην ευχηθεί με προσωπικό λόγο. Να μη λογοποιήσει το πρόσωπο. Να μην αγαπήσει τη θέα του πλησίον. Να μη δει τον άλλον μέσα του. Να μη δει τον εαυτό του στον συνάνθρωπο. Να μη μπει μέσα στον εσώψυχο κόσμο του αδελφού, με την αγαπητική έξοδο και την κένωση της θυσίας. Να μη κατευθυνθεί αποφασιστικά προς το «εμείς», αφήνοντας μόνο κι έρημο το επάρατο «εγώ». Προτιμούμε τόσο πολύ να κρυβόμαστε οι περισσότεροι πίσω από την ενδόμυχη αμαρτία μας και να αγαπάμε μυθοποιημένα, με τα λέπια του ευγενούς ψεύδους, της ανομολόγητης απάτης, της θωπείας της αυτομωρίας μας, του βαυκαλισμού που θεωρούμε απαραίτητο και πολύτιμο αντί για τοξικό, ανωφελή και ζημιογόνο. Απαρεσκόμαστε σαν τους σκληροπυρηνικούς, απαρνούμαστε σαν τους αυταρχικούς να αγαπάμε εγκάρδια, ειλικρινά, ανυπόκριτα, απλά, λιτά, όμορφα, σταράτα και απομυθοποιημένα. Μεταλλάξαμε, κατά το συμφερότερο και δυνατότερο, την αγάπη με την αγαπολογία, αποστέργοντας το αυθεντικό του παλμού με τον χτύπο του χάλκινου μηδενός· και το άπεφθο της ζωής με τον γδούπο του ευφάνταστου λήρου. Γιατί προφανώς μας είναι το μόνο εύκολο. Γιατί βεβαίως μας είναι το μόνο ευχάριστο.
Μια επιταγή του σήμερα, μια αμαρτία που λέγεται «βλακεία», ένα σκέρτσο φιλοδοξίας, ένα κόλπο κενοδοξίας, μια ματιά ιδιοτέλειας, ένα ολίσθημα φιλοκοσμίας, ένα βάθρο γοητείας, όλα αυτά και πολλά άλλα, κάτω από μια πλουμιστή ανοιχτή ομπρέλα που τα σκεπάζει όλα στοργικά και αδερφικά και που λέγεται «αγαπολογία». Μη φοβάστε! Όλοι οι αγαπολογούντες και αγαπολουγούμενοι στηριχτείτε επάνω της. Επάνω στα ύψη της τα πλάνα, τα αβέβαια και φρούδα. Άλλωστε, όλη η βάση της μεγάλης πτώσης μας, εκεί βρίσκεται ριζωμένη: στα πλάνα ύψη. Άλλωστε, δεν υπάρχει «αγαπολογία» που να μην καταρρέει, να μη ξεφτίζει και να μη χάνεται στο τέλος, σε κάθε τέλος, για όποιο τέλος. Γιατί δεν έχει αλήθεια μέσα της για να σταθεί και να στηρίζει, να άρχει και να υπάρχει, να μεταδίδει ύπαρξη στην ύπαρξη. Γι’ αυτό και τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται με την ατόφια αγάπη και με την ατόφια ζωή. Και ακόμη περισσότερο: με την ζωή της ζωής μας·
την αγάπη!...
π. Δαμιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου