Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΟΥ

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ 
ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΟΥ


     (1) Οι τελευταίες μέρες του μεγάλου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή και Σπηλαιώτου (1898–1959) ήσαν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια τού εμπόδιζε την αναπνοή και κόπιαζε πολύ. Αυτό, όμως, για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι τον αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσουμε, αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα, αναφερόμενος ιδίως στη ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε: «Κοντεύει η ώρα μου να φύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ ν’ αγωνισθώ άλλο». Ο αείμνηστος, δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφαση της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθεί ούτε και να ξαπλώσει, για την ασθένειά του, καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα απ’ αυτές τις πτυσσόμενες και έκλαιε συνεχώς τη ματαιότητα του βίου. Ανέμενε την απόλυσή του απ’ αυτή τη ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. Έλεγε χαριεντιζόμενος προς τον συνασκητή και συνοδοιπόρο του, π. Αρσένιο (1886–1983): «Αρσένιε, πότε φεύγουμε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αργούμε!». Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι. 

     (2) Λίγες μέρες πριν από την κοίμησή του, ενώ εγώ ήμουν έξω από το ασκητήρι του –ποιος ξέρει τι πνευματική κατάσταση Χάριτος είχε!– κοίταξε τον ουρανό, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και με καυτά δάκρυα είπε: «Θεέ μου! Τόσος ουράνιος πλούτος και δεν υπάρχει κανείς να τον θέλει! Θησαυρός, πολύς πλούτος υπάρχει, αλλά δεν υπάρχουν άνθρωποι να τον κληρονομήσουν! Έχω μόνο δυο-τρία καλογεράκια. Άλλα, δεν έχω!». Ένιωθε μέσα του τόσο έντονα τη Χάρη, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχαν άνθρωποι τότε με αυτοθυσία και αυταπάρνηση, για να βρουν τον Κρυμμένο Μαργαρίτη.

     (3) Εγώ, νήπιο στην πνευματική κατάσταση, δεν μπορούσα να εμβαθύνω και να «πιάσω» το νόημα αυτής της απορίας του Γέροντος, αφού αυτός έκανε επτά-οκτώ ώρες νοερά προσευχή, κρατώντας το νου μέσα στην καρδιά, με την Ευχή. Μπορείτε να καταλάβετε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, το θείο φωτισμό, το άκτιστο Φως του Γέροντος; Πού είναι αυτά τα αναστήματα σήμερα; Δεν υπάρχουν! Υπάρχουν πατέρες πνευματικοί, αλλά όχι στο μέτρο εκείνου. Ποιος ήταν ο πλούτος που είχε; Ο πλούτος της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.


     (4) Παρακαλούσε την Παναγία από καιρό να τον πάρει, για να ξεκουρασθεί. Πολλές φορές κρατούσε στην αγκαλιά του την εικόνα Της και με θερμά δάκρυα Την παρακαλούσε: «Πότε θα έρθεις σε μένα; Πότε θα παραλάβεις τη ψυχή μου;». Γι’ αυτό και η Παναγία μας, με την Κοίμησή Της, παρέλαβε την οσία ψυχή του Γέροντος, ως εναργή απόδειξη του πόσο πραγματικά αποδέχθηκε την πολλή του αγάπη και ευλάβεια προς το πρόσωπό Της.
     Επειδή ο Γέροντας πολύ υπέφερε από τις αρχές Ιουλίου του 1959, πήρε απόφαση να φωνάξουμε από την Αγία Άννα, τον παπα-Ανανία, να έλθει να του κάνει Ευχέλαιο και να παρακαλέσουμε τον Θεό να πάρει τη ψυχούλα του και να φύγει. Δεν τον πήρε όμως αμέσως ο Θεός, αλλά τον πληροφόρησε ότι θα φύγει την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας. 
     Τότε μου λέει:
     –Πότε, παιδί μου, πέφτει η μέρα της Μάνας μου της Παναγίας;
     Κοίταξα το ημερολόγιο και του είπα.
     –Αυτή τη μέρα θα φύγω από τον κόσμο. Να φέρεις, παιδάκι μου, τα ρουχάκια, τα οποία θα μου φορέσετε, γιατί ίσως τα χάσετε εκείνη την ημέρα. Θα στενοχωρηθείτε και ίσως δεν τα βρείτε. Να τα βρούμε από τώρα, για να είσαι ήσυχος, να μην έχεις έγνοια. Εκεί έχω το ράσο μου, εκεί το ζωστικό μου, εκεί τη ζώνη, εκεί το Σχήμα. Φέρ’ τα εδώ, παιδί μου, βάλ’ τα σε μια σακκουλίτσα, κρέμασε την σακκουλίτσα, κι όταν έρθει η ώρα, θα τα έχεις έτοιμα.
     Νοικοκυρεμένα πράγματα. Με τη Χάρη του Θεού, τόσο είχε εξοικειωθεί με το θάνατο, που ετοιμαζόταν γι’ αυτόν, όπως ετοιμάζεται ο κόσμος για να πάει διακοπές.

     (5) Ο Γέροντας είχε τόση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψει αυτήν την ώρα και ότι περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε, με ό,τι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσουμε, γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος, όμως, μας έλεγε: «Μη κοπιάζετε, παιδιά! Δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίσει τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζει ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν’ αμεριμνήσει (=να εφησυχάσει και να αδιαφορήσει)».

     (6) Κατά την 14η Αυγούστου του 1959, ετοιμαζόταν πολύ και, υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συνάμα και η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί (ένας από αυτούς ο εκδότης Σχοινάς από τον Βόλο) και τον χαιρέτησαν και, όταν του ευχήθηκαν ανάρρωση, τους είπε: «Όχι, όχι· φεύγω σύντομα! Όταν θ’ ακούσετε μετά από τρεις μέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγε ο φίλος σας. Υπολογίζω της Παναγίας μας…».

     (7) Την άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθηκε στη Λειτουργία, με κόπο είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας «εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου». Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας (της Θεοτόκου), που τόσο Την αγαπούσε και, σαν να Της ζητούσε κάτι· κάτι, που το γνώριζε ακριβώς Αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του, μαρτυρούσαν την προς Αυτήν ενδόμυχη αίτηση της ψυχής του. Αυτήν, που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφει βέβαιη την ελπίδα προς την ευσπλαχνία Της.


     (8) Με αυτή την πίστη και θέρμη ξεκίνησε ο αείμνηστος Γέροντάς μας και με αυτή την ελπίδα απηύθυνε την τελευταία του αίτηση προς την Έφορο και Κουροτρόφο του αθλητικού αυτού σταδίου, του ιερότατου Άθωνα, ο οποίος θα συνεχίζει την ευγενή του αποστολή μέχρι τη Συντέλεια, την αποστολή που ανέλαβε εδώ και μία χιλιετία και ακόμη παλαιότερα. Η Δέσποινά μας, εκπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσή της προς τον αείμνηστο, να έχει την ελπίδα του σ’ Αυτήν, με την τελευταία δωρεά Της, να παραλάβει τη ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς Της!

     (9) Ο Γέροντας είχε την επιθυμία να φύγει και επειδή υπέφερε αλλά και γιατί η Χάρη του Θεού μυστικά τον καλούσε στα επουράνια. Είχε από καιρό πάρει την πληροφορία ότι θα φύγει την ημέρα της Παναγίας και με λαχτάρα περίμενε την ευλογημένη εκείνη στιγμή. Αλλά δεν έφυγε την ώρα που υπολόγιζε, δηλαδή τα χαράματα, αφού ο Θεός ήθελε (να φύγει) δύο ώρες μετά την ανατολή του ηλίου.
     Έτσι, μετά από λίγη ώρα μού λέει:
     –Ο ήλιος προχωράει, παιδί μου! Πώς δεν με πήρε ο Θεός; Η απόφαση είναι παρμένη από το Θεό, γιατί αργοπορεί να με πάρει; Ο ήλιος ψηλώνει, εγώ έπρεπε ήδη να έχω φύγει…

     (10) Ήταν η τελευταία επίσκεψη του πονηρού. Μόλις είδε ότι «έσπασε» λίγο η υπομονή του Γέροντος, αμέσως του επιτέθηκε, σαν να τον ακολουθούσε! Σκεφθείτε! Αν και ο Γέροντας ήταν θεόπτης, εν τούτοις την τελευταία στιγμή κινδύνεψε. Ο διάβολος εκμεταλλεύθηκε τη ρωγμούλα της μικρής, κατά την άποψή του, αναβολής, για να του βάλει δυναμίτη και να τινάξει στον αέρα τη ψυχή του. Πήγε δηλαδή να τον αποθαρρύνει και ίσως να τον κλονίσει στην πίστη του.

     (11) Το επέτρεψε βέβαια αυτό ο Θεός, ακόμη και την τελευταία στιγμή, για να μη θαρρήσει και πιστεύσει στον εαυτό του ότι είναι δυνατός, αλλά με ταπείνωση να περάσει το κανάλι του θανάτου. Σαν να του έλεγε, δηλαδή, «κοίταξε την τελευταία στιγμή, εσύ που λογίζεσαι μεγάλος και τρανός, άμα σ’ αφήσω, σε κοσκινίζει μ’ έναν ψεύτικο λογισμό ο διάβολος. Τόσο πήλινος είσαι! Όπως το δίδασκες, το είδες και στην πράξη. Είσαι πήλινος, είσαι χώμα!». Ο Θεός μ’ αυτό το πάθημα τού δίδαξε το τελευταίο μάθημα της ανθρώπινης αδυναμίας. Τον είδα να στενοχωριέται και πόνεσα. Πώς φωτίσθηκα από τον Θεό, κινήθηκα αυτόματα και του είπα με θάρρος:
     –Γέροντα, μη στενοχωριέστε, θα κάνουμε εμείς τώρα προσευχή και θα φύγετε εσείς.
     Αυτό, περίμενε! Ήταν πολύ σοφός πνευματικά και περίμενε να δει με τι τρόπο θα μιλήσει ο Θεός, ότι ξεκινά η έξοδός του απ’ αυτόν τον κόσμο.
     –Μη στενοχωριέστε, την τελευταία ώρα ο διάβολος έχει πολλά πόδια και κάνει και ανατροπές.
     Αλήθεια, τι έλεγα, εγώ, ο μαθητής στον διδάσκαλό μου! Εγώ, που ήμουν μειράκιο (=νεαρός, νεανίας, παληκαράκι, μικρό αγόρι) μπροστά στον γίγαντα. Πιθανόν να σκέφθηκε ο Γέροντας: «Αυτό το μικρό, πήρε μήνυμα από τον Θεό».
     Το πληροφορήθηκε και σταμάτησαν τα δάκρυά του και μου είπε:
     –Θέλω να μου σκουπίσεις τα δάκρυα.
     Τα σκούπισα και μου λέει:
     –Πάρε με και βάλε με στην πόρτα και φώναξε τους πατέρες να βάλουν μετάνοια να πάρουν την ευχή μου.
     –Πατέρες! Ελάτε να πάρετε την ευχή του Γέροντα! φώναξα.
     Βάλαμε μετάνοια και μετά μας λέει:
     –Σκορπισθείτε και όλοι σας κάντε κομποσχοίνι για να τελειώσω γρήγορα, επείγομαι να μεταβώ στον Σωτήρα Χριστό!...

     (12) Καθήμενος στην καρέκλα του και παλεύοντας με τη συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε (έκαμνε στη ζωή του), αφού έδωσε σε όλους την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε για μια στιγμή να του τρίψει λίγο τα πόδια του για μια μικρή ανακούφιση, δεν τον άφησε και του είπε: «Παύσε, πάτερ Αρσένιε, μη κάνεις τίποτε. Τελείωσαν όλα, φεύγω!…». Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο επάνω· [(12α) κοιτούσε επίμονα τον ουρανό πάνω, δυο-τρία λεπτά, έβλεπε ότι «κάτι» ερχόταν. Θα ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που του είχε υποσχεθεί ότι θα ξαναέλθει «άχρι καιρού»· πήγε να τους μιλήσει, να τους πει τι βλέπει, γιατί ήταν πολύ διδακτικός. Ήθελε να μιλήσει, αλλά σταμάτησε, δέθηκε η γλώσσα του. Δεν του επιτράπηκε εκείνη τη στιγμή να μιλήσει] και παρέδωσε ήσυχα την μακαρία του ψυχή.


     (13) Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας τη θεία Μετάσταση της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάσει και στους ουρανούς αυτή τη χαρμόσυνη μέρα. Ήταν Παρασκευή και ώρα πρωινή, μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, που έγινε η κηδεία του –κατά την απαίτησή του, εκεί στον τόπο που τελειώθηκε– ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπιόταν από όλους.

     (14) Τις τελευταίες μέρες πριν από την κοίμησή του, είχε πει σε έναν από τους αδελφούς μας (τον Γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη· 1912–2007), ο οποίος κατά τη μέρα της κηδείας του απουσίαζε και του ήταν αδύνατο να βρίσκεται κοντά μας: «Όταν θα φύγω, θα σε επισκεφθώ εκεί που μένεις». Πράγματι, καθώς αργότερα μας έλεγε ο αδελφός αυτός, την τεσσαρακοστή ακριβώς ημέρα από το θάνατό του, ο Γέροντας τον επισκέφθηκε στο κελί του και γέμισε όλο το δωμάτιο ευωδία.

     (15) Επίσης, στη Θεσσαλονίκη διέμενε μια ευλαβής γερόντισσα (η μοναχή Ευπραξία), πολύ γνωστή στον Γέροντα, η οποία μας είπε ότι την 15η Αυγούστου, δηλαδή την ίδια μέρα της τελείωσής του, την επισκέφθηκε εκεί που έμενε. Και εκείνη με απορία τον ρώτησε: «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ, Γέροντα; Μήπως πέθανες;». Και της απάντησε: «Ναι· και πέρασα να σε χαιρετήσω». Υπάρχουν, φυσικά, και άλλα πολλά παρόμοια. Πολλές φορές, μετά το θάνατό του, παρουσιάστηκε και παρηγόρησε πολλούς, τα οποία εμείς παραλείπουμε, για να τα πουν μόνοι τους οι ίδιοι οι άνθρωποι και διότι ο Γέροντας ο ίδιος δεν έδινε σ’ αυτά σημασία.

     (16) Αμέσως μετά την κοίμησή του, αναλάβαμε τα μοναχικά χριστιανικά μας καθήκοντα απέναντι στον κεκοιμημένο Γέροντά μας. Τον καθαρίσαμε, τον πλύναμε και τον αλλάξαμε, αλλά μας ξέφευγε από τα χέρια, διότι λύγιζε το σώμα του. Δεν υπήρχε νεκρική ακαμψία και παρέμενε ευλύγιστος σαν να κοιμόταν.
     Την επαύριον θάψαμε τον αγαπημένο μας Γέροντα. Όταν κατεβάσαμε το λείψανό του στον τάφο, το σώμα του δίπλωσε, λύγιζε ακόμη. Η κηδεία του έγινε κατά την απαίτησή του εκεί που τελειώθηκε. Ήλθαν όλοι οι πατέρες της Σκήτης, διότι τους αγαπούσε όλους και όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
     Τον είχαμε στον ναό και λειτούργησα την άλλη μέρα. Νιώθαμε Πάσχα, είχαμε Ανάσταση, Διακαινήσιμο Εβδομάδα. Δεν υπήρχε θλίψη, μόνο αναστάσιμη χαρά εξ ουρανού κατερχόμενη.
     Κάποτε, ρώτησα έναν μεγάλο ασκητή:
     –Πάτερ, γιατί αισθανθήκαμε Πάσχα στην κοίμηση του Γέροντά μας;
     –Είναι χαρακτηριστικό το αναστάσιμο αυτό αισθητήριο, που σφραγίζει την πληροφορία ότι πρόκειται για άγιο άνθρωπο.
     Μετά την τεσσαρακοστή ημέρα, που τελέσαμε το μνημόσυνό του, σταμάτησε και η αναστάσιμη αυτή χαρά. Γι’ αυτό και δεν λυπηθήκαμε και, αισθανθήκαμε τέτοια χαρά, που δεν την είχαμε όσο ζούσε ο Γέροντας και επί πολλές ημέρες. Βέβαια, αισθανόμασταν λύπη για τη στέρηση του Γέροντά μας, αλλά νιώθαμε κυρίως την «ἄνωθεν» ειρήνη και μακαριότητα μέσα μας, κι έτσι δημιουργήθηκε το πνεύμα της χαρμολύπης· χαρά και πένθος μαζί.
     Η ευλογία του Θεού δεν εκδηλώθηκε μόνο ως χαρά και ευτυχία, αλλά και ως σύνεση. Ο παπα-Χαράλαμπος (ο Διονυσιάτης Καθηγούμενος· 1910–2001), παρατήρησε ότι, μετά την κοίμηση του Γέροντα, «άνοιξε» ο νους του, τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να το περιγράψει.

     (17) Για την κηδεία του Γέροντα, ήλθαν δύο παπάδες να ψάλουν τα νεκρώσιμα τροπάρια, επειδή ο παπα-Χαράλαμπος δεν ήξερε να ψάλλει.
     Μαζί με τους ιερείς άρχισε να ψάλλει κι εκείνος και, τέτοια κατανόηση των τροπαρίων είχε, που δεν μπορούσε να «βαστάξει» τη Χάρη. Τόση ήταν η Χάρη από την κατανόησή τους, ώστε δεν μπορούσε να κοιμηθεί για δυο-τρεις ημέρες. Και την τρίτη ημέρα, μας είπε ο παπα–Χαράλαμπος ότι είδε το εξής όραμα: «Διάβαζα το Ευαγγέλιο και απέναντί μου ήταν ο Γέροντας· πολύ φωτεινός, γεμάτος παράσημα, έλαμπε ολόκληρος και φοβόμουν να τον κοιτάξω. Ύστερα που τελείωσα το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ξύπνησα και σκέφθηκα αμέσως τι παρρησία θα έχει ο Γέροντας πάνω στον Θρόνο του Θεού!».


     (18) Πριν κοιμηθεί ο Γέροντας, μου είχε αναθέσει πολλές δουλειές. Έκανα εργόχειρα, υπηρετούσα τους ξένους, υπηρετούσα τον ίδιο κατά την ασθένειά του, απαντούσα στην αλληλογραφία του και παράλληλα είχα και Λειτουργία κάθε μέρα και, φυσικά, και τη νυκτερινή ακολουθία μου. Απ’ όλ’ αυτά, ήμουν πολύ κουρασμένος.
     Κάποια μεσάνυχτα, πήγα να βάλω μετάνοια, ως συνήθως, για να πάω να λειτουργήσω. Μιας και ήταν καλοκαίρι, ο Γερο-Αρσένιος και ο Γέροντας είχαν βγει έξω στη δροσερή απλωταριά με τα κομποσχοινάκια τους κι ακουμπούσαν πάνω στα κάγκελα. Εγώ, κάθισα κάτω, επειδή ήμουν κουρασμένος.
     –Γιατί εσύ, μου λέει, κάθεσαι κάτω;
     –Κουράσθηκα, Γέροντα…
     –Χμ!... Ναι, πράγματι, κουράσθηκες μικρούλη!... Παρακουράσθηκες!... Το ξέρω, σ’ έχω φορτώσει πολλά, αλλά κάνε λίγη υπομονή λίγες μέρες ακόμα. Και όταν φύγω και βρω παρρησία στον Θεό, θα σου στείλω Χάρη με το τσουβάλι! Όχι, με το δράμι και με την οκά, αλλά με το τσουβάλι θα σου στέλνω τη Χάρη!
     –Ευχαριστώ, Γέροντα!...

     (19) Όταν έφυγε ο Γέροντας από τον μάταιο κόσμο, όπως μας είχε διατάξει, εμείς οι υποτακτικοί του χωρισθήκαμε, για να κάνουμε διαφορετικές συνοδείες. Εγώ, ήμουν με τον πατέρα Τιμόθεο (τον μετέπειτα πατέρα Ιωσήφ τον Φιλοθεΐτη), που ο Γέροντας μού είχε αφήσει υποτακτικό.
     Περίπου δύο μήνες από την κοίμησή του, με ρωτάει ο πατήρ Τιμόθεος:
     –Έχει ευλογία να πάω το βράδυ στις Καρυές, γιατί πονάνε τα δόντια μου;
     –Να πας! του είπα.

     (20) Μόλις έφυγε ο πατήρ Τιμόθεος το βράδυ, έμεινα ολομόναχος και ήμουν στην απλωταριά, εκεί που κοιμήθηκε ο Γέροντας. Αισθάνθηκα πολλή γλυκύτητα μέσα μου, δηλαδή, το προοίμιο (=την ένδειξη, την προειδοποίηση, το σημάδι, το προστάδιο) ότι θα γινόταν «κάτι» πολύ σοβαρό. Ένιωσα μέσα μου, αυτό που λέει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Όταν πρόκειται να γίνει ο τοκετός του Χριστού στην καρδιά του ανθρώπου, όπως η γυναίκα αισθάνεται το σκίρτημα του βρέφους πριν γεννήσει, ότι αυτό είναι ζωντανό μέσα της, έτσι νιώθει και ο άνθρωπος ότι πρόκειται να γεννηθεί ο Χριστός στη ψυχή του· ένα σκίρτημα Χάριτος». 
     Και είπα: «Τι, γίνεται τώρα; Φαίνεται, είναι το “σκίρτημα της Χάριτος” του Αγίου Πνεύματος. Τι, θα γίνει τώρα;». Γι’ αυτό είπα, «ας πάω να κλειστώ μέσα στο κελί μου!». Αλλά, δεν πρόλαβα! Όπως ήμουν εκεί, ήρθε η ευλογία του Θεού· μία ευφορία Χάριτος και μία Ουράνια γλυκύτητα. Όχι, σαν κι αυτά που δοκιμάζουν οι αιρετικοί και οι πλανεμένοι, τα οποία, στην πραγματικότητα, είναι δαιμόνια και που δεν βγαίνουν κιόλας!...

     (21) Το μυαλό μου, έγινε «αγγελικό»· η ψυχή μου, «μεταμορφώθηκε»· και τα δάκρυα έρεαν από χαρά ποτάμι! Και ούτε βήμα δεν μπορούσα να κάνω! Κάθισα πάνω στην απλωταριά και στηρίχθηκα εκεί για να μην πέσω κάτω. Και κοιτούσα τον ουρανό μονάχα· τα νοερά μάτια της ψυχής μου έβλεπαν στο βάθος τ’ ουρανού κι ένιωθα μέσα στη ψυχή μου ανέκφραστη ευτυχία και θεία μακαριότητα.
     Και, από τον ουρανό, σαν να είχε βάλει ο Θεός ένα τεράστιο «χωνί» κι έριχνε μέσα στην καρδιά μου τη θεία Του μακαριότητα. Δηλαδή, «κατέβαιναν» γνώσεις, πολλές ουράνιες γνώσεις, ακατάληπτη αγαλλίαση, γλυκύτητα, έκπληξη και δάκρυα πολλά. Κι εγώ, ξετρελάθηκα! «Τι, ευλογία Θεού!».

     (22) Δεν ξέρω πόση ώρα καθηλώθηκα εκεί και δεν μπορούσα να φύγω, έως ότου υπεστάλη κάπως η Χάρη και, έτσι, μπόρεσα και πήγα μέσα στο κελί μου σιγά-σιγά. Και αφού σταμάτησε λίγο, έπιασα κι έγραψα καθ’ υπαγόρευση εσωτερική. Έγραψα τα πολλαπλά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και τα έστειλα σε μια μοναχή. Και μου έρχεται ο λογισμός: «Να, το “τσουβάλι” της Χάριτος του Γέροντος! Αυτό, είναι! Να, η έμπρακτη πληροφορία ότι ο Γέροντας Ιωσήφ βρήκε παρρησία στον Θρόνο του Θεού!». 


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
(1921–2009)
ΚΑΙ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ ΑΡΙΖΟΝΑΣ
(ΠΡΩΗΝ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ)
(1928–2020)






[(1) Γέροντος Ιωσήφ:
«Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
(Αγώνες–Εμπειρίες–Διδασκαλίες)»
«Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1»,
μέρος 1ο, κεφ. 11ο, σελ. 112–116,
έκδοση Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
Άγιον Όρος 19954.
(2) Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντάς μου
Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης»,
μέρος 2ο, κεφ. ιβ΄,
σελ. 435, 438–439 και 443–447,
κεφ. ιγ΄, σελ. 448–453,
έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου,
Αριζόνα USA, 20081.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου