Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ, Ο ΠΡΩΗΝ ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ,
Ο ΠΡΩΗΝ ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ 


[1] ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ1

     Το όνομά του, ήταν Γιουσούφ Αμπτνούλ Ογκλί. Ήταν Τούρκος μουσουλμάνος από το Μπιτλίς, κοντά στο Ερζερούμ. Γεννήθηκε το 1820. Ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία, μια σειρά από θαύματα και όνειρα τον έκαναν να ενδιαφερθεί για τον Χριστιανισμό, τον οποίον αρχικά γνώρισε στην αρμένικη εκδοχή του, λόγω γειτνίασης και φιλίας με Αρμένιους χριστιανούς.
     Στο Ικόνιο, όπου υπηρετούσε ως ταγματάρχης του Τουρκικού Στρατού, προσπάθησε να γνωρίσει μεταφυσικές εμπειρίες, ακολουθώντας την παράδοση των δερβίσηδων. Όμως όλες οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες, αφήνοντάς τον πνευματικά κενό.
     Στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1853–1856), αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην Ρωσία. Αυτό, του έδωσε την ευκαιρία να μάθει για την Ορθοδοξία και, μάλιστα, να την γνωρίσει από κοντά, να μιλήσει με άξιους ιερείς, καθώς και με τον Όσιο Φιλάρετο, τον διά Χριστόν Σαλό που ζούσε στην Τούλα. Απόκτησε επίσης μερικά βιβλία και εικόνες.
     Όταν απελευθερώθηκε, επέστρεψε στο Ερζερούμ, κοντά στην σύζυγο και στο παιδί του, νιώθοντας όμως πλέον να είναι μέσα στην καρδιά του χριστιανός και όχι μουσουλμάνος. Προσευχόταν διαβάζοντας τους χαιρετισμούς στον Χριστό και στην Παναγία κοντά στις εικόνες Τους και στην εικόνα του Αγίου Νικολάου, τον οποίον ευλαβούνταν ιδιαίτερα. Συναντούσε επίσης κρυφά χριστιανούς και συζητούσαν για την Χριστιανική Πίστη.
     Ο πεθερός του, όμως, που ήταν μουφτής, έμαθε για το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό και για τα βιβλία που διάβαζε και τον κατάγγειλε στις Αρχές. Συνελήφθη, καθαιρέθηκε από αξιωματικός και καταδικάστηκε σε διακόσιους ραβδισμούς! Στο χείλος του θανάτου, παρέμεινε στο νοσοκομείο για έξι μήνες, ενώ τα φρικτά σημάδια δεν έσβησαν ποτέ από το σώμα του (και η θέα τους ακόμη, συγκλόνισε τους Μοναχούς της Όπτινα όταν, μετά την κοίμησή του, το 1893, του έβγαλαν τα ρούχα για να τον αλλάξουν).
     Φυλακίστηκε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, που τις επιδείνωνε η συμπεριφορά των συγκρατουμένων του. Στην συνέχεια, μετά από μετακινήσεις και περιπέτειες, στον δρόμο για την εξορία, κάποιοι Αρμένιοι χριστιανοί δωροδόκησαν τον συνοδό του και πέτυχαν έτσι την απελευθέρωσή του.
     Μετά από νέες περιπέτειες, ταξίδια, οδοιπορίες και κυνηγητά, αφού είχε ταξιδέψει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατέφυγε ξανά στην Ρωσία, όπου τελικά, το 1874, εκπλήρωσε τον πολυετή πόθο του και βαφτίστηκε Χριστιανός. Μπαίνοντας στον Ναό του Αγίου Νικολάου του Καραντίν για την βάφτισή του, αναγνώρισε έκπληκτος την Εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του Αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.
     Ταξίδεψε για κάποια χρόνια μέσα στην Ρωσία ως προσκυνητής και, περνώντας από το σπουδαίο Μοναστήρι της Όπτινα (αυτό, το φυτώριο αγίων!), μίλησε με τον μεγάλο Πνευματικό Διδάσκαλο της Ρωσίας, Άγιο Αμβρόσιο, ο οποίος του πρότεινε να μονάσει εκεί. Έτσι, εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής, με την καθοδήγηση δύο άλλων μεγάλων Αγίων: των Γερόντων Ανατολίου και Βαρσανουφίου. Με προτροπή του Αγίου Ανατολίου, διηγήθηκε λεπτομερώς την πολύπαθη ζωή του στον Άγιο Βαρσανούφιο, ο οποίος, καθώς φαίνεται, την κατέγραψε στο χειρόγραφο που έφτασε ως εμάς.
     Ως Μοναχός, αγωνίστηκε σκληρά στην επιστήμη της Νοεράς Προσευχής, αντιμετώπισε σκληρές δαιμονικές επιθέσεις και αξιώθηκε σε ουράνιες οπτασίες, τις οποίες κοινοποίησε στον Πνευματικό του, τον Άγιο Βαρσανούφιο.
     Κοιμήθηκε στις 18 Αυγούστου του 1893 και οι Γέροντες Ανατόλιος και Βαρσανούφιος αναγνώρισαν ότι όντως ήταν άγιος. Στο πρόσωπό του αναφέρθηκε αργότερα και ο σπουδαίος Ρώσος πνευματικός συγγραφέας Σέργιος Νείλος (1862–1929) στο βιβλίο του «Ουράνιες φωνές» (Τσάρσκογιε Σελό, 1905).
     Η συγκλονιστική βιογραφία του οσίου Μοναχού Νικολάου του «Τούρκου», εκδόθηκε πριν από λίγα χρόνια στην Ρωσία και μεταφράστηκε στα Ελληνικά, όπου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ακρίτας» (Στάρετς Βαρσανουφίου: «Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα»).
     Ακολουθεί η συγκλονιστική πνευματική –θεοπτική!– εμπειρία του Μοναχού Νικολάου, έτσι όπως τόσο γλαφυρά μάς την καταγράφει ο ίδιος με την δύναμη του βιωματικού του λόγου…


[2]  «ΓΕΜΙΣΑ ΕΓΩ ΑΠΟ ΘΕΙΕΣ ΟΡΑΣΕΙΣ»2

     «Την Πέμπτη 13 Μαΐου, γύρω στις τρεις την νύχτα, άρχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς του Αγίου Νικολάου. Ο Κύριος μού έστειλε τέτοια ευλογία, που είχα πολλά δάκρυα. Όλο το βιβλίο, έγινε μούσκεμα από τα δάκρυά μου. Όταν τελείωσα τον όρθρο, άρχισα να διαβάζω τον 50ό Ψαλμό “Ἐλέησόν με ὁ Θεός…” και, μετά, το Σύμβολο της Πίστεως. Το διάβασα όλο και το τελείωσα με τις λέξεις “προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν”. Εκείνη την στιγμή, κάποιο αόρατο χέρι πήρε τα δικά μου χέρια, τα σταύρωσε και το κεφάλι μου περικυκλώθηκε από φωτιά που έμοιαζε με το κίτρινο χρώμα του ουράνιου τόξου. Αυτή η φωτιά δεν με έκαιγε, αλλά γέμιζε όλο το σώμα μου με ανείπωτη χαρά· τέτοια χαρά, που δεν είχα νιώσει ποτέ! Αυτή την χαρά, δεν μπορούμε να την συγκρίνουμε με καμμιά άλλη χαρά του κόσμου τούτου. Δεν θυμάμαι, μάλιστα, πότε και πώς είδα τον εαυτό μου να μεταφέρεται σε κάποια άλλη, θαυμάσια και πανέμορφη περιοχή, σ’ ένα τοπίο γεμάτο φως. Δεν έβλεπα σ’ αυτή την περιοχή τίποτα απ’ όσα έχω δει πάνω στην γη. Έβλεπα μόνο μία, χωρίς όρια, θάλασσα φωτός.
     Εκείνη την στιγμή, εμφανίστηκαν δίπλα μου, από την αριστερή πλευρά, δύο άνθρωποι. Ο ένας, ήταν νέο παλικάρι· ο άλλος, ήταν γέροντας. Πήρα, τότε, την πληροφορία ότι ο ένας ήταν ο Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός3 και ο άλλος ήταν ο μαθητής του ο Άγιος Επιφάνιος. Και οι δύο, ήταν αμίλητοι. Αμέσως, είδα μπροστά μου ένα παραπέτασμα χρώματος μπορντό. Κοίταξα ψηλότερα πάνω από αυτό το παραπέτασμα και είδα τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καθόταν σε θρόνο και ήταν ντυμένος με πολύτιμα άμφια που έμοιαζαν με του αρχιερέως και στο κεφάλι Του φορούσε μίτρα. Δεξιά του Κυρίου, στεκόταν η Παναγία και αριστερά ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, φορώντας ρούχα που έμοιαζαν με αυτά των εικόνων. Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος, κρατούσε στο ένα χέρι του τον Σταυρό του Κυρίου. Αριστερά και δεξιά του Κυρίου, είδα δύο πανέμορφους νέους που έλαμπαν από χαρά και κρατούσαν ρομφαίες, όλο φως. Εκείνη την στιγμή, η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά! Κοιτούσα τον Σωτήρα και ένιωθα αγαλλίαση, μόνο και μόνο που μπορούσα να βλέπω το πρόσωπό Του. Ο Κύριος φαινόταν στην ηλικία των τριάντα περίπου χρόνων. Έτσι, συνειδητοποίησα ότι, εγώ, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, ο χειρότερος και από τον σκύλο, αξιώθηκα από τον Κύριο μια τέτοια φιλανθρωπία· να βρίσκομαι μπροστά στον θρόνο της δόξας Του! Ο Κύριος με κοίταζε με τρυφερότητα, λες και ήθελε να μου δώσει δύναμη. Με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσε και η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Αλλά ούτε από τον Κύριο, ούτε από την Παναγία, ούτε από τον Τίμιο Πρόδρομο αξιώθηκα να ακούσω έστω και μία λέξη. […]


[3]  «ΤΑ ΚΑΛΛΗ ΤΩΝ ΑΘΕΑΤΩΝ»4

     «Ξαφνικά, βρέθηκα σ’ έναν άλλο τόπο που είδα και την πρώτη φορά. Τους Αγίους Ανδρέα και Επιφάνιο δεν τους είχα πια δίπλα μου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τί ομορφιά υπήρχε σ’ αυτή την τοποθεσία. Μια ομορφιά, που δεν περιγράφεται και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Είναι όπως εμείς, κάποιες φορές, συναντάμε μεγάλη δυσκολία για να περιγράψουμε την ομορφιά της γης και δεν βρίσκουμε λόγια και, αναγκαστικά τότε, παίρνουμε χρώματα και ήχους προσπαθώντας να την περιγράψουμε με αυτά τα μέσα. Πώς λοιπόν, εγώ ο φτωχός, μπορώ να περιγράψω τις ομορφιές του Παραδείσου; Είναι εξαιρετικά φτωχή η γλώσσα του ανθρώπου, για να περιγράψει την θαυμάσια αυτή εικόνα.
     Είδα εκεί μεγάλα, πανέμορφα δέντρα, γεμάτα καρπούς. Ήταν το ένα πλάϊ στο άλλο, σαν δεντροφυτεμένος δρόμος. Από πάνω, τα δέντρα αυτά ένωναν τα κλαδιά τους και δημιουργούσαν ένα καταπράσινο θόλο. Ο δρόμος, ήταν στρωμένος με κάτι που έμοιαζε με καθαρό χρυσάφι. Η γη, έλαμπε. Στα δέντρα, υπήρχαν πολλά πουλιά που έμοιαζαν λίγο με τα πουλιά των τροπικών χωρών, αλλά ήταν πολύ πιο όμορφα. Το κελάηδημα αυτών των πουλιών ήταν πολύ αρμονικό και καμμιά μουσική της γης δεν μπορεί να συγκριθεί με την γλυκύτητα αυτών των ήχων. Κελαηδούσαν χωρίς λόγια.
     Σ’ αυτόν τον μεγάλο κήπο, υπήρχε κι ένας ποταμός. Το νερό, ήταν πεντακάθαρο. Στο βάθος, ανάμεσα στα δέντρα, πρόσεξα όμορφες μονές. Έμοιαζαν με παλάτια. Θύμιζαν λίγο τα παλάτια που είχα δει κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, μόνο που αυτές οι μονές ήταν απερίγραπτης ομορφιάς. Το χρώμα των τοίχων, ήταν μωβ κι έμοιαζαν με το ρουμπίνι. Ο Παράδεισος μού θύμιζε κάπως την Σκήτη μας στην Όπτινα, όπου τα κελλιά των Μοναχών βρίσκονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και, ανάμεσά τους, υπάρχουν οπωροφόρα δέντρα. Ποιός έφτιαξε την Σκήτη μας με αυτό το σχέδιο, δεν ξέρω.
     Ο Παράδεισος, ήταν περιτριγυρισμένος από έναν τοίχο. Εγώ είδα μόνον την νότια πλευρά. Στον τοίχο, διάβασα τα ονόματα των Δώδεκα Αποστόλων. Δεν θυμάμαι σε ποιά γλώσσα ήταν γραμμένα. Είδα, επίσης, κι έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος με λαμπρά ρούχα και καθόταν σ’ έναν θρόνο λευκού χρώματος. Ήταν περίπου 60 χρονών αλλά το πρόσωπό του, παρ’ όλο που ήταν άσπρα τα μαλλιά του, ήταν σαν πρόσωπο ενός παλικαριού. Γύρω του, ήταν πάρα πολλοί φτωχοί, στους οποίους μοίραζε κάτι. Τότε μια φωνή μού είπε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων. Εκτός απ’ αυτόν, δεν αξιώθηκα να δω κανέναν άλλον από τους Αγίους του Παραδείσου.
     Στην μέση του Παραδείσου, είδα τον ζωοποιό Σταυρό με τον Εσταυρωμένο Κύριο. Ένα αόρατο χέρι μού υπέδειξε να προσκυνήσω τον Σταυρό. Πράγματι, γονάτισα μπροστά στον Σταυρό και, καθώς προσκυνούσα, γέμισε η καρδιά μου από ουράνια γλυκύτητα! Σαν μια θερμή φλόγα να γέμισε όλο το σώμα μου.
     Ύστερα απ’ αυτό, είδα μια μεγάλη μονή που έμοιαζε με τις άλλες μονές του Παραδείσου, μόνο που ήταν πολύ πιο όμορφη σε σύγκριση με τις άλλες. Η στέγη έμοιαζε με τον θόλο της εκκλησίας και ήταν τόσο ψηλή, που χανόταν στον ουρανό. Σ’ αυτή την μονή, σ’ έναν εξώστη, είδα θρόνο περίλαμπρο όπου καθόταν η Βασίλισσα των Ουρανών. Γύρω Της, υπήρχαν πολύ όμορφοι νέοι με λαμπρά, κατάλευκα ρούχα και κρατούσαν στα χέρια τους αντικείμενα που έμοιαζαν με σκήπτρα, αλλά δεν ξεχώριζα τί ήταν ακριβώς. Η Βασίλισσα των Ουρανών ήταν ντυμένη με τα ίδια ρούχα που συνήθως ζωγραφίζεται στις εικόνες, μόνον που ήταν πολύχρωμα. Στο κεφάλι Της, φορούσε στέμμα βασιλικό. Η Βασίλισσα των Ουρανών με κοίταξε και κάτι μου έλεγε με τρυφερότητα, αλλά δεν αξιώθηκα ν’ ακούσω τα λόγια Της.
     Έπειτα κι απ’ αυτή την οπτασία, αξιώθηκα να “θεωρήσω” την Αγία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι όπως απεικονίζονται στις άγιες εικόνες, δηλαδή τον Πατέρα σαν σεβάσμιο γέροντα, τον Υιό σαν νεότερο άνδρα που κρατούσε στο δεξί χέρι τον ζωοποιό Σταυρό και το Άγιον Πνεύμα που έμοιαζε με περιστέρι. Την οπτασία της Αγίας Τριάδας την είδα στον αέρα. Μου φάνηκε πως περπατούσα πολύ χρόνο μέσα στον Παράδεισο απολαμβάνοντας ομορφιές που δεν χωράνε στο μυαλό του ανθρώπου!
     Όταν τελείωσε αυτό το όραμα και ξαναβρέθηκα μόνος στο κελλί μου, ευχαρίστησα τον Θεό γι’ αυτήν την μεγάλη παρηγοριά και χαρά που αξιώθηκα να δω, εγώ ο μεγάλος αμαρτωλός. Όλη την υπόλοιπη ημέρα, ήμουν εκτός εαυτού από την μεγάλη χαρά που γέμισε την καρδιά μου. Τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτήν την χαρά που ένιωθα και που δεν ξαναέζησα στην ζωή μου…»5


[(1) Από την έρευνα του Θεόδωρου Ρηγινιώτη, στο www.oodegr.com· (2) Ωσηέ ιβ΄ 11· (3) Ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός, χαριτώθηκε πλούσια από τον Θεό να δει την ομορφιά του Παραδείσου. Η περιγραφή του, ταιριάζει με την εδώ περιγραφή του Μοναχού Νικολάου. Στην πλήρη βιογραφία του Οσίου που εξέδωσε εδώ και χρόνια η Μονή Παρακλήτου, περιγράφεται με παρόμοια ζωηρά χρώματα η «αρπαγή» του στον Παράδεισο (βλ. σελ. 46–57)· (4) Στιχηρό αίνων, εορτής Αγίου Νικολάου – 6 Δεκεμβρίου· (5) Στάρετς Βαρσανουφίου: «Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα», (μτφρ.: Ναταλίας Νικολάου και επιμέλεια: Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκτάριου Αντωνόπουλου), κεφ. β΄, §6, σελ. 99–104 και 120–121 (παραπομπές), «Ακρίτας», Αθήνα, Μάρτιος 20051.]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου