Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ (1896–1966)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ
(1896–1966)

Η αγιότητα των αγίων

«Η αγιότητα
δεν είναι απλά “ορθότητα”
ή “τιμιότητα”,
για την οποία οι “ηθικοί”
πρόκειται να “ανταμειφθούν”
στην Ουράνια Βασιλεία του Θεού.
Είναι εκείνο το ύψος,
κατά το οποίο
οι άνθρωποι είναι πλημμυρισμένοι
με τη Χάρη του Θεού,
η οποία διοχετεύεται από αυτούς
προς όλους όσους τους συναναστρέφονται.
Η αγιότητα των αγίων,
προέρχεται από τη δική τους
άμεση και συνεχή θεωρία της δόξας του Θεού.
Οι άγιοι είναι, επίσης, γεμάτοι
από την αγάπη για τον πλησίον·
η οποία αγάπη,
προέρχεται από την αγάπη
που έχουν αυτοί προς τον Θεό
και γι’ αυτό ανταποκρίνονται
σε κάθε ανθρώπινη ανάγκη.
Και σε κάθε ανθρώπινο αίτημα
του πλησίον τους,
οι άγιοι ενεργούν σαν διαμεσολαβητές
και σαν πρεσβευτές ενώπιον του Θεού».

[Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς]



[1]  Το γοερό κλάμα ενός αγίου

     «Όλοι μας παραπονιόμαστε για τις λύπες μας, αλλά ο άγιος Ιωάννης ποτέ δεν παραπονέθηκε παρ’ όλο που, ο καημένος, είχε τόσα προβλήματα που, ως συνήθως, δεν ήταν και δικά του! Εγώ, η ίδια, είμαι μάρτυρας όταν μια φορά έτυχε να πάω στην εκκλησία και, ενώ δεν γινόταν ακολουθία, άκουσα κάποιον να κλαίει. Με την απορία να δω “ποιός” να ήταν εκείνος που έκλεγε, ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας. Το κλάμα ερχόταν μέσ’ απ’ το ιερό. Η πλαϊνή πόρτα ήταν μισάνοιχτη και κοίταξα μέσα. Προς έκπληξή μου, είδα τις πατούσες των ποδιών του αγίου Ιωάννου να φαίνονται πίσω από την αγία Τράπεζα. Ήταν γονατιστός, με το κεφάλι του χωμένο μέσα στα χέρια του κι έκλαιγε γοερά! Εγώ βιάστηκα ν’ αποσυρθώ και βγήκα έξω. Μου ήταν εντελώς αδύνατο ν’ αντικρίζω αυτό το θέαμα!...».


[2] Ανεξικακία μέσα από τη σιωπή

     «Θυμάμαι ένα αξιοσημείωτο περιστατικό ή μάλλον ακόμη μια περιπέτεια της ζωής του αγίου Ιωάννου, στην οποία ήμουν κι εγώ προσωπικά παρών. Ήταν μια καθημερινή μέρα και η Θεία Λειτουργία τελέστηκε στον Καθεδρικό Ναό από έναν από τους ιερείς της Σαγκάης. Ο άγιος Ιωάννης στεκόταν στη συνηθισμένη θέση του κι εγώ υπηρετούσα μέσα στο ιερό. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά πως, όταν εκείνος ο ιερέας έκανε το κήρυγμα, μάλωνε θρασύτατα τον αρχιεπίσκοπο, δείχνοντάς τον μάλιστα με το δάχτυλο και κατέληξε να τον αποκαλεί: “φίδι!... σκορπιέ!... υποκριτή!...”. Ο άγιος παρέμεινε στην θέση του, δίχως καμιά αντίδραση κατά την παράλογη επίθεση του (υφισταμένου του) ιερέα, αντίθετα, άρχισε να διαβάζει από ένα βιβλίο που βρισκόταν μπροστά του στο αναλόγιο. Αργότερα, ο πατέρας μου μού είπε πως αυτός και πολλοί άλλοι δεν ανέχονταν μια τέτο

ια απαράδεκτη συμπεριφορά εκ μέρους ενός ιερέα εναντίον του επισκόπου και ότι ζήτησαν την τιμωρία αυτού του ανθρώπου. Αλλά ο επίσκοπος άγιος Ιωάννης δεν έλαβε κανένα μέτρο τιμωρίας, λέγοντας πως “το ζήτημα είναι προσωπικό”. Αξιοθαύμαστη, πραγματικά, ανεξικακία! Και, γενικά, κανένας δεν άκουσε ποτέ, έστω και μια απλή μόνο λέξη κατηγορίας εναντίον οποιουδήποτε, να βγαίνει από τα χείλη του αγίου Ιωάννου…».


[3] Βυθισμένος στη χαρά του Χριστού

     «…Είδα πώς το πρόσωπό του κυριολεκτικά μεταμορφωνόταν κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας των μεγάλων εορτών, εκλάμποντας ένα υπερκόσμιο φως. Είχα δει τα μάτια του να ξεχειλίζουν από θεία αγάπη και καθαρά ν’ αντανακλούν την αγνή χαρά –που εμείς οι αμαρτωλοί δεν μπορούμε καν ν’ αγγίξουμε!– από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα του. Είχα δει το πώς πετούσε –στην κυριολεξία!– το βράδυ του Πάσχα, σαν να τον σήκωναν άγγελοι γύρω από τη νεόκτιστη εκκλησία της Σαγκάης, κραυγάζοντας με άπλετη χαρά τις θριαμβευτικές λέξεις “Χριστός Ανέστη! – Χριστός Ανέστη!”. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν υπήρχε όριο στη γνήσια έκστασή του: όλο του το είναι ήταν βυθισμένο στη χαρά του Χριστού, τον Οποίον, ειλικρινά και ολοκληρωτικά, αγαπούσε. Αλλά το πιο εκπληκτικό απ’ όλα ήταν το χάρισμά του να βλέπει βαθειά μες την ανθρώπινη καρδιά και να την προσελκύει προς τον Χριστό!...». 


[4] «Έμοιαζε σαν ένας άγιος της ερήμου»
      
     «Έμοιαζε σαν ένας άγιος της ερήμου των πρώτων χριστιανικών αιώνων που είχε γυρίσει (πίσω) στη (σύγχρονη) ζωή και πάλι. Ποτέ δεν ξάπλωσε σε κρεβάτι. Δεν είχε καν κρεβάτι! Την νύχτα κοιμόταν για πολύ μικρά διαστήματα, μερικές φορές μόνο για λίγα λεπτά, είτε στην καρέκλα του είτε προσευχόμενος είτε για ελάχιστα μόνο λεπτά, στη διάρκεια κάποιας συζήτησης που δεν τον ενδιέφερε, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, ποτέ δεν έχανε στην πραγματικότητα το θέμα της. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλυτος, ακόμα και πάνω στο άγριο τσιμέντο του πάρκου στις Βερσαλλίες. Αργότερα, του το απαγόρευσε ο Μητροπολίτης, από μία σοβαρή δηλητηρίαση που έπαθε στο αίμα του, όταν πάτησε ένα κομμάτι γυαλί. Έτρωγε μια φορά τη μέρα, συνήθως τα μεσάνυχτα, και μόνο όταν κάποιος είχε φροντίσει γι’ αυτό, αλλιώς το παρέλειπε. Αλλά, ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το ζωντανό παράδειγμα της προσευχής του. Τελούσε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά, αν και πολύ λίγοι ήταν παρόντες, κατά τη διάρκεια της οποίας, αργούσε πολύ στην Προσκομιδή των Τιμίων Δώρων. Το άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο, γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων. Από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προσθέτονταν κι άλλα καινούργια μέσω των γραμμάτων που λάμβανε απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και στα οποία οι άνθρωποι τού ζητούσαν να προσεύχεται γι’ αυτούς και ιδιαίτερα για τους αρρώστους. Καταλάβαινε και ήξερε τις ανάγκες τους. Και αυτό ήδη ήταν μια μεγάλη παρηγοριά. Κατά τη Μεγάλη Είσοδο στη Θεία Λειτουργία, παρέμενε για ώρες στην εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το άγιο Δισκοπότηρο, το άγιο Δισκάριο, την αγία Τράπεζα και την αγία Πρόθεση. Παράλληλα, έτρωγε λίγο πρόσφορο κι έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που είχε λάβει, τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη Θεία Λειτουργία. Μερικές φορές ανακοίνωνε το περιεχόμενο αυτών των γραμμάτων, πριν καν φθάσουν στα χέρια του. Ήταν πολύ αυστηρός μέσα στην εκκλησία, ιδιαίτερα μέσα στο ιερό Βήμα και δεν επέτρεπε να λέγεται τίποτα που δεν είχε σχέση με την Ακολουθία.
     Κατ’ αρχάς, το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στους αρρώστους και σε όσους δεν είχαν κανέναν στον κόσμο, τους οποίους επισκεπτόταν ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη. Έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα μικρά παιδιά, τα οποία τα είχε γύρω του. Πάντοτε μάθαινε για το κάθε ένα ξεχωριστά, τα κατηχούσε, τα έστελνε κάρτες και δώρα. Τα κοιτούσε στα μάτια για μερικά λεπτά, μ’ αυτό το ζεστό ακτινοβόλο βλέμμα του, το οποίο σ’ αγκάλιαζε ζεστά και στοργικά, σαν τη μητέρα που τυλίγει το μωρό της μέσα στα χέρια της. Αυτό το βλέμμα ήταν κάτι το αξέχαστο για τον καθένα που ερχόταν σ’ επαφή μαζί του. Όσο δύσκολα μπορούσε να εκφράσει αυτό που ήθελε με λέξεις, τόσο τα μάτια του ήταν γεμάτα από σημασία και νόημα. Όταν σε κοίταζε, ήξερες ότι εκείνη τη στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο!
     Φυσικά, πολλοί που τον γνώριζαν μόνο επιφανειακά, σκανδαλίζονταν με την εμφάνισή του. Δεν ήξερε να προσποιείται και, σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν ο εαυτός του: ο μοναχός εκείνος που σκεφτόταν μόνο την προσευχή και τις ανάγκες αυτών που τη χρειάζονταν. Αλλά, πολύ μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός όλων αυτών που τον θαύμαζαν μεσ’ από την καρδιά τους και τον αγαπούσαν πολύ!
     Με τον ίδιο τρόπο που ζούσε, έτσι ακριβώς και πέθανε, εντελώς αναπάντεχα, μόνος στο δωμάτιό του, όταν μόλις είχε πάει για να ξεκουραστεί μετά τη Θεία Λειτουργία, κατά την επίσκεψή του στο Σιάτλ, στη βόρεια άκρη της επισκοπής του. Θα είμαστε πάντοτε ευγνώμονες που είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε κάτω από τα φτερά της αγάπης του. Πιστεύουμε απόλυτα ότι αυτό το δέσιμο της αγάπης που είχαμε, θα συνεχίσει να λειτουργεί για το καλό μας, ιδιαίτερα τώρα που είναι κοντά στον Θεό, του Οποίου υπήρξε ένας από τους πιο πιστούς υπηρέτες στη γη, σ’ αυτούς τους έσχατους καιρούς που ζούμε…».



[5] «Προσευχήθηκε κι ένιωσα μέσα μου
την υγεία να επανέρχεται»

     «Στη Σαγκάη έγινε ένα συνταρακτικό θαύμα που αφορούσε έναν άνδρα από το Χαϊλάϊ. Νοσηλευόταν σ’ ένα γαλλικό νοσοκομείο, το οποίο είχε Ρωμαιοκαθολικές μοναχές για νοσοκόμες. Η κατάστασή του ήταν τόσο απελπιστική, ώστε τον έβαλαν πίσω από ένα παραβάν, για να μην τον ενοχλήσει κανείς σ’ αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να επανέλθει. Πέθαινε από στιγμή σε στιγμή. Ξαφνικά, χτύπησε το καμπανάκι στο θάλαμό του, μια νοσοκόμα ήρθε και τον είδε να ανακάθεται στο κρεβάτι του και τη ρώτησε το εξής:
     – “Ποιός ήταν εδώ, μόλις τώρα;!
     Τι είδους ιερέας ήταν αυτός;!
     Πέθαινα κι εκείνος προσευχήθηκε ακριβώς δίπλα μου κι ένιωσα μέσα μου την υγεία μου να επανέρχεται!”.
     Η μοναχή νοσοκόμα τού είπε ότι δεν είχε δει κανέναν. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, αυτός ο άνδρας επισκέφθηκε όλες τις Ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες, ελπίζοντας να βρει εκεί εκείνον που τον θεράπευσε.
     Ένας καθολικός ιερέας τον συμβούλευσε να επισκεφθεί ακόμα τον Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό (όπου λειτουργούσε ο άγιος Ιωάννης) και να κοιτάξει κι εκεί, μιας και, όπως του εξήγησε, “υπήρχε ένας ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος, ένας ‘ασυνήθιστος’ άνθρωπος, θα λέγαμε κάτι σαν ‘δια Χριστόν Σαλός’!...”.
     Έτσι, έκπληκτα τα πνευματικά παιδιά της συνοδείας του αγίου Ιωάννου, ένα ήσυχο απόγευμα, στον εσπερινό, είδαν να μπαίνει μέσα στην εκκλησία ένας μεγαλόσωμος άνδρας. Ήταν καλοντυμένος, φορούσε ένα ωραίο μπλε κοστούμι κι είχε ένα τεράστιο κόκκινο λουλούδι στο πέτο του. Αναρωτήθηκαν μεταξύ τους όλοι, νομίζοντας ότι αυτός είναι κατάσκοπος–“μπολσεβίκος”. Γιατί συχνά οι “μπολσεβίκοι” φορούσαν κάτι κόκκινο πάνω τους για να πιστοποιούν την ταυτότητά τους και το λουλούδι αυτού του άνδρα, τώρα, μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί σαν ένα τέτοιο σημάδι…
     Μετά τον εσπερινό, στην απόλυση, όταν όλοι πήγαν να πάρουν την ευλογία του αγίου Ιωάννη, η συνοδεία του αγίου παρατήρησε ότι ταυτόχρονα προχωρούσε κι εκείνος ο άγνωστος προσκυνητής. Αθόρυβα, τότε, όλοι τους μαζευτήκανε γύρω από τον άγιο, με την πρόθεση, σε περίπτωση κινδύνου να τον υπερασπιστούν και να τον προστατεύσουν, έστω και σαν πλήθος. Αλλά, προς μεγάλη τους έκπληξη, είδαν αυτόν τον γίγαντα να πλησιάζει τον άγιο Ιωάννη, να πέφτει και να γονατίζει μπροστά του, να ζητά την ευλογία του και μετά να εξηγεί πως είχε βρει εκείνον που τον έσωσε τόσο θαυματουργικά στο νοσοκομείο, ενώ ανθρωπίνως πέθαινε. Ο άγιος έλαμψε ολόκληρος, του χαμογέλασε ευγενικά και του έδωσε την ευχή του και η δόξα του Θεού έλαμπε πάνω του!...».

[6] «Πήγαινε στην ευχή του Χριστού!
Όλα θα πάνε καλά!»

     «Ζούσα στη Σαγκάη με την ηλικιωμένη μητέρα μου σ’ ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο αποκτήσαμε με τεράστια δυσκολία. Πληρώναμε ένα αρκετά μεγάλο ποσό “για το κλειδί”, όπως ήταν καθιερωμένο εκεί. Ήταν τρομερά δύσκολο να πάρεις ένα διαμέρισμα και χωρίς να έχεις πολλά χρήματα ήταν σχεδόν αδύνατο να πάρεις έστω και ένα δωμάτιο. Η σπιτονοικοκυρά μας, ήταν μια πολύ γκρινιάρα και νευρική γυναίκα, αλλά την υπομέναμε, γιατί δεν είχαμε πού αλλού να πάμε. Μια μέρα, ήρθε και μας ανακοίνωσε ωμά ότι πρέπει να φύγουμε από εκεί, γιατί θα πουλούσε το σπίτι και ότι την τάδε ημερομηνία, θα έπρεπε να έχουμε αδειάσει το δωμάτιο. Τα παρακάλια μας και τα δάκρυά μας δεν κατάφεραν τίποτε! Η μητέρα μου κι εγώ ήμασταν απελπισμένες, καθώς γνωρίζαμε πολύ καλά ότι ήταν τελείως αδύνατο να βρούμε δωμάτιο οπουδήποτε αλλού. Δεν ξέραμε τί να κάνουμε!
     Τότε, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: να πάω να ζητήσω από τον άγιο Ιωάννη τις προσευχές του! Είχα ακούσει πως ο αρχιεπίσκοπος προσευχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας στον Καθεδρικό Ναό. Ετοίμασα ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφα το πρόβλημά μας, ικετεύοντας για τις προσευχές του…
     Στις τέσσερις ακριβώς τα χαράματα, όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, πήγα στον Καθεδρικό Ναό. Ήταν ανοικτά. Μπήκα μέσα κι ένιωσα ότι ήταν πολύ τρομακτικά. Όλο το εσωτερικό του Ναού ήταν άδειο και σκοτεινό και μόνον εδώ κι’ εκεί τρεμόσβηναν λαμπάδες μπροστά από τις εικόνες. Κοιτάζοντας τριγύρω, είδα μια σιλουέτα να είναι γονατιστή μπροστά στο εικονοστάσι (το τέμπλο), στη δεξιά πλευρά. Ήταν ο άγιος! Τον πλησίασα δειλά κι άπλωσα το χέρι μου με το γράμμα μου προς αυτόν, ζητώντας τις προσευχές του. Αλλά εκείνος έσπρωξε το χέρι μου με το γράμμα μακριά, με ευλόγησε και μου είπε:
     –“Πήγαινε στην ευχή του Κυρίου! Όλα θα πάνε καλά!”.
     Έφυγα και μόνο τότε θυμήθηκα ότι από το φόβο μου δεν είχα πει τίποτε για το πρόβλημά μας. Δεν πήρε το γράμμα μου! Πώς να ήξερε για ποιο θέμα να προσευχηθεί, όπως του ζήτησα; Γύρισα σπίτι στεναχωρημένη κι έπεσα για ύπνο…
     Νωρίς το πρωί, κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Όταν ανοίξαμε, είδαμε τη σπιτονοικοκυρά μας, η οποία μας χαμογελούσε ευγενικά –κάτι, που δεν είχαμε ξαναδεί να κάνει ποτέ πριν!– και μας είπε: “Αποφάσισα να μη πουλήσω το σπίτι! Μπορείτε να παραμείνετε εδώ, για όσο χρόνο χρειάζεσθε”!!…».



[7] «Πυρ εξ Ουρανού»

     «Η κόρη μου, αντιμετώπιζε μια μεγάλη δυσχέρεια στη ζωή της κι εγώ προσευχήθηκα πολύ γι’ αυτό. Πέρασαν δύο μήνες. Κάθε μέρα, πήγαινα μέχρι τον Καθεδρικό Ναό στη Σαγκάη, αλλά η πίστη μου άρχισε να εξασθενεί. Αποφάσισα να μη ξαναπάω στην εκκλησία και προτίμησα να επισκέπτομαι τους φίλους μας. Έτσι, λοιπόν, σταμάτησα να σηκώνομαι νωρίς το πρωί. Μια μέρα, περνούσα μπροστά από τον ναό κι άκουσα τότε υμνωδίες να έρχονται μέσ’ από την εκκλησία. Μπήκα μέσα. Ο άγιος Ιωάννης λειτουργούσε και το ιερό ήταν ανοικτό. Εκείνη την ώρα εκφωνούσε το:
     –‘‘Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστί τὸ Σῶμά Μου!... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτό ἐστί τὸ Αἷμά Μου!... εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν!…’’.
     Και, μετ’ απ’ αυτό, γονάτισε ο άγιος κι έκανε μια στρωτή μετάνοια. Τότε είδα ότι όταν ξεσκέπασε το Δισκοπότηρο με τα Τίμια Δώρα, εκείνη τη στιγμή, αμέσως μετά τα λόγια του αγίου Ιωάννου, μία Φλόγα ήρθε από ψηλά και κατέβηκε μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο. Το σχήμα της Φλόγας αυτής ήταν σαν μια μεγάλη τουλίπα. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να “δω” τη μεταβολή των Τιμίων Δώρων σαν Φωτιά! Η πίστη μου, αναζωπυρώθηκε αμέσως! Ο Κύριος μού αποκάλυψε την πίστη του αγίου Ιωάννου κι έτσι εγώ ντράπηκα για τη δική μου την ολιγοπιστία!…».

[8] «Σήκωσε τον σταυρό του
και φώναξε δυνατά: “Χριστός Ανέστη!”»

     Μια νοσοκόμα από το εβραϊκό νοσοκομείο στη Σαγκάη μάς είπε το ακόλουθο: «Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας ο άγιος Ιωάννης ήρθε στο νοσοκομείο για να επισκεφθεί ορισμένους Ρώσους Ορθόδοξους που ήταν εκεί. Περνώντας από έναν θάλαμο, σταμάτησε μπροστά από ένα κρεβάτι που ήταν κλεισμένο με το παραβάν, πίσω από το οποίο πέθαινε μια Εβραία ηλικιωμένη γυναίκα. Οι συγγενείς της, περίμεναν ήδη έξω στον προθάλαμο το θάνατό της. Ο άγιος Ιωάννης, σήκωσε τον σταυρό του πίσω από το παραβάν και φώναξε δυνατά: “Χριστός Ανέστη!”. Η άρρωστη γυναίκα συνήλθε αμέσως και ζήτησε νερό. Ο άγιος Ιωάννης πήγε στη νοσοκόμα και της είπε ότι η άρρωστη γυναίκα θέλει νερό. Ολόκληρο το προσωπικό του νοσοκομείου έμεινε κατάπληκτο από την αλλαγή της κατάστασης αυτής της γυναίκας, η οποία βρισκόταν λίγο πριν από τον θάνατο. Σύντομα, θεραπεύτηκε εντελώς και βγήκε από το νοσοκομείο».



Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
      Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, ἀγγελόμορφε, ἱεραρχῶν θεοφόρων καὶ διδασκάλων σοφῶν, ἐκλαμψάντων ἄρτι σάπφειρε πολύτιμε, ὡς Ὀρθοδόξων ἀσκητῶν, καλλονὴν καὶ ποταμόν, ἀστείρευτον θαυμασίων, σὲ ἀνυμνοῦντες εὐχάς σου, θερμὰς πρὸς Κύριον αἰτούμεθα.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
      Τὸν ταπεινόν, ἁπλοῦν, φιλόθεον, φιλάρετον,
σεμνόν, μακρόθυμον, πραῦν καὶ εὐσυμπάθητον,
εὐφημήσωμεν Ὀρθόδοξον ἱεράρχην,
Ἰωάννην τὸν Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν,
ὡς θαυμάτων φρέαρ ὄντως ἀκεσώδυνον,
πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον.
      Χαίροις ἱεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ἰωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις ὁ ἀνύσας, οὐρανοδρόμον ἄρτι, πορείαν καὶ θαυμάτων, κρήνη γενόμενος.

[Ποιήματα τοῦ Δρ. Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,
Μ. Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας]



[Από το βιβλίο:
«Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
Επίσκοπος Σαγκάης & Σαν Φρανσίσκο,
ο θαυματουργός (1896–1966)»,
και «Ακολουθία και Παρακλητικός Κανών
εις τον εν αγίοις Πατέρα ημών
Ιωάννην Μαξίμοβιτς,
Επίσκοπον Σαγγάης και Σαν Φρανσίσκο,
τον θαυματουργόν»,
σελ. 9, 33, 46, 75, 78·
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίου Νεκταρίου,
Τρίκορφο Θωκίδος 2004 και 2006 αντίστοιχα.
(1) Αυτούσια μαρτυρία
της Ζηναΐδας Ζουλιέμ,
της ήδη μακαριστής πνευματικής θυγατέρας
του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς
(βλ. μέρος α΄, κεφ. 7ο, σελ. 132)·
(2) και (3) Αυτούσια μαρτυρία
του πατρός Γεωργίου Λάριν,
πνευματικό τέκνο του Αγίου Ιωάννου
(βλ. μέρος β΄, §37, σελ. 258–259)·
(4) Αυτούσια μαρτυρία
Ηγουμένου Ανδριανού,
(βλ. μέρος α΄, κεφ. 8ο, σελ. 168–171)·
(5) Αυτούσια μαρτυρία
της Άννας Κιζώφ, πνευματικής θυγατέρας
και μαθήτριας του Αγίου Ιωάννου,
(βλ. μέρος β΄, §44, σελ. 270–271)·
(6) Αυτούσια μαρτυρία μιας Ρωσσίδας,
ονόματι Ολυμπιάδα Ελνίκ,
(βλ. μέρος β΄, §57Β, σελ. 302–303)·
(7) Αυτούσια μαρτυρία
Γερόντισσας Μοναχής Αυγούστας,
(βλ. μέρος β΄, §82, σελ. 357–358)·
(8) Αυτούσια μαρτυρία
Βσεβολόντ Αλεξάντροβιτς Ρέγιερ
από Βραζιλία (27/9/1966),
(βλ. μέρος β΄, §40, σελ. 264).
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
έρευνα, μελέτη, απάνθισμα,
μερική διόρθωση,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου