«ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΧΙΛΙΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
ΚΙ ΟΧΙ Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ!»
ΚΙ ΟΧΙ Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ!»
⁜ ⁜ ⁜
⁜ ⁜ ⁜
ύσε με δάκρυα στα μάτια κι έλεγε: “Άγιοι Πατέρες, γιατί μ’ αφήσατε ορφανό; Εσείς, ήρθατε εδώ στο Άγιον Όρος και, με τις αρετές που κατορθώσατε στην γη, τώρα ξεκουράζεστε και ήδη απολαμβάνετε την δόξα του Κυρίου, ενώ εγώ πάσχω εδώ εξαιτίας των αμαρτιών μου! Γι’ αυτό, Πατέρες μου, σας παρακαλώ! Ικετεύσατε τον Κύριό μας να ελεήσει κι εμένα, και να μ’ αξιώσει να ’ρθώ εκεί όπου είστε κι εσείς”», γράφει ο βιογράφος του Αγίου, ο ιερομόναχος Ευθύμιος.
Θα νόμιζε κανείς, ότι αυτός που τα λέει αυτά, είναι κανένας μεγάλος αμαρτωλός που ζητάει έλεος σε ώρα φόβου, έχοντας επίγνωση των «εγκλημάτων» του σ’ αυτόν τον κόσμο. Εντούτοις, τα λόγια αυτά τα έλεγε ο μεγάλος, ο θείος Νικόδημος, που έζησε σαν άγγελος, που αγωνίστηκε σαν ήρωας και πέθαινε τώρα …σαν αμαρτωλός!
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας πέθαιναν σαν να ήταν οι ίδιοι μεγάλοι αμαρτωλοί και η τελευταία τους πνοή ήταν ολόκληρη ένας στεναγμός! Να, το μεγαλείο της αγιότητας! Να αγνοεί ακόμη κι αυτή η ίδια τον εαυτό της! Και το εκπληκτικότερο, το οποίο, διαφεύγει τις διαστάσεις της ανθρώπινης διάνοιας και που καθίσταται γνωστό μονάχα με την καθαρότητα και την απλότητα της ανθρώπινης ψυχής, είναι, το ότι ένας άγιος θεωρεί με βεβαιότητα τον εαυτό του «άθλιο»!
Είναι,
λοιπόν, σοφό αυτό που είπε, κάποτε, ένας φιλόσοφος: «Το μεγαλείο του ανθρώπου
είναι μεγάλο μόνο και μόνο για τον εξής λόγο: ότι συναισθάνεται τον εαυτό του
άθλιο. Είναι άθλιος, γιατί είναι άθλιος. Αλλά είναι και μεγάλος, γιατί γνωρίζει
ότι είναι άθλιος. Ποιός άλλος θεωρεί τον εαυτό του δύστυχο επειδή δεν είναι
βασιλιάς, εκτός από τον ίδιο τον έκπτωτο βασιλιά;».
⁜ ⁜ ⁜
⁜ ⁜ ⁜
Όλη την
νύχτα της 13ης Ιουλίου προς την 14η Ιουλίου του 1809, ο Όσιος Πατήρ
περιστοιχιζόταν από πλήθος Πατέρων που προσεύχονταν και οδύρονταν για την
οσονούπω στέρηση του Διδασκάλου τους. Ασφαλώς, οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα
ήταν Κολλυβάδες Αγιορείτες που είχαν
έρθει εκεί για να δείξουν την αγάπη και τον σεβασμό τους προς τον «απλανή οδηγό» τους.
Η
περιεκτικότατη σε φιλοσοφικό περιεχόμενο και κατανυκτικότατη αυτή σκηνή των Πατέρων δίπλα στον Όσιο Νικόδημο, φέρνει στην μνήμη μας εκείνη την ωραία και
πολλή εκφραστική παράσταση της «Κοιμήσεως
του Αγίου Εφραίμ του Σύρου» από την Κρητική Σχολή, με την πληθύ των μοναχών,
έχοντες στα υποβλητικά από την άσκηση πρόσωπά τους διάχυτη την πνευματική θλίψη
και το χαροποιό πένθος. Όλα, όμως, μετρημένα. Όλα, πνευματικά.
«Κατά την έκτη ώρα της νύχτας, σε ερώτηση των αδελφών “πώς είσαι, Διδάσκαλε;”, ο Όσιος Νικόδημος αποκρίθηκε με σβησμένη την φωνή και με τα μάτια του στραμμένα προς την βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Παρθένου, για την εξύψωση της Οποίας, δέχθηκε τόσους και τόσους ονειδισμούς: “Αποθνήσκω, αποθνήσκω, αποθνήσκω! Όμως, σας παρακαλώ, μεταλάβετέ με!”.
Αφού ευτρεπίστηκε κατάλληλα ο Όσιος, μετέλαβε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και, μετά από λίγο, τον βρήκαν να έχει τα χέρια του σταυρωμένα και τα πόδια απλωμένα επί της κλίνης. “Διδάσκαλε”, τον ρώτησαν, “πώς είσαι; Τί κάνεις;”. Κι αυτός αποκρίθηκε: “Τον Χριστό έβαλα μέσα μου! Πώς να μην ησυχάσω, τώρα;”. Κι αφού για λίγο συνομίλησε μαζί τους, κατόπιν σιώπησε».
Έτσι, λοιπόν, την 14η Ιουλίου του έτους 1809, μέσα σ’ ένα απέριττο Κελλί του Αγίου Όρους, ανάμεσα σε αγαπημένους κατά πνεύμα αδελφούς και τέκνα, «καθώς ανέτελλε επάνω στην γη ο αισθητός ήλιος» –γράφει ο πρώτος βιογράφος του Οσίου Νικοδήμου, Ευθύμιος–, «βασίλευε ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλλειψε ο πύρινος στύλος που οδηγούσε τον νέο Ισραήλ προς την ευσέβεια. Κρύφτηκε η νεφέλη που δρόσιζε αυτούς που καίγονταν μέσα στον καύσωνα των αμαρτιών. Πένθησαν οι φίλοι, οι γνωστοί κι όλοι οι χριστιανοί. Μάλιστα δε, ένας από αυτούς, αν και αγράμματος, είπε, τότε, τον παρακάτω αυθόρμητο αλλά σπουδαίο λόγο, υποδηλώνοντας και δια της καλοκάγαθης υπερβολής την μεγάλη πνευματική αξία του άρτι κοιμηθέντος Πατρός: “Πατέρες μου, καλύτερα να πέθαιναν σήμερα χίλιοι χριστιανοί κι όχι ο Νικόδημος!”…».
Το άγιο σκήνωμά του, τάφηκε κάτω από την σκιά πυκνόσκιων καστανιών, κοντά στο ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου, στο Κελλί των αγαπημένων του Κολλυβάδων Πατέρων, των «Σκουρταίων».
«Κατά την έκτη ώρα της νύχτας, σε ερώτηση των αδελφών “πώς είσαι, Διδάσκαλε;”, ο Όσιος Νικόδημος αποκρίθηκε με σβησμένη την φωνή και με τα μάτια του στραμμένα προς την βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Παρθένου, για την εξύψωση της Οποίας, δέχθηκε τόσους και τόσους ονειδισμούς: “Αποθνήσκω, αποθνήσκω, αποθνήσκω! Όμως, σας παρακαλώ, μεταλάβετέ με!”.
Αφού ευτρεπίστηκε κατάλληλα ο Όσιος, μετέλαβε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και, μετά από λίγο, τον βρήκαν να έχει τα χέρια του σταυρωμένα και τα πόδια απλωμένα επί της κλίνης. “Διδάσκαλε”, τον ρώτησαν, “πώς είσαι; Τί κάνεις;”. Κι αυτός αποκρίθηκε: “Τον Χριστό έβαλα μέσα μου! Πώς να μην ησυχάσω, τώρα;”. Κι αφού για λίγο συνομίλησε μαζί τους, κατόπιν σιώπησε».
Έτσι, λοιπόν, την 14η Ιουλίου του έτους 1809, μέσα σ’ ένα απέριττο Κελλί του Αγίου Όρους, ανάμεσα σε αγαπημένους κατά πνεύμα αδελφούς και τέκνα, «καθώς ανέτελλε επάνω στην γη ο αισθητός ήλιος» –γράφει ο πρώτος βιογράφος του Οσίου Νικοδήμου, Ευθύμιος–, «βασίλευε ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλλειψε ο πύρινος στύλος που οδηγούσε τον νέο Ισραήλ προς την ευσέβεια. Κρύφτηκε η νεφέλη που δρόσιζε αυτούς που καίγονταν μέσα στον καύσωνα των αμαρτιών. Πένθησαν οι φίλοι, οι γνωστοί κι όλοι οι χριστιανοί. Μάλιστα δε, ένας από αυτούς, αν και αγράμματος, είπε, τότε, τον παρακάτω αυθόρμητο αλλά σπουδαίο λόγο, υποδηλώνοντας και δια της καλοκάγαθης υπερβολής την μεγάλη πνευματική αξία του άρτι κοιμηθέντος Πατρός: “Πατέρες μου, καλύτερα να πέθαιναν σήμερα χίλιοι χριστιανοί κι όχι ο Νικόδημος!”…».
Το άγιο σκήνωμά του, τάφηκε κάτω από την σκιά πυκνόσκιων καστανιών, κοντά στο ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου, στο Κελλί των αγαπημένων του Κολλυβάδων Πατέρων, των «Σκουρταίων».
Ένα
απέριττος ξύλινος σταυρός δήλωνε με πολλή λιτότητα γι’ αυτόν τον Όσιο Πατέρα
που κοιμήθηκε με την ενδόμυχη ελπίδα της Αναστάσεως: «Ἐνδάθε
κεῖται Μοναχὸς Νικόδημος, ἐκ Ναξίας. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ 14ῃ Ἰουλίου 1809, εἰς
ἡλικίαν 60 ἐτῶν».
Μάλιστα δε, ο «Μεγαλοπρεπής» Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1834–1912), στέκονταν με δέος και με θαυμασμό μπροστά της, αναλογιζόμενος το «τί» ακριβώς πρόσφερε ο θείος Νικόδημος στην Εκκλησία. Και, κλίνοντας γόνυ καρδιάς και σώματος για να την ασπασθεί, έλεγε: «Ποιό καταραμένο στόμα λέει ότι δεν αγίασες, ω, Νικόδημε;!».
⁜ ⁜ ⁜
⁜ ⁜ ⁜
Μετά
την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, έγραψαν επάνω στην αγία κάρα του –αυτό,
το ταμείο της θείας σοφίας! – σύμφωνα με την επιθυμία που ο ίδιος εξέφρασε, το:
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Οι
προσκυνητές του Αγίου Όρους, έκτοτε, θεωρούσαν απαραίτητο, όπως άλλωστε γίνεται
και μέχρι σήμερα, να περάσουν από το Κελλί των «Σκουρταίων» για ν’ ασπασθούν την κάρα του Αγίου Νικοδήμου που
αποπνέει ευωδία αγιότητας σε όσους, με καθαρή την συνείδηση, προσέρχονται προς
αυτήν. Μάλιστα δε, ο «Μεγαλοπρεπής» Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1834–1912), στέκονταν με δέος και με θαυμασμό μπροστά της, αναλογιζόμενος το «τί» ακριβώς πρόσφερε ο θείος Νικόδημος στην Εκκλησία. Και, κλίνοντας γόνυ καρδιάς και σώματος για να την ασπασθεί, έλεγε: «Ποιό καταραμένο στόμα λέει ότι δεν αγίασες, ω, Νικόδημε;!».
Ο θείος
έρωτας του Αγίου Νικοδήμου προς την Υπεραγία Θεοτόκο, είναι θερμότατος και
εφάμιλλος προς εκείνη την αγάπη και την βαθειά ευλάβεια που αισθάνονταν όλοι οι
Άγιοι Πατέρες προς το σεπτό πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου. Σε όλα του τα
πνευματικότατα έργα, ο Όσιος, βρίσκει πάντα έναν εμπνευσμένο τρόπο για να
υμνήσει την Παναγία, γενόμενος ο ίδιος, όπως λέγει και ο Άγιος Διονύσιος ο
Αρεοπαγίτης, «θεόληπτος, ἔκδημος ὅλος,
ὅλος ἐξιστάμενος, ἱερωμένος Θεῷ».
Επιπλέον, ως γνήσιος Αγιορείτης που είναι, αισθάνεται άπειρη ευγνωμοσύνη προς την Παναγία Παρθένο, έχοντας σαν εχέγγυο της δικής του σωτηρίας, την «πολλὰ ἰσχύουσαν» πρεσβεία Της προς τον Υιόν Της, σύμφωνα με τις υποσχέσεις που έδωσε Αυτή η Ίδια προς τον Άγιο Πέτρο τον Αθωνίτη. Έτσι, έπλεξε δεκατέσσερις –ήδη, γνωστούς σ’ εμάς– Ασματικούς Κανόνες, μέσα στους οποίους, ο Θεοτοκόφιλος Νικόδημος, εκχέει όλη του την ευγνωμοσύνη προς την Κυρία Θεοτόκο, όλη του την χαρά και την λατρεία του, με τρυφερές ικεσίες και επικλήσεις, με αιθέριες θεολογικές συλλήψεις, με υψηλές ποιητικές στροφές, με ενθεαστικούς αλλαλαγμούς της ψυχής του.
Με την Παναγία βρισκόταν σε μία συνεχή «αδολεσχία» και ζούσε –στην κυριολεξία– με τ’ όνομά Της! Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε «πώς» η Μήτηρ του Κυρίου και μέσω «ποιών» αποκαλύψεων αντάμειβε τον διαπρύσιο υμνητή Της. Μονάχα διέφυγε από την όλη σιγή του σεμνού βίου του –νηπτική και φιλόκαλη σιγή, που οφειλόταν στην μεγάλη ταπείνωση του Αγίου– ένας θαυμαστός «αδόμενος λόγος» που έφτασε μέχρι σ’ εμάς, σαν προφορική παράδοση μεταξύ των Αγιορειτών Μοναχών, σύμφωνα με την οποία, όσο διάστημα ο Άγιος Νικόδημος συνέγραφε για την Παναγία μας, Αυτή, εμφανίστηκε κάποτε προς αυτόν και του είπε φιλόστοργα: «Σε ευλογώ, παιδί Μου, Νικόδημε, και σε ενισχύω να γράφεις!»…
Πολύ ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα από τα αξιοσημείωτα και βαρυσήμαντα που γράφει η πνευματοκίνητη γραφίδα του Αγίου Νικοδήμου για την Κυρία μας Θεοτόκο.
Επιπλέον, ως γνήσιος Αγιορείτης που είναι, αισθάνεται άπειρη ευγνωμοσύνη προς την Παναγία Παρθένο, έχοντας σαν εχέγγυο της δικής του σωτηρίας, την «πολλὰ ἰσχύουσαν» πρεσβεία Της προς τον Υιόν Της, σύμφωνα με τις υποσχέσεις που έδωσε Αυτή η Ίδια προς τον Άγιο Πέτρο τον Αθωνίτη. Έτσι, έπλεξε δεκατέσσερις –ήδη, γνωστούς σ’ εμάς– Ασματικούς Κανόνες, μέσα στους οποίους, ο Θεοτοκόφιλος Νικόδημος, εκχέει όλη του την ευγνωμοσύνη προς την Κυρία Θεοτόκο, όλη του την χαρά και την λατρεία του, με τρυφερές ικεσίες και επικλήσεις, με αιθέριες θεολογικές συλλήψεις, με υψηλές ποιητικές στροφές, με ενθεαστικούς αλλαλαγμούς της ψυχής του.
Με την Παναγία βρισκόταν σε μία συνεχή «αδολεσχία» και ζούσε –στην κυριολεξία– με τ’ όνομά Της! Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε «πώς» η Μήτηρ του Κυρίου και μέσω «ποιών» αποκαλύψεων αντάμειβε τον διαπρύσιο υμνητή Της. Μονάχα διέφυγε από την όλη σιγή του σεμνού βίου του –νηπτική και φιλόκαλη σιγή, που οφειλόταν στην μεγάλη ταπείνωση του Αγίου– ένας θαυμαστός «αδόμενος λόγος» που έφτασε μέχρι σ’ εμάς, σαν προφορική παράδοση μεταξύ των Αγιορειτών Μοναχών, σύμφωνα με την οποία, όσο διάστημα ο Άγιος Νικόδημος συνέγραφε για την Παναγία μας, Αυτή, εμφανίστηκε κάποτε προς αυτόν και του είπε φιλόστοργα: «Σε ευλογώ, παιδί Μου, Νικόδημε, και σε ενισχύω να γράφεις!»…
Πολύ ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα από τα αξιοσημείωτα και βαρυσήμαντα που γράφει η πνευματοκίνητη γραφίδα του Αγίου Νικοδήμου για την Κυρία μας Θεοτόκο.
Γράφει,
λοιπόν, ο Άγιος, ότι·
«Tρία πράγματα δεν μπόρεσε
να κάνει ο Θεός τελειότερα, παρ’ όλη την Παντοδυναμία Του:
α΄) την Ενανθρώπηση του Υιού Του,
β΄) την Θεομητερική μεγαλειότητα της Παρθένου Μαρίας, και,
γ΄) την δόξα των Δικαίων στην Μέλλουσα Ζωή».
α΄) την Ενανθρώπηση του Υιού Του,
β΄) την Θεομητερική μεγαλειότητα της Παρθένου Μαρίας, και,
γ΄) την δόξα των Δικαίων στην Μέλλουσα Ζωή».
Ο
σπουδαίος ιστορικός Σωφρόνιος
Ευστρατιάδης, πρώην Λεοντουπόλεως (1878–1947), αφού μελέτησε το έργο του Αγίου
Νικοδήμου, αποφαίνεται ότι αυτός «είναι ο
διαπρεπέστερος και ο σοφώτερος των Αγιορειτών Πατέρων, των νεώτερων χρόνων.
Τύπος ασκητικός και αποστολικός, ακένωτο ταμείο εκκλησιαστικών γνώσεων, κατά την
ευαγγελική φιλοπονία και αυταπάρνηση, υπήρξε ζηλωτής των μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας που αναλώθηκε “ὡσεὶ κηρὸς” για να φωτίσει τους ευσεβείς, να
καταλαμπρύνει τον Μοναχικό βίο με πνευματικά κατορθώματα και με αγώνες που
είναι ισοστάσιοι με τους αγώνες των μεγάλων Διδασκάλων της ευσεβείας, τα ίχνη
των οποίων, ο ίδιος ακολούθησε. Η ακόρεστη δίψα του για τον φωτισμό του Γένους,
για την διδασκαλία των πιστών, η καιόμενη και φλογερή πίστη του προς τον Χριστό
και η αγάπη του για την Εκκλησία, τον ώθησαν σε υψηλά αγωνίσματα, σε ιερή
διακονία και, λάμποντας σαν τον λύχνο που φέγγει μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας,
χαροποίησε τα μοναχικά τάγματα και τις χριστιανικές καρδιές. Γεμάτος από κάθε
είδους χάρη, γέμισε τις αποθήκες της Εκκλησίας με τους πνευματικούς καρπούς της
διανοίας του».
«Μόχθησε μέχρι θανάτου για τον φωτισμό του Γένους και μακάρι να φαινότανε ένας Νικόδημος σε κάθε αιώνα! Η συγγραφική του γονιμότητα προξενεί κατάπληξη!», γράφει ο λόγιος, ιστοριοδίφης και Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Θρόνου, Μανουήλ Γεδεών (1851–1943).
«Όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία, ευχαριστεί τον Κύριο» –γράφει ο Χιβαρίν– «γιατί χάρισε σε Αυτήν, νέον, ουράνιο υπερασπιστή!».
Ας αναγνωρίσουμε κι εμείς αυτό το μεγαλείο του Πατρός ημών και Διδασκάλου Νικοδήμου του Αγιορείτου και, τουλάχιστον, ας του δώσουμε εκείνη την θέση που τού ’δωσαν ακόμη και οι εχθρικοί προς αυτόν κύκλοι του Βατικανού, ομολογώντας: «Μετά από πολλούς αιώνες, δόξασε την Εκκλησία!...».
«Μόχθησε μέχρι θανάτου για τον φωτισμό του Γένους και μακάρι να φαινότανε ένας Νικόδημος σε κάθε αιώνα! Η συγγραφική του γονιμότητα προξενεί κατάπληξη!», γράφει ο λόγιος, ιστοριοδίφης και Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Θρόνου, Μανουήλ Γεδεών (1851–1943).
«Όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία, ευχαριστεί τον Κύριο» –γράφει ο Χιβαρίν– «γιατί χάρισε σε Αυτήν, νέον, ουράνιο υπερασπιστή!».
Ας αναγνωρίσουμε κι εμείς αυτό το μεγαλείο του Πατρός ημών και Διδασκάλου Νικοδήμου του Αγιορείτου και, τουλάχιστον, ας του δώσουμε εκείνη την θέση που τού ’δωσαν ακόμη και οι εχθρικοί προς αυτόν κύκλοι του Βατικανού, ομολογώντας: «Μετά από πολλούς αιώνες, δόξασε την Εκκλησία!...».
[(1) Μοναχού
Θεοκλήτου Διονυσιάτου (†7/1/2006): «Άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης (Ο βίος και τα έργα του, 1749–1809)», κεφ. ΧΙ, §5,
σελ. 245–252 και κεφ. XVI, §2–§3, σελ. 352–359, «Αστήρ», Αθήνα 19903.
(2)
Στην πρώτη επάνω υπότιτλη φωτογραφία: χαρακτικό του Ιωάννου
Αντωνίου Ζουλιάνη, σχετικά πρώιμο καλλιτέχνημα, εννιά μόλις χρόνια μετά την
εκδημία του Οσίου Πατρός (Βενετία, 1818). Φιλοτεχνημένο ειδικά για την έκδοση
του «Συναξαριστοῦ τῶν ιβ΄ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ»·
φιλάγιο πόνημα του Αγίου Νικοδήμου το οποίο εκδόθηκε μετά από μία ενδεκαετία
από την σεπτή κοίμησή του.
Στο κέντρο, την ειρηνική και φωτεινή μορφή του Αγίου, την
περιστοιχίζει η κυκλοτερής επιγραφή με τα εξής γραφόμενα: «Ὁ ἐν Μοναχοῖς Διδάσκαλος Νικόδημος Ἁγιορείτης, ὁ ἐκ τῆς νήσου Νάξου,
ἐτῶν ξ΄ (=60). Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ἐν
ἔτει αωθ΄(=1809). Ἐν μηνὶ Ἰουλίου ιδ΄
(=14)».
Επίσης, στο κάτω μέρος διαβάζουμε την εξής τετράστιχη
έμμετρη επιγραφή:
«Τίς Νικόδημος
οὗτος οὗ κλέος μέγα;
»Ἐν Ὀρθοδόξοις
καὶ σοφοῖς Ὅρους Ἄθω;
»Ὃς τήν δε
Βίβλον τάξεν, φίλε;
»Νάξιος,
ἀνήρ. Εὖγε τῆς εὐφυΐας!»
(=Ποιός είναι αυτός ο Νικόδημος που είναι η μεγάλη
δόξα για τους Ορθοδόξους και για τους Πατέρες του Άθω; Είναι αυτός που σύνταξε
αυτό το βιβλίο, φίλε μου. Άνδρας, που κατάγεται από την Νάξο. Μπράβο, στην
ευφυΐα του!).
Η παρούσα πραεία προσωπογραφία του Οσίου Νικοδήμου,
αποτελεί πλέον ένα αγιολογικής αξίας τερπνό καλλιτέχνημα, εσαεί συναδόμενο με την
καλογερική και λόγια μορφή του Αγίου Πατρός: το καύχημα της Νάξου, το ιερό
σέμνωμα της Αθωνικής Πολιτείας, το αγλάΐσμα όλων των πιστών και η ζωντανή
πυξίδα των φιλόθεων λογίων, των καλών συγγραφέων και των ειλικρινών εραστών των
ιερών του Θεού γραμμάτων.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, διόρθωση, πληκτρολόγηση και μεταφορά κειμένων στη δημοτική: π. Δαμιανός.]
(3) Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, διόρθωση, πληκτρολόγηση και μεταφορά κειμένων στη δημοτική: π. Δαμιανός.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου