Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΑΘΩΝΙΤΗ


Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΑΘΩΝΙΤΗ


     Ενώ είχε αρχίσει η ανέγερση «της ιερής και θείας και ψυχοσωτήριας» Μεγίστης Λαύρας, ο πολύπονος κτήτοράς της, ο όσιος Αθανάσιος, είδε να εξαντλούνται τα απαραίτητα χρήματα, τρόφιμα και λοιπά υλικά. Ο ίδιος δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους τεχνίτες και τους εργάτες. Δεν είχε τι να τους μαγειρέψει. Τότε απελπισμένος εγκατέλειψε το έργο και ξεκίνησε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα της Αθωνικής Πολιτείας, για να δει τι μπορεί να κάνει…

     Μετά από δυο ώρες πορεία, εμφανίζεται στον κουρασμένο όσιο η Κυρία Θεοτόκος σαν «μια γυναίκα που έλαμπε πιο πολύ κι από τον ήλιο», λέγοντας προς αυτόν:
     —Ειρήνη σε σένα, πάτερ Αθανάσιε! Πού πηγαίνεις;
     Της απαντά ο Όσιος:
     —Στα ενδότερα του Όρους, Κυρία μου!
     Και συνεχίζει με αυστηρό ύφος η Θεοτόκος:
     —Και, γιατί αυτό; Γιατί άφησες το έργο που άρχισες;

     Ο όσιος έμεινε εκστατικός από την εμφάνιση της ολόφωτης μορφής που είχε η παράδοξη αυτή γυναίκα και, με τη σειρά του, δειλά τη ρώτησε:
     —Ποια είσαι εσύ; Πού με γνωρίζεις; Πώς ξέρεις το όνομά μου και με διατάζεις να γυρίσω πίσω; Και με τι και πώς εγώ να συνεχίσω το έργο της Μονής, αφού σώθηκαν όλα τα υλικά;


     Τότε εκείνη του είπε πως είναι η Μητέρα του Κυρίου και πως πρέπει να γυρίσει πίσω για να τελειώσει το έργο που άρχισε. Θα βρει δε, όλες τις αποθήκες της Μονής και τα ταμεία της με χρήματα και ό,τι άλλο χρειαστεί για να τελειώσει η οικοδόμηση του Μοναστηριού.

     Ο όσιος συνέχισε για λίγο ακόμη να εκθέτει τα προβλήματά του:
     —Έρχονται για να γίνουν υποτακτικοί σ’ εμένα μερικοί από τους αδελφούς και, μη μπορώντας εγώ να τους αναπαύσω πνευματικά, φεύγω για να μη τους βλάψω.

     Η Κυρία Θεοτόκος τού λέει και πάλι:
     —Μείνε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και κάνε για λίγο υπομονή. Και γύρισε πίσω για να συνεχίσεις το ιερό και θεάρεστο έργο σου. Καθότι ευδόκησε ο Μονογενής μου Υιός και Θεός, όπως κι εγώ σ’ αυτόν τον τόπο να προκληθεί η σωτηρία πολλών ψυχών. Κι επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος πρόξενος αυτού του γεγονότος εκτός από σένα, εάν γίνεις η αρχή γι’ αυτό. Μονάχα πες μου, ποιό από τα δύο θέλεις να γίνει; Εγώ να γίνω η Ηγουμένη κι εσύ Οικονόμος ή το αντίθετο;
     Ο ταπεινός όσιος, με συντετριμμένη την καρδιά, απάντησε στη Μητέρα του Κυρίου:
     —Κανένα από τα δύο δεν είμαι άξιος να γίνω· είμαι ευτελής και ανάξιος.
     Η Θεοτόκος απάντησε ευθέως:
     —Λοιπόν, άκουσε καλά· από τώρα σε προχειρίζω Ηγούμενο. Κι εγώ θα σου είμαι η Οικονόμος στο Μοναστήρι σε ό,τι κι αν χρειαστείς.

     Ο άγιος Αθανάσιος για να βεβαιωθεί πως όλα αυτά που του ανήγγειλε είναι αληθινά, με αγαθή παρρησία ζήτησε σημείο από τη Χάρη της. Τότε η Δέσποινα του κόσμου τού είπε να χτυπήσει με το οδοιπορικό ραβδί του την πέτρα που ήταν μπροστά τους. Και όταν ο όσιος τη χτύπησε, βγήκε άφθονο νερό, πολύ γευστικό και θεραπευτικό πολλών ασθενειών. Το νερό αυτό μέχρι σήμερα λέγεται «Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου» και ο κόσμος των προσκυνητών που περνάει, πίνει και αισθάνεται γεύση εξαίσια.


     Αμέσως, έπεσε ο Όσιος και προσκύνησε την Παναγία. Και μόλις σηκώθηκε απ’ το μετάνισμά του, δεν βρήκε κανέναν. Κι αφού σημείωσε τον τόπο που στεκότανε, έχτισε εκεί ευκτήριο ναό προς τιμήν της Μητέρας του Σωτήρος, στην Εικόνα της οποίας έγραψε: «Μήτηρ Θεού, η Οικονόμος». Σ’ αυτόν τον ευκτήριο οίκο μέχρι και σήμερα ακόμη, νύχτα και μέρα, άσβεστα καίνε όλο τον χρόνο κερί και κανδήλα.

     Ο όσιος γύρισε πίσω στη Λαύρα και βρήκε, όπως ακριβώς του είπε η Παναγία, όλες τις αποθήκες και τα ταμεία γεμάτα από όλα τα απαραίτητα αγαθά. Μέχρι που τελείωσε το τεράστιο κτητορικό έργο του δεν έλλειψε απολύτως τίποτε από το Μοναστήρι κατά την αψευδή υπόσχεση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και έτσι, με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο, πήρε την ευλογημένη αρχή της η Μεγίστη Λαύρα του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου.


ΤΟ «ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ»


     Ένας ηλικιωμένος γέροντας Λαυριώτης ήταν άρρωστος στο κρεβάτι. Η αρρώστια του κράτησε πολύν καιρό και, μάλιστα, οι Πατέρες τον περίμεναν και να πεθάνει ακόμη. 
     Κάποια ημέρα είπε στον υποτακτικό του να πάει να του φέρει νερό από το Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου. Το καλογέρι πήρε το δοχείο, αλλά βαρέθηκε να πάει ως το αγίασμα και πήγε και πήρε νερό από μια κοντινή βρύση. Περίμενε να περάσει και λίγο η ώρα για να μην καταλάβει ο γέροντάς του ότι όντως δεν πήγε καν στο αγίασμα και, ύστερα, πήγε το νερό στον ασθενούντα και ανυποψίαστο γέροντά του.
     Εκείνος το δέχθηκε μέσα του με πίστη ως αγίασμα, έκανε τον σταυρό του, ήπιε και, όλως παραδόξως, έγινε καλά! Τότε το καλογέρι ελέγχθηκε μέσα του και εξομολογήθηκε την αμαρτία του.
     Έκτοτε οι Πατέρες το εκτάκτως θαυματουργό νερό αυτής της βρύσης το ονόμασαν ευφυώς «αθάνατο νερό»…






[ (1) Παύλου Μοναχού Λαυριώτου:
«Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης»·
Μέρος β΄, Κεφ. ιβ΄, §96, σελ. 138·
Άγιον Όρος, 19952.
(2) «Χαρίσματα και χαρισματούχοι»,
Τόμος 2ος, Κεφ. Η΄, §24, σελ. 137–138·
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου·
Ωρωπός Αττικής, 19967.
(3) «Από την Ασκητική και Ησυχαστική 
Αγιορειτική Παράδοση»,
Μέρος 2ο Περιστατικό Κ΄,
σελ. 351·
Άγιον Όρος, 20111.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου